Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

(ΑΝΑΝΕΩΣΗ) ΑΡΧΕΙΟ ΑΓΙΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ ΚΕΛΛΙΩΝ

Ξεκινάω σήμερα μια ανάρτηση που αφορά την μεταφορά σε αναγνώσιμη μορφή των αρχείων του Αγίου Ζαχαρία των Κελλιών από τον πατέρα Αντώνη Φόνσο.

Όσα κι'αν πούμε για τον άνθρωπο αυτό θα είναι λίγα. Κρατείστε λοιπόν στο μυαλό σας πως ό,τι διαβάσετε εδώ μέσα είναι μια μικρή προσπάθεια να έρθει στο φως ένα μικρό μόνον μέρος της αγάπης του για τον τόπο και ταυτόχρονα, να γνωρίσουμε την πορεία των Κελλιών μέσα στα χρόνια.

Εννοείται πως κατά την μεταφορά των κειμένων κρατήθηκε η πρωτότυπη γραφή. Είναι μοναδικό αντικείμενο μελέτης, ένας ήχος από το παρελθόν.

Η ανάρτηση θα εμπλουτίζεται συχνά, και μεταξύ των προσθηκών θα υπάρχει αύξων αριθμός, οπότε αν κάποιος θέλει να συνεχίσει την ανάγνωση μπορεί να το κάνει από το σημείο που έχει μείνει.

Οι φωτογραφίες είναι από το νησί, όχι σχετικές με το σημείο που είναι ένθετες, απλώς, για να ελαφραίνει λίγο το κείμενο.

Νο 1:

“1778 δεκεβριου 13” “απου εμενα μαστρο γιανουλι εις του λογουσου αφεντι παπα...”

“Σμιρνι 1795 μαρτιου 18 Ε.Ν. Αγοραδες απο του ντομενικου Βασαλου”...”...πουλο εγο Ντομενέγος Βασαλος του Γιοργι αρμαγου π. μαρκου του κοσινι τα πραγματα που εβρισκοντανε στο νισι τις Τενος”

   
“1807 Φλιβαριου 10” Διαθικι του Γιακουμου Αρμαο Κατανις” “εστοντας παντα στιν ξενιτια”. Τοποθεσίες: δρακουσπλιά, αξαχιάρκι, αμιδια στο λιβαδι, στου Λουβαρ, στα λιγοδακια, στου κουσουλαϊν, κάτω μαντρα, στου Κουβιού στον αγιο γιοργι, Πατελα.

1808 Μαρτίου 17 Έτος Νέον. “Διαθικι της Κιρα Ανέζας αιδονι” “κόρι του μακαριτι γιώργι Ριμοντο Αιδόνι “...ακομη αξεδιαλιζι οτι εινε γραμενι στιν αδελφοσινι της παναγίας του καρμελου λιπον θελι και αφινι δεκα γροσια εξο από τα απανοθεν εκετο, να τις γινοντε η εφτα λιτουριες στο ξομποργο στο Αλταριο της παναγιας του καρμίλου”

“Εις τες διο Μαρτίου 1817”...”αγορα στου Καναβα του γιακουμου Μαλταμπέ”, “...το αγοραζουσι ι επιτροπικι τις Εκλισιας τον Κελιον ο ιακουμις Πεμπος...”

“Εις Περα της Κωνσταντινουπόλεως 18 Μαρτιου 1817” “Τα γρόσια οπου εδοσαν ι Κιλιανι του Αντονιο Κουζινι”

“Κελια 1819 Γιουλιου προτι” ... “διαθικι του Γγιουζε Αρμαο Φαγρι” , τοποθεσίες: Αλονίδες, απασιανό, χαρκοβουνι, Καλικα.

Διαθηκη του Μπατίστα του Πέρο αρμαου “από το νισι τις Τινου , ή χοριο Κελια”. Μάγειρας “εις το αρχοντικό τις Μαδαμας Φοντον”, “εβρικα αροστο εις το κρεβατι”

Διαθήκη της Μαρίας Σκανταλογιόρινας. Εις χοριο Κελια 1822, Αγοστο 11.

1823 μαγιου 11. προικοχάρτι από τον Γιαννουλάκη Αρμάο και την γυναίκα του Μαργετα “μονογνουμι” προς το παιδι τους “Γιοργις και φοτιεσμενος απε τον Παντοδιναμον Θεον και απο τη δεσπινα μαρια να ανγαλλιασι καινα ενπι ις το στασιμο το εκλισιαστικο”

ΑΝΑΝΕΩΣΗ (15/2/2016):
"εις τες 10 γιναριού 1830 δάνειο της καθέντρας του χοριό μας Κελίον" σε άτομα του χωριού.

"Σμίρνι 1830 μαγιου προτι. ξόφλισι του Πατέστο ντονάδενας δια τα γρόσσα ποεδοκι".

"Εις τις 11 Μαγιού 1832." Συμφωνία για τα κληρονομικά της καλόγριας Μαρούλας και του Λάμπρου παιδί της κιρά Μαριέττα του ποτε γιαννι αρμαο.

"Εις τες 30 Αυγούστου 1832 Κελια. Διαθικι του Λογήζου Αρμαο".

"Εις τες 22 Γιουλήου 1833. Διαθικι της Νικολέτας Κελια Καλοζαδο, χηρα του αποθανον Μάρκου Αρμαο".

24 Ιανουαρίου 1837 (χορήγηση λυσιποίνων;)

Γράμμα από την Σμύρνη όπου ειδοποιούν ότι στέλνει την Καμπάνα "μαστρονικόλας Ταμπούρις". Το γράμμα το γράφει ο "Ζόρζις του ποτε γιανι παθραφτι ογιος 1840 νοεμβρίου 5".

"Τη 15 9βριου 1841, Χοριο Κιλια του Δημο Περέας." Διαθήκη του Μάρκο Περπινιανι, όπου κληρονομεί στην εκκλησία κτήμα στο "Βορλοπό".

"Cuzzunara 7-8bre-1844", χορήγηση άδειας τέλεσης γάμου του Νικηφόρου Λ. Αρμάο από το Καρκάδο με Άννα Ι. Αρμάο από τα Κελλιά.

Κελλιά 2 Φεβρουαρίου 1845. Αιτηση τέλεσης γάμου με του Νικόλα Σκλάβο του Λορέντζου με τη Λουκία Φλιτζάνε (Fligiana) του Γεωργίου.

"Celia 15 Giunio 1845." Γάμος Ιωάννου Αρμάο του Μάρκου με την Ελένη Αρμάο του Ιακώβου.

5 Φεβρουαρίου 1847. Casus Summi Pontefici reservati in Bulla Caenae.

11 Αυγούστου 1847. Υπόθεση " χρυσού φορέματος (τούλι) διαφιλονικούμενου εκατέρωθεν από τα δυό χωριά" (Κελλιά και Κάτω Κλείσμα) 

14 Αυγούστου 1849. Διάφορες οδηγίες και αποφάσεις γραμμένες στα φραγκοχιώτικα από τον επίσκοπο Ζαλώνη

"Πολυτήριον, την 10 7βρίου 1849". "Στρομεντο του χωραφιού εις του Στεριότι από την Ανέζα ποτέ Ιακ. Αρμάου Αρφανού." Αγοραστής η εκκλησία των Κελλιών.

