Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χωρίς ρίμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χωρίς ρίμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Λοιπόν, Ιούλιος...


Ακόμη και λίγο μετά τα μισά του, παραμένει ο κυρίαρχος του καλοκαιριού. 

Με τον δροσερό, