Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θυμάμαι.... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θυμάμαι.... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΣ ΜΗΔΕΝ...

Καθισμένος εδώ, μέσα στο κέντρο της παραγωγικότητας, σκέφτομαι. 
Σκέφτομαι τις πεταμένες μέρες μου. 
Εκείνες δηλαδή που καταναλώνω στο νησί. 
Που κάθομαι και δεν δουλεύω δηλαδή. 
Που παίρνω μια δυο μέρες άδεια και πετάγομαι τάχα για να δω αν  το σπίτι είναι καλά. 
Και μειώνω το εργατικό δυναμικό της χώρας κατά ένα άτομο τις μέρες εκείνες. 
Αντί να παράγω παίρνω τα βουνά. 

Αδιαφορώ ξαφνικά για το ποιος κρατάει το τιμόνι αυτής της χώρας, και κάθομαι και αναρωτιέμαι ποιος άραγε να κράταγε το τιμόνι αυτό εδώ 

...όταν φόρτωνε ξεφόρτωνε μετέφερε ξεμπάζωνε άλλαζε το νησί. 
Άχρηστες σκέψεις. Δεν ωφελούν σε τίποτε. 
Το νησί δεν με έχει ανάγκη, αυτό είναι το χειρότερο. 
Ή μάλλον, το χειρότερο είναι πως το έχω πλέον καταλάβει ότι το νησί μπορεί να κάνει και χωρίς εμένα.

Τι να κάνει το νησί άλλον έναν υπάλληλο γραφείου; 
Εδώ χρειάζονται χέρια και κότσια, μαζί πάνε αυτά ανέκαθεν, για να μπορείς να μπαίνεις εσύ και να βλέπεις αυτά...

...αραδιασμένα κάτω από το τζάμι της βιτρίνας. Να τα πηγαίνεις δώρο Δευτέρα πρωί σε συναδέλφους και Τρίτη πρωί να καμαρώνεις για τους επαίνους για το Τηνιακό τυράκι. 

Ρε δε με παρατάτε όλοι σας..!
Ας ήμουν στο νησί και ας μην το τρώγατε ποτέ ή, καλύτερα για εσάς, ας ερχόσασταν εκεί να το φάτε.

Γιατί έχει άλλη γεύση όταν προηγουμένως έχεις κάνει όλη την διαδρομή μέχρι να φτάσεις στο τυράκι, όταν έχεις δει τον κάβο στο Γαύριο αδέσποτο...

...και το λιμάνι να σε κοιτάει να φεύγεις, 

...όταν έχεις χαθεί σε αυτό το μπλε που αναδεύεται βίαια...
...ε, τότε λες, θέλω δυό ωρίτσες ακόμη, σαράντα λεπτά από την ώρα που θα δεις τα Ιστέρνια, για να πατήσεις εδώ, να περάσεις μια γρήγορη μέσα από την Χώρα

...και να κάνεις για τα Κάτω Μέρη, για το μεγάλο χωριό.

Καθόλου παραγωγικός δεν γίνομαι εκείνες τις μέρες, ομολογώ, καθόλου παραγωγικός. 
Χαζεύω δέντρα, κι όχι εκείνα τα περήφανα, τα ολόρθα που σημαδεύουν τον ουρανό. 
Κάτι άλλα, μη παραγωγικά, σκυμμένα ως το χώμα, πεισματικά ζωντανά.

Άδειους δρόμους, χωριά χωρίς τουρίστες, τραπεζάκια άδεια, καρέκλες αθόρυβες.

Κι’ αν είμαι τυχερός, ε, τότε ρίχνω την παραγωγικότητά μου κάτω από το μηδέν. Πετάγομαι μέχρι αυτήν εδώ την λίμνη...

...και χάνομαι. Εντελώς ασυνείδητος, προκλητικά απαθής στις ανάγκες της αγοράς που ζητάει καλύτερη αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού, αράζω στο καφενεδάκι και σπαταλάω πολύτιμο χρόνο για το τίποτα. 

