Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γιορτές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γιορτές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ

Όποιος δεν έχει ζήσει την αγωνία και την προσμονή για ένα συμβάν στο οποίο συμμετέχει ενεργά, δεν θα καταλάβει ποτέ τον αγώνα που χρειάζεται για να πετύχει κάτι φαινομενικά απλό, όπως για παράδειγμα, ο καλοκαιρινός χορός του Συλλόγου.


Που, για να είμαστε ειλικρινείς, για το χωριό είναι το γεγονός όλης της χρονιάς. 


Είναι τότε που έρχονται οι δικοί τους άνθρωποι και ξαναγίνονται όλοι μέλη της ίδιας κοινότητας, έστω για λίγες μέρες. 

Πολύς κόπος και μεγάλη προσπάθεια από πολλούς ανθρώπους μαζί. 


Δεν υπάρχουν ούτε εικόνες, ούτε λόγια για να περιγράψουν την προετοιμασία που χρειάστηκε για κείνες τις έξι ώρες περίπου που κράτησε ο χορός. 
 
Πόσες ώρες από τον προσωπικό χρόνο του καθενός δαπανήθηκαν, πόσα προβλήματα έπρεπε να ξεπεραστούν, πόσες λύσεις να δοθούν για να είναι όλα έτοιμα στην ώρα τους. 


Δεν χαϊδεύω τα αυτιά κανενός (δεν είμαι πολιτευτής για να αποσκοπώ στην εύνοια οποιουδήποτε, ούτε έχω μαγαζί για να μαζέψω πελάτες) αλλά, έχω την εντύπωση πως ο Σύλλογος της Καλλονής (Κελλιών) αυτή τη φορά ξεπέρασε τον εαυτό του και έστησε τον πιό επιτυχημένο χορό των τελευταίων ετών.



Θάθελα να πιστέψω πως όλο αυτό είχε τόσο μεγάλη επιτυχία γιατί αυτές τις ώρες που δούλεψαν όλοι μαζί, δεν υπήρξε ανάμεσά τους κανένα κόμμα, καμμιά παράταξη, κανένας πολιτικός αρχηγός, παρά μόνον το συμφέρον της Κοινότητας. 



 Ρομαντική άποψη, αλλά, μ' αρέσει να πιστεύω πως πίσω από κάτι συλλογικό κρύβεται μόνον η αγάπη και το ενδιαφέρον για την Καλλονή, κι' έτσι θάπρεπε νάναι πάντα και για όλα.



Ένα μεγάλο μπράβο στους ανθρώπους που έστησαν όλο αυτό το γλέντι, και μια ευχή, να κρατήσει όλο αυτό το δέσιμο για πολύ, ειδικά στα δύσκολα χρόνια που περνάμε.

 

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΛΛΙΑ

Με την Ευρώπη να διαλύεται από την μανία των γερμανών για εξουσία, με την ανικανότητα των πολιτικών να σταθούν μαζί απέναντι στο χάος που είναι ήδη εδώ, με το ξεπούλημα της χώρας στον οποιονδήποτε, με την ανασφάλεια στα υψηλότερα επίπεδα από την εποχή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάθομαι και σκέφτομαι τι μέλλον περιμένει τα παιδιά που σήμερα είναι εκεί γύρω στα δώδεκα με δεκαπέντε, που αρχίζουν δηλαδή και διαμορφώνουν μια άποψη γύρω από τα πράγματα.

https://www.facebook.com/groups/tinos.htes/?fref=nf

Λέω πως αν δεν πάρουν αυτά την κατάσταση στα χέρια τους, αν δεν αισθανθούν αυτά πολίτες με υποχρέωση απέναντι στον τόπο του ο καθένας, πώς θα γίνει να συνεχίσουν να υπάρχουν; 
Κι΄ όταν λέω απέναντι στον τόπο του ο καθένας, εννοώ τον τόπο που τα μεγαλώνει. 
Μεγάλη σημασία έχει για την συνέχεια της ιδιαίτερης πατρίδας του καθενός, στην δική μας περίπτωση την Τήνο, τα παιδιά να κατανοήσουν την ιδιαιτερότητα και την σημαντικότητα του τόπου τους. 
https://www.facebook.com/groups/tinos.htes/?fref=nf
Αυτό τώρα μέσα στο μυαλό μου είναι άρρηκτα δεμένο με το ότι ο Γιώργος από τα Κελλιά ανέβηκε στο βάθρο των νικητών στο Tinos Running Experience, έναν από τους αγώνες δρόμου που διοργανώνεται στο νησί τα τελευταία χρόνια.


