Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

ΘΕΑΤΡΟΝ ΡΕΞ - 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1941

"Και πού να πάμε, βρε συ μάτια μου, πού θα με τραβήξεις Κυριακάτικα πρωί-πρωί, να γίνει κανένα μπλόκο, να μας πιάσουν, να μας τραβάνε στα υπόγεια της οδού Μάγερ κι' ύστερα ποιός ξέρει τί σόϊ δοσίλογους θάχουν μαζέψει για να μας δείξουν με το δάχτυλο, να βρεθούμε στο Χαϊδάρι και να μη το πιστεύουμε που θ' αντικρύζουμε τις κάννες των γερμαναράδων..."

"Μα δέκα η ώρα το πρωί δεν γίνονται τέτοια πράματα! Πάμε σου λέω, Μιχάλη μου, πάμε... Θάναι και μια καινούργια, που τραγουδάει και χορεύει, άλλο πράμα το κέφι και το μπρίο της, μου τόπε κι' η κυρία Κούλα που πήγε και την είδε, Βλαχοπούλου την λένε, θάναι κι' ο Οικονομίδης που σ΄αρέσει, κι' ο Σταυρίδης κι' ο Μητσάρας, θα γελάσει λίγο το χειλάκι μας! Πάμε σε παρακαλώ, ποιός ξέρει αύριο τί μας ξημερώνει..."




"Μα δε μας περισσεύουν, βρε Ματίνα μου, δε μας περισσεύουν... Λες εγώ δεν θέλω να πάω, μα αύριο αν..."

"Δεν έχει αύριο, Μιχάλη μου, δεν έχει αύριο... Αύριο θα μας τα τρώνε οι μαυραγορίτες και δεν θάχουμε ούτε για το καφεδάκι μας. Να, τούτο 'δω το σακκουλάκι καφέ απ' του Ταβλαδωράκη που πήρα σήμερα απ΄τη Γούναρη στο σχόλασμα απ' τη φάμπρικα, κάτι μου λέει πως θάναι το τελευταίο, έρχεται πείνα και στέρηση, Μιχάλη μου, πάμε να σε χαρώ..."


"Σάματις ξέρω και 'γω βρε Ματίνα, ξέρω και 'γω... Σα χτες μου φαίνεται που σού 'στελνα τα νέα νικητής απ' το μέτωπο, και τώρα για μιάς, όλα κυλιούνται κάτω... Τρομάζω, Ματίνα μου, τρομάζω πιότερο κι' από σένα..."



"Άσε με και μένα να κάμω κουμάντο μια φορά, βρε συ Μιχάλη, να, έχω εδώ φυλαγμένες εννιά δραχμούλες που κάνουν και τα δυό εισιτήρια, κάλλιο να μην πάρω άλλο ζεύγος κάλτσες, μα να πάω μιά τελευταία φορά ένα θεατράκι πριν μας βάλουν τα δυό ποδάρια σ' ένα παπούτσι... "




"Ώπα! Ώπα! Για στάσου, βρε Ματίνα, σα να τα παραλές τώρα... Δε λέω , να πάμε το θεατράκι σου, μα μη μου τα παρουσιάζεις κ' έτσι... Σε λίγο θα μου πεις πως και για ν' αλωνέψει ο πατέρας μου στην Τήνο θα πρέπει να πάρει την άδεια από τον Ιταλό... Όχι δα... Είπαμε, πολιτισμένοι άνθρωποι είναι κι' αυτοί, δεν είναι τίποτις ζωντανά..."


"ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΝΗΣΟΥ ΤΗΝΟΥ
Ο Κος.............. 
που κατοικεί στα Κελλιά
είναι εξουσιοδοτημένος να αλωνέψει την ημέρα 12/5/42
και ώρα .... στα Κελλιά.
Τήνος, 11/5/1942-ΧΧ
Ο στρατιωτικός διοικητής....."





Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Ο ΦΑΡΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Εκεί γύρω στο 1932 λοιπόν, τα παιδιά που πήγαιναν στην πέμπτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου, θα πρέπει να ήταν κοντά έντεκα χρονών, αν όχι περισσότερο, αν λάβουμε υπ΄όψιν μας πως μένανε και στην ίδια τάξη και χάνανε την χρονιά αρκετά συχνά. 
Με αυτήν την υπόθεση, τα παιδιά που το 1932 παρακολουθούν την πέμπτη τάξη, είναι γεννημένα γύρω στο 1920, λίγο πιό πάνω, λίγο πιό κάτω, μαζί τους και ο θείος μου ο Τζώρτζης.

Το αναγνωστικό που κάνουν, είναι "Ο ΦΑΡΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ".
Το βιβλίο στην τελευταία σελίδα έχει την έγκριση του τότε Υπουργού Π. Πετρίδη και αναφέρει την τιμή:
ΤΙΜΗ ΑΔΕΤΟΥ 17,20 και ΔΕΤΙΚΑ ΔΡΧ. 3

Τί νάναι όμως, Ο ΦΑΡΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ...


Ας θυμηθούμε ότι, στις 18 Απριλίου του 1932, η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο αποφασίζει να κηρύξει προσωρινό χρεοστάσιο, δηλαδή αναστέλλει την εξυπηρέτηση των εξωτερικών της δανείων. 
Η αναστολή ξεκινάει από την 1η Μαΐου του ίδιου έτους. Με αυτό τον τρόπο επισημοποιείται ουσιαστικά η δεύτερη πτώχευση του Ελληνικού κράτους.
Λίγο πριν, στις 25 Φεβρουαρίου του ιδίου έτους, ο Χίτλερ αποκτά γερμανική υπηκοότητα και έτσι, μπορεί να κατέβει σαν υποψήφιος στις εκλογές, τις οποίες κερδίζει τον Ιανουάριο του 1933.
Επίσης, την χρονιά αυτή στις ανασκαφές τής Αρχαίας Αγοράς ανακαλύπτονται τα ψηφοδέλτια εξοστρακισμού του Αριστείδη, του επονομαζόμενου και Δίκαιου.

Σε αυτό περίπου το (ολότελα συμβολικό για σήμερα) πλαίσιο, οι μαθητές καλούνται να παρακολουθήσουν στην διάρκεια της χρονιάς, την πορεία του δασκάλου Πέτρου Ανέζη που διορίζεται στο Κακορίζικο χωριό και ανεβαίνοντας προς τα εκεί στην ράχη του ζώου, κάνει την πρώτη του κουβέντα με τον αγωγιάτη, όπου μαθαίνει (ξεκινώντας στην σελίδα 12) τα αίτια του κακού ριζικού του χωριού. 
Η τοποθέτηση του ποιήματος του Δροσίνη "Το Χωριό μου", που προηγείται του πρώτου κεφαλαίου, απαύγασμα μιας λεπτότατης ειρωνείας, φαντάζει τραγικά καυστική σε σχέση με όσα θα επακολουθήσουν τόσο μέσα στο βιβλίο, αλλά και τα επελθόντα χρόνια, έως και σήμερα, που θα διαψεύσουν αδιάντροπα τις κρυφές ελπίδες των συγγραφεών Ανδρεάδη και Παπαχριστοδούλου.