Φοβάμαι πως ένα κομμάτι του εαυτού μου χαίρεται εκείνες τις ώρες. Τρέμω, για να είμαι ειλικρινής, τρέμω στην ιδέα πως μπορεί να συνηθίσω να μην παράγω.
Προσπαθώ να καταλάβω ποιο στραβό κομμάτι μέσα μου εκστασιάζεται με εικόνες σαν αυτήν...

 ....και σαν αυτήν...

ή ακόμη και σαν αυτήν...

...και λέω πως δεν υπάρχει μέλλον για μένα, καμιά ελπίδα.

Μετά περνάει το Σαββατοκύριακο. 

Δευτέρα πρωί θα τρέχω να επανενταχτώ στον παραγωγικό ιστό της χώρας, σαν γατί που προσπαθεί να διασχίσει την εθνική οδό. 
Θα πέσω με τα μούτρα μέσα στον διαθέσιμο χρόνο και θα πασχίσω να σφηνώσω μέσα του και όλον τον χαμένο. 
Και κείνος θα περνάει στο μεταξύ.

Και θα τον αντιλαμβάνομαι μόνον όταν κάποια απογεύματα βλέπω αυτές τις δύο μπέμπες... 

...να πίνουν καφέ παρέα...

...και να λένε αυτά που λένε οι μπέμπες ανεξαρτήτως ηλικίας, και που δεν τα ξέρω και ούτε και θα τα καταλάβω και ποτέ,
ίσως κιόλας να με σχολιάζουν, να λένε πόσο βιαστικά πίνω τον καφέ μου ενώ δεν θάπρεπε, 
παρατάτε με, 
προσπαθώ να γυρίσω στην κανονικότητα της εργασίας και με κρατάτε απασχολημένο!





Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

ΕΝΑ ΣΚΑΜΝΑΚΙ

Μ’ αρέσει να φτιάχνω ιστορίες. Να βλέπω κάτι παληό και να προσπαθώ να συνθέσω μια ιστορία γύρω απ΄αυτό.

Αν έχω και την τύχη να βρω πληροφορίες για την εποχή και τον τόπο, τότε ποιος με πιάνει… 

Μπορώ να δω μπροστά μου τον μπάρμπα Μάρκο τον Γαμπά να ανεβαίνει ως το μαραγκούδικο του Πέτρου του Κανιάσου για να του παραγγείλει ένα σκαμνί για το κατοικιό στην Χαλακιά. 

Τον μπάρμπα Πέτρο να κόβει τις τάβλες, να πριονίζει, να καρφώνει, να κολλάει. 
Το σκαμνί φορτωμένο στο γαϊδούρι να σείεται στα Κακόβουλα, να ξεφορτώνεται στο κατοικιό απ΄έξω, μικρή πολυτέλεια, καθημερινή.

Μπορώ να με δω να κάθομαι στο ίδιο αυτό σκαμνί εκεί στην Χαλακιά, να τρώω σούπα με το γάλα πλάι στον Λοΐζο και να ακούω την Πασάδαινα να μας λέει την ιστορία για τον φάρο στον Πάνορμο.

Κι’ ύστερα μια μέρα να πηγαίνω ως εκεί να δω τι έχει απομείνει, πολύ πριν ο ξάδερφος το στήσει ξανά στα πόδια του, και να μαζεύω το ξεχαρβαλωμένο σκαμνί.

Μετά, με βλέπω να το διαλύω...

....να το καθαρίζω...

...να το βοηθάω με βίδες να δέσει...

...να το στοκάρω... 

...να το περνάω ένα χέρι βερνίκι. 

Να τόχω όχι σαν σκαμνί, μα σαν ένα αόρατο νήμα που με πάει πολλά χρόνια πίσω, να μπορώ να καταλάβω τελικά τι είναι αυτό που αγάπησα τόσο πολύ σ΄αυτό το νησί.










Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΣΤΑ ΚΕΛΛΙΑ

Κι΄όπως το καλοκαιράκι είχε αρχίσει να κάνει τα χέρια χωνί και να ρωτάει από μακρυά «Πότε παίρνεις άδειαααααα;» μια εικόνα ήρθε στο μυαλό μου από πολύ παλιά.