Κελλιά , 2 Ιανουαρίου 1853, αίτηση άδειας τέλεσης γάμου του Ιωάννη Κορίνθιο του Δανιήλ από το Κάτω Κλείσμα με την Κατερίνα Αρμάο του Νικολάου από τα Κελλιά.

Κελλιά, 1 Φεβρουαρίου 1853. Αίτηση για ευλογία γάμου του Ιωάννη Αρμάο του Γιαννούλη από το Κάτω Κλείσμα με την Ανέζα Στεριώτη του Γεωργίου απ΄τα Κελλιά.

Κελλιά, 6 Φεβρουαρίου 1853. Αίτηση άδειας τέλεσης γάμου του Γιαννουλάκη Αρμάο του Ζανή με την Ράμελλα Αρμάο του Στέφανου.

Οκτώβριος 1854. Κάβος Αγίων Αναργύρων.

Κελλιά, 1 9βρίου 1854 αίτηση άδειας τέλεσης γάμου του Γεωργίου Νικ. Σκλάβο από το Καρκάδο με την Μαρία Ι. Φώσκολο από τα Κελλιά.

1854. Κληρονομικά του Μάρκο Περπινιά.

7 Νοεμβριου 1855-10 Νοεμβρίου 1857. Προσφορές (έσοδα) και έξοδα για την εκκλησία των Κελλιών. Αγορά κτήματος στο Misonisi.

1856, 10 Αυγούστου, ημέρα Παρασκευή πμ Συμβολαιογράφος Αντώνιος Αρμάος, στη Κώμη. "δωροδηλόσεως" της Ανέζας "χήρα του ποτέ Γεωργίου Σκληρέ" κτήμα στο Καρκάδο προς την "θηγατέρα των Ερινούλα σύζιγος Δομένικο Αβραάμ".

"Αντιγραφο της Διαθίκις της Αγοστίνας απε Κελιά". 9 Ιουλίου 1859. Κόρη Στεφάνου Αρμάο. Κληρονομεί στην εκκλησία του Αγίου Ζαχαρία κτήμα με υποχρέωση μιας λειτουργίας.

12 Σεπτεμβρίου 1862. Αποτέλεσμα από την ποιμαντορική επίσκεψη.


















Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Τί ειν΄η σκηνή, δυό κουρελούδες όλες κι΄όλες...

"Είναι δύσκολο νάσαι ερασιτέχνης. Δεν προσπορίζεσαι τίποτα από τον κόπο σου. Πρέπει να τ΄αγαπάς αυτό που κάνεις γιατί αυτό που θα σου δώσει στο δίνει στην ψυχή και καθόλου στην τσέπη. Και για τον καθένα απ΄όλους, για τον κάθε έναν ξεχωριστά στον θίασο, αυτό που το δίνει είναι μόνο δικό του γιατί έχει ο καθένας και μιάν άλλη ψυχή.

Που η μιά ευχαριστιέται με το χειροκρότημα, η άλλη τρέφεται με τον ρόλο, η άλλη ζει για το χτυποκάρδι των πρώτων πέντε-δέκα λεπτών της παράστασης και μια άλλη το κάνει γιατί άμα δεν το κάνει, απλά, δεν ζει.

Το σανίδι έχει σκουλήκι και το σκουλήκι κάποια στιμγή μπαίνει μέσα σου, εσύ δεν το καταλαβαίνεις, μα σε πιάνει κάτι σα πυρετός και θες να είσαι κει πάνω, να μπαίνεις σε πετσιά αλλωνών, να λες λόγια που δεν θα τάλεγες ποτέ από μόνος σου, να συναναστρέφεσαι φονιάδες, πόρνες, τρελλούς, ό,τι βάλει ο νούς σου.

Και πεθαίνεις. Με κάθε ρόλο πεθαίνεις. Ο ηθοποιός είναι ο μόνος που ξέρει από τα πριν πώς είναι να παύεις να υπάρχεις. Τέλειωσε ο ρόλος; Ε, αυτό είναι θάνατος, αυτό που υπήρξες και σουδωσε το χειροκρότημα παύει να υπάρχει, ζεις τον θάνατό σου, έστω και σαν κάποιος που υπήρξες σε ένα παράλληλο σύμπαν, στο σανίδι.

Λέω σανίδι και μούρθε στο μυαλό μια φορά που ευχόμουν να είχα κάτω απ΄τα πόδια μου σανίδι κι΄ας ήταν και σάπιο κι΄ας ήταν σκωροφαγωμένο κι' ας έτριζε κάθε που άλλαζες πόδι. Ήταν τότε που παίζαμε επάνω σε τραπέζια! Τραπέζια, από κείνα τα στενόμακρα των πανηγυριών, ενωμένα πλάι πλάι για να κάνουν σκηνή, να φαινόμαστε από μακρυά, σκηνή δεν υπήρχε στην  αίθουσα, πού να παίξεις να σε δει ο κόσμος. Κι΄είχαν έρθει κι΄ένα σωρό με γαιδούρια, με μουλάρια και κάτι λίγοι με αυτοκίνητα, μα ως πόσα αυτοκίνητα να είχε τότε στην Τήνο, ευτυχώς ήταν και δυό ταξί, φαρδειά σα μαούνες. Γιατί έπρεπε να φύγουμε απ΄το Ξώμποργο και να πάμε στην Καρδιανή. Ναι, στο Ξώμποργο ήταν η σκηνή με τα τραπέζια, στο Ξώμποργο. Ο Βουτσίνος, βέβαια! Είχε εκείνο που τον έκανε πέρα από παπά και κάτι σαν καθοδηγητή της καθημερινότητας.

Παίζαμε που λες κάθε χρόνο στο Ξώμποργο, στην αίθουσα δεξιά απ΄το πηγάδι, τη μεγάλη, βάλε με το μυαλό σου στριμωγμένα τετρακόσια άτομα, πεντακόσια, μεγάλο πανηγύρι!
Μόλις τελείωνε η λειτουργία, καθόταν ο κόσμος να φάει, να πιεί, στην ώρα επάνω έβγαινε ο Βουτσίνος και φώναζε, "Άντε, τελειώνετε να παίξουμε θέατρο!", σηκωνόταν ο κόσμος, μάζευε, στήναμε εμείς τα τραπέζια και παίζαμε. 
Σκηνή δεν υπήρχε, πώς να κάνεις τώρα εκείνες τις πάγκες να σταθεροποιηθούν; Δεν γινόταν. Να πας να κάνεις βήμα στην σκηνή και να κουνιέται ο τόπος όλος! Και να παίζουμε καμμιά κωμωδία, θυμάμαι να παίζουμε Μολιέρο, τον Φιλάργυρο, να νομίζει ο κόσμος πως το κάνουμε επίτηδες, να ξεκαρδίζονται, εμείς να κοντεύουμε να σωριαστούμε και 'κεινοι να νομίζουν πως είναι στο έργο.

Ευχαριστιόταν όμως οι άνθρωποι τότε. Κάθε πότε θα βλέπαν παράσταση στη ζωή τους, έβλεπες φάτσες γελαστές, μάτια κι αυτιά που ρούφαγαν την παράσταση κυριολεκτικά, δε σούκανε καρδιά να πεις τα παρατάω, δεν παίζω. Και μετά, σκέψου πως ήταν και γνωστοί, συντοπίτες, μας ξέραν και τους ξέραμε, έρχοταν και για το έργο και για εμάς, διπλό το βάρος, που βάρος δεν τόλεγες, διπλή χαρά να πώ καλύτερα. Και δεν υπάρχει ούτε μιά φωτογραφία από τότε, ούτε μία...


Μα βάλε τώρα πόσο χρονώ είμασταν όλοι μας και πόση ορμή, λέω καμμιά φορά, είχαμε και τραβολογιόμαστε να πάμε να παίξουμε στην άκρη του κόσμου. Ξέρεις, μπορεί και εκείνη η χαρά που ένιωθε ο κόσμος και την νιώθαμε κει 'μείς, την αναπνέαμε με κάποιο τρόπο, νάταν εκείνη που μας στέριωσε στο σανίδι της Ερασιτεχνικής. Γιατί να ξέρεις, πολλές φορές λες δεν πάει άλλο, ειδικά στην αρχή, που είσαι νέος και σε τραβάει η ζωή δεξιά κι΄αριστερά. Εμείς στην αρχή βάλαμε τέτοια θεμέλια φαίνεται κι΄έτσι καταφέραμε και στεριώσαμε και είμαστε ακόμη εδώ και φτιασιδωνόμαστε και ξεφυλλίζουμε φθαρμένες σελίδες, χιλιοσημειωμένες, τσακισμένες από τα πριν όπου θέλει ιδιαίτερη προσοχή, γνώριμές μας από χρόνια, όπως ρυτιδώνει το κορμί μας, ρυτίδωσαν κι΄αυτές.

Είναι που λες Χούντα. Χούντα στο μεσουράνημα της, μάλλον το ΄69 πρέπει νάτανε. Ο ενωμοτάρχης κι΄ο χωροφύλακας ισοδυναμούσαν με μεγάλη εξουσία! Οι μόνοι που τόλμαγαν να αντιμιλήσουν άντε να ήταν κανένας από τα Τ.Ε.Α. που είχαν και όπλα στα σπίτια τους. Έλεγε ο χωροφύλακας "Μη!", δεν υπήρχε "Μα..."

Έχουν απαγορευτεί που λες οι συγκεντρώσεις μα με τα πανηγύρια δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, τί να πουν "Εμείς θα χορεύουμε τσάμικα κι΄εσείς κατσέτε σπίτια σας;" δεν γινόταν, κάπως έπρεπε να έχει και λίγο λάσκα το σκοινί, όσο κεφάλας και νάσαι αυτό το καταλαβαίνεις. Πάμε να παίξουμε λοιπόν στο Ξώμποργο, έρχεται ο χωροφύλακας, ενωμοτάρχης να ήταν, πού να θυμάμαι, είχε κάτι ασημένια φουντούκια πάνω στους ώμους τέλος πάντων, έρχεται κει μπροστά και λέει "Ποιός είναι εδώ υπεύθυνος", βγαίνει ο Αλεξάκης μπροστά "Εγώ είμαι", λέει εκείνος στον Αλεξάκη "Άδεια έχετε;". "Τι άδεια νάχουμε, ποιός να την βγάλει, μέχρι τώρα πώς παίζαμε" λέει εκείνος. Απαντάει ο χωροφύλακας και λέει πως "Δεν ξέρω τί κάνατε μέχρι τώρα, εγώ το κεφάλι μου στον τουρβά δεν το βάζω, άμα δεν έχετε άδεια δεν παίζετε."



Βλέπω τον Βουτσίνο από πίσω νάχει ανάψει, νάχει κορώσει, έκανε και ζέστη, Ιούλιος μήνας, τον πιάνει σε κάτι μισοπαρακαλετά που τόσος κόσμος περιμένει πώς και τί να δεί κάτι, και τόχουμε σαν παράδοση και κρίμα είναι τα παιδιά τόσος κόπος. Τίποτα. Ο χωροφύλακας φοβάται, τον βλέπεις μια κυττάει κάτω, μιά πάνω, σουφρώνει τα χείλια του, τελικά, λέει δεν γίνεται, μαζέψτε τα. Ο  Φόβος που φυλάει τα έρημα... Μαζεύουμε σιγά-σιγά, ο κόσμος έχει καταλάβει τί γίνεται μα τί να κάνει.


Μόλις ο χωροφύλακας σιγουρεύεται πως δεν θα παίξουμε και φεύγει, νάσου ο Βουτσίνος, τρέχει στον Αλεξάκη, τον αρπάζει απ΄το μπράτσο, κάτι του λέει στ΄αυτί, βλέπουμε σαστισμένο στην αρχή τον Αλεξάκη, μετά χαμογελάει, γυρνάει σε μας "Μαζέψτε τα γρήγορα όλα! Λωράν, πήγαινε πιάσε τα δυό ταξί να μη φύγουν, να μας κατεβάσουν στη Χώρα" Λέω εγώ μέσα μου, τόσο φοβήθηκε και θέλει καλά και σώνει να φύγουμε του σκοτωμού, δεν είπαν δα πως θα μας βάλουν και φυλακή!

Παραξενευομαι όμως που τον βλέπω αλαφιασμένο και ζωηρό. Φορτώνουμε, χαιρετάμε, κι΄όση ώρα κάνουμε να  κατέβουμε στη Χώρα σκέφτομαι πως για να βιάζεται τόσο, μάλλον θα βρήκε κάπου να παίξουμε εκεί, να μας βλέπουν και οι αρχές να σιγουρεύονται πως δεν κινδυνεύουν από εμάς. Έλα όμως που μόλις φτάνουμε στη Χώρα τραβάμε γραμμή για το λιμάνι... Απογοητευόμαστε... Από την άλλη, καράβι πουθενά, πού πάμε, πώς να φύγουμε, άμα ήταν για να φύγουμε...

Είναι η εποχή που ο Αλεξάκης φτιάχνει το σπίτι στου Γιαννάκη. Δρόμος για 'κεί απ΄την Καρδιανή δεν υπάρχει. Πώς πάει λοιπόν, τα υλικά ο Αλεξάκης στου Γιαννάκη; Με καΐκι! Είναι ένας καπετάνιος μ΄ένα καΐκι και πηγαινοφέρνει υλικά. Να μη στα πολυλογώ, μας το σκάει το παραμύθι: θα πάμε με το καΐκι στου Γιαννάκη, θα ξεφορτώσουμε, θα βρούμε κανένα γαϊδουρι, κανένα μουλάρι, θ΄ανέβουμε στην Καρδιανή να παίξουμε εκεί! Άκου τρέλλα τώρα! Βάλε πόση θέληση, πόση αγάπη για το θέατρο! Γι΄αυτό σου είπα πριν, σε τρώει το σκουλήκι δε σ' αφήνει να ησυχάσεις, μα κρύο μα βροχή μα ζέστη, τρώγεσαι, δεν μπορείς άμα δε λαλήσεις...

Φτάνουμε στου Γιαννάκη με το καΐκι, κάναμε πόσην ώρα, μιά, μιάμιση, ξεφορτώνουμε και πιάνουμε τον ανήφορο, μα έναν ανήφορο, τί ανήφορο... Να βαράει ο ήλιος να γίνεται το κεφάλι σου κουρκούτι... Με τα πολλά, φτάνουμε, πάμε στο Περιβόλι, τουΛωράν του Απέργη, έτσι νομίζω την έλεγαν την ταβέρνα , και πιάνουμε και κρεμάμε σε σπάγγους  δυό κουρελούδες δεξιά κι΄αριστερά από μια πόρτα κι΄αυτή ήταν η σκηνή. Μουσική, φώτα, τίποτα, ούτε λόγος.

