Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα όνειρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα όνειρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Να σου δείξω τ' όνειρό μου..;


Είμαι, λέει, στην Τήνο...

Κι' αυτό είναι παράξενο από μόνο του. 
Δεν βλέπω σχεδόν ποτέ την Τήνο στον ύπνο μου... 

Μα τώρα είμαι εκεί και είναι σαν το Ξώμποργο, λέει, νά είναι ένα Ηφαίστειο και δεν βγάζει λάβα απόμέσα του, αλλά σύννεφα...

 ...τα σύννεφα που στέκουν από πάνω του, τα βγάζει το ίδιο το βουνό!
Και εγώ να στέκω κι' όλο να προσπαθώ να θυμηθώ πώς βρέθηκα εδώ...

Είμαι παιδί, λέει, σα να 'δωσα μιά και να πήδηξα όλα αυτά τα χρόνια από τώρα μέχρι τα έντεκά μου και βαδίζω σ΄ένα χώμα, που δεν κατασταλάζει στιγμή η σκόνη του και μπατσίζω τον αέρα μ΄ένα λιανοκάλαμο...

Και λέω, "Δεν γίνεται να χαθήκαν όλοι οι ανθρώποι από δω πέρα....
Δε μπορεί να βρέθηκα από μονάχος μου εδώ..."

Κι΄ ύστερα θυμάμαι πως ήρθα για καλοκαίρι και πως το καλοκαίρι ήταν ψεύτικο σαν εκείνα της διαφήμισης, στεγνό κι΄άοσμο και θέλησα, λέει, να φύγω απ΄αυτό.

Και βρέθηκα, λέει, μετά απ΄έξω από μια εκκλησιά και κόσμος αναδευόταν στις καμάρες της...

...και λέγαν όλοι "Πού είν' ο Άγιος να μας σώσει; Να δει τί μπορεί να κάνει πριν η φθορά τον αφανίσει κι΄αυτόν..."

Φωνή δεν άκουγες πέρα, μόνο ένα βουνό σε μια κίτρινη φωτογραφία σάλευε στον αέρα μα ο ήχος της είχε σβηστεί.

Κι' από κάτι σπίτια, λέει, έρχονταν τραγούδια μα ανθρώποι πουθενά... 

Κι΄ άμα πήγα κοντά να δω από πού ερχόνταν οι φωνές, δεν είχα, λέει, μάτια, μα μιά κάμερα μού διάβαζε το δρόμο μέσα στα στενά...  


...κι΄όλο έτρεχα να προφτάσω.
Μα σαν μπήκα στο σπίτι οι φωνές κοπήκαν και τα τραγούδια έπαψαν για μιάς...

 ...η πυροστιά είχε σβήσει από χρόνια, το τραπέζι ξέστρωτο και οι θυρίδες άδειες χλευάζαν την προσμονή μου...

Θυμήθηκα τον Ήλιο να βγαίνει πάνω απ΄τα Κελλιά κι΄ήταν η Κολυμπήθρα μια ανεξήγητη πινελιά στο βάθος κι΄είπα  
"Μα πού βουτάμε σε τόσο λίγη θάλασσα..;"

 "Πώς βρέθηκα εδώ..;" αναρωτιέμουνα συνέχεια και είπα "Λές να΄ναι δικό μου έργο τ' άδεια κοφίνια ΄κει πέρα; 
 

...λες να γύρισα μόλις απ΄την πούληση και να πρέπει να ξεκουραστώ, να ξαποστάσω για να σβήσει ο εφιάλτης..;

Μα ύστερα ήρθε, λέει, μια φωτιά κι' έκαιγε, έκαιγε, έκαιγε...
 
...και στο τέλος έβλεπα μια εικόνα σαν εκείνες όλης της Ελλάδας...
 
...και δεν έβγαζα νόημα κι΄είπα μέσα μου "Μα είμαι μικρός, τί περιμένω να καταλάβω απ΄τον κόσμο των μεγάλων..! Αυτοί ξέρουν καλύτερα απ΄όλους και της φωτιάς το λόγο και της ερήμωσης! Πάψε, λοιπόν!"

Μα εγώ, λέει, δεν ήθελα να πιστέψω πως κάποτε κι' αυτό...

 ...μπορεί να γίνει στάχτη κι΄ας είναι γι΄άλλους ένας ξερότοπος σαν τον κυττάς απ΄το καράβι...
Κι΄άκουσα, λέει, ένα γέλιο κι΄ένα λιπόσαρκο χέρι μου΄δειξε ένα έρημο κατ΄κιό...

...και μια φωνή πού' μοιαζε με τη δική μου είπε... 

"Είναι παληό και το πήρε ο Χρόνος να το γλυτώσει απ΄ την λύπηση..."

Και θυμήθηκα να γυρίσω να κυττάξω πίσω, να θυμούμαι από πού ήρθα ως εδώ κι΄ήταν ένα ξωκκλήσι πού΄βγαινε απ΄τα σύννεφα...

...μα άνθρωπος πουθενά...  





 

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

ΝΑ ΕΙΧΑ ΕΝΑ FRUIT OF THE LOOM...