Φτάνει το μεσημεριανό λεωφορείο στα Κελλιά, ναι, εκείνο με τη μηχανή δίπλα στον οδηγό που από τη μια μ΄άρεσε που μ΄έβαζε να καθομαι εκεί ο οδηγός κι΄από την άλλη άναβα ολόκληρος από τη ζέστη της μηχανής. 

Φτάνει το λεωφορείο, λοιπόν, μέσα στη σκόνη του χωματόδρομου απ΄τον Καρκάδο μέχρι το κάτω τέρμα των Κελλιών και η γιαγιά μου η Κατερίνα με κατεβάζει στο πρώτο μαγαζί που συναντούσε όποιος έφτανε στα Κελλιά, στη Μπύρα
Χοιρινό λεμονάτο με μια απίστευτη σάλτσα, με πατάτες στην κατσαρόλα κομμένες με εκείνο το πριονωτό μαχαίρι, που μέχρι σήμερα είμαι σίγουρος πως ήταν υπεύθυνο για την μοναδική τους νοστιμιά.

Η Μπύρα, λοιπόν, του Μπέη με την κυρα-Αντώνια στην κουζίνα, που κάθε Κυριακή απόγευμα στις γιορτές είχε "παιχνίδια". Τί ήταν τα παιχνίδια; Τα όργανα, η ορχήστρα που έπαιζε νησιώτικα και φοξ ανγκλέ, μπάλους και συρτά και κάθονταν τα παιδιά στο πεζουλάκι από πάνω κι ακούγανε.

Πάμε τώρα απ΄την Καρβαζή πιό πάνω, όχι απ΄το λιοτρίβι, απ΄την άλλη, τη μεγάλη ανηφόρα του Σχολείου.

Άλλο καφενείο εδώ, του Μωυσή και της Γιακουμίνας
Πόσα γλέντια με τον Αρκαδή και όταν ήταν ψηλά κι ανέβαινες σκάλες, αλλά, και αργότερα όταν κατέβηκε χαμηλά, με τις απίστευτες καλαμένιες δημιουργίες του Μωυσή, που διακοσμούσαν το χώρο (ελπίζω κάπου να τις έχει φυλαγμένες και κάποια στιγμή κάποιος να τον κυνηγήσει να κάνει μια μικρή έκθεση).

Τότε δεν υπήρχαν "κομπανίες" και CD και πάντα κάποιος (συνήθως ο συχωρεμένος ο Νίκος ο Αλαγκόνης) έγραφε σε κασέτα το πανηγύρι για να τόχουμε και να το ακούμε σε επόμενα γλέντια.
Αλήθεια, έχει κανείς καμμιά από εκείνες τις κασέτες;

Πάμε μετά μέχρι τον καφενέ της Ματίνας και του Αντώνη του Στεργιώτη (Ζαϊα).

"Δίπλα ήταν του κουνιάδου του, του Αβραάμ του Στεργιώτη το καφενείο.
 
Δυό στροφές πιό πάνω ήταν του Μάρκου ο καφενές (που τον είχε και το '49-'50 ο παππούς μου ο Ζάννες ο Αρμάος). 

Δίπλα στο καφενείο ήταν ένα δωμάτιο και τόχε μαγαζί ο Γιωσήφ  ο Φχάσας (φχάσες ήταν τα πρόσφορα, παραφθορά της ιταλικής focaccia), που πούλαγε πανιά και υφάσματα, είχε σκάλες και ανέβαινες επάνω. 
Η αυλή ήταν μεγάλη, μην την βλέπεις τώρα, βγαίναμε και χορεύαμε τότε. Ωραίο καφενείο, άμα καλοκαίριαζε και γλύκαινε ο καιρός τα βράδυα έβγαζε και τραπεζάκια έξω από της Αγίας Δωρεάς και μετά.