Στέλνει ο Αλεξάκης τον Λωράν τον ταβερνιάρη στο χωριό να φωνάξει τον κόσμο να έρθει να δει την παράσταση. Κέφι, παλμός, βγάλαμε όλο μας το άχτι για την απαγόρευση, ήταν, πες, η δικιά μας μικρούτσικη αντίσταση στον τοπικό εκπρόσωπο της χούντας. 

Μετά άμα τελείωσε η παράσταση, είχα πάει μέχρι το ξυνάρι της Καρδιανής, έτρεχαν τα νερά, φεύγαν απ΄το ξυνάρι, γέμιζαν το αποδοχάρι, τραβάγαν κάτω, στο ρέμα. 
Και 'κει μούρθε στο μυαλό μια απορία: τί είναι το ρέμα; Είναι η πηγή που αναβλύζει, είναι η κοίτη που τρέχει το νερό, είναι το νερό το ίδιο; Ή όλα μαζί κάνουν το ρέμα και χωρίς ένα απ΄αυτά το ρέμα δεν υπάρχει..;
Και τί είναι το θέατρο; είναι η σκηνή, είναι οι ηθοποιοί, είναι το έργο κι΄ο συγγραφέας του, είναι μήπως το κοινό..; 

Ξέρεις το πιό σημαντικό απ΄όλα; Το κοινό. 
Χωρίς κοινό απέναντί σου, θέατρο δεν υπάρχει. Ας έχεις τον σπουδαιότερο συγγραφέα και να σου φτιάξει το  καλύτερο έργο, ας έχεις τους καλύτερους υποκριτές, τα καλύτερα σκηνικά, μουσικές, φώτα, πράγματα. 

Άμα δεν έχεις κοινό, δεν έχεις θέατρο.
Γι΄αυτό οι ηθοποιοί υποκλίνονται στο τέλος της παράστασης. Γιατί χωρίς τους θεατές, θέατρο δεν υπάρχει..."















Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία.

Εκατέβηκε την σκάλα, να κλείσει την εξώθυρα με το μάνταλο. Στο ανέβασμα, σε κάθε σκαλί στήριζε το σώμα της με το δεξί χέρι στο δεξί γόνατο ενώ με το αριστερό στηριζόταν στην ξύλινη κουπαστή τής σκάλας και σκέφτηκε πως τα χρόνια είχαν πραγματικά περάσει, δεν ήταν η ιδέα της, πρέπει νάχε μεγαλώσει. Μόλις πέρυσι σα να ήταν που ανεβοκατέβαινε τούτη την ίδια σκάλα με σβελτάδα, σα να πέταγε, σαν κάθε σκαλί να την επέταγε προς τα επάνω, σα να γύρναγε απ΄το σχολείο και να ήτανε απόγεμα Παρασκευής…

Έφτασε στο πλατύσκαλο. Απ΄την τζαμόπορτα, φαίνονταν η λάμψη των φώτων του δέντρου, που ερχόταν κι΄έφευγε, σαν μια μεγάλη πολύχρωμη φωτιά που έκαμε κόπο να μη σβήσει, σα τζάκι με λιγοστό αέρα. Άνοιξε και πέρασε στη σαλοτραπεζαρία. “Άντε, μάνα, καληνύχτα” είπε στην φωτογραφία τής μάνας της πάνω απ΄το μπουφέ, “κοιμήσου ‘συ, εγώ ‘χω να πάω κάπου”, συμπλήρωσε, χωρίς ν΄αφήσει να φανεί στη φωνή της πως ήξερε ότι η μάνα δεν την άκουγε.

Μπήκε στην κουζίνα, άμα είχε νοτιά η πόρτα έτριζε λίγο περισσότερο, γκρινιάρα θείτσα που την πιάσαν τα ρευματικά και ” ΄ποφέρει και δε νταγιαντά πλιό”.

Έσκυψε στην στόφα, άνοιξε την πόρτα και τράβηξε το μεγάλο ταψί έξω. Το γαλόπουλο είχε ροδίσει και οι πατάτες το πολιορκούσαν από παντού, δεν θα τ΄άφηναν να κινηθεί ακόμη κι΄αν τόθελε, ακόμη κι΄αν μπορούσε.

Ακούμπησε το ταψί απάνου στην “τράπεζα, βρε Μαριγώ κι΄ίσα, έλάτε να φάμε! Μόν΄πιάσε μ΄κι του κρασί μ΄κι φέρι κι δυό κούπις να τονε σχωρέσουμε τον παληόν τον χρόνον..!”

Ο πατέρας είχε φύγει πρώτος, πριν τη μάνα, τάφαγε τα πλεμόνια το κάρβουνο σαράντα χρόνους θερμαστής στα Λίμπερτυ. Η φωνή του όμως, δεν είχε φύγει ποτές από τα αυτιά της. Και ποτές μεσ΄τη μνήμη της δεν έβηχε ο πατέρας της, η φαντασία της τον είχε γιατρέψει μετά θάνατον. Η φωτογραφία του ήταν δίπλα στης μάνας, μα είχε την ιδέα πως εκεινού του άρεσε η ησυχία, δεν ήθελε πολλά-πολλά.

Σερβιρίστηκε, έκατσε στο πλάϊ του τραπεζιού, λογούσε τις δυό κεφαλές του τραπεζιού δικαίωμα των γονιών της. Άντρα δεν γνώρισε. Μη και ποτές της έλειψε η παρουσία του αντρού, θεός σχωρέσει το αμάρτημά της, γιατί Εκείνος ήθελε άντρα και γυναίκα μαζί, μόνο να, εκεινής δεν της επήγαινε η αντρικιά παρέα, σα να ντρεπότουνε, σα να μην άντεχε το βλέμμα τους επάνω της.

Έφαγε με μικρές μπουκιές, ήπιε και δυό γουλιές κρασί απ΄το νησί, της τόχε φερμένο το ανήψι της, ο Φραγκίσκος που είχε μαγαζί στην παραλία και που δεν θυμότανε τί είδος μαγαζί ήτανε και έκαμε πως ξέρει και πάντα ρώταγε πώς πάνε οι δουλειές. Το κρασί είχε κάτι απ΄τον αέρα του νησιού, που είχε χρόνους πολλούς να δει. Δεν ήθελε ν΄αφήσει το σπίτι έρημο ούτε για τρεις μέρες. Γιατί μία να πάς και μία ναρθείς, μία να τους δεις λιγουλάκι, νάτες οι τρεις οι μέρες. Δεν άντεχε.

Μόλις απόφαγε έβαλε γρήγορα-γρήγορα το πιάτο στον μαρμάρινο νεροχύτη κι΄άνοιξε το νερό να τρέξει. Ξέπλυνε πρόχειρα τα χέρια της και έφτασε στο ψηλό ράφι τέσσερα δοχεία φαγητού και τ΄άπλωσε στη σειρά πάνω στο τραπέζι. Πήρε το μεγάλο μαχαίρι απ΄το συρτάρι και μοίρασε στα τέσσερα το γαλόπουλο και τόβαλε στα δοχεία, συμπλήρωσε πατάτες και μπόλικη σάλτσα στο καθένα.