Ο δάσκαλος φτάνει σε ένα χωριό/χώρα, όπου καλείται να δώσει έναν αγώνα απέναντι σε τοπικά συμφέροντα, προκαταλήψεις, μαγαζάτορες, παρέδρους (έτσι λέγονταν τότε οι διαπλεκόμενοι...), μοιρολατρίες, φόβο, αυτοεγκατάλειψη και, απ' ό,τι φαίνεται στα λιτά σκίτσα του βιβλίου, με την φτώχεια, που αποτυπώνει ο σκιτσογράφος στα ξυπόλυτα παιδιά με τα κουρελιασμένα ρούχα, που πάνε την πρώτη μέρα στο σχολείο.
Ο δάσκαλος έρχεται αντιμέτωπος με παιδιά που δεν γνωρίζουν ελληνικά (περίπου σαν σημερινά παιδιά μεταναστών...) παρά το ότι, τα ονόματά τους, αλλά και τα παρατσούκλια τους, είναι ελληνικότατα !
Αφού φτάνει μέχρι και στο σημείο να τα κουρέψει (εντελώς συμπτωματική η αναφορά στο κούρεμα, πιστέψτε με...) για να τα γλυτώσει από τις ψείρες και τη βρωμιά, ο Πέτρος Ανέζης μαθαίνει τα παιδιά πως "και τα παιχνίδια είναι γράμματα"... Σ' αυτό το σημείο, δεν μπορώ να μην έρθω αντιμέτωπος με την σκέψη του ότι, ο γιός μου πέρυσι έκανε περίπου μία φορά τον μήνα γυμναστική, ενώ στο προαύλιο του σχολείου του δεν υπάρχει κανενός είδους όργανο γυμναστικής, πέραν της πατροπαράδοτης μπασκέτας (τί φενάκη κι' αυτή...)


Προσέξτε στην σελίδα 47 σε ποιά γλώσσα απευθύνονται τα παιδιά στον δάσκαλο.

Το βιβλίο συνεχίζει, ο δάσκαλος των Κελλιών μιλάει προς τα παιδιά της πέμπτης δημοτικού μέσα από τα λόγια του χάρτινου Πέτρου Ανέζη, τα διαπαιδαγωγεί με παραδείγματα, με παράλληλους βίους κάποιων παιδιών που μοιάζουν, τουλάχιστον σε ένα μέρος της καθημερινότητάς τους, με τα παιδιά των Κελλιών, που αν ταυτιστούν θα μπορέσουν να πάρουν το μήνυμα έστω και έμμεσα. Τι πρέπει να τρώνε, γιατί να είναι καθαρά, πώς να μιλάνε.

Αλλά, υπάρχουν μηνύματα και για τους γονείς.


Ο Πέτρος Ανέζης εργάζεται πυρετωδώς για να φτιαχτεί ο πρώτος συνεταιρισμός...

Θυμάμαι αυτομάτως την ανησυχία Τηνιακού φίλου που μου εξέφρασε το καλοκαίρι, πως σε λίγα χρόνια το τυροκομείο δεν θάχει γάλα για να δουλέψει, γιατί "άμα φεύγουν οι μεγαλύτεροι, οι πιό νέοι δεν συνεχίζουν..."

Διαβάζω στην "ΤΗΝΙΑΚΗ" για τα εγκαίνια του ελαιοτριβείου. Το ημερολόγιο, την ημέρα που η Τήνος θα αποκτήσει ελαιοτριβείο, θα δείχνει 6 Νοεμβρίου του ελαιοσωτηρίου έτους 2011...

Πάμε παρακάτω, όπου στην δύναμη του σχολείου προστίθεται και μια δασκάλισσα, ξαδέρφη του Πέτρου, η Δέσποινα Ανέζη, που αναλαμβάνει τα κορίτσια. Παράλληλα, η ελληνοφωνία προοδεύει, τα παιδιά μαθαίνουν την γλώσσα τους.


Η φτώχεια όμως παραμένει και ο δάσκαλος επιμένει: "Χρειάζονται συνεταιρισμοί".
Στην συνέχεια, αποφασίζουν να κάνουν ένα μεγάλο βήμα: να μεταφέρουν το χωριό σε άλλο τόπο. 
Ο δάσκαλος επισημαίνει, πως ο καλύτερος εγγυητής για να πάει μπροστά το χωριό είναι οι ίδιοι οι Κακοριζικιώτες: "Να δεθούν ο ένας με τον άλλον".
Το εγχείρημα (project, στα σύγχρονα ελληνικά...) πετυχαίνει και το χωριό αλλάζει και όνομα. Στην σελίδα 225, επιτέλους, αποκαλύπτεται σε ποιόν αναφέρεται ο τίτλος του βιβλίου.

Στην συνέχεια, ο δάσκαλος, ηγέτης και οδηγός του χωριού , με την επιστράτευση του 1912, πολεμάει πλάι-πλάι με τα παιδιά του χωριού και επιστρέφει νικητής στο χωριό, που καμαρώνει ότι, κάτι πρόσφερε κι΄αυτό στην πατρίδα.

Το παιδί που είχε αυτό το βιβλίο, δεν έχει αφήσει ούτε το όνομά του, ούτε κανένα άλλο σημάδι στις σελίδες που θα μαρτυρούσε την ταυτότητά του, εκτός από δύο μικρά χαρτάκια σαν σελιδοδείκτες, που μάλλον, σκιαγραφούν, κορίτσι.
Το ένα είναι ένα πουλάκι, που θα έλεγε κανείς πως τόχει φτιάξει ο Φασιανός. Το άλλο, είναι ένα κορίτσι. Και ενώ το πουλί είναι κομμένο με ψαλίδι, το κορίτσι είναι κομμένο με το νύχι...



 Αποθηκεύστε την εικόνα κάπου, είναι καταλυτικό δείγμα πηγαίου, ουσιαστικού ταλέντου. 

Το ίδιο παιδί, είχε και αυτό το τετράδιο γραμματικής:
Θα μπορούσα να καθήσω και να γράψω όλα όσα πέρασαν απ' το μυαλό μου (και το μυαλό σας) όσην ώρα ξεφύλλιζα το βιβλίο και το τετράδιο.
Δεν είναι αυτός ο σκοπός. 
Τα υψωμένα επιτιμητικά δάχτυλα και τα βαθειά ξεφυσήματα απελπισίας δεν είναι μέσα 'δω.
Αυτό που μένει, είναι πάνω απ΄όλους μας, ενόσω τα χρόνια περνάνε και παίρνουν μαζί τους δασκάλους και παιδιά. 


Και τώρα που έβαλα μαζί στην ίδια φράση το "παίρνω" και το "περνώ" ας μνημονέψω έναν δάσκαλό μου, τον αντιπαθέστερο όλων, που μας είχε μάθει πώς να θυμόμαστε ποιό από τα δύο ρήματα χρειάζεται έψιλον και ποιό άλφα γιώτα: το "περνώ" για να χωρέσει να περάσει έχει μέσα του μόνον το έψιλον, ενώ το "παίρνω" είναι άπληστο και θέλει και άλφα και γιώτα !