Νά είχα ένα FRUIT OF THE LOOM…  

Ξέρεις, από εκείνα τα μπλουζάκια με τα φρουτάκια στην αριστερή μεριά, που καμμιά φορά είχαν και τσεπάκι. Γκρι κολλεγίου. Τί προσδιορισμός χρώματος κι΄αυτός...

Να είχα κι΄ένα τζην AMERICANINO λίγο ξεβαμμένο...

...από εκείνα τα φαρδειά επάνω και στενά κάτω, να τραγουδάνε «BUGGY TROUSERS» οι MADNESS και να καμαρώνω σαν να τόχω κάνει εγώ αυτοπροσώπως παραγγελιά το τραγούδι.

Να είχα κι ΄ ένα ζευγάρι από 'κείνα τα πάνινα παπούτσια με τον τρίχινο πάτο...

...να μπαίνω στην θάλασσα μ΄αυτά, να μην με νοιάζει, να τ’ αφήνω στον Ήλιο και μέχρι να παίξουμε ένα τάβλι στου Μπαϊμπά νάχουν στεγνώσει.

Να είχα κι΄ένα ζευγάρι από ΄κείνα τα τεράστια γυαλιά Ηλίου, τα Carrera...
...να καθρεφτίζεται πάνω τους όλη η περατζάδα στην Παλλάδα έξω απ΄τον ΖΟΡΜΠΑ, χωρίς "espresso freddo", μόνον ένα νεσκαφέ φραπέ με τα χοντρά παγάκια στο ποτήρι το YOULA το φαρδύ...

Να είχα 150 δραχμές να έπινα ένα ούζο με κόκα-κόλα στο GEORGES PLACE

Κι΄αν είχα κι΄άλλες 1000 δραχμές θα νοίκιαζα ολοήμερο ένα «αυτόματο» απ΄τον Τάκη να πήγαινα μέχρι το ελικοδρόμιο για μια βουτιά.

Να είχα μιά μέρα από τα δεκαεννιά μου χρόνια και να δεις εσύ τί θα την έκανα...







Τρίτη 13 Μαΐου 2014

ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΟ

Πόσα χαμόγελα!
Πόσες καλοδεμένες γραββάτες και πόσα καλοσιδερωμένα ταγιεράκια!
Πόσα φρεσκοξυρισμένα φατσάκια και πόσες άψογες κουπ με ανταύγειες!
Πόσες ρυτίδες και πόσα χρόνια κρυμμένα επιμελώς με μπόλικο Photoshop!
Πόση ταπείνωση, ανάκατη με προθυμία με μόνο στόχο να υπηρετηθεί ο λαός, ο τόπος, η χώρα τέλος πάντων! 

Πόσοι διαθέσιμοι να τρέξουν για λογαριασμό μας, να χάσουν τον ύπνο τους, να θυσιάσουν τον ελεύθερο χρόνο τους, για μας, για τον λαό, για εμένα τον ίδιο!
Λιώνω στις περιγραφές των επαγγελμάτων τους!
Τόσο σημαντικοί άνθρωποι και να θέλουν να υπηρετήσουν εμένα;!;!

Πόσο ξεχωριστός νιώθω, κι΄αν είχατε την ελάχιστη ευαισθησία θα έπρεπε να νιώθετε κι΄εσείς, που τόσο σπουδαίοι άνθρωποι πέφτουν στην πόρτα μας και ζητούν τί;

Ένα ψηφαλάκι, ένα τόσο δα ψηφαλάκι, να δουν επιτέλους κι΄αυτωνών τα μαλακά οπίσθια δερμάτινη καρέκλα και να πιούν νερό σερβιρισμένο στο ποτήρι του Δημοτικού Συμβουλίου με το σουβεράκι από κάτω, να ορκιστούν μαζί με όλους τους άλλους επιλεχθέντες εν μέσω ακατάσχετων αναλαμπών από τα φλας των μηχανών με διάπλατα χαμόγελα στα πρόσωπα, να υπογράψουν ένα πρακτικό τέλος πάντων, να βγουν μια φωτογραφία εν μέσω χαιρετούρας με Μεταλλιούχο αθλητή, να σταθούν περήφανοι δίπλα σε άξια τέκνα της κυβέρνησης και των κομμάτων, να βγάλουν μια φωτογραφία που θα στέκει αξιοπρεπώς επάνω στο γραφείο τους!

Πίκρα, ε..;
Πίκρα γιατί έτσι ήταν και έτσι θα μείνει... 
Και θα φτάσουμε στις επόμενες εκλογές μετά από τέσσερα χρόνια και τί θα δούμε;

Οι εκλεχθέντες (οι μέσα στο κάστρο) θα απολογούνται για όσα δεν έκαναν και θα παραθέτουν στοιχεία που θα ρίχνουν τις ευθύνες σε άλλους.
Οι μή εκλεχθέντες (οι πολιορκητές του κάστρου) θα κατηγορούν τους από μέσα ακόμη και για τα φασόλια που δεν ήταν βραστερά και θα αντιπροτείνουν δεκάδες λύσεις.

Οι πολιορκούμενοι θα αντιπαραθέτουν τα όσα σοβαρότατα έκαναν που για αιώνες περίμεναν αυτούς να τα υλοποιήσουν.
Οι πολιορκητές θα δείχνουν όλα όσα θεωρούν εκείνοι σοβαρά και που δεν έγιναν ακόμα... 