Κατέβηκε προσεχτικά την γυριστή σκάλα με την μεγάλη τσάντα στο χέρι, ξεκλείδωσε, αλήθεια, τί της ήρθε και κλείδωσε πριν, ξεχάστηκε, η συνήθεια είναι τρένο που δεν μπορεί ν΄ αλλάξει δρόμο. Βγήκε στο κρύο και τράβηξε πίσω της την πόρτα. Είχε τον λαιμό της καλά τυλιγμένο στο σάλι, που τής είχε φερμένο από το Κάρντιφ ο πατέρας της κι΄ήτανε διπλή η ζέστα του.

Περπάτησε γρήγορα, να φτάσει ζεστό το φαΐ ΄κει πούπρεπε. Περνάγανε σαν από παντού τ΄αυτοκίνητα, φώτα πάνω και κάτω, θαρρείς και ανάψανε όλα μονομιάς, θαρρείς και ψάχνανε να βρουν τον κλέφτη του χρόνου.

Έφτασε στην χαμηλή θύρα, έκρουσε απαλά κι΄ύστερα περίμενε.

Μετ΄από λίγο μια χαραμάδα φως βγήκε δειλά στο πεζοδρόμιο, ένα μαυριδερό κεφάλι πρόβαλε κι΄αμέσως χαμογέλασε “γκειά, Μαριγκώ ! ” Μέχρις εκεί ήταν τα ελληνικά. Άπλωσε τα σκούρα χέρια και πήρε το δοχείο σα να κράταγε νερό στη μέση της ερήμου, είπε ευχαριστώ υψώνοντας το δοχείο πάνω απ΄το κεφάλι της, η Μαριγώ είχε ήδη ανέβει τα τρία σκαλιά χαιρέταγε με βιάση και πήγαινε για το άλλο καλυβάκι.

Σε μιά ώρα παρά εφτά λεπτά είχε τελειώσει και ήταν τυλιγμένη με την κουβέρτα της πλάι στο παραθύρι, όπου θα την έπαιρνε ο ύπνος όπως κάθε πρωτοχρονιά και θα ξύπναγε με το πρώτο φως να πει καλή χρονιά στις φωτογραφίες των γονιών της.

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Η Καλή Βραδυά!

Παραμονή Χριστουγέννων ήταν η Καλή Βραδυά επειδή γεννιόταν ο Χριστός.
Κάναμε τηγανίτες, όχι λουκουμάδες, δεν είχαμε αλεύρι, δεν έφτανε, κατοχή ήταν, παίρναν οι Ιταλοί ό,τι αλεύρι βγάζαμε

Σε μια τηγανίτα μέσα βάζαμε μια δραχμούλα, όπως βάζουμε τώρα την πρωτοχρονιά το φλουρί στην πίτα, μα τότε το κάναμε την Καλή Βραδυά. 
Ε, για φαγητό κάναμε συλαδιά, διάφορα ψάρια μαζί με λίγο λάδι, σαν την κακαβιά δηλαδή, γιατί νηστεύαμε.
Τα Χριστούγεννα στα Κελλιά γιορτάζονταν τρεις μέρες. 
Το πρωί στις 24 γύρω στις δέκα ήταν η πρώτη λειτουργία κι΄έβγαζε ο παπάς τον Σαντίσσιμο που έμενε έξω για 40 ώρες. 
Το απόγευμα πάλι στον εσπερινό φοράγαμε τα καλά μας και πηγαίναμε στον Άγιο Ζαχαρία. 
Είχε τόσο πολύ κόσμο τότε το χωριό, που τα παιδιά δεν χωρούσανε στις πάγκες και καθόμαστε κάτω κάτω σε μικρά παγκάκια κοντά στην μεγάλη πόρτα της εκκλησίας.

Παραμονή του Νέου Έτους, μάς έραβε η γιαγιά μου η Αντέλα ένα πουγγί, που το κρεμάγαμε μ' ένα σπαγγάκι στο λαιμό για να βάζουμε τα λεπτά από τους μπουναμάδες όσων θα ερχόταν να χαιρετήσουν. 

Μετά, το Νέο Έτος το περιμέναμε με χαρά γιατί σηκωνόμαστε και φοράγαμε από νωρίς το πρωί τα καλά μας ρούχα, πηγαίναμε στην εκκλησία και όταν γυρίζαμε στο σπίτι, ετοίμαζε η μαμά μου το τραπέζι με όλα τα γλυκά, με ρακί, με κεράσματα και φεύγαμε και πηγαίναμε στην γιαγιά μου την Αντέλα. 
Μας τηγάνιζε λουκάνικα και τρώγαμε γιορτινό πρωινό.
Μετά πηγαίναμε και χαιρετούσαμε όλους τους συγγενείς, ήταν το έθιμο να πηγαίνουν όλοι να χαιρετάνε στα σπίτια. Ήταν τόσος ο κόσμος, σαν πανηγύρι..!

Μετά έπρεπε να πάμε στην Αετοφωλιά να χαιρετήσουμε όλους τους συγγενείς και να φάμε στη νενέ μου. Φεύγοντας όπως απ΄το σπίτι, αφήναμε την πόρτα ανοικτή, όποιος πάει και δε μας βρει, να μπορεί να κεραστεί, έτσι, για το καλό.

Ε, μετά ερχόταν των Φώτων, που γινόταν η βάφτιση του Χριστού και περιμέναμε να δούμε ποιό παιδάκι θα βαφτίσει τον Χριστό. Ήταν πολλά τα παιδιά τότε και βάζανε κλήρο. 
Το ντύνανε, λοιπόν, στ' άσπρα με μια κορώνα στο κεφάλι,πήγαινε ο παπάς στη μέση της εκκλησίας που ήταν τα καζάνια με τον αγιασμό και ο παπάς από τα χέρια του παιδιού τον Χριστό και τον βάφτιζε.

Το παιδάκι που βάφτιζε τον Χριστό ήταν σαν κανονικός νονός του, οπότε και έπρεπε να κεράσει και κάνανε οι γονείς τραπέζι με γλυκά και πήγαιναν όλοι και χαιρετούσανε."
Σημείωση: η πρώτη κάρτα είναι σταλμένη προς κατοίκους των Κελλιών για τα Χριστούγεννα, ενώ η δεύτερη προς κατοίκους της Αετοφωλιάς με την ευκαιρία του Νέου Έτους. Καμμία από τις δύο δεν έχει ημερομηνία.


Αφήγηση: Αδελαΐς Αρμάου-Παπαδοπούλου, Δεκέμβριος 2012.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Κάθε στιγμή ένας Χριστός γεννιέται...

...ΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ...

"Δεν πίστευε πια ούτε η μάνα τού Φραγκίσκου πως θα παντρευόταν ο κανακάρης της, αφού όχι μόνον είχε καβατζάρει τα σαράντα, αλλά, είχε και τόνα χέρι ακουμπισμένο στα πενήντα.

Και βρέθηκε η Μαρία, κοριτσόπουλο σαν πως ντροπαλό, σαν χαμηλοβλεπούτσικο, και τα ταίριαξαν.

Ο Φραγκίσκος είχε ένα μικρό μαραγκούδικο σ’ ένα χωριό, που συγκοινωνία πήγαινε δυό φορές την εβδομάδα κι’ όσο για παιδιά, το χωριό είχε μόνον σε σχολική φωτογραφία τους τωρινούς του γερόντους, τί να κάνει η συγκοινωνία πάνω

’κει...