Απέναντι ακριβώς ήταν του Μαγιέ στην καμάρα και μαζευόταν οι ηλικιωμένοι επειδή ήταν ζεστό καφενείο με ξύλινο πάτωμα, με σανίδια. Άμα γύρισαν απ' την πόλη φέρανε και μια γεννήτρια για ρεύμα, που δούλευε με τον αέρα. Έναν θόρυβο που έκανε, άλλο πράγμα! (ακόμη και σήμερα έχει μείνει μάρτυρας του γεγονότος η βάση της γεννήτριας αυτής, όπου εκεί στηρίζεται πλέον η κεραία της τηλεόρασης).

Μετά που το πήρε ο Νίκος ο Μαγιές το αξιοποίησε, τόκανε μπακάλικο, έβαλε μπακαλιαράκια κι' ένα σωρό μεζεδάκια.

Δέκα βήματα πιό πάνω ήταν ο καφενές του Λάνη (Αντώνης Αρμάος) και της τσατσα-Αργυρώς. 
Είχε απ'όλα: καφενείο, μπακάλικο και μετέπειτα τηλεφωνικό κέντρο, το δεύτερο τηλέφωνο του χωριού (το πρώτο τηλέφωνο ήταν στο σπίτι του Νίκου του Ζαρμπάνη όταν ο παππουλής του ήταν γραμματέας). 
Θαμώνες του καφενείου ο μπάρμπα-Αντώνιος ο Κουκουλάς, ο Καραβανάς, ο γερο-Πετρής, ο Κώστας ο γανωτζής, ο μπαρμπα-Νικολάκης του μπάρμπα-Τζώρτζη ο μπαμπάς.

Προτελευταίο καφενείο του χωριού ήταν του Στούκα, που είχε πρόβλημα με τα πόδια του και περπάταγε με μπαστουνάκια, και πήγαινε όλη η νεολαία στο μαγαζί για να τον στηρίξει.

Αργότερα έκανε και η Μαριέττα η Κουλουρίδινα το Πανόραμα μα δεν το κράτησε πολύ.


Και το τελευταίο καφενείο ήταν του Ματαίου του Σίγκιρη, γιού του Μάρκου. Εκεί είχαν φέρει και το πρώτο ραδιόφωνο στο χωριό, ένα μεγάλο ραδιόφωνο και πήγαινε ο κόσμος ν΄ακούσει.

Αυτός έφυγε όταν φεύγανε για δουλειές στην Αθήνα και εκεί πέθανε σε φωτιά από μαγκαλάκι σε ένα μεγάλο κρύο..."


Τέλος της καταγραφής, χαίρεται.


Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΜΑΝΤΑΛΟ ΤΗΣ ΠΡΟΓΙΑΓΙΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΙΠΛΑ ΜΑΝΤΡΑ...

Πιό πολύ απ΄όλα φοβάμαι την απώλεια της μνήμης.
Δεν μιλάω για την δική μου, την προσωπική μου μνήμη, που κάποια στιγμή θα βαρύνει έτσι κι΄ αλλιώς.

Λέω για την Συλλογική Μνήμη, που είναι απαραίτητο συστατικό, έστω και κρυφό, του αύριο που έρχεται.

Μαζεύω παληά χαρτιά, εφημερίδες του ’50, ξύλινες κουτάλες σπασμένες, τεράστια καρφιά και κομμάτια ξύλου από παληά σπίτια, 

...ξεχαρβαλωμένες κλειδαριές,

...ένα διαλυμένο σκαμνί από κάποιο γκρεμισμένο κατοικιό, 

 ...ένα μπουκαλάκι από άρωμα από ένα φαρμακείο που δεν υπάρχει πιά, μπουκάλια από ποτά που δεν υπάρχουν πιά.

Και απλώς, προσπαθώ να βρω επάνω τους τα ίχνη των ανθρώπων, την φθορά από την καθημερινή χρήση, να εντοπίσω το πώς και το γιατί ενός ασυνήθιστου σχήματος, 


μα πιό πολύ, προσπαθώ να αναπαραστήσω μέσα μου την εποχή, να την ανασυνθέσω ταιριάζοντας μικρές ιστορίες, αφηγήσεις, ακούσματα, αυτά τα ίδια τα αντικείμενα, σκόρπια διαβάσματα.