Κι΄εμείς θα περιμένουμε υπομονετικά στη γωνιά, με τα χέρια σταυρωμένα να μας ξανακοροϊδέψουν, να μας ξαναχλευάσουν, να μας ρίξουν κι΄άλλη αδιαφορία στη μούρη...

Θα φτιάξω τώρα ένα δικό μου ψηφοδέλτιο.
Και δεν θα βάλω μέσα κανέναν από δαύτους. 

Δεν θα βάλω κανέναν με σιδερωμένο και στεγνό από ιδρώτα πουκάμισο (από πότε έγινε τιμημένο το καθαρό κι’ ατσαλάκωτο;;;),
κανέναν χαμογελαστό (ποιός έχει το θράσος να χαμογελάει στο σήμερα που ζούμε;;;),
κανέναν υποσχόμενο (πώς υπόσχεσαι αφού ξέρεις με τί κράτος πας να δουλέψεις παρέα;;;).

Δεν γνωρίζω τα ονόματα των υποψηφίων στο ψηφοδέλτιό μου γι΄αυτό τα ονόματα είναι υποθετικά κι΄αν υπάρχει κάποια συνωνυμία είναι καθαρά τυχαία.
Αυτό που ξέρω όμως πολύ καλά, είναι τί δουλειές θα ήθελα να κάνουν για να είναι πραγματικά χρήσιμοι για τον τόπο:

Ματθαίος Τηνιακός-Αγρότης
Γιάννης Πανορμίτης-Ψαράς
Θωμάς Προβατίνης-Κτηνοτρόφος
Μιχάλης Πετράς-Εργάτης
Ειρήνη Οξωμερίτου-Μάνα
Μαρία Κατωμερίτου-Γιαγιά
Λουκρητία Πανωμερίτου-Εστιατόρισσα
Γιώργης Βωλαξινός-Ταξιτζής
Θανάσης Καρδιανός-Οδοκαθαριστής
Χαρά Κτικαδιώτη-Δασκάλα
Μάρκος Κελλιανός-Λιμενεργάτης

Κυττάξτε δίπλα σας, βρείτε και βάλτε όσους άλλους θέλετε, αρκεί να έχουν τις ίδιες αγωνίες και τα ίδια ιδανικά με εσάς. Τα άλλα όλα είναι μπούρδες και πασαλείμματα...

Κι’ επειδή τελευταία μας έχουν προκύψει πολλοί ευπρόσβλητοι καλοθελητάδες, ξεκαθαρίζω ότι, το άρθρο δεν έχει στόχο κανέναν προσωπικά και αναφέρεται κυρίως στον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουμε την εικόνα των υποψηφίων.

Πιθανολογώ ότι, οι ίδιοι οι υποψήφιοι, αν είχαν την επιλογή, θα προτιμούσαν να φωτογραφηθούν χαλαροί και άνετοι με τα συνηθισμένα τους ρούχα, με την απλή, καθημερινή τους έκφραση στο πρόσωπο, στις καθημερινές τους ασχολίες π.χ. πηγαίνοντας το παιδί στο σχολείο, ποτίζοντας ντοματιές στο Λιβάδι, κλαδεύοντας μια βερικοκκιά, αρμέγοντας μιαν αγελάδα ή χτίζοντας μια μάντρα.

Τί να κάνουμε όμως, ο Χορός απαιτεί θυσίες, ακόμη και σε ό,τι αφορά την εικόνα που καλούμαστε να βγάλουμε προς τα έξω.

Εκτός κι΄αν η φωτογραφία δείχνει την καθημερινότητά τους...

Οπότε, δεν φταίνε αυτοί που μας προτείνουν τον εαυτό τους, αλλά, φταίμε ξεκάθαρα εμείς που ψηφίζουμε τέτοιους εξωγήινους...


Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

ΑΔΕΙΑ ΚΟΛΥΜΠΗΘΡΑ

Περνάνε εικόνες μπροστά από τα μάτια μου.
Η άδεια Κολυμπήθρα, σαν άλλη αυλή των θαυμάτων, ξεγυμνώνει τα κρυφά σημεία της, τα βγάζει ντροπαλά στον λιγοστό Απριλιάτικο Ήλιο μη ξέροντας πως εκεί τριγύρω στρέφει το πεινασμένο μάτι μιας φωτογραφικής μηχανής.


Ησυχία. Μια μεγάλη απλωσιά χωρίς τίποτε, παρεκτός μερικά ξερά καλάμια μαζεμένα σε μια στίβα και δυό-τρία πλεούμενα.

Βλέπεις τότε το ξύλινο γεφυράκι που, τραβώντας μιαν ανεξήγητη πινελιά, γεφυρώνει μιάν ανύπαρκτη κοίτη.

Παίρνει το μάτι σου ένα πρόχειρο καθιστικό, φαντάζεσαι πως όταν πέφτει το σκοτάδι κάποια κουρασμένη απ΄το κολύμπι Νηρηίδα έρχεται και ξαπλώνεται ‘δω πέρα...


...και θρέφει με την ανάσα της το διπλανό λουλούδι.