Έχει καμμιά ιδιαίτερη σημασία ότι στη μέση του Αιγαίου, σε ένα απ΄όλα τα νησιά, σε μια τοπική εκδήλωση, ανάμεσα στους νικητές είναι ένα παλλικάρι από το χωριό μου;
Έχει. Και για μένα και για όλους έχει. Γιατί σημαίνει πως ακόμη κάποιοι νοιάζονται. 
Και πρώτα απ΄ όλα νοιάζεται εκείνος που πήγε κι΄ έτρεξε, ο Γιώργος. 

Γιατί είναι σημαντικό να μπαίνεις στην προσπάθεια να στηρίξεις με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τις υγιείς προσπάθειες ανάδειξης του τόπου σου.  
Ο Γιώργος εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο την φυσική του τάση για κίνηση, και μακάρι στο μέλλον αυτή η νίκη του να είναι αφορμή για να βρει τον δικό του δρόμο, πράγμα όχι εύκολο, με την "γοητευτική" πρωτεύουσα να περιμένει πώς και πώς να καταπιεί ακόμη ένα παιδί της επαρχίας.

Σε αυτό μπορούν να βοηθήσουν περισσότερο απ΄όλους οι γονείς
Κακά τα ψέματα, η γνώση του σχολείου κείτεται μακριά από την γνώση που έχει ανάγκη το παιδί όχι για να μάθει, αλλά, για να καταλάβει, να νιώσει μέσα του τον τόπο του. 

Κι΄ αυτό γιατί οι γονείς στις μικρές κοινωνίες έχουν την βαρύτατη ευθύνη να πρέπει να δίνουν το παράδειγμα με την συμπεριφορά τους και με τη συμμετοχή τους στα κοινά του τόπου.

Η ευχή είναι όλο και περισσότερα παιδιά να έρχονται σε επαφή με τα δρώμενα στο νησί. 
Από αυτά θα βγουν οι αυριανοί δήμαρχοι και σύμβουλοι και τοπικοί άρχοντες, και μόνο αν έχουν το νησί στην καρδιά τους, δεν θα θελήσουν με τίποτα να κάνουν κάτι που θα το έβλαφτε.







Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία.

Εκατέβηκε την σκάλα, να κλείσει την εξώθυρα με το μάνταλο. Στο ανέβασμα, σε κάθε σκαλί στήριζε το σώμα της με το δεξί χέρι στο δεξί γόνατο ενώ με το αριστερό στηριζόταν στην ξύλινη κουπαστή τής σκάλας και σκέφτηκε πως τα χρόνια είχαν πραγματικά περάσει, δεν ήταν η ιδέα της, πρέπει νάχε μεγαλώσει. Μόλις πέρυσι σα να ήταν που ανεβοκατέβαινε τούτη την ίδια σκάλα με σβελτάδα, σα να πέταγε, σαν κάθε σκαλί να την επέταγε προς τα επάνω, σα να γύρναγε απ΄το σχολείο και να ήτανε απόγεμα Παρασκευής…

Έφτασε στο πλατύσκαλο. Απ΄την τζαμόπορτα, φαίνονταν η λάμψη των φώτων του δέντρου, που ερχόταν κι΄έφευγε, σαν μια μεγάλη πολύχρωμη φωτιά που έκαμε κόπο να μη σβήσει, σα τζάκι με λιγοστό αέρα. Άνοιξε και πέρασε στη σαλοτραπεζαρία. “Άντε, μάνα, καληνύχτα” είπε στην φωτογραφία τής μάνας της πάνω απ΄το μπουφέ, “κοιμήσου ‘συ, εγώ ‘χω να πάω κάπου”, συμπλήρωσε, χωρίς ν΄αφήσει να φανεί στη φωνή της πως ήξερε ότι η μάνα δεν την άκουγε.