"Ποιός ο λόγος", θα πει κανείς.
Δεν εξηγιέται ο λόγος.
Θάλεγα πως είναι, σε μικρότερη ασφαλώς κλίμακα, σαν να ανεβαίνεις στην Ακρόπολη. 
 
Δεν εξηγείται το τί σε μαγεύει σ’ αυτήν την επαφή και είναι πολύ πέρα από το νόημα αυτής της ανάρτησης το να αναλύσουμε τα δέκα μάρμαρα και το νόημά τους.








Καιρό τώρα, λοιπόν, η μάνα μου, κάθε φορά που πέρναγε έξω απ΄το σπίτι της γιαγιάς της τής Αντέλας, έδινε μιά στο μάνταλο της πόρτας του ερειπωμένου σπιτιού.  


«Ακούω τον ήχο και σκέφτομαι», μου είπε, «πόσα χρόνια ανεβοκατεβαίναμε και πατάγαμε αυτό το μάνταλο. Μετά σκέφτομαι πόσοι τόχουν πιάσει αυτό το χερούλι... Η γιαγιά μου, ο παππούς μου ο Λορέντζος, ο θείος μου ο Αντώνιος και ποιός ξέρει και ποιοί άλλοι ακόμη...»

Είπα τότε πως το ζεμπερέκι (το μάνταλο δηλαδή μαζί με το πόμολο) της προγιαγιάς μου της Αντέλας έχει στα μάτια τής μάνας μου μιάν άλλη αξία. 

Είναι ένα ταξίδι στην παιδική ηλικία, είναι μια νοερή καλημέρα σ’ όσους φύγαν, είναι ένας ήχος που θα κάναμε τα πάντα για να έφτανε μέχρι πίσω, μέχρις εκείνα τα χρόνια, να μπορούσε ακόμη-ακόμη να τον άκουγε και ΄κείνη η ίδια μικρή. 

Κι΄έπειτα ταιριάζω αυτή την σκέψη με τη ματιά μου όταν κυττάζω με δέος τις Τηνιακές μάντρες και τις ξερολιθιές. Πάντα το μάτι μου πάει στην κάτω-κάτω σειρά.

Η πρώτη μου σκέψη πάει σε ‘κείνον που έβαλε την πρώτη πέτρα κι΄έπειτα ακολούθησαν οι άλλες. 

 Η δική μου «Ακρόπολη» της Τήνου είναι αυτές οι μάντρες, αυτά τα κατοικιά και τα καταστέγια, αυτές οι ξερολιθιές και οι τεράστιοι μονόλιθοι στα ορεινά του νησιού.

Ο μόχθος των ανθρώπων, η τέχνη τους, που σαν υπέροχη πατίνα είχε αποτεθεί στα γονίδιά τους, η φροντίδα για ν' αντέξουν όλα αυτά για όσο γίνεται περισσότερο και τέλος, η αδυναμία μας σήμερα να επαναλάβουμε κάτι παρόμοιο σε μεγέθος και σημασία.

Γι΄αυτό, το μάνταλο της προγιαγιάς μου της Αντέλας και η παραδίπλα μάντρα έχουν την ίδια τεράστια αξία: κουβαλάνε πάνω τους το νησί, μας φέρνουν σε επαφή (έστω και ασυνείδητη), με την ιστορία του τόπου μας.

Κατά κάποιον τρόπο, μας δείχνουν τον δρόμο για το πώς οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε το νησί: με τα μάτια στο μέλλον, με την καρδιά στο παρελθόν, με την ψυχή στο τώρα.

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

ΣΤΡΑΓΑΛΑΚΙ ΦΡΕΣΚΟ, ΠΑΙΔΙΑ !!!

Στραγάλια; 
Πετάξου μέχρι το ξηροκαρπάδικο και πάρε ένα τέταρτο! 
Θάρθουν το βράδυ κάτι φίλοι να δοκιμάσουμε το καινούργιο ρακί και θέλει στραγαλάκι...