Σκύβεις κάτω από δυό καλάμια βαλμένα σαν καλύβι και αποζητάς τον Ήλιο που θάπρεπε να κρύβουν.

Ανεβαίνεις στο σύδεντρο και βρίσκεις δυό ξεστρατισμένα πλεούμενα...

...αναρωτιέσαι ποιά κιβωτός να πήγε και να άραξε πάνω στα δέντρα της ακτής...
...απομονώνεις μια λέξη από μιαν επιγραφή και θυμάσαι πολιτικούς και κομματάρχες...

...αντικρύζεις με έναν ανεπαίσθητο φόβο τα ίχνη μιας ερπύστριας στην άμμο, «Ως πού θα χτίσουν», η σκέψη έρχεται μόνη της , κι΄ ας ξέρεις ακόμη πως πρόκειται για τις ετήσιες εργασίες καθαρισμού της ακτής.

Τέλος, σε μια καλαμωτή που ντύνει άσχημες μελαμίνες, το βλέμμα σου κολλάει, κυττάς τα ομοιόμορφα βαλμένα καλάμια και άθελά σου βλέπεις ένα αδιέξοδο, ένα τέλος, ένα φραγμό σε όνειρα και συνειδήσεις. 
Πιέζεις τον εαυτό σου να αναθαρρήσει και λες, πόσο θα κρατήσει όλο αυτό, κάποια στιγμή θα σκάσει μύτη ο Ήλιος, κάποια στιγμή θα βρούμε τον δρόμο για το όνειρο ενός δικαιώματος στην κανονική ζωή...



Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Ο Ακίνητος Χρόνος

Και ξαφνικά θα βρεθούμε μεσ' το Φώς των Κυκλάδων, να εξαϋλωνόμαστε, να χάνουμε κι' αυτόν ακόμα τον Ίσκιο μας, το Φως να μας διαπερνάει απ' την κορφή ως τις πατούσες, που μαλακές ακόμη απ΄το φασκιωμένο περπάτημα στα τσιμέντα της πόλης, θα  αντιδρούν, θα μαζεύονται στην αφή της άμμου και των βράχων.
 
Και μετά, θα βουτάμε μεσ' το γαλάζιο και θα πλέουμε στο αρμυρό στοιχείο, θα πλατσουράμε και θα φωνάζουμε με πρωτόγονες φωνές απ΄τα βάθη των εποχών, 
θα πάμε πίσω να ανακαλύψουμε ένα γνώριμο πιτσιρικάκι να σκάβει πηγάδια στον άμμο, να στήνει καστράκια στολισμένα με βότσαλα, 
να σκαλίζει λιμάνια για πλαστικές βαρκούλες τριγυρισμένα από αφρόξυλα.
 
Τελικά, μπορείς να ταξιδέψεις στον Χρόνο, γιατί εδώ στέκει ακίνητος...
 ...κι' απλώς αφουγκράζεται τα επόμενα βήματά του...
 

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΑΠ' ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ


Σήκωσε το χέρι του να φυλάξει το πρόσωπό του. 
Η καρδιά του χτύπαγε γρήγορα, ο ιδρώτας πάγωσε στο μέτωπό του, τα μάτια του διάπλατα προσπαθούσαν να προλάβουν το χτύπημα.

Ο άλλος ανάσαινε βαρειά με διεσταλμένα ρουθούνια, τα δάχτυλα στα απλωμένα χέρια ανοιχτά σα νύχια αρπακτικού, το στήθος προτεταμένο, γεμάτο οργή, έβραζε. Είχε πλακώσει με τον ίσκιο του τον γονατισμένο στο χωμάτινο πάτωμα άντρα.

Δυό στιγμές ο χρόνος έπηξε αναμεσά τους, τίποτα δεν κινιόταν, το δωμάτιο ήταν μια σταγόνα αίμα, που σε λίγο θα χτυπήσει στο πάτωμα, οι δύο άντρες ήταν ένας Ιανός με τον φόβο στο ένα πρόσωπο και την οργή στο άλλο.

Ξεφύσηξε αργά, τραβήχτηκε πίσω χωρίς όμως να πάρει το βλέμμα του. Ο άλλος δεν κατέβασε το χέρι.

«Να μου πεις... Θέλω να μου πεις... Γιατί πρόδωσες..;» του πέταξε στα μούτρα σκύβοντας πάνω ακριβώς απ΄το κεφάλι του.

Τα χείλια τού άλλου άρχισαν να τρέμουν σαν έτοιμος να κλάψει. Ανοιγόκλεισε τα μάτια γρήγορα, στηλώθηκε λίγο όρθιος και μετά έγειρε μπροστά καρφώνοντας την ματιά στο πάτωμα.
«Ήθελα... » είπε, «Ήθελα...» ξανάπε σαν δυνατή ανάσα που τράβαγε αθέλητα την κουβέντα μαζί της.

Ο άλλος γύρισε κι' ακούμπησε μ’ ένα χέρι στον τοίχο, σα μεθυσμένος που περιμένει να περάσει η σπιρτάδα για να μπορέσει να ξαναπερπατήσει, μα συνέχισε να τον κυττάει.

«Δεν άντεχα άλλο... Έπρεπε να ‘χε φύγει... Τόβλεπε στα μάτια μου, τόξερε..Γιατί δεν έφευγε να πάει αλλού να κυρήξει, να πει τα μεγάλα λόγια του, να τους κάνει να τρέξουν πίσω του, να βρεί άλλους από όλους εσάς κι΄ από μένα...». 
Ανασηκώθηκε κι’ έκατσε στο χαμηλό σκαμνί. Ένας απότομος λυγμός τον τάραξε για μια στιγμή και κόπηκε αμέσως.

«Πώς είναι να προδίνεις..;» ρώτησε ο άλλος μισοκλείνοντας τα μάτια του ακουμπώντας τη ματιά του στα σανδάλια του.

Ο καταρρακωμένος άντρας σήκωσε το κεφάλι του αργά, σαν αρπακτικό που εντοπίζει ξαφνικά μιάν απρόσμενη λεία: «Ξέρεις... Ξέρεις πώς είναι να προδίνεις...» είπε σιγά αλλά σταθερά καρφώνοντας το βλέμμα του στα χαμηλωμένα βλέφαρα του άλλου.

«Ξέρω..;» σήκωσε την ματιά του και τον βρήκε να τον κυττάει. «Ξέρω..;» ξανάπε με μια κρυφή αγωνία.

«Ήσουν εκεί όταν είπε για τον προδότη, τον κατάλαβες πως εμένα έδειχνε, όλοι το καταλάβατε. Κι΄όταν σηκώθηκα να φύγω δεν έκανες τίποτε, ούτε ‘σύ ούτε κανείς σας... Σωπάσατε, με βλέπατε να φεύγω και τί κάνατε; Τίποτα... Τίποτα... Όπως εσύ θες να μάθεις, έτσι θέλω κι΄εγώ να μου πεις αυτό: γιατί δεν με σταματήσατε εκείνη τη στιγμή πού ‘φευγα...»

Ο άλλος ανάσαινε πολύ βαρειά, τόσο, που οι ώμοι του ανασηκώνονταν σε κάθε αναπνοή. Συνέχισε να τον κυττάει για λίγο. Κατέβασε το χέρι του, ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο και γλύστρησε μέχρι κάτω καθιστός.
«Δεν ξέρω... Αν είχε κάνει ένας μας μια κίνηση, μιά μικρή κίνηση, νάσαι σίγουρος, δεν θάχες φυγει από κει ‘μέσα...»

Ο άλλος σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε από πάνω του: 
«Δεν θάχα φύγει; Έτσι λές..; Και τί θάκανε ο αρχηγός σου τότε, τί θα πρόσταζε νομίζεις; Κρατείστε τον, δέστε τον, κλειδώστε τον; Τί θάλεγε..;»

«Δεν ξέρω...»

«Πάλι δεν ξέρεις! Να σου πω εγώ, που ξέρω! Θάμπαινε ανάμεσά μας και θα μ΄άφηνε να φύγω, να κάνω αυτό που τον έκανε ήρωα, αυτό θάκανε !».
Τραβήχτηκε πίσω και τα πρόσωπό του αυλακώθηκε από ρυτίδες μίσους. "Αυτό ήταν που μισούσα μέχρι την τελευταία στιγμή επάνω του. Την απόφαση, που την κράταγε μέχρι τέλους...» 
Έκανε τρία βήματα και πήγε και στάθηκε στον απέναντι τοίχο: «Μού’ παν πως στον Κήπο έκλαψε, πως λιγοψύχισε και σεις, λέει, κοιμόσασταν... Είναι αλήθεια;»

Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του: «Αλήθεια είναι .... Κοιμόμασταν....»

«Όχι! Δεν θέλω αυτό. Θέλω να μου πεις αν τον είδες να κλαίει, να φοβάται; Αυτό θέλω να μάθω!»

Ο άλλος κούνησε το κεφάλι: «Ποιός να το πει... Κανείς δεν ήταν μπροστά για να τον δεί...»

Το σκαμνί έτριξε κάτω απ΄το βάρος του σαν ξανακάθησε τραβώντας πίσω τον καφέ χιτώνα με τις κουρελιασμένες άκρες.
«Εγώ φοβάμαι. Αυτό έχω να το πώ για σίγουρο. Φοβάμαι πιό πολύ τώρα», είπε με σταθερή φωνή. «Κι΄αυτός ο φόβος είναι ό,τι πιό σίγουρο είχα ποτέ στην ζωή μου». 
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Έστω και γι΄αυτό, άξιζε αυτό πού’ κανα...»

Ο άλλος τον κύτταξε σμίγοντας τα φρύδια σα να μην καταλάβαινε. Στηρίχτηκε στο δεξί του χέρι και σηκώθηκε όρθιος από πάνω του, στάθηκε ακίνητος με κρεμασμένα στα πλάγια τα χέρια: 
«Θα σε είχα μαχαιρώσει από καιρό αν ήξερα τί είσαι...»

Τον αγνόησε και κύτταξε πέρα προς το παράθυρο όπου κρεμόταν ένα κουρελόπανο για να κόβει τον αέρα. «Δεν θάχες κάνει τίποτε...» είπε με σιγουριά. «Ξέρω πως μπορείς να σκοτώσεις, δεν είν’ αυτό...». 
Έγειρε εμπρός και τον κάρφωσε στα μάτια: «Είναι που σας είχε κάνει να μην θέλετε να βλάψετε...» είπε σιγανά. 
«Εγώ έχω οργή μέσα μου. Όχι σαν κι’ αυτήν που έχεις εσύ τώρα δα. Την έχω από πάντα, σαν βάρος, μου κόβει την ανάσα, με παραλύει».

