Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα όνειρα

Να σου δείξω τ' όνειρό μου..;

Εικόνα
Είμαι, λέει, στην Τήνο... Κι' αυτό είναι παράξενο από μόνο του.  Δεν βλέπω σχεδόν ποτέ την Τήνο στον ύπνο μου...  Μα τώρα είμαι εκεί και είναι σαν το Ξώμποργο, λέει, νά είναι ένα Ηφαίστειο και δεν βγάζει λάβα απόμέσα του, αλλά σύννεφα...  ...τα σύννεφα που στέκουν από πάνω του, τα βγάζει το ίδιο το βουνό! Και εγώ να στέκω κι' όλο να προσπαθώ να θυμηθώ πώς βρέθηκα εδώ... Είμαι παιδί, λέει, σα να 'δωσα μιά και να πήδηξα όλα αυτά τα χρόνια από τώρα μέχρι τα έντεκά μου και βαδίζω σ΄ένα χώμα, που δεν κατασταλάζει στιγμή η σκόνη του και μπατσίζω τον αέρα μ΄ένα λιανοκάλαμο... Και λέω, "Δεν γίνεται να χαθήκαν όλοι οι ανθρώποι από δω πέρα.... Δε μπορεί να βρέθηκα από μονάχος μου εδώ..." Κι΄ ύστερα θυμάμαι πως ήρθα για καλοκαίρι και πως το καλοκαίρι ήταν ψεύτικο σαν εκείνα της διαφήμισης, στεγνό κι΄άοσμο και θέλησα, λέει, να φύγω απ΄αυτό. Και βρέθηκα, λέει, μετά απ΄έξω από μια εκκλησιά και κόσμος αναδευόταν στις καμάρες της.

ΝΑ ΕΙΧΑ ΕΝΑ FRUIT OF THE LOOM...

Εικόνα
Νά είχα ένα FRUIT OF THE LOOM…   Ξέρεις, από εκείνα τα μπλουζάκια με τα φρουτάκια στην αριστερή μεριά, που καμμιά φορά είχαν και τσεπάκι. Γκρι κολλεγίου . Τί προσδιορισμός χρώματος κι΄αυτός... Να είχα κι΄ένα τζην AMERICANINO λίγο ξεβαμμένο... ...από εκείνα τα φαρδειά επάνω και στενά κάτω, να τραγουδάνε « BUGGY TROUSERS » οι MADNESS και να καμαρώνω σαν να τόχω κάνει εγώ αυτοπροσώπως παραγγελιά το τραγούδι. Να είχα κι ΄ ένα ζευγάρι από 'κείνα τα πάνινα παπούτσια με τον τρίχινο πάτο... ...να μπαίνω στην θάλασσα μ΄αυτά, να μην με νοιάζει, να τ’ αφήνω στον Ήλιο και μέχρι να παίξουμε ένα τάβλι στου Μπαϊμπά νάχουν στεγνώσει. Να είχα κι΄ένα ζευγάρι από ΄κείνα τα τεράστια γυαλιά Ηλίου, τα Carrera ... ...να καθρεφτίζεται πάνω τους όλη η περατζάδα στην Παλλάδα έξω απ΄τον ΖΟΡΜΠΑ, χωρίς "espresso freddo ", μόνον ένα νεσκαφέ φραπέ με τα χοντρά παγάκια στο ποτήρι το YOULA το φαρδύ... Να είχα 150 δραχμές να έπινα ένα ούζο με κόκα-κόλα σ

ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΟ

Πόσα χαμόγελα! Πόσες καλοδεμένες γραββάτες και πόσα καλοσιδερωμένα ταγιεράκια! Πόσα φρεσκοξυρισμένα φατσάκια και πόσες άψογες κουπ με ανταύγειες ! Πόσες ρυτίδες και πόσα χρόνια κρυμμένα επιμελώς με μπόλικο Photoshop ! Πόση ταπείνωση, ανάκατη με προθυμία με μόνο στόχο να υπηρετηθεί ο λαός, ο τόπος, η χώρα τέλος πάντων!  Πόσοι διαθέσιμοι να τρέξουν για λογαριασμό μας, να χάσουν τον ύπνο τους, να θυσιάσουν τον ελεύθερο χρόνο τους, για μας, για τον λαό, για εμένα τον ίδιο! Λιώνω στις περιγραφές των επαγγελμάτων τους! Τόσο σημαντικοί άνθρωποι και να θέλουν να υπηρετήσουν εμένα;!;! Πόσο ξεχωριστός νιώθω, κι΄αν είχατε την ελάχιστη ευαισθησία θα έπρεπε να νιώθετε κι΄εσείς, που τόσο σπουδαίοι άνθρωποι πέφτουν στην πόρτα μας και ζητούν τί; Ένα ψηφαλάκι, ένα τόσο δα ψηφαλάκι , να δουν επιτέλους κι΄αυτωνών τα μαλακά οπίσθια δερμάτινη καρέκλα και να πιούν νερό σερβιρισμένο στο ποτήρι του Δημοτικού Συμβουλίου με το σουβεράκι από κάτω, να ορκιστούν μαζί με όλους τους άλλους επιλεχ