Το καλύτερο κομμάτι του σαν μαραγκός, μιά πόρτα για τό κοτέτσι της τσατσα-Φιλίτσας τόσο όμορφη που κατέληξε τελικά να γίνει αυλόπορτα, ο Φραγκίσκος τόφκιασε τη μέρα που έμαθε πως η Μαρία, το Μαρουλί του, κράταγε παιδί στα σωθικά της.
Δε μιλάγανε, μόνο καθόνταν κοντά-κοντά και κοιτάζανε παρέα την κοιλιά της Μαρίας και έτσι, πέρναγαν οι μέρες για να φτιάξουν τους εννιά μήνες.

Και μέσα σ’ όλη την γαλήνη τους ήρθε, άλλο και τούτο, το κτηματολόγιο. Σπουδαία λέξη !!!
Έπρεπε να κατέβει ο Φραγκίσκος στην χώρα να δηλώσει τα χωραφάκια που τούχε αφήσει ο παππουλάκος του, μιας και πατέρα δεν πρόλαβε να γνωρίσει, του τον είχε πάρει η θάλασσα όταν ήταν μωρό.

Αμ και πού ν’ αφήσει τη Μαρία πούχε μπεί στο μεταξύ στον ένατο;

Πές εσύ πως χρειαζούταν να λείψει όχι μια ή δύο μέρες, μα παραπάνω. Τι θα γινόταν έτσι και ο μπέμπης αποφάσιζε να σκάσει κεφάλι; Ποιός θα την φρόντιζε;

Έ, θα την έπαιρνε μαζί.

Φορτώθηκαν το λοιπόν στο σαραβαλιασμένο φορτηγάκι, ένα Μ43 πούχε ξεμείνει απ’ τον πόλεμο στο χωριό, και κινήσαν να κατεβαίνουν, πολύ-πολύ σιγά, από τη μιά γιατί το όχημα δεν πήγαινε παραπάνω και από την άλλη, γιατί ο Φραγκίσκος φοβόταν τα τραντάγματα και τις λακκούβες πιό πολύ κι’ από τα κρίματά του.

Το σκοτάδι τους ηύρε κοντά σ’ ένα χειμαδιό, αρκετά χιλιόμετρα πριν τη μεγάλη πόλη.
«Πού να σας βάλω, ρε φουκαριάρικα» είπε ο γερο-βοσκός, «που δεν έχω άλλο εξόν από την αχεροστρωμνή που λιώνω πάνου της κάθε βράδυ...» και συνέχισε:
«Να σας στρώσω μια μπατανία στον αχερώνα και να σας φέρω και την φουφού να χουχουλιάστε, άιντε, να βγει το βράδυ».

Έπεσε στο ένα πλευρό η Μαρία, ακούμπησε στα γόνατα του Φραγκίσκου και λαγοκοιμήθηκε μέχρι τις δύο-τρεις το πρωί, οπότε την επιάσανε οι πόνοι. Ο μικρός ήταν βιαστικός.

Τρέχαν οι δυό άντρες δεξιά κι’ αριστερά χωρίς να ημπορούν να δώσουν καμμία σημαντική βοήθεια στ’ αλήθεια, πιό πολύ για να τους φεύγει η ανησυχία. Ο βοσκός σκέφτηκε να φωνάξει την γυναίκα του Θοδωρή του καρβουνιάρη απέναντι απ’ το ποτάμι, μα τηλέφωνο δεν είχε. Έδεσε το μεγάλο λαδοφάναρο σε μια θηλιά, έρριξε την άλλη άκρη του σκοινιού πάνω στο ψηλότερο κλαδί του πλάτανου και τράβαγε κι’ άφηνε το σκοινί για να κουνιέται το φανάρι μπας και το δουν κι' αλλούθε.

Σα να της φάνηκε της Θοδώραινας πως κάτι φέγγιζε απ΄απέναντι, κάτι σαν αστέρι με ουρά, μα μετά κατάλαβε πως ο Μήτρος κούναγε φανάρι για βοήθεια. Φόρεσε το λοιπό τις γαλότσες της, ζαλώθηκε και το ταγαράκι με δυό τρία σκουτιά και κανα-δυό ματζούνια, και κίνησε.
Βρήκε στο δρόμο και την Θανάσω του παπά, που εγύρναγε απ’ την αγρύπνια της Αγίας Σταματίας και την επήρε για να βάλει ένα χεράκι, άμα κάτι χρειαζούμενο δεν το κάτεχε ή δεν τό’ σωνε μονάχη της.

Φτάσανε στον αχερώνα, τί να δουν και τί να πιστέψουν: μια μικροκαμωμένη κοριτσούδα βύζαινε ένα ροδαλό μωρό τυλιγμένο στην κάπα του Μήτρου κι’ ένας σαστισμένος μεροκαματιάρης της χάιδευε απαλά τα μαλλιά. Το μόνο φως ερχόταν απ’ το λαδοφάναρο που κράταγε ο Μήτρος που στεκόταν παράμερα, και ένα σωρό γίδια και πρόβατα πούχαν δει το φως κι’ είχαν ακούσει την φασαρία, είχαν μαζευτεί γύρω-τριγύρω και μασούλαγαν και κυττάγαν με μάτια σα μικρού παιδιού.

Δεν πρόκαναν να δώσουν ένα χέρι στην λεχώνα, να της φκιάσουν δα ένα ζεστό, κι' ακούστηκαν απ΄έξω στο σκοτάδι ομιλίες.

Η πόρτα του αχερώνα άνοιξε και πρώτα ένα, μετά ένα δεύτερο και τέλος ένα τρίτο κεφάλι φάνηκαν στο άνοιγμα. Μα τι φοράγαν στα κεφάλια τους, σαρίκια;;;

«Καλησπέρα» είπε ο πρώτος βγάζοντας το γυαλιστερό, χρωματιστό κουτί που φόραγε στο κεφάλι «Είδαμε φως και είπαμε να σας φορτωθούμε, μιας κι’ έχουμε χαθεί και δεν ξέρουμε τον δρόμο μέσα στο δάσος».

Και τί παράξενα ρούχα που φόραγαν...Όλο γράμματα και χρώματα, και γάντια στα χέρια και σάκκους στην πλάτη.

«Καλώς τους, κοπιάστε να βάλτε κι’ ένα χεράκι !» βρόντηξε ο Μήτρος. 
«Να πιάσε ‘συ και άμε στο πηγάδι και γιόμισέ το νερό! » έκαμε στον πρώτο και τούβαλε στο χέρι ένα καρδάρι. 
«’Συ, τράβα στο καλύβι και φέρε το κεφάλι το τυρί και τη νταμιτζάνα με τη ρακή! » κι’ έσπρωξε τον δεύτερο απαλά στον ώμο. 
«Και ‘συ για να μη κάθεσαι άπραγος τράβα σκίσε δυό ξύλα να ρίξουμε στη φουφού! » κι’ έστειλε και τον τρίτο, που τον ακολούθησε μέχρι έξω για να ρίξει μια ματιά με τι διάολο είχαν έρθει μέχρις εδώ.

Γύρισε με λαμπερό το μούτρο: «Χα! Με ποδήλατα! Ακούς, Θανάσω, με ποδήλατα!» έκαμε ο Μήτρος, «σαν τον εγγονό μου, κρίκι-κρίκι-κρίκι, με ποδήλατα!»

«Και τί σαρίκια φορούνε στις κεφαλές τους;» ρώτησε η Θοδώραινα.