Μπήκε στην κουζίνα, άμα είχε νοτιά η πόρτα έτριζε λίγο περισσότερο, γκρινιάρα θείτσα που την πιάσαν τα ρευματικά και ” ΄ποφέρει και δε νταγιαντά πλιό”.

Έσκυψε στην στόφα, άνοιξε την πόρτα και τράβηξε το μεγάλο ταψί έξω. Το γαλόπουλο είχε ροδίσει και οι πατάτες το πολιορκούσαν από παντού, δεν θα τ΄άφηναν να κινηθεί ακόμη κι΄αν τόθελε, ακόμη κι΄αν μπορούσε.

Ακούμπησε το ταψί απάνου στην “τράπεζα, βρε Μαριγώ κι΄ίσα, έλάτε να φάμε! Μόν΄πιάσε μ΄κι του κρασί μ΄κι φέρι κι δυό κούπις να τονε σχωρέσουμε τον παληόν τον χρόνον..!”

Ο πατέρας είχε φύγει πρώτος, πριν τη μάνα, τάφαγε τα πλεμόνια το κάρβουνο σαράντα χρόνους θερμαστής στα Λίμπερτυ. Η φωνή του όμως, δεν είχε φύγει ποτές από τα αυτιά της. Και ποτές μεσ΄τη μνήμη της δεν έβηχε ο πατέρας της, η φαντασία της τον είχε γιατρέψει μετά θάνατον. Η φωτογραφία του ήταν δίπλα στης μάνας, μα είχε την ιδέα πως εκεινού του άρεσε η ησυχία, δεν ήθελε πολλά-πολλά.

Σερβιρίστηκε, έκατσε στο πλάϊ του τραπεζιού, λογούσε τις δυό κεφαλές του τραπεζιού δικαίωμα των γονιών της. Άντρα δεν γνώρισε. Μη και ποτές της έλειψε η παρουσία του αντρού, θεός σχωρέσει το αμάρτημά της, γιατί Εκείνος ήθελε άντρα και γυναίκα μαζί, μόνο να, εκεινής δεν της επήγαινε η αντρικιά παρέα, σα να ντρεπότουνε, σα να μην άντεχε το βλέμμα τους επάνω της.

Έφαγε με μικρές μπουκιές, ήπιε και δυό γουλιές κρασί απ΄το νησί, της τόχε φερμένο το ανήψι της, ο Φραγκίσκος που είχε μαγαζί στην παραλία και που δεν θυμότανε τί είδος μαγαζί ήτανε και έκαμε πως ξέρει και πάντα ρώταγε πώς πάνε οι δουλειές. Το κρασί είχε κάτι απ΄τον αέρα του νησιού, που είχε χρόνους πολλούς να δει. Δεν ήθελε ν΄αφήσει το σπίτι έρημο ούτε για τρεις μέρες. Γιατί μία να πάς και μία ναρθείς, μία να τους δεις λιγουλάκι, νάτες οι τρεις οι μέρες. Δεν άντεχε.

Μόλις απόφαγε έβαλε γρήγορα-γρήγορα το πιάτο στον μαρμάρινο νεροχύτη κι΄άνοιξε το νερό να τρέξει. Ξέπλυνε πρόχειρα τα χέρια της και έφτασε στο ψηλό ράφι τέσσερα δοχεία φαγητού και τ΄άπλωσε στη σειρά πάνω στο τραπέζι. Πήρε το μεγάλο μαχαίρι απ΄το συρτάρι και μοίρασε στα τέσσερα το γαλόπουλο και τόβαλε στα δοχεία, συμπλήρωσε πατάτες και μπόλικη σάλτσα στο καθένα.

Κατέβηκε προσεχτικά την γυριστή σκάλα με την μεγάλη τσάντα στο χέρι, ξεκλείδωσε, αλήθεια, τί της ήρθε και κλείδωσε πριν, ξεχάστηκε, η συνήθεια είναι τρένο που δεν μπορεί ν΄ αλλάξει δρόμο. Βγήκε στο κρύο και τράβηξε πίσω της την πόρτα. Είχε τον λαιμό της καλά τυλιγμένο στο σάλι, που τής είχε φερμένο από το Κάρντιφ ο πατέρας της κι΄ήτανε διπλή η ζέστα του.