Καλό, διαρκές σχολείο σε όλους μας.


Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

ΜΠΑΛΑΚΙΑ: μια σεμνή ιστορία...


Γενικώς στην Ελλάδα την έχουμε μια μανία με τα μπαλάκια.


Θυμάμαι τον δάσκαλο στο σχολείο: "Δεν ξέρω πού θα ψάξεις... Θέλω ως αύριο μια απάντηση στο θέμα...", κοινώς πάρε το μπαλάκι και βάλε τον μπαμπά να σου πάρει εκείνο το βιβλίο που έχει την απάντηση και που πουλάει το βιβλιοπωλείο, που συμπτωματικά, είναι τής γυναίκας μου...


Μετά στο πανεπιστήμιο: "Δεν μπορώ να κάνω εργαστήριο, κύριοι, δεν υπάρχουν αντιδραστήρια, όμως στις εξετάσεις θα κληθείτε να ετοιμάσετε το ρυθμιστικό διάλυμα κανονικά...", ξανατσίμπα το μπαλάκι και μαζέψτε οι φοιτητές λεφτά και πεταχτείτε μέχρι του Μπακάκου να πάρετε αντιδραστήρια γιατί μας βλέπω παρέα μέχρι τα βαθειά γεράματα ...


Μετά στην δουλειά: "Κόψτε το λαιμό σας! Θέλω μια λύση εδώ και τώρα!", δηλαδή, πάρτε το μπαλάκι για να μεταφερθούν έξι τόνοι προϊόντων που θέλουν ψυγείο, με δυομισάτονο φορτηγό με μουσαμά...


Μετά στο ΙΚΑ: "Ο γιατρός θα απουσιάσει για έναν μήνα, δεν μπορώ εγώ να σας πω τί θα κάνετε..." πάρτε ένα μπαλάκι και πηγαίντε σε ιδιωτικό θεραπευτήριο κι αφήστε με να διαβάσω το CIAO μου....


Μετά στο καράβι: "Ε, τέτοια εποχή υπάρχουν υπεράριθμοι, καθήστε όπου βρείτε...", αρπάχτε το μπαλάκι και σαλτάρετε κατάστρωμα κι΄άμα βουλιάξουμε προσοχή, μακρυά απ' την προπέλα...


Μετά στο δρόμο, το delivery που κινείται ανάποδα στον δρόμο: "Πρόσεχε, ρε μεγάλε, μεροκαματάκι πάμε να βγάλουμε", που πα να πει, πάρε το μπαλάκι και παραμέρισε γιατί θα σου πάρω μαζί τον καθρέφτη...


Μετά ο ηλίθιος, που θέλει να περάσει με κόκκινο: "Μπιιιπ!! Πέρνα το, ρε μεγάλε,πορτοκαλί είναι!" και πάρε το μπαλάκι γιατί εγώ προλαβαίνω να σταματήσω άμα δω κανένα περιπολικό στο μεταξύ...


Μετά ο ελεγκτής τρεις η ώρα τα μεσάνυχτα στο λεωφορείο: "Και τι με νοιάζει εμένα που είναι όλα τα εκδοτήρια κλειστά...", πάρε το μπαλάκι και τσίμπα το προστιμάκι σου, να δείξω και' γω πως δουλεύω και εντοπίζω επιτυχώς τους εχθρούς του λαού...


Μετά ο Δήμος: "Και τί με νοιάζει εμένα πού θα παρκάρεις, αρκεί να μην κλείνεις το πέρασμα για τη σκουπιδιάρα", πάρε τη μπάλα και κάνε τριανταεφτά γύρους στο τετράγωνο κι΄άμα βρεις να παρκάρεις να με χέσεις, που ήδη χέστηκα δηλαδή για το που θα το βάλεις εσύ...


Και προσφάτως, το Κράτος: "Και τί θες να σου κάνω, χρειάζομαι την συγκατάθεσή σου για να συνεχίσω να σε ληστεύω", πάρε το μπαλάκι και τρέχα στο δημοψήφισμα, τραμπαρίφα μου...

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Εορτασμός 28ης Οκτωβρίου το 1944

Το παρακάτω ποίημα έγραψε ο Αντώνιος Λορέντζου Αρμάος (1913-1997), αδερφός τού παππού μου Ζάννε Αρμάου και το απήγγειλε η Αντέλα Αρμάου στον εορτασμό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου το 1944 ή το 1945.
Το μεταφέρω όπως ακριβώς το θυμάται η μητέρα μου, χωρίς καμμία αλλαγή στο συντακτικό ή την γραμματική του. 

Αξίζει περισσότερο αν προσπαθήσετε να φανταστείτε την απαγγελία στον χώρο και τον χρόνο εκείνο, αμέσως μετά την Κατοχή.
Το σχολείο είναι στολισμένο με ό,τι μπορούσαν να φτιάξουν γονείς και παιδιά από τα ελάχιστα διαθέσιμα υλικά, από κόλλες χαρτί μπλέ και άσπρες, δαντελίτσες κομμένες στο χέρι, λουλούδια και στεφάνια γύρω στα κάδρα που κρέμονται στην μεγάλη αίθουσα του εξαταξίου σχολείου της Καλλονής, που είναι γεμάτο κόσμο, έχει πάει όλο το χωριό για τον εορτασμό. 
Ο δάσκαλος λέγεται Τριανταφυλλίδης, η γυναίκα του είναι η Βασιλική κι' έχουν κι' ένα κοριτσάκι. 
Η σημαία δεν είναι ούτε πλαστική, ούτε συνθετική.
Η δεκάχρονη Αντέλα ανεβαίνει στην έδρα:

Έκτη η ώρα πρωινή
εικοσιοκτώ Οκτωβρίου,
μας ήρθε τελεσίγραφο
εξ' Ιταλού πρεσβείου.

Θέλανε την Ελλάδα μας 
να την υποδουλώσουν,
ο Βασιλιάς και ο υπουργός 
αρνήθηκαν να δώσουν.

Ακούς φωνές εδώ κι' εκεί
αλλού χτυπούν καμπάνες
τρέχουν παιδιά εδώ και 'κει
γέροι, κορίτσια, μάνες.

Στον κάθε ένα τρέχανε
την είδηση να πούνε,
στο σπίτι αν δεν ήτανε 
ψάχνανε να τον βρούνε.

Να παρατήσει τον αγρό
την κάθε εργασία,
γιατί εισβάλλαν στην Ελλάς
ολόκληρη Ιταλία.

Εκείνοι ήρθανε με τανκς, 
όλμους και πολυβόλα,
αλλά εμείς τα πήραμε
μ' ένα "ΑΕΡΑ" όλα.