Η πόρτα κουνήθηκε στις βάσεις της από έναν απότομο αέρα.
«Περίμενα να μην υπήρχε τώρα πιά, νάχε φύγει, νάχε σβήσει», συνέχισε, «Μα τη νιώθω ακόμη εδώ μέσα», είπε αγγίζοντας το στήθος του με τ’ ακροδάχτυλα. «Ας με συγχωρέσει όποιος μπορεί, γιατί εγώ δεν είχα ποτέ τέτοια δύναμη».

Ο άλλος κίνησε προς την έξοδο, γύρισε τελευταία στιγμή, τον κύτταξε με οίκτο: «Φύγε. Όσο μπορείς πιό μακρυά. Να φύγεις».

«Για να μη σας θυμίζω τί κάναμε όλοι μαζί..;»

«Για να σκέφτεσαι...» είπε ο άλλος και βγήκε απ΄την πόρτα.

Έτρεξε πίσω του πριν προλάβει ο αέρας να ξανακλείσει την πόρτα: «Άκου! Ήμουν ένας απ΄τους δώδεκα! Μην το ξεχνάτε!»

Ο αέρας πήρε την φωνή του ανάμεσα στους άλλους ήχους που κουβάλαγε πάνω του. 

Ξημέρωνε η πρώτη μέρα απ΄τις τρεις.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Το "ΡΕ!!!" ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ


Δε θα μιλήσω για τους άλλους, θα πω για μένα.
Ξέρω τον λόγο που δεν έχω κατέβει στον δρόμο ακόμη, να αντιδράσω με τα όσα συμβαίνουν. 

Δεν κατέβηκα γιατί δεν μ΄αρέσει να συμμετέχω σε κινήσεις από τα πριν υπολογισμένες και αναμενόμενες, προγραμματισμένες και εξυπηρετικές του συστήματος. 

Δεν πήγα λοιπόν, στο Σύνταγμα, δεν συμμετείχα στους αγανακτισμένους, δεν θέλησα να περάσω μέσα από αυτήν την βαλβίδα εκτόνωσης, να τους κάνω την χάρη να γελάνε δίχως να τρέμουν έστω και λίγο πίσω από τα κλειστά παράθυρα της Βουλής.

Η μόνη ελπίδα είναι η μή βία, η μόνη ελπίδα είναι η δημοκρατία και η ιερή Ψήφος με το δικαίωμα της συμμετοχής και όχι με την ξετσιπωσιά τής εκπροσώπευσης. 
Αυτά πιστεύω και καμμιά δίκαια υψωμένη γροθιά δεν αμφισβητώ.

ΑΛΛΑ, προτιμάω την ουσία από τον τύπο, το είναι από το φαίνεσθε.
Και αυτό, ΔΕΝ είναι υλοποιήσιμο τώρα.
Εννοώ ότι, εάν αύριο γίνονταν εκλογές όπου θα έπρεπε να αποκρυσταλλωθεί το άγος των δύο τελευταίων χρόνων, ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΑ ΤΙ ΝΑ ΨΗΦΙΣΩ....

ΘΑ ΕΙΧΑ ΌΜΩΣ, απέναντί μου δεκάδες ειρωνικά χαμόγελα, δάσος σμιγμένα φρύδια και σωρό τα λόγια σαν φοιτητικής συνέλευσης του ’83 να με νουθετούν, κουνώντας παράλληλα το κεφάλι γεμάτο απαξίωση για όλα όσα έχουν πει και δεν τους άκουσα, για το πόσο στενόμυαλος είμαι και δεν δέχτηκα να αιτηθώ την ιθαγένεια κάποιου κρατιδίου της ελληνικής αριστεράς, κατά προτίμηση του δικού τους, μοναδικού, αποκλειστικού, σωστού ανάμεσα στους άλλους προδότες των μεγάλων ηγετών.

ΛΟΙΠΟΝ, ΑΚΟΥΣΤΕ ΜΕ ΛΙΓΑΚΙ:

Θέλω να φύγει αυτή η παρέα από τα έδρανα του ιερότερου κτιρίου της Πατρίδας μου (ναι, της Πατρίδας μου, όχι της χώρας μου) και να μείνει απ’ έξω για όσο γίνεται περισσότερο.

Θέλω να πάω να ψηφίσω με Τιμή και με το κεφάλι ψηλά, ασκώντας το ιερότερο καθήκον και την σοβαρότερη υποχρέωσή μου με επίγνωση του βάρους που φέρει επάνω του το Ψηφοδέλτιό μου, που κανονικά, θα έπρεπε να το νιώθω να στάζει το αίμα όλων όσων έπεσαν γι’ αυτήν την διαδικασία.

Θέλω, να ΘΕΛΩ αυτό που ψηφίζω και να μην είναι η επιλογή μου αυτή της λιγότερο μυρωδάτης κουράδας.