Περπάτησε γρήγορα, να φτάσει ζεστό το φαΐ ΄κει πούπρεπε. Περνάγανε σαν από παντού τ΄αυτοκίνητα, φώτα πάνω και κάτω, θαρρείς και ανάψανε όλα μονομιάς, θαρρείς και ψάχνανε να βρουν τον κλέφτη του χρόνου.

Έφτασε στην χαμηλή θύρα, έκρουσε απαλά κι΄ύστερα περίμενε.

Μετ΄από λίγο μια χαραμάδα φως βγήκε δειλά στο πεζοδρόμιο, ένα μαυριδερό κεφάλι πρόβαλε κι΄αμέσως χαμογέλασε “γκειά, Μαριγκώ ! ” Μέχρις εκεί ήταν τα ελληνικά. Άπλωσε τα σκούρα χέρια και πήρε το δοχείο σα να κράταγε νερό στη μέση της ερήμου, είπε ευχαριστώ υψώνοντας το δοχείο πάνω απ΄το κεφάλι της, η Μαριγώ είχε ήδη ανέβει τα τρία σκαλιά χαιρέταγε με βιάση και πήγαινε για το άλλο καλυβάκι.

Σε μιά ώρα παρά εφτά λεπτά είχε τελειώσει και ήταν τυλιγμένη με την κουβέρτα της πλάι στο παραθύρι, όπου θα την έπαιρνε ο ύπνος όπως κάθε πρωτοχρονιά και θα ξύπναγε με το πρώτο φως να πει καλή χρονιά στις φωτογραφίες των γονιών της.

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Πού είναι τα Χριστούγεννα..;

Κρυμμένα μέσα στο γκρίζο της πόλης, ίσως στέκονται για λίγο σ΄ένα κοινόχρηστο Χριστουγεννιάτικο δέντρο...

...μπορεί ν' ακολουθούν τα βήματα των παιδιών που λένε τα κάλαντα...

...ή να παρατηρούν έναν αδέξιο Αγιοβασίλη που εισβάλλει σε κάποιο ρετιρέ...

...ή πάλι, μπορεί να προσπαθούν να κυττάξουν έξω από κρύες σχολικές αίθουσες, να ομορφύνουν την ενήλικη ζωή μας...

Όπως και νάχει, άμα θέλεις πολύ να βρεις τα Χριστούγεννα, φτάνει να κυττάξεις προσεκτικά και θα δεις να στέκουν τριγύρω σου δεκάδες Χριστουγεννιάτικα δέντρα...

...στολισμένα με φανταχτερά πορτοκαλιά λαμπιόνια...

...ακόμη και με ανέλπιστες μαβιές κορδέλλες...

...ακόμη και με απαγορεύσεις για τα πρέπει και τα δεν πρέπει των ημερών.

Άμα θες, μπορεί να διακρίνεις λίγη αγάπη γραμμένη με σπρέυ στον τοίχο...

...και να δεις ελπίδα ανάμεσα σε κάγκελα...

...να διακρίνεις την μοναξιά των ημερών...

...και την ξενοιασιά μιας ηλιόλουστης μέρας...

Κι΄ όλα αυτά μαζί φτιάχνουν τα χαμένα Χριστούγεννα...

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Για λίγο παύει η σιωπή...

Για λίγο παύει η σιωπή σε τούτη ‘δω την άκρια του νησιού. 

Για λίγο μόνον, ακούγονται φωνές και γέλια, παιδιά μαζεύονται στο περιαύλιο της εκκλησίας...

...το γλωσσίδι χτυπάει επίμονα το σιδερένιο καύκαλο της καμπάνας...

...τραγούδια τρέχουν ανάκατα με ευχές τριγύρω στα τραπέζια και για λίγο, για πολύ λίγο, ο χρόνος στέκει ακίνητος. 

Είμαστε εμείς και ταυτόχρονα οι πρόγονοί μας, λέμε παμπάλαιες προσευχές...

...τσουγκράμε πανάρχαιο κρασί, 

...λουζόμαστε στον ίδιο όπως τότε Ήλιο, τα χορτάρια σαλεύουν απ΄ τον ίδιο Άνεμο, 

κι’ όλο αυτό είναι το τώρα που φτιάχνει το πάντα δίχως εμείς να το αντιλαμβανόμαστε.