Τότε όμως, σε 'κείνα τα χρόνια..; 
Στο κομμάτι του νησιού που έχει χαθεί, γιατί κομμάτι του νησιού είναι και η παράδοσή του, υπήρχε και ο τρόπος για να φτιάξεις στραγάλια μιας και η τσατσα-Καρμέλα δεν πούλαγε στραγάλια μα ούτε και κανένας άλλος...

Γιατί τί είναι κύριέ μου τα στραγάλια
Ερωτώ: τί είναι; 
Απάντησις: ρεβύθια είναι! 
Μάλιστα, ρεβύθια ξεροψημένα
Κι΄όχι άντε τα βάλαμε, τα ψήσαμε όπως-όπως και περιμένουμε να φάμε στραγάλι... 
Δεν γίνεται έτσι!

Πρώτα παίρνουμε καλής ποιότητας ρεβύθια, από τα βραστερά, που λένε στην λαϊκή. Κι΄αυτό γιατί πρέπει να μπορούν να αφυδατωθούν χωρίς να πετσιάσουν.

Μετά φτιάχνουμε ένα τζακάκι, μικρό, τοσοδά, με δυό-τρία τούβλα και έναν καμπαρέ από πάνω με κάμποση άμμο από την θάλασσα. 

Τη δική μου, κατόπιν σαφούς εντολής της κυρα-Αντέλας την μάζεψα από την Κολυμπήθρα γιατί η άλλη απ΄τον Άγιο Ρωμανό είναι ψιλή και δεν φεύγει μετά το ψήσιμο. Έτσι είπε, έτσι έκανα γιατί ποιός αντέχει τις φωνές μετά...

Κάτω απ΄το τζακάκι, λοιπόν, ανάψαμε φωτιά και αφήσαμε την άμμο να κάψει καλά, να πυρώσει.


Μόλις έκαψε η άμμο, προσθέσαμε τα ρεβύθια. 

Λίγα-λίγα κι΄όχι όλα μονοκοπανιά για να μπορούν να ανακατεύονται, 
...νάρχονται τα πάνω κάτω και να ψένονται ομοιόμορφα.

Εκεί στη μέση του ψησίματος να περιμένετε τις πρώτες αποστασίες. 
Ορισμένα ρεβύθια, πιθανώς τα πιό ατίθασα, αρχίζουν και θορυβούν και πετάγονται έξω από τον καμπαρέ.
Εδώ να διευκρινήσω ότι δεν χρειάζεται απαραιτήτως καμπαρές, αρκεί κι΄ένα απλό ταψί της κουζίνας.

Πετάγονται, που λες, τα ρεβύθια και σκορπούν τριγύρω. Το λάθος είναι να θελήσεις να γυρίσεις πίσω στο μαντρί τα ανατιναγμένα ρεβύθια.  
Οπότε καίς τα δαχτύλια σου και θίγεις και την σχέση σου με τα θεία, μη το κάνεις, αμαρτία είναι και θα πρέπει να ψάχεις παπά να το 'μολογήσεις να μη σε βαραίνει.

Άμα το ρεβύθι δεν είναι καλό καίγεται εξωτερικώς και εσωτερικώς μένει άψητο.
Τέλος, παίρουμε ένα κόσκινο και κοσκινίζουμε καλά-καλά τα στραγάλια (πρώην ρεβύθια) να φύγει η άμμος.

Άμα είναι καλοψημένο, τραγανίζει και σπάει σαν αφρός στο στόμα και δένει άψογα με ρακί απ΄της Κόρης τον Πύργο ή απ΄το Πλωμάρι ή απ΄τη Βαθειά Λίμνο  και τέλος πάντων, βρείτε ρακί Τηνιακό και απολαύστε τα.

Και επειδή είναι κρίμα τόση "πύρα" να πάει χαμένη, ρίξτε μια-δυό μελιτζάνες στην στάχτη, 

...σκεπάστε τες και αφείστε τες για ώρες να μελώσουν και να γίνουν μια αρωματική μελιτζανοσαλάτα.


Εκτέλεση: Αδελαΐς Αρμάου-Παπαδοπούλου
Φωτογραφίες: Ιωάννης Παπαδόπουλος
Αύγουστος 2014



ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...