Θέλω να μην ξαναδώ σημαιάκια έξω από τα άντρα των κομμάτων να πανηγυρίζουν επειδή κάποιοι άλλοι θα τα φάνε χοντρά με τις δικές μου πλάτες, βάζοντάς με συνυπεύθυνο μετά, όταν θα αποκαλυφθεί το αίσχος τους.

Θέλω να θέλω να κατέβω στο Σύνταγμα, στην Ομόνοια, στην πλατεία της γειτονιάς μου και να γιορτάσω μιάν αλλαγή δική μου, καταδική μου και κανενός λογολάγνου υποκριτή, μιαν αλλαγή για εμάς όλους, που δουλεύουμε ή που θέλουμε να δουλέψουμε και να είμαστε περήφανοι για την δουλειά που προσφέρουμε.

Θέλω να ψηφίσω ένα όνομα που δεν τόχω ξανακούσει και δεν θα μου θυμίζει μιαν ατέλειωτη σειρά Ριχάρδων ή Ερρίκων των Α’, Β’, Γ’, Δ’...

Θέλω αυτός που θα ψηφίσω, νάχει γράψει κάτι που θα έχω διαβάσει, νάχει ζωγραφίσει κάτι που θάχω δει, νάχει φωτογραφίσει την χώρα που ζω, νάχει γράψει κάτι πού ’χω τραγουδήσει, θέλω νάχει πονέσει τό ίδιο με μένα στις φάλαγγες των νοσοκομείων, στα φαράγγια της γραφειοκρατείας, στους νεκροθαλάμους των πανεπιστημίων.

Θέλω να κάθεται στο διπλανό τραπεζάκι στο σουβλατζίδικο της γειτονιάς και να θέλω να τον χαιρετήσω επειδή είναι εκεί και επειδή κάνει κάτι για όλους και όχι μόνο για μένα.

Θέλω να φτιάχνει μόνος του αυγά τηγανητά στις τρεις η ώρα τη νύχτα όταν θα ξενυχτάει για να μελετήσει τί πρέπει να γίνει στον τόπο μας.

Θέλω να μπαίνει στο λεωφορείο και να μυρίζει τον ιδρώτα των άλλων, να σπρώχνεται στις ώρες αιχμής, να βλαστημάει όταν αργεί να φτάσει στην δουλειά του.

Θέλω να είμαι φτωχός, αν δεν γίνεται αλλιώς, αλλά να τόχω αποφασίσει εγώ κι’ όχι τα ανέραστα, δυσλεκτικά σπασικλάκια της κοινότητας (άλλη μία ιερή λέξη, ξετσιπωμένη όσο γίνεται περισσότερο) και να είμαι γι' αυτήν μου την επιλογή αξιοπρεπής, που δεν είμαι σήμερα.

Θέλω να μην ξέρω πλέον τους ηγήτορες και τους πνευματικούς ταγούς των παρατάξεών σας, δεν με νοιάζουν οι αγαλμάτινες, αποφασιστικές τους φάτσες.

Θέλω αυτός που θα ψηφίσω ή αυτός που θα κατέβω μαζί του στο πεζοδρόμιο να σιχαίνεται τις λέξεις «κόμμα» και «παράταξη».

Τέλος...

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ, 16/ΝΟΕ/2017

Και 'κει που καθήμανε, λοιπόν και εσκεφτόμην πώς θα έβρω τρόπο να βελτιώσω την ποιότης της διαβιωμένης υφ'εμού τού ιδίου ζωής, τρι-τρί τρι-τρί ηχεί ο τηλέφωνας και με διασπά από την περισπούδαστη σκέψη και περισυλλογή: 
"Ομπρός, ποίος καλεί;" ερωτώ μεθ' εβγενείας.
"Έλα, ταραντούλα της σκέψης" ακούγω μιαν φωνή "Είσαι σε θέση να κατανοήσεις αυτά που θα συλλάβουν τα ώτα σου ή να πάρω μετά τα σουβλάκια;" όπου και διέκρινα μιαν ειρωνεία έως και κορόϊδεμα.
"Κύρο, εσύ είσαι;"
"Χα! με κατάλαβες !!!" φώναξε μεσ' τ' αυτί μου ο Κύρος Γρανάζης, φίλος και συμπολεμιστής στον πόλεμο μεταξύ ΤΙΡΑΜΟΛΑ-ΜΙΚΥΜΑΟΥΣ.
"Έλα, βρε παιδί μου, πού χάθηκες..!" είπα από εβγένεια γιατί γενικώς, τονε βαριέμαι με τη μανία που έχει με τους αυτόματους πωλητές αυτοκινήτων.
"Ξέρω πως με βαριέσαι, αλλά, επειδή τη τελευταία φορά σε εξέθεσα με την χρονομηχανή που είχα φτιάξει, σε πήρα για να επανορθώσω!!!"
"Δηλαδή..." ρώτησα...
"Έχω στα χέρια μου την απόλυτη μηχανή του χρόνου..." είπε με χαμηλή φωνή,  "Έλα από το εργαστήριο μόλις μπορέσεις..."
...............................................................................................................................................................
Κι' αυτή, αγαπητοί συνταξιδιώτες, είναι η απλούστατη εξήγηση, πώς δηλαδής ευρέθην  εις στο μέλλον, όπου επήγα στο πρώτο περίπτερο που βρήκα μπροστά μου στην παραλία της Τήνου, απ'όπου και αγόρασα το φύλλο της εφημερίδας που σας επισυνάπτω και που έρχεται σε αποκλειστικότητα κατ' ευθείαν από το μέλλον.....
Μπορείτε να πατήσετε με κλικ επάνω στην φωτογραφία για να διαβάσετε τα νέα του μελλοντός μας και μετά, όταν η φωτογραφία ανοίξει σε άλλο παράθυρο, κρατείστε πατημένο το αριστερό ctrl του πληκτρολογίου σας και κυλίστε το ροδάκι του ποντικιού προς τα εμπρός για να μεγενθύνετε την εικόνα.
Καλή σας ανάγνωση.