Εδώ και καιρό ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από τα "ΑΛΑΜΠΟΥΡΝΕΖΙΚΑ" του ποιητή Ντίνου Χριστιανίδη σχετικά με την γλώσσα. Εκμεταλλεύομαι, λοιπόν, την ευκαιρία:


"Η λύση, λοιπόν, είναι μία: Να προσέχουμε πολύ τα λόγια μας, να προσέχουμε ακόμα περισσότερο τα γραφτά μας. Κάθε τί που λέμε να το σκεφτόμαστε, και προπαντών σωστά, πρέπει να γράφουμε προπάντων κατανοητά. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να διαβάζουμε κλασικά κείμενα της λογοτεχνίας μας που έχουν σωστή και ζωντανή γλώσσα και επίσης να στήνουμε αυτί στις κουβέντες του λαού. Ο Σολωμός πήγαινε στις ταβέρνες της Κέρκυρας για ν' ακούσει τους πρόσφυγες από την Κρήτη που τραγουδούσαν μαντινάδες. Κι' ο Καβάφης πήγαινε στα καφενεία και τα φαρμακεία της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας κι' έστηνε αυτί για να τσακώσει καμιά ζωντανή ελληνική φράση. Ενώ εμείς σήμερα διαμορφώνουμε τη γλώσσα μας από τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, και χώρια που δε μας μένει καιρός ούτε να σκεφτούμε ούτε να χωνέψουμε αυτά που βλέπουμε και ακούμε."


Ολόκληρο το κείμενο μπορείτε να το βρείτε εδώ.

ΜΟΥ ΛΕΙΠΟΥΝ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ...

Μου λείπουν τα σκουπίδια...

Ήταν μια διαρκής υπενθύμιση, μια αφορμή  αυτογνωσίας και κοινωνιολογικών προσεγγίσεων στον κόσμο των γειτόνων μου και τον δικό μου...

Τους είχα βάλει και τίτλο: "Δώδεκα μέρες σημειολογίας απορριμάτων" .
Μετά τον άλλαξα: "Εικοσι μέρες απορριματικής σημειολογίας",
για να καταλήξω στο: "Η σημειολογία", που περιείχε την μόνη λέξη που ήθελα πραγματικά να χρησιμοποιήσω εξαρχής, μιάς και δείχνει μορφωσιακό επίπεδο.

Ατενίζοντας, λοιπόν, τα σκουπίδια...

Πρώτα-πρώτα, θυμήθηκα πόσο μακρυά βρισκόμαστε από την αγροτική παραγωγή και πόσες συσκευασίες χρειάζονται πλέον για να φτάσουν τα τρόφιμα μέχρις εμάς με ασφάλεια...
Αμέσως μετά, ήρθε στο μυαλό μου εκείνος ο κανόνας του μάρκετινγκ που λέει πως το περιεχόμενο είναι το χαμηλότερο κόστος απ΄όσα συνθέτουν την τιμή οποιουδήποτε αναλώσιμου αγαθού, με το 35% να ανήκει διακιωματικά στο μάρκετινγκ, στην διαφήμιση δηλαδή και τουςμηχανισμούς της, για να πειστούμε να αγοράσουμε αυτό το προϊόν και όχι το άλλο, όταν σταθούμε σαν κουκουλοφόροι δοσίλογοι εμπρός από το ράφι του σουπερμάρκετ και απλώσουμε το χέρι να διαλέξουμε...

Μετά είδα πόσο λίγα από αυτά τα τρόφιμα που καταλήγουμε να αγοράζουμε, χρειαζόμαστε πραγματικά και τα υπόλοιπα τα πετάμε στα σκουπίδια χωρίς οίκτο και πάλι σαν δοσίλογοι...
Άρα, αγοράζουμε πλεονασματικές ποσότητες, άρα, ακόμη και τώρα παρασυρόμαστε, άρα, το 35% του κόστους του μάρκετινγκ που προσπαθεί να μας πείσει να καταναλώσουμε, τ' αξίζει τα λεφτά του...

Μετά είδα όλα τα gadgetάκια που έχουμε αφήσει να πειστούμε πως μας είναι απαραίτητα:
το τηλεσκοπικό βασταχτήρι κινητού για το αυτοκίνητο/σκάφος/ποδήλατο/skateboard/περπάτημα,
το ειδικό ράφι για το μπάνιο που κρατάει αφράτα τα κωλόχαρτα,
την  σφουγγαρίστρα με ανιχνευτή σκόνης στο ρύγχος,
τον ειδικό βραστήρα/βαφέα αυγών για το Πάσχα.
Κάποιοι αποφάσισαν να πορευτούν στην ζωή τους από 'δω και πέρα χωρίς τα πολύτιμα αυτά αντικείμενα, έρμαια της απόλυτης gadgetικής μοναξιάς τους...

Μετά παρατήρησα πόσοι από μας αποφάσισαν, σαν κάτοικοι μιας νέας Πομπηίας λίγο πριν την μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου, πως αφού είναι να πτωχεύσουμε, να μας τα πάρουνε οι τράπεζες και το κράτος και να τα χάσουμε όλα, τουλάχιστον, ας εξαϋλωθούμε οικονομικώς με στύλ.
Ας πάρουμε πρώτα την 42άρα high definition με 2 HDMI , τετραπλό scart και ενσωματωμένο αποφλοιωτή μελάτων αυγών, που τόσο καιρό δεν βρίσκαμε τρόπο να πείσουμε το έτερον ήμισυ για την αναγκαιότητά της και από δίπλα ας κοτσάρουμε και το designάτο επιπλάκι για την τηλεόραση, ά, και πού' σαι παιδί, πιάσε κι' ένα blue ray DVD player μιάς κι' είσαι δίπλα να μην δείχνει άδειο το κάτω ραφάκι...

Είδα επίσης, πόσοι έχουμε πειστεί από τα μεγαλοεπιπλάδικα τύπου ΙΚΕΑ πως, για να αλλάξει η ζωή μας και να γίνουμε καλύτεροι άνθωποι, χρειαζόμαστε όντως εκείνο το τραπεζάκι από οικολογικό mdf, που δίνει δώρο βιολογική βενζινόκολλα και καβίλιες από ανακυκλωμένο πάτωμα ψαρόβαρκας του Αμαζονίου και που έχει σχεδιάσει αποκλειστικά για εμάς ο Σουηδός σχεδιαστής Haanee Jorgensenbagnye, που με κυττάει χαμογελαστός από τον τελευταίο κατάλογο του καταστήματος, που βρήκα κρεμασμένο στο χερούλι της εξώπορτας μόλις σήμερα το πρωί και πέρασα μ' αυτό ένα υπέροχο σαρανταπεντάλεπτιο στην τουαλέττα  χαζεύοντας καρέκλες, πουά πουφ (μελωδικότατος συνδυασμός...), πτυσσόμενα μαχαιροπήρουνα και μπουρνουζοπετσέτες, που τα απολαμβάνουν οικογένειες με πέντε, τουλάχιστον, υιοθετημένα παιδιά, αλλιώς, δεν εξηγείται πώς το κάθε παιδάκι στην φωτογραφία του breakfast είναι και από διαφορετική φυλή...