Άμα θά 'χουμε φύγει, θα πρέπει νά 'μαστε σίγουροι πως δώσαμε στους επόμενους έναν τουλάχιστον λόγο για να συνεχίζουν. 

Μέσα σε όλο το χάος μιας πραγματικότητας ειδωμένης μέσα από οθόνες κινητών, θα πρέπει να θελήσουν να σηκώσουν τον εαυτό τους απέναντι στην αληθινή ζωή, στους αληθινούς φίλους.
Έχει έρθει το τέλος αυτού που στεγνά, σχεδόν στυφά, λέμε παράδοση και νιώθουμε να μας πνίγει στην τυπικότητά του. 

Τώρα η ευθύνη πέφτει σε μας, να έρθουμε κοντά για να μπορούμε να ακούμε ο ένας τον άλλον, να φτιάξουμε την εικόνα για το πώς οραματιζόμαστε το μέλλον, να υπολογίσουμε πόση δύναμη θα βάλουμε για να κρατήσει όλο αυτό για πολύ. 

Όλο αυτό χτισμένο γύρω από τον πυρήνα της ιδιαίτερης προσωπικότητας του νησιού, θα είναι πλέον η παράδοση.

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Η Καλή Βραδυά!

Παραμονή Χριστουγέννων ήταν η Καλή Βραδυά επειδή γεννιόταν ο Χριστός.
Κάναμε τηγανίτες, όχι λουκουμάδες, δεν είχαμε αλεύρι, δεν έφτανε, κατοχή ήταν, παίρναν οι Ιταλοί ό,τι αλεύρι βγάζαμε

Σε μια τηγανίτα μέσα βάζαμε μια δραχμούλα, όπως βάζουμε τώρα την πρωτοχρονιά το φλουρί στην πίτα, μα τότε το κάναμε την Καλή Βραδυά. 
Ε, για φαγητό κάναμε συλαδιά, διάφορα ψάρια μαζί με λίγο λάδι, σαν την κακαβιά δηλαδή, γιατί νηστεύαμε.
Τα Χριστούγεννα στα Κελλιά γιορτάζονταν τρεις μέρες. 
Το πρωί στις 24 γύρω στις δέκα ήταν η πρώτη λειτουργία κι΄έβγαζε ο παπάς τον Σαντίσσιμο που έμενε έξω για 40 ώρες. 
Το απόγευμα πάλι στον εσπερινό φοράγαμε τα καλά μας και πηγαίναμε στον Άγιο Ζαχαρία. 
Είχε τόσο πολύ κόσμο τότε το χωριό, που τα παιδιά δεν χωρούσανε στις πάγκες και καθόμαστε κάτω κάτω σε μικρά παγκάκια κοντά στην μεγάλη πόρτα της εκκλησίας.

Παραμονή του Νέου Έτους, μάς έραβε η γιαγιά μου η Αντέλα ένα πουγγί, που το κρεμάγαμε μ' ένα σπαγγάκι στο λαιμό για να βάζουμε τα λεπτά από τους μπουναμάδες όσων θα ερχόταν να χαιρετήσουν. 

Μετά, το Νέο Έτος το περιμέναμε με χαρά γιατί σηκωνόμαστε και φοράγαμε από νωρίς το πρωί τα καλά μας ρούχα, πηγαίναμε στην εκκλησία και όταν γυρίζαμε στο σπίτι, ετοίμαζε η μαμά μου το τραπέζι με όλα τα γλυκά, με ρακί, με κεράσματα και φεύγαμε και πηγαίναμε στην γιαγιά μου την Αντέλα. 
Μας τηγάνιζε λουκάνικα και τρώγαμε γιορτινό πρωινό.
Μετά πηγαίναμε και χαιρετούσαμε όλους τους συγγενείς, ήταν το έθιμο να πηγαίνουν όλοι να χαιρετάνε στα σπίτια. Ήταν τόσος ο κόσμος, σαν πανηγύρι..!

Μετά έπρεπε να πάμε στην Αετοφωλιά να χαιρετήσουμε όλους τους συγγενείς και να φάμε στη νενέ μου. Φεύγοντας όπως απ΄το σπίτι, αφήναμε την πόρτα ανοικτή, όποιος πάει και δε μας βρει, να μπορεί να κεραστεί, έτσι, για το καλό.