ΑΔΕΙΑ ΚΟΛΥΜΠΗΘΡΑ

Εικόνα
Περνάνε εικόνες μπροστά από τα μάτια μου. Η άδεια Κολυμπήθρα, σαν άλλη αυλή των θαυμάτων, ξεγυμνώνει τα κρυφά σημεία της, τα βγάζει ντροπαλά στον λιγοστό Απριλιάτικο Ήλιο μη ξέροντας πως εκεί τριγύρω στρέφει το πεινασμένο μάτι μιας φωτογραφικής μηχανής. Ησυχία. Μια μεγάλη απλωσιά χωρίς τίποτε, παρεκτός μερικά ξερά καλάμια μαζεμένα σε μια στίβα και δυό-τρία πλεούμενα. Βλέπεις τότε το ξύλινο γεφυράκι που, τραβώντας μιαν ανεξήγητη πινελιά, γεφυρώνει μιάν ανύπαρκτη κοίτη. Παίρνει το μάτι σου ένα πρόχειρο καθιστικό, φαντάζεσαι πως όταν πέφτει το σκοτάδι κάποια κουρασμένη απ΄το κολύμπι Νηρηίδα έρχεται και ξαπλώνεται ‘δω πέρα... ...και θρέφει με την ανάσα της το διπλανό λουλούδι. Σκύβεις κάτω από δυό καλάμια βαλμένα σαν καλύβι και αποζητάς τον Ήλιο που θάπρεπε να κρύβουν. Ανεβαίνεις στο σύδεντρο και βρίσκεις δυό ξεστρατισμένα πλεούμενα... ...αναρωτιέσαι ποιά κιβωτός να πήγε και να άραξε πάνω στα δέντρα της ακτής... ...απομονώνεις μια λέ

Ο Ακίνητος Χρόνος

Εικόνα
Και ξαφνικά θα βρεθούμε μεσ' το Φώς των Κυκλάδων, να εξαϋλωνόμαστε, να χάνουμε κι' αυτόν ακόμα τον Ίσκιο μας, το Φως να μας διαπερνάει απ' την κορφή ως τις πατούσες, που μαλακές ακόμη απ΄το φασκιωμένο περπάτημα στα τσιμέντα της πόλης, θα  αντιδρούν, θα μαζεύονται στην αφή της άμμου και των βράχων.   Και μετά, θα βουτάμε μεσ' το γαλάζιο και θα πλέουμε στο αρμυρό στοιχείο, θα πλατσουράμε και θα φωνάζουμε με πρωτόγονες φωνές απ΄τα βάθη των εποχών,  θα πάμε πίσω να ανακαλύψουμε ένα γνώριμο πιτσιρικάκι να σκάβει πηγάδια στον άμμο, να στήνει καστράκια στολισμένα με βότσαλα,  να σκαλίζει λιμάνια για πλαστικές βαρκούλες τριγυρισμένα από αφρόξυλα.   Τελικά, μπορείς να ταξιδέψεις στον Χρόνο, γιατί εδώ στέκει ακίνητος...  ...κι' απλώς αφουγκράζεται τα επόμενα βήματά του...  

Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΑΠ' ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ

Σήκωσε το χέρι του να φυλάξει το πρόσωπό του.  Η καρδιά του χτύπαγε γρήγορα, ο ιδρώτας πάγωσε στο μέτωπό του, τα μάτια του διάπλατα προσπαθούσαν να προλάβουν το χτύπημα. Ο άλλος ανάσαινε βαρειά με διεσταλμένα ρουθούνια, τα δάχτυλα στα απλωμένα χέρια ανοιχτά σα νύχια αρπακτικού, το στήθος προτεταμένο, γεμάτο οργή, έβραζε. Είχε πλακώσει με τον ίσκιο του τον γονατισμένο στο χωμάτινο πάτωμα άντρα. Δυό στιγμές ο χρόνος έπηξε αναμεσά τους, τίποτα δεν κινιόταν, το δωμάτιο ήταν μια σταγόνα αίμα, που σε λίγο θα χτυπήσει στο πάτωμα, οι δύο άντρες ήταν ένας Ιανός με τον φόβο στο ένα πρόσωπο και την οργή στο άλλο. Ξεφύσηξε αργά, τραβήχτηκε πίσω χωρίς όμως να πάρει το βλέμμα του. Ο άλλος δεν κατέβασε το χέρι. «Να μου πεις... Θέλω να μου πεις... Γιατί πρόδωσες..;» του πέταξε στα μούτρα σκύβοντας πάνω ακριβώς απ΄το κεφάλι του. Τα χείλια τού άλλου άρχισαν να τρέμουν σαν έτοιμος να κλάψει. Ανοιγόκλεισε τα μάτια γρήγορα, στηλώθηκε λίγο όρθιος και μετά έγειρε μπροστά καρφώνοντας την ματιά στο πάτω