«Δε φορούνε σαρίκι, καυκί φορούν για να μη σπάσουν τις καρκάλες τους, χα,χα,χα!!!»

Σιωπή έκατσε στην ομήγυρη και πέρασε καμπόση ώρα, όπου ακουγόταν μόνο το λαίμαργο στόμα να πασχίζει να θρέψει το μικρό σωματάκι...

Κάποια στιγμή γύρισαν οι τρείς, ξεφόρτωσαν, έβγαλαν και τα «σαρίκια», ξεζαλώθηκαν τα σακκίδια και κάθησαν κάτω να κυττάνε το μικρό, που είχε αποφάει και κοιμόταν.

Μετά από λίγο μόνο το κούτσουρο στη φουφού στραφτάλιζε και φώτιζε τις κουρασμένες, γαλήνιες μούρες με τα έκθαμβα μάτια, στραμμένες προς το μωρό.

Σιγά-σιγά τους ετύλιξε ένας γλυκός ύπνος έναν προς έναν.

Λίγο πριν βασιλέψουν τα μάτια της, η Θοδώρα έρριξε μια θαμπή ματιά τριγύρω σε όλους τους και σκέφτηκε φωναχτά και χαμηλόφωνα:
«Άγια Νύχτα...»"

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Μεγάλη επιτυχία της αστυνομίας!

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ 'ΤΟ ΚΛΑΠΑΤΣΙΜΠΑΝΟ':

"Μεγάλη επιτυχία της αστυνομίας!



Εντοπίστηκε γιάφκα ακροδεξιού ναζιστή με αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία!

Πιο συγκεκριμένα, συνελήφθη ο δεκάχρονος Μιχαλάκης Μαρλαγκούτσος, που είχε στην κατοχή του μικρογραφίες γερμανών στρατιωτών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και μικρογραφίες αεροσκαφών και αρμάτων μάχης του γερμανικού κατοχικού στρατού! 


Ο ίδιος στην απολογία του, περιέγραψε τα συγκεκριμένα αντικείμενα σαν «στρατιωτάκια», «αεροπλανάκια» και 




«τανξάκια» με τα οποία έπαιζε πόλεμο με άλλα, που αναπαριστούσαν συμμαχικές δυνάμεις. 



Σε ερώτηση των δημοσιογράφων για το ποιά πλευρά επικρατούσε σε αυτά τα παιχνίδια, 



...απάντησε πως έβαζε τους Άγγλους να νικάνε στο τέλος, η δικαιολογία όμως αυτή δεν έγινε δεκτή εφ΄όσον είναι προφανές πως πρόκειται για υπεκφυγή που σκοπό έχει να εκτρέψει την έρευνα από την πορεία της. 



Τα κλάμματα του δεκάχρονου ναζιστή δεν στάθηκαν ικανά να συγκινήσουν τον ανακριτή ο οποίος διέταξε έρευνα και στα σπίτια φίλων και συγγενών του. 

Σύντομα αναμένονται ειδήσεις σχετικές με την εξάρθρωση του ναζιστικού αυτού θύλακα.

«Η Δημοκρατία μας δεν θα ανεχτεί τέτοιου είδους απειλές και δεν θα υποθάλψει σε καμμία περίπτωση ναζιστές σε οποιαδήποτε ηλικία και αν είναι αυτοί!» δήλωσε με έμφαση ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.

Με αφορμή αυτό το περιστατικό η εισαγγελία εξέδωσε εντολή να εξεταστεί με ανάλογο τρόπο και η περίπτωση των ΠΛΕΫΜΟΜΠΙΛ και πιό συγκεκριμένα, ομάδων που αναπαριστούν Ρωμαίους στρατιώτες και Ρωμαϊκή αρένα, που μοιάζει με το Κολοσσαίο. 


Ερευνάται η περίπτωση οι Ρωμαίοι στρατιώτες να συνδέονται αναπαραστατικά με εκείνους που σταύρωσαν τον Χριστό και η αρένα να αναπαριστά τον τόπο μαρτυρίου χιλιάδων χριστιανών!

Επίσης, ελλείψει άλλων κλιμακίων με κατάλληλη επάνδρωση, εκταμιεύτηκε το ποσόν των 740.000 ΕΥΡΩ προς την Μη Κυβερνητική Οργάνωση «Χαρωπαταδυομουχεριαταχτυπώ», για την σε βάθος έρευνα της περίπτωσης ΠΛΕΫΜΟΜΠΙΛ που αναπαριστούν Αιγυπτίους στρατιώτες, με Φαραώ και Ιερέα που κρατάει ειδωλολατρικό σκήπτρο!

Ελέγχεται εάν ο εν λόγω αναπαριστάμενος Φαραώ σχετίζεται με την Έξοδο των Ιουδαίων υπό τον Μωυσή. 

Επερώτηση κατετέθη στη Βουλή για τον λόγο (συγκαλυμμένος αντισημιτισμός ίσως...) που η γκάμα των παιχνιδιών της συγκεκριμένης εταιρείας δεν περιλαμβάνει και τον Μωυσή με το ανάλογο πλήθος Ιουδαίων."
...................................................................... Ας είναι αυτό το σχόλιό μου επάνω στο θέατρο που παίζεται εμπρός στα χαυνωμένα από την απογοήτευση μάτια μας τις τελευταίες μέρες. 

Η Χρυσή Αυγή και οι «Μαχόμενες Επαναστατικές Λαϊκές Ομάδες» είναι ο αντιπερισπασμός από την κορύφωση του δράματος που ζούμε τα τελευταία χρόνια! Τίποτε άλλο.

Και όσο βαστάνε οι διαπραγματεύσεις, να περιμένετε ακόμη χειρότερα.




Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

ΚΟΥΚΛΕΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ..!

Σκέφτομαι καμμιά φορά πόσα πράγματα ήξεραν οι παλιότεροι και πάνε χαμένα, φεύγουν στον καιρό.

Άλλα σημαντικά κι' άλλα λιγότερο σημαντικά.
Μα το κάθε ίχνος, όσο μικρό κι' αν είναι, δείχνει τουλάχιστον πώς σκέφτονταν, από τί εμπνέονταν, πού διοχέτευαν την δημιουργικότητά τους, από πού αντλούσαν χαρά απλή, καθημερινή.

Μετά κυττάζω εμάς, τους τωρινούς και, μιλώντας για τον εαυτό μου, βλέπω πόσο λίγο είμαι ικανός να δώ μέσα σ' αυτά που με τριγυρίζουν, κάποιο κρυμμένο σχήμα, μιά μορφή, μιά μετάλλαξη σε ένα στοιχειό τής φαντασίας μου.

Και λέω πως, ποτέ δεν θα μπορούσα νά 'χω διακρίνει τις κούκλες που κρύβονταν μέσα στα μπουμπούκια της παπαρούνας και περίμεναν απλώς, ένα μαγικό χέρι να τίς τραβήξει έξω...


...σε μια χαρούμενη, εφήμερη παρεούλα...





Κατασκευή: Αδελαΐς Αρμάου-Παπαδοπούλου, Μάιος 2013




Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Κάηκε ο Μακαρονάς !