Επιστημονική φαντασία, θα μου πείτε και δίκιο θάχετε και λάθος κάνω (ε, βέβαια! το έβρω γράφεται με ευ-και όχι με β ... Και ομοίως και η εβγένεια που θέλει και αυτή ευ- και όχι β... Και δε λέμε ομπρός, αλλά, εμπρός κλπ κλπ...)

Αλλά,.......................................................................................................
.....ΑΝ ΤΟΥΣ ΑΦΗΣΟΥΜΕ, 
ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΘΑ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙ ΤΟ ΝΗΣΙ, 
ΠΑΤΡΙΩΤΕΕΕΕΕΣ !!! 




Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

ΝΕΡΟ...

Στάλα την στάλα, σταγόνα την σταγόνα και μόλις η ζέστη ανοίξει την μυστική πόρτα, το νερό της Γης αρχίζει ν' ανεβαίνει σιγά-σιγά μέσα από αόρατα μονοπάτια για να πάει ψηλά, στο γαλάζιο, εκεί που τις κρύες μέρες πλάθονται τα σύννεφα.

Και μόλις το κρύο αρχίσει και μαζεύεται, μόλις τα σύννεφα πυκνώσουν και βαρύνουν, τότε το νερό αδημονεί, ζητάει να γυρίσει στη μάνα, να χωθεί στην αγκαλιά της, να τρέξει στα γνωστά του μέρη, σε νεροφαγώματα και ρυάκια, σε λαγκάδια και ρεματιές, σε ποτάμια και λίμνες, σε γούβες και λακκάκια, να χαϊδευτεί σε κάθε γύρισμα και μύχια γωνιά του βράχου.
Και σπρώχνοντας, ανοίγει τα χέρια που το αγκαλιάζουν και το κρατάνε εκεί ψηλά στολίδι τ' ουρανού και βουτάει κάτω, χιλιάδες σταγόνες να σημαδεύουν το σταμάτημα και το ξεκίνημα των εποχών με τον ήχο τους, να σκάβουν με υπομονή χρόνο με τον χρόνο τα βράχια, να στέλνουν τις πέτρες που σήκωσαν οι άνθρωποι πίσω στη μητρα που τίς έβγαλε.

Τότε, τα έρημα κι' αδούλευτα χωράφια γλυστρούν, οι μάντρες ξεγυμνώνονται και βλέπουν το φως πέτρες που ήταν για χρόνια χωμένες κι' άλλες πάλι, σκύβουν και γονατούν μέσ' τη μέση των χωραφιών.

Αλλού πάλι μένει ένας τοίχος ορθός στο μάτι του Βοριά να κινάει χίλιες απορίες: πώς έμεινε μόνος αυτός, πώς έρχονται και φεύγουν τα πράγματα, πού χάθηκε η φροντίδα, πού πήγε ο χώρος που ο τοίχος όριζε σαν κατοικία, με τί να μοιάζει περισσότερο, με μνημείο ή με ταφόπλακα, πόσο θα αντέξει ακόμη, άραγες πόσων τα μάτια πετιώνται ως εδώ πάνω όταν περνούν απ' τον δρόμο...


Το νερό καρπώνει το χώμα και βγάζει το μέσα του κρυμμένο  χρώμα, καλεί μια κοιμισμένη πράσινη παρεούλα να βγει στο φως μετά από μια άνυδρη περίοδο, να φωτίσει τα φρύγανα, κάνει να 'ρθει η ανάγκη να σταλίζουν τα ζωντανά κάπου σκεπά...


...καλλωπίζει με μικρές πινελιές σκουριάς άνευρα κουφάρια και πασαλείβει γκρίζους βράχους με κίτρινα κροκάδια, δίχως να νοιάζεται για τη φθορά που το χαρούμενο παιχνίδι του προκαλεί...


Πονετικό, αφήνει το αλώνι να θαρρεί πως τώρα δα, που θα ΄ρθει ο αλωνάρης, θα 'ρθουν μαθές και οι νοικοκυραίοι ν' αλωνέψουν, ν' ανεμίσουν τα δικράνια, να βγει ο καρπός απ' τα χερόβολα, να γίνουν τα χερόβολα άχερο, να πούν τραγούδια και ν' ακούσουν το βράδυ τα παιδιά την ιστορία για τη γουρούνα με τα δώδεκα γουρουνάκια πριν κοιμηθούν μέσα στ' αλώνι με τ' άστρα για ταβάνι...

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...