Είδα, θυσία στον βωμό των νέων επίπλων-transformers, τον παλιό κομό, τις πλεκτές πολυθρόνες απ΄το καθιστικό και το παληό σεκρετέρ, που παναθεμά το 'γιο πράμα τί στην ευχή το κάνανε, που δεν χωράει τίποτα 'κει μέσα. 

Χάρηκα όταν είδα τον γείτονα που είχε κατεβάσει στα σκουπίδια ένα καναπεδάκι μαζί με τα τεράστια χαρτόνια του νέου καναπέ, να το κυττάει με κατήφεια αφού είχε διαπιστώσει πως ούτε ο νέος καναπές κατάφερε να τον αλλάξει σαν άνθρωπο.

Δεν είδα παπούτσια. Ή μάλλον τα έβλεπα και μέχρι να ξαναπεράσω είχαν φύγει. Όχι μόνα τους. Καμμία μεταφυσική. Απλώς, είναι τα πρώτα που μαζεύουν οι πτωχοί των ημερών.

Δεν είδα ρούχα.

Είδα βιβλία και μάλιστα σχολικά, τα οποία και θα μάζευα αν δεν είχαν γραμμένα στις σελίδες τους τόσα τηλέφωνα χωρίς επώνυμο.
Φοβήθηκα τον πειρασμό που θα έμπαινα, αν ήθελα να εξακριβώσω αν η Ρούλα αντιστοιχεί ακόμη σε αυτόν τον αριθμό, αν πέρασε τελικώς σε καμμιά σχολή, αν ακόμη αγαπάει για πάντα τον Αντώνη και αν άξιζε τελικώς ο τόσος κόπος και η κούραση για να μπει κανείς στα ΤΕΙ Εφαρμοσμένης Μυγοκτονίας της Πέρα Μπουχεσίνας...

Είδα τις γάτες  για πρώτη φορά αδιάφορες, πανομοιότυπες με τον χοντρο-Γκάρφιλντ, βαριεστημένες και άτονες από την έλλειψη καυγά για το καλό κομμάτι του κάδου.

Είδα τους σκουπιδιάρηδες να κυττάνε με υστεροβουλία τους όγκους των σκουπιδιών να θεριεύουν μέρα με την ημέρα και να μεταφράζουν νοερά σε υπερωρίες το αναμενόμενο τονάζ της "κινητοποίησης".

Είδα όλους μας αντιμέτωπους με το τέρας που έχουμε φτιάξει και συμμετέχουμε στην διαρκή ανανέωσή του, στο καθημερινό του λιφτινγκ.

Και ξαφνικά, σήμερα το πρωί, το κενό...
Ένας τεράστιος λεκές μόνον, έμενε στον περιβάλλοντα χώρο γύρω από τον κάδο να θυμίζει πως "Κάποτε Ήταν Τα Σκουπίδια..."

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ STEVE JOBS.


Δεν τον παράτησε η μάνα του , παρά το ότι , ξημεροβραδιαζόταν στα χωράφια και τον άφηνε να μεγαλώνει μόνος μέσα στο χωριό, μ’ ένα ποτήρι κρύο γάλα με πέτσα πάνω-πάνω και μια φέτα ψωμί στο χέρι και τον ξανάβλεπε το μεσημέρι όταν γύρναγε για να μαγειρέψει για την φαμίλια. Το βράδυ τις πιό πολλές φορές τον έβρισκε φαγωμένο στης γιαγιάς του και ήδη κοιμισμένο, ούτε παραμύθι, ούτε χάδι πριν τον ύπνο.

Στα έξι του τον έστειλε πρώτη φορά να πάει το καρίκι με το γάλα στην γιαγιά του στ’ απάνω χωριό. Στα εφτά είχε μάθει να αρμέγει και την έβγαζε στο λιβάδι απ΄το πρωί μέχρι το βράδυ που πάντα κάτι θάβρισκε να κάνει από δουλειά.

Στα δώδεκα ξεκίνησε το γυμνάσιο αν και κανείς στο σπίτι δεν πίστευε πως ηταν κάτι χρησιμο, παρά μονον για τα κορίτσια. Στα δεκατέσσερα απέκτησε το πρώτο του μηχανάκι και πηγαινοερχόταν με αυτό στο λιβάδι, στο πότισμα, στο τάισμα, στα άρμεγμα.

Στα δεκαοχτώ, αφού κινδύνεψε να μείνει τρεις φορές στην ίδια τάξη, πήγε φαντάρος και στις άδειες κατέβαινε στο νησί για να βοηθάει στα χωράφια, η τέχνη δεν ξεχνιέται ποτέ, μα δεν την αφήνει και η ανάγκη να ξεχαστεί.
Μόλις απολύθηκε πήγε στην Αθήνα, όπως κάνανε κι΄οι υπόλοιποι απ΄το χωριό, που δεν άντεξαν το χωράφι, τη λειψυδρία, την απούλητη παραγωγή, τους ξεπουλημένους στα κόμματα συνεταιρισμούς, το απόν σύστημα υγείας, την ανύπαρκτη συγκοινωνία με το κέντρο, την εγκατάλειψη, την ερήμωση.

Αλλά και για νάναι, όπως και οι άλλοι, κοντά στον Ρέμο και στη Βανδή, στο Alcatraz και στο Club Tessera, στις καφετέριες της Γλυφάδας και του Γαλατσίου, στα μεζεδάδικα του Ψυρρή και του Θησείου. Βλέπεις, ήταν και η επιβαλλόμενη διασκέδαση, το να νιώθει πως συμμετέχει κι’ αυτός στο κοινό των πρωινάδικων και των ειδήσεων του ΣΤΑΡ, να κάνει όσα του πιπιλάνε πως είναι απαραίτητα,

Στο μεταξύ, αρραβωνιάστηκε κι΄έφερνε την κοπέλα σε κάθε ευκαιρία στο νησί.

Δούλευε οικοδομή, μέχρι που ήρθε η κρίση. Στην αρχή ξεγελάστηκε, είχε ακόμη και δουλειές, δεν πίστεψε πως θα έπαυε το μεροκάματο. Μα ύστερα, έγινε κι΄αυτό. Κατέβαινε στο χωριό πιό συχνά, βοήθαγε πάλι στα χωράφια, γλυκαινόταν και πικραινόταν μαζί. Γλυκαινόταν που ξανάβρισκε τον εαυτό που ήξερε να βγάζει απ’ το χώμα ζωή, πικραινόταν που είχε αφήσει να παρασυρθεί από τους ίδιους που είχαν παρασύρει ολόκληρο λαό και που είχε χάσει τόσον χρόνο από τα πιό δημιουργικά του χρόνια.
Γυρνώντας στην Αθήνα, δούλεψε οδηγός για είκοσι ευρώ την ημέρα όπου εύρισκε, άμα εύρισκε. Δεν το φανταζόταν αυτό πριν δυό χρόνια, που τα είκοσι ευρώ τα είχε για τσιγάρα, καφέδες και σάντουιτς καθημερινά.