Πάει ο Μακαρονάς! Τον κάψανε στα Κάτω Μέρη! 
Κι’ όχι μόνον τον κάψανε, αλλά το γλεντήσανε κιόλας! Βέβαια, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, οι Κατωμερίτες δεν έκαψαν κανέναν άνθρωπο που τον έλεγαν Μακαρονά... 
Πρόκεται για ένα πανάρχαιο έθιμο, που συναντάται σε όλη την Ελλάδα, από την Πύλο και την Δημητσάνα, μέχρι την Κάρυστο και την Ξάνθη, όπου ένα ομοίωμα ανθρώπου καίγεται στην πλατεία του χωριού και στην συνέχεια ακολουθεί γλέντι.
Ποιός είναι ο Μακαρονάς;
Είναι εκείνος που έφαγε όλα τα μακαρόνια, έμειναν νηστικοί όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού και γι’ αυτό τον δικάζουν και τον καταδικάζουν σε θάνατο δια της πυράς. 

Γιατί έφαγε μακαρόνια όμως και όχι κάποιο άλλο τρόφιμο;
Το Τριώδιο για το χριστιανικό εορτολόγιο, είναι οι τρεις εβδομάδες πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή και αρχίζει από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου.
Η πρώτη εβδομάδα, λέγεται "προφωνή" γιατί παλαιότερα υπήρχε το έθιμο να προφωνάζουν, δηλαδή να διαλαλούν τον ερχομό της αποκριάς, για να προμηθευτούν όλοι θρεφτάρια για την κρεοφαγία και την ευωχία. Κάποιος ανέβαινε σ' ένα ψηλό σημείο και μεταξύ των άλλων έλεγε: "προσφωνούμαι σοι, πτωχέ, το σακκίν σου πώλησον, την εορτήν διάβησον" (βυζαντινή λαϊκή φράση). 
Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται "κρεατινή" γιατί ακόμα και την Τετάρτη και την Παρασκευή τρώνε κρέας άφθονο, πράγμα ασυνήθιστο για τον Έλληνα χωρικό αυτή η υπερκατανάλωση κρέατος. Η Πέμπτη αυτής της εβδομάδος, λέγεται πανελληνίως Τσικνοπέφτη (Τσικνοπέμπτη), πιθανότατα γιατί κατά την ημέρα αυτή οι γυναίκες "έλειωναν τα αλείμματα" και όλο το χωριό γέμιζε από την κνίσα.
Η τρίτη εβδομάδα λέγεται "τυρινή" ή "Μακαρονού" γιατί τρώνε μόνο γαλακτοκομικά και ζυμαρικά.
Η Μακαρονού εβδομάδα, λοιπόν, παίζει τον ρόλο της βαθμιαίας εξάσκησης του στομάχου στην αλλαγή της δίαιτας, γι' αυτό και παρεμβάλλεται μεταξύ της κρεοφαγίας και της νηστείας.

Συνηθίζονταν δε παλαιότερα στα χωριά, να γίνονται επισκέψεις μεταμφιεσμένων σε φιλικά και συγγενικά σπίτια, έθιμο που ήταν γνωστό και στην Τήνο. Όλο το χωριό ήταν σαν μια οικογένεια, και οι μεταμφιεσμένοι ήταν παντού ευπρόσδεκτοι, και τους επισκέπτονταν όλους.
Ο Μακαρονάς λοιπόν, αυτά ακριβώς τα μακαρόνια έφαγε, της τελευταίας εβδομάδας και άφησε νηστικό όλο το χωριό!


Σε άλλη εκδοχή ο Μακαρονάς ήταν ένας υπερδραστήριος σεξουαλικά άντρας που δεν άφηνε να του ξεφύγει καμμία γυναίκα του χωριού.
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς όμως, που κατά παράδοση φτιάχνουν μακαρόνια, ο Μακαρονάς, αχόρταγος σε όλα του, έφαγε τόσο πολύ, που έσκασε! Μεγάλος θρήνος έπεσε τότε στον γυναικείο, κυρίως, πληθυσμό. Σε ανάμνηση, λοιπόν, αυτού του σπουδαίου άντρα φτιάχνεται το ομοίωμα που περιφέρεται στα χωριά και στην συνέχεια καίγεται.
Στην Ξάνθη, σε παρόμοιο έθιμο, το κάψιμο του Τζάρου, πιστεύεται πως το κάψιμο του ομοιώματος τους βοηθάει να μην έχουν ψύλλους το καλοκαίρι.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι, το έθιμο κρύβει μέσα του και μιαν άλλη αλήθεια. Το έθιμο είναι αρχαίο και βαθύτατα παγανιστικό. Στα γραπτά του Ιουλίου Καίσαρα για τους γαλατικούς πολέμους παρουσιάζεται αναλυτικά η μανία των Γαλατών να καίνε ένα τεράστιο ομοίωμα ανθρώπου. 

Στην αυθεντική εκδοχή όμως του εθίμου, το ομοίωμα γέμιζε με τους κλέφτες και τους εγκληματίες. Ελλείψει όμως αυτών, γέμιζε και με τους βαρειά ασθενείς ή τους τραυματισμένους, αθώους ουσιαστικά, που παίζουν τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, που πρέπει να καεί για να κερδιστεί η εύνοια των Θεών. 

Ποιός είναι λοιπόν ο γενικότερος συμβολισμός της καύσης ομοιωμάτων; Ο άνθρωπος ουσιαστικά εξορκίζει το ανθρώπινο στοιχείο. Ο Μπρεχτ ισχυρίστηκε ότι "Η ανθρωπότητα κρατιέται ζωντανή καταπιέζοντας την ανθρωπιά της". 
Θεωρείται πως, το κάψιμο των ομοιωμάτων εκφράζει μια βαθιά ψυχολογική ανάγκη του ανθρώπου να φορτώνει σε κάποιον όλες τις ευθύνες για το κακό που συμβαίνει και να τον τιμωρεί για να το εξορκίσει στο πρόσωπό του. 

Αυτό που στη λατρεία των Εβραίων γινόταν με τον "αποδιοπομπαίο τράγο", όταν  στη γιορτή του εξιλασμού ο αρχιερέας απήγγειλε τις αμαρτίες του λαού θέτοντας τα χέρια του πάνω σ'ένα τράγο τον οποίο στη συνέχεια έδιωχνε σε μέρος έρημο κι ακατοίκητο.

Στην ουσία, αυτό που καίγεται είναι ένα ομοίωμα του εαυτού μας, του κακού εαυτού, που αποτυπώνει το ανεξέλεγκτο υποσυνείδητο.
 

Η ελπίδα έρχεται από το ότι, φορτώνοντας το ομοίωμα με όλα τα ψυχικά ελαττώματα που προηγουμένως έχουμε επίσης υποσυνείδητα παραδεχτεί, κάτι σαν εξομολόγηση δηλαδή, θα μπούμε στον δρόμο για την άνοιξη, για την αναγέννηση της φύσης, αλλά και του εαυτού μας, καθαροί. 

Να θυμόμαστε εξάλλου ότι, η φωτιά έχει πάντα ένα εξαγνιστικό χαρακτήρα, από τα φωτοστέφανα των αγίων της εκκλησίας έως τις φωτιές της κόλασης.



ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ευχαριστώ πολύ τον Κο  Νίκο Φώσκολο του www.tiniaki.gr,  για την ευγενική παραχώρηση των φωτογραφιών της εκδήλωσης. Την πρωτότυπη δημοσίευση της ΤΗΝΙΑΚΗΣ μπορείτε να την δείτε πατώντας εδώ.


ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...