Το "ΡΕ!!!" ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ

Δε θα μιλήσω για τους άλλους, θα πω για μένα. Ξέρω τον λόγο που δεν έχω κατέβει στον δρόμο ακόμη, να αντιδράσω με τα όσα συμβαίνουν.  Δεν κατέβηκα γιατί δεν μ΄αρέσει να συμμετέχω σε κινήσεις από τα πριν υπολογισμένες και αναμενόμενες, προγραμματισμένες και εξυπηρετικές του συστήματος.  Δεν πήγα λοιπόν, στο Σύνταγμα, δεν συμμετείχα στους αγανακτισμένους, δεν θέλησα να περάσω μέσα από αυτήν την βαλβίδα εκτόνωσης, να τους κάνω την χάρη να γελάνε δίχως να τρέμουν έστω και λίγο πίσω από τα κλειστά παράθυρα της Βουλής. Η μόνη ελπίδα είναι η μή βία, η μόνη ελπίδα είναι η δημοκρατία και η ιερή Ψήφος με το δικαίωμα της συμμετοχής και όχι με την ξετσιπωσιά τής εκπροσώπευσης.  Αυτά πιστεύω και καμμιά δίκαια υψωμένη γροθιά δεν αμφισβητώ. ΑΛΛΑ, προτιμάω την ουσία από τον τύπο, το είναι από το φαίνεσθε. Και αυτό, ΔΕΝ είναι υλοποιήσιμο τώρα. Εννοώ ότι, εάν αύριο γίνονταν εκλογές όπου θα έπρεπε να αποκρυσταλλωθεί το άγος των δύο τελευταίων χρόνων, ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΑ ΤΙ ΝΑ ΨΗΦΙΣΩ....

Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ, 16/ΝΟΕ/2017

Εικόνα
Και 'κει που καθήμανε, λοιπόν και εσκεφτόμην πώς θα έβρω τρόπο να βελτιώσω την ποιότης της διαβιωμένης υφ'εμού τού ιδίου ζωής, τρι-τρί τρι-τρί ηχεί ο τηλέφωνας και με διασπά από την περισπούδαστη σκέψη και περισυλλογή:  "Ομπρός, ποίος καλεί;" ερωτώ μεθ' εβγενείας. "Έλα, ταραντούλα της σκέψης" ακούγω μιαν φωνή "Είσαι σε θέση να κατανοήσεις αυτά που θα συλλάβουν τα ώτα σου ή να πάρω μετά τα σουβλάκια;" όπου και διέκρινα μιαν ειρωνεία έως και κορόϊδεμα. "Κύρο, εσύ είσαι;" "Χα! με κατάλαβες !!!" φώναξε μεσ' τ' αυτί μου ο Κύρος Γρανάζης, φίλος και συμπολεμιστής στον πόλεμο μεταξύ ΤΙΡΑΜΟΛΑ-ΜΙΚΥΜΑΟΥΣ. "Έλα, βρε παιδί μου, πού χάθηκες..!" είπα από εβγένεια γιατί γενικώς, τονε βαριέμαι με τη μανία που έχει με τους αυτόματους πωλητές αυτοκινήτων. "Ξέρω πως με βαριέσαι, αλλά, επειδή τη τελευταία φορά σε εξέθεσα με την χρονομηχανή που είχα φτιάξει, σε πήρα για να επανορθώσω!!!" "Δηλαδή..." ρώ

ΝΕΡΟ...

Εικόνα
Σ τάλα την στάλα, σταγόνα την σταγόνα και μόλις η ζέστη ανοίξει την μυστική πόρτα, το νερό της Γης αρχίζει ν' ανεβαίνει σιγά-σιγά μέσα από αόρατα μονοπάτια για να πάει ψηλά, στο γαλάζιο, εκεί που τις κρύες μέρες πλάθονται τα σύννεφα. Και μόλις το κρύο αρχίσει και μαζεύεται, μόλις τα σύννεφα πυκνώσουν και βαρύνουν, τότε το νερό αδημονεί, ζητάει να γυρίσει στη μάνα, να χωθεί στην αγκαλιά της, να τρέξει στα γνωστά του μέρη, σε νεροφαγώματα και ρυάκια, σε λαγκάδια και ρεματιές, σε ποτάμια και λίμνες, σε γούβες και λακκάκια, να χαϊδευτεί σε κάθε γύρισμα και μύχια γωνιά του βράχου. Και σπρώχνοντας, ανοίγει τα χέρια που το αγκαλιάζουν και το κρατάνε εκεί ψηλά στολίδι τ' ουρανού και βουτάει κάτω, χιλιάδες σταγόνες να σημαδεύουν το σταμάτημα και το ξεκίνημα των εποχών με τον ήχο τους, να σκάβουν με υπομονή χρόνο με τον χρόνο τα βράχια, να στέλνουν τις πέτρες που σήκωσαν οι άνθρωποι πίσω στη μητρα που τίς έβγαλε. Τότε, τα έρημα κι' αδούλευτα χωράφια γλυστρούν, οι μάντρες ξεγυμ