Τώρα που μιλάμε είναι μετέωρος, με τόνα πόδι στη βάρκα και με τ’ άλλο στο μώλο.
Δεν ξέρει αν το να γυρίσει στο χωριό να δουλέψει τα κτήματα είναι ήττα ή νίκη. Δεν ξέρει αν τώρα που τον έχουν αφήσει δίχως δουλειά τού στήνουν άλλη μια παγίδα ή αν έφτασε ο κόμπος στο χτένι πραγματικά.

Ο καιρός περνάει και δεν έχει ποιόν να ρωτήσει, ποιόν να συμβουλευτεί. Ακούει στην τηλεόραση για κάποιον Στηβ Τζομπς που πέθανε και που όλοι τον θαυμάζουν για όσα είχε πετύχει. Αναρωτιέται, σε ποιά χώρα του κόσμου μπορούν και γίνονται αυτά όλα, ποιά είναι η γή και ποιά η συνταγή της επιτυχίας, με ποιό μέτρο μετριέται αυτή και γιατί αυτά όλα του φαίνονται σαν να μην τον αφορούν. Αύριο, πρέπει να πάει πρωί-πρωί να δει το θα κάνει για μεροκάματο, έχουν αρχίσει και σώνονται τα έτοιμα και δεν υπάρχει χειρότερο απ΄το πρωινό της Δευτέρας που, άμα δεν έχεις δουλειά, νιώθεις πως το Σαββατοκύριακο ούτε ξεκίνησε και ούτε και πέρασε ποτέ και δεν είναι στον κόσμο μεγαλύτερο άδικο απ΄ το να θές να δουλέψεις και να μην μπορείς.





Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

ΤΑ ΙΧΝΗ ΣΤΗΝ ΛΑΣΠΗ

Ο Αρχάγγελος κάθησε στην άκρη της μάντρας δίπλα σ’ ένα σχίνο.
Ακούμπησε το σπαθί στο πλάι, οι άκρες των φτερών του ακούμπησαν στο υγρό χώμα, λύγισαν ελαφρά και μπορούσες να δεις τη λάσπη που άρχιζε να τα λερώνει. Ήταν ξεκάθαρο ότι τόξερε και δεν έδινε σημασία. Έβρεχε για μέρες και το χώμα ήταν ευχάριστα νοτισμένο, ειδικά στα σημεία που το έβλεπε για λιγώτερη ώρα ο ήλιος. Πέρασε το χέρι πάνω απ'τα μακρυά μαλλιά του και χωρίς να γυρίσει ρώτησε τον μοναχό: 

«Πώς είπες πως το λένε το εκκλησάκι; » Στην φωνή του φάνηκε η κούραση μαζί με μια αίσθηση ρουτίνας. σα νάταν κάτι που τόχε κάνει δεκάδες φορές, σαν ενωμοτάρχης που έκανε την ίδια κουβέντα για χιλιοστή φορά με θύμα ή με θύτη.

«Άγιο Μικαέλ το λένε, Άγιο Μικαέλ», ψιθύρισε ο μοναχός αφήνοντας το βλέμμα χαμηλά.

«Χα! έπεσα σε ξωκκλήσι που έχει τ’ όνομά μου! Πού να το φανταστώ...». 
Γύρισε και κύτταξε πίσω του το εκκλησάκι στην μέση του χωραφιού που δέσποζε πάνω απ΄το λαγκάδι. «Μα έτσι κι΄αλλιώς είναι σε κακό χάλι, δεν θα λείψει σε κανέναν...» είπε χωρίς κανένα ίχνος θλίψης. «Αλήθεια, γιατί του δώσατε τ’ όνομά μου;»

«Δεν το ξέρω αυτό άρχοντά μου» αποκρίθηκε ο μοναχός ανεβάζοντας λίγο τη φωνή του. Ήταν η απάντηση που μπορούσε να δώσει χωρίς φόβο. Εξ’ άλλου, ήτανε νέος ακόμη, δεν ήξερε την ιστορία του τόπου, τα χούγια των ανθρώπων, τις παραξενιές ή τις συνήθειές τους. «Δεν ξέρω με ποιόν τρόπο διαλέγουν ονόματα για τα ξωκκλήσια τους, μα θαρρώ πως δεν υπάρχει κανόνας. Ανάλογα πώς νιώθει κανείς, κάμνει και ανάλογα.»
Σταμάτησε. Ένιωσε να ιδρώνει κάτω από το κουκούλιο, που του φάνηκε περισσότερο στενό από κάθε άλλη φορά. Έκανε πως εξετάζει το τοπίο που είχε δει δεκάδες φορές μέχρι εκείνη την ημέρα που είχε πρωτοπατήσει στο νησί και είχε τύχει να βρεθεί μπορστά στο εξωκκλήσι σε μια απο΄τις περιπλανήσεις του.
«Θάλεγα, πάντως, πως από 'δω ψηλά η εκκλησία δείχνει να ελέγχει τον χώρο. Μάλλον λοιπόν διαλέξανε τ' όνομα για νάναι το ξωκκλήσι ο φύλακας της περιοχής.»

«Ναι, μα αλλού υπάρχουν ονόματα αγίων, όχι αρχαγγέλων» αντιγύρισε ο Αρχάγγελος χωρίς ν΄αφήσει ούτε ένα δευτερόλεπτοι να περάσει.

Ο μοναχός ξεροκατάπιε. «Να σου πω άρχοντά μου τί έχω καταλάβει εγώ. Εδώ στα βορινά του νησιού έσκαγαν όλα τα κύματα των επιδρομέων, όποιος κατέβαινε το Αιγαίο, εδώ θα έπεφτε, με όλη του την ορμή.

Βλέπεις που έχουν οχυρώσει και το μέρος όλο με πλάκες, ψηλά ντουβάρια, μονοπάτια που περπατάνε κάτω από καυκάλες και ψηλά σχίνα για να μπορούν οι στρατιώτες να κινούνται ανενόχλητοι ανεξάρτητα από τον καιρό.
Φρούριο πρέπει νάταν εδώ πάνω, πύργος μικρός, φρυκτωρία ίσως.

Να, δες τα σημάδια εκεί πέρα» είπε και του 'δειξε ένα αλώνι και παραδίπλα μια μικρή γούρνα με δύο παράξενες εσοχές από ΄πάνω της. Δεν θα διάλεγαν έναν απλό άγιο να φυλάει το μέρος, κι' ο θεός να με συχωρέσει για το ολίσθημα της γλώσσας μου, μα δεν είναι όλοι οι άγιοι ίδιοι. που να μπορούν να φυλάξουν τον τόπο με τον ίδιο τρόπο.»

Όπως τα είπε αυτά μεμιάς, του φάνηκε παράξενο που ο Αρχάγγελος δεν γνώριζε τα απλά πράγματα των ανθρώπων και ασυναίσθητα έψαξε να εντοπίσει το φωτοστέφανο που κανονικά θάπρεπε να βρίσκεται πάνω απ΄το κεφάλι του, μα δεν κατάφερε να ξεχωρίσει κάτι. Από μακρυά, σκέφτηκε, θα έμοιαζαν σαν δύο περαστικοί, που ξαποσταίνουν στην ράχη της μάντρας και ο ένας κουβαλάει κάτι λευκό στην πλάτη του και μ' αυτήν την σκέψη καθησύχασε τον εαυτό του, μη και τους διέκοπτε κανένας απρόσμενος επισκέπτης.