Ε, μετά ερχόταν των Φώτων, που γινόταν η βάφτιση του Χριστού και περιμέναμε να δούμε ποιό παιδάκι θα βαφτίσει τον Χριστό. Ήταν πολλά τα παιδιά τότε και βάζανε κλήρο. 
Το ντύνανε, λοιπόν, στ' άσπρα με μια κορώνα στο κεφάλι,πήγαινε ο παπάς στη μέση της εκκλησίας που ήταν τα καζάνια με τον αγιασμό και ο παπάς από τα χέρια του παιδιού τον Χριστό και τον βάφτιζε.

Το παιδάκι που βάφτιζε τον Χριστό ήταν σαν κανονικός νονός του, οπότε και έπρεπε να κεράσει και κάνανε οι γονείς τραπέζι με γλυκά και πήγαιναν όλοι και χαιρετούσανε."
Σημείωση: η πρώτη κάρτα είναι σταλμένη προς κατοίκους των Κελλιών για τα Χριστούγεννα, ενώ η δεύτερη προς κατοίκους της Αετοφωλιάς με την ευκαιρία του Νέου Έτους. Καμμία από τις δύο δεν έχει ημερομηνία.


Αφήγηση: Αδελαΐς Αρμάου-Παπαδοπούλου, Δεκέμβριος 2012.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Την ώρα π’ άνοιγα πανιά...

...για την απάνω γειτονιά!
Όπου απάνω γειτονιά για τώρα, βάζω το νησί. 

Και δεν ανοίγω ούτε πανιά, αλλά, η θάλασσα μένει η ίδια,

 το καράβι ολόχρωμο πατάει στην ίδια ρότα, 

...το νησί αδερφώνει μ' ένα σύννεφο...

...και τα σταφύλια περιμένουν υπομονετικά. 

Τί περιμένουν; 

Μα στάσου μια στιγμή! Τούτος δω ο βράχος...
...μοιάζει με τον γίγαντα του παραμυθιού! 

Να! και 'κείνη η κατσίκα...
...που πάει ντουγρού για τα τριαντάφυλλά μου!


Και δες εκεί! Βράχοι απάνω και βράχοι κάτω!

Και δες κι' εκεί! Τα διπλαλώνια, που ζήτημα είναι αν θα βρεις όμοια σ' άλλη γωνιά της Τήνος...

Και 'κει πάνω είναι που πηγαίναμε για κουνέλια και...

...μα, ναι, ξεχάστηκα... 

Ρακί θα γίνουν τα σταφύλια... 
Ρακί Φαλαταδιανό!

Θα βράσουν ν' ανασάνει το μέσα τους, 

να βγάλει την ψυχούλα που θα μαζέψουμε στάλα-στάλα... 

...διάφανη και καθαρή, πάναγνη και ανόθευτη, όπως αιώνες τώρα πάνω σε τούτη την Αιγαιακή πέτρα το σταφύλι γίνεται πνεύμα, που μπολιάζει τις παρέες με ζέστα ανθρώπινη, συντροφεύει τα κρύα βράδυα με τη διάφανη παρουσία του, ανοίγει κλεισμένες από καιρό πόρτες του μυαλού και βγάζει στο φως ξεχασμένες ιστορίες από το νησί πού ‘φυγε.

"Τί ωραίες φωτογραφίες", θα πεις! 
"Αμ, δεν είναι δικές μου", θα πω...

Μου τίς έστειλε εκείνος ο Αντώνης, σαν εκδίκηση που πήγα δυό βδομάδες πριν από 'κείνον στο νησί..!

Κι' ήθελα νά 'μουν και ΄γω εκεί, να σταθούμε μαγεμένοι απ’ τις πρώτες στάλες μέσα στο μέταλλο, να μυρίσουμε το πρωτόρακο, να ροκανίσουμε στραγαλάκια περιμένοντας κι’ απέ, να βάλουμε επιτέλους στο στόμα μας την πρώτη γουλιά απ΄το φετεινό, το φρέσκο... 

Πώς λέει 'κείνο το ξενοτοπίτικο τετράστιχο...

               Να φαν τα λάφια μάλαθρο,
               κι οι μούλες το τριφύλλι
               κι ο νιός να πιή παλιό κρασί,
               ρακί ματαβρασμένο.





ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...