Ο Αρχάγγελος γύρισε κι΄έριξε μια ματιά στον ουρανό:

“Θα βρέξει μάλλον. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί λέτε καλό τον καιρό με τον ήλιο και κακό όταν βρέχει...Τέλος πάντων. Η βροχή είναι ευλογία Κυρίου”.
Ο μοναχός έκανε τον σταυρό του.
“Μα τί κάνεις;” ρώτησε ο Αρχάγγελος, “Σταυρώνεσαι;”.
Ο μοναχός έμεινε μ' ανοικτό στόμα: “Άρχοντα μου, είπες τό όνομα του Κυρίου μας και έσπευσα να του αποδώσω τιμή, έτσι συνηθίζουμε εδώ...”
“Εδώ; Τί εννοείς εδώ;” τον κύτταξε με απορία και γυρίζοντας όλο το σώμα του προς το μέρος του έσυρε τις άκρες των φτερών του μεσα στην λάσπη λεκιάζοντάς τα ακόμη περισσότερο. Το βλέμμα του μοναχού πέρασε φευγαλέα από τα ακρόφτερα και με αγωνία κρυμμένη στη φωνή απάντησε: “Εννοώ εδώ, στον τόπο αυτόν, μη το πάρεις στραβά, άρχοντά μου...”

“Α! Πάει καιρός που δεν έρχομαι 'δω πέρα και τάχω ξεχάσει τα περισσότερα.."
 Σταμάτησε και κύτταξε πάλι τον ουρανό. 
“Δε με χρειάζονται πιά.” συμπλήρωσε σαν να είχε ακούσει την ερώτηση να γεννιέται μέσα στον νου του μοναχού.
“Εσύ πώς και γυρνάς εδώ;” ρώτησε κυττάζοντας στα μάτια τον μοναχό.
Το βλέμμα του ήταν σαν καποιανού με πραγματική άγνοια και αυτό σάστισε τον Νικόδημο, που αυτό ήτανε το όνομά του. Μα κανονικά δεν θάπρεπε αυτός, ένας αρχάγγελος να γνωρίζει τα πάντα..;

“Εδώ; Τί εννοείς εδώ;” ρώτησε ο Νικόδημος και αμέσως δαγκώθηκε γιατι κατάλαβε πως είχε επιστρεψει τα ίδια τα λόγια του αρχαγγέλου πίσω και τρόμαξε, μήπως και ήταν κάποια αμαρτία άγνωστη ακόμη σ' αυτόν, που περίμενε την κατάλληλη στιγμή να εκδηλωθεί και να τον πιάσει στον ύπνο.

“Χα! Είπες το ίδιο που είπα και γω πριν από λίγο !” είπε και τον έσπρωξε στον ώμο. Μα ο μοναχός δεν κατάλαβε τίποτε, σαν να ήταν αυτός αέρινος και να τον είχε περάσει σάρκινο χέρι δίχως να τον αγγίξει. “Δεν έχεις φίλους και γυρνάς στις ερημιές;” τον ρώτησε σκύβοντας προς το μέρος του με έννοια.
“Τι φίλους νάχω... Οι μοναχοί έχουμε φίλο τον Θεό...” είπε ο Νικόδημος σα να προσπαθούσε να το πιστέψει και ο ίδιος και να επαληθεύσει συνάμα τον εαυτό του.
Ο αρχάγγελος όρθωσε το κορμί του και τον κύτταξε με απορία: “Λέει τέτοιο πράγμα ο θεός; Να μην έχετε φίλον άλλον εξόν από 'κείνον; Δεν το ξέρω, μα ούτε και το νομίζω...” είπε συνοφρυωμένος σα να μονολογούσε. “Αλλά πάλι και πού να το μάθω αυτό που λες... Δεν τον έχω συναντήσει ποτέ μου...”

Ο Νικόδημος πετάχτηκε όρθιος και με γουρλωμένα μάτια κύτταξε τον Αρχάγγελο καταπρόσωπο: “Άρχοντά μου, τί είναι αυτά που λες! Ρώτησε απλώνοντας τα χέρια του στο πλάι σα χαμηλωμένα φτερά “Εσυ δεν έχεις συναντήσει τον Κύριό μας, Εσύ;” είπε και η καρδιά του έμοιαζε να σταμάτησε απ' την έκπληξη.

Και τότε ο Αρχάγγελος σηκώθηκε όρθιος και του φάνηκε στην αρχή του Νικόδημου πως ήταν θεόρατος, μα ήταν απλώς ψηλότερος από εκείνον και ησύχασε ο Νικόδημος, μα αμέσως ένιωσε την απογοήτευση να γεννιέται μέσα του. Ένας αρχάγγελος έπρεπε νάναι ως τον ουρανό ψηλός, φοβερός, γεμάτος οργή και θάνατο, πλήρης ισχύος για να συντρίψει το κακό.... Μα τούτος 'δω δεν έμοιαζε έτσι.

“Νικόδημε, κύττα γύρω σου και δες αυτό που βλέπω. Ο θεός είναι 'δω, δεν είναι κει πάνω που θες να νομίζεις για να μπορεί η ψυχούλα σου να νιώθει πως δικαιούται να ζητάει χάρες από κάποιον μεγαλύτερόν της”. Έπαψε για λίγο, οσμίστηκε βαθειά τον αέρα και συνέχισε: “Είναι όλα όσα ΄έχεις δικά σου αυτήν την στιγμή και μπορείς να τάχεις και αύριο χωρίς κανέναν κόπο. Ο αέρας, ο ήλιος, η μέρα και η νύχτα, το κρυο και ζέστη, η αγάπη και ο φθόνος. Και ο θεός είναι πάλι, το να τάχεις και να τα χάνεις απ' τη βλακεία σου. Κι' απο βλακεία, να με συγχωρέσεις, αλλά το γένος σας, διαθέτει καντάρια!” είπε και γέλασε. 

Το αεράκι φύσηξε χλιαρό για Οκτώβρη μήνα. Ο Νικόδημος έσκυψε κάτω, κύτταξε τα χοντροπάπουτσά του. “Μήπως φταίει που δεν είμαι καθολικός;” ρώτησε με σταθερή φωνή.

“Καθολικός; Τί είναι καθολικός; Α, αυτό το ξέρω!", φώναξε ο Αρχάγγελος και τινάχτηκε ορθός, "Καθολικός είναι αυτός, που δεν είναι Μερικός!” είπε δυνατά ο Αρχάγγελος και στράφηκε προς τον μοναχό που δεν αντέδρασε καθόλου, μόνον έπλεξε τα χέρια στο στήθος σαν να γύρευε να προστατευτεί από κάτι που δεν πίστευε πως τον απειλούσε. “Και Ορθόδοξος είναι αυτός που δεν είναι Ξαπλόδοξος! Κι' αυτό το ξέρω !” φώναξε και χτύπησε τα χέρια του δυνατά.
Ο Νικόδημος μπόρεσε να διακρίνει μια ειρωμεία και πλάι της μιαν αγανάκτηση, που δεν θάπρεπε νάναι εκεί, μα δεν είπε τίποτε...
"Σας έχω βαρεθεί να προσπαθείτε να βάλετε ταμπέλες εκεί, που θάπρεπε να υπάρχει μόνο σιωπή για ν'ακούσετε τη ζωή να ρέει!" Περπάτησε πάνω κάτω αλαφιασμένος. "Τι στο διάολο καταλαβαίνετε με τις μάντρες που βάζετε ανάμεσά σας, τί στο διάολο καταλαβαίνετε, μου λές;!"
Ο Νικόδημος ταράχτηκε: "Άρχοντά μου, τί κουβέντα ξεστόμισες..!"
"Καλόγερε, τί νόμισες! Αυτός είναι ο διάβολος, ο εαυτός που μπαίνει πάνω απ' όλα... Και δεν είναι ούτε οι λέξεις, ούτε οι πράξεις αν δεν έχεις αφήσει πρώτα να σε καβαλήσει ο εαυτός σου..."
Έπειτα απότομα σταμάτησε.
Χαμήλωσε το κεφάλι του, άφησε την ανάσα του να ηρεμήσει και πέρασε την παλάμη του αριστερού του χεριού στα χνούδια του φτερού του, που το ανάδευε απαλά το αεράκι.
"Δεν έχω γλυκές κουβέντες κι' ευλογίες σαν αυτές που διαβάζεις στα βιβλία... Οργή έχω τώρα πιά... Οργή σιγανή, που δεν μπορείς να την δεις κι' ούτε να την ακούσεις..."

Για μερικά ατέλειωτα δευτερόλεπτα το μόνο που ακουγόταν ηταν ο αέρας, που είχε δυναμώσει ελαφρά.
Τα σύρματα σε μια κολώνα της ΔΕΗ παίζαν σ' έναν αλλόκοτο ρυθμό μιαν ακατανόητη μελωδία. 

Ψηλά, πάνω από δύο κατοικιά μια μπουλντόζα είχε μείνει με το χέρι μετέωρο να περιμένει την συνέχεια στον διάλογο. 

Ένα μουκανητό ακούστηκε κι΄έσβησε γρήγορα..

“Πώς την λένε την περιοχή εδω;” ρώτησε ο αρχάγγελος που είχε στραφεί και κύτταζε το πέλαγος.
Σκούρια, στα Σκούρια, το λένε. Δεν το γράφει κανένας χάρτης μα έχω έναν φίλο, τον Ζαχαρία, που ξέρει και θυμάται όλες τις ονομασίες και κάθομαι και' γω και τα σημειώνω να μην ξεχαστούν, τί να κάμω” απολογήθηκε ο μοναχός. “Χωρίς να ξέρω γιατί, μ' αρέσει αυτός ο τόπος πιότερο απ΄τον δικόν μου...”
Γύρισε προς το εξωκκλήσι κι΄έγνεψε με το γένι του: "Τούτο το εκκλλησάκι σου είναι μέσ' την ψυχή μου κατάβαθα. Μια που το είδα και μια που δεν μπορώ να το ξεχάσω. Μη το κυττάς που είναι παρατημένο κι'άβαφο.  Εμένα μου γεννάει το θαυμασμό αυτή η λαβωματιά πούχει εδώ στο πλάι σαν να την επήρε στη μάχη με τον εχτρό, να! εδώ! βλέπεις; Απ' αυτήν τη μεριά έρχομαι πάντα και καθίζω και μόνη έννοια έχω το εκκλησάκι που δεν το θυμάται κανείς πιά..."

Ο Αρχάγγελος ξανακάθισε στην πέτρα και στήλωσε τα χέρια στα γόνατα: "Όσα ήξερα τάχει πάρει ο γερο-Χρόνος... Άνθρωποι μέναν εδώ πέρα και σπίτια κατοικούσανε, χωράφια σπέρνανε και παιδιά κάνανε, αίμα χύνανε και αίμα παίρνανε. Μα ύστερα ήρθε ο πατέρας-Χρόνος και τα πήρε όλα και τώρα δυσκολεύομαι να θυμηθώ...  Είναι μια ανακούφιση να μη θυμάσαι...”, είπε και σταμάτησε.
Κύτταξε τον μοναχό στα μάτια: "Φοβάσαι, Νικόδημε; "
 "Φοβάμαι, Άρχοντά μου, μα δεν ξέρω τί..."

"Δεν έχει άλλη σκάλα ν' ανεβείς στον ουρανό, Νικόδημε, εξόν απ΄αυτήν που περνάς για να διαβείς την πλαγιά του βουνού σου. Τόξερες πως αυτή είναι μία μόνον αλήθεια απ' όλες όσες πλανιώνται πάνω στον κόσμο;"
Ο μοναχός τότε, ένιωσε μοναχός στ' αλήθεια κι' ανατρίχιασε μέχρι τις πατούσες των ποδιών του.

Μια σκέψη σκίασε το νου του, πως προτιμούσε, δηλαδή, τον άλλον, τον ζωγραφιστό Αρχάγγελο Μιχαήλ, εκείνον που μπορούσε να δει στην εικόνα μέσα στην εκκλησία, εκείνον με το ατέλειωτα μετέωρο χέρι, σα να θέλει να διαλύσει το κακό μα να μην τελειώνει ποτέ την πράξη του και το κακό να του γλυτώνει, με το φωτοστέφανο που ξεκαθαρίζει απ΄την αρχή ποιός είναι ο καλός και ποιός είναι ο κακός, με τα πεντακάθαρα φτερά και τον βαθύχρωμο χιτώνα, εκείνον, που τον έκανε εύκολα φίλο με δυό λουλουδάκια ακουμπισμένα πάνω του.

"Άμα θα φύγω, Νικόδημε, θα μείνουν μόνο αυτά τα ίχνη που αφήσαν  στη λάσπη τα φτερά μου και θα θυμάσαι για λίγο πως ήμουν εδώ, μα άμα σβηστούν κι΄αυτά, νάσαι σίγουρος πως θα αμφιβάλλεις και για τον ίδιο σου τον εαυτό αν με συνάντησες ποτέ..."
Ο μοναχός σάλεψε βιαστικά, σήκωσε τα χέρια του προς το μέρος του Μιχαήλ, το ράσο του έπεσε πίσω ως τους αγκώνες και ο δροσερός αέρας που έφτασε ως μέσα στο στήθος του, τον πάγωσε ακόμη περισσότερο: "Άρχοντά μου..." ψέλλισε..
Το σκοτάδι είχε έρθει απαλά, σαν ύπνος κουρασμένου ξωμάχου κι' απλώθηκε καθησυχαστικό τριγύρω...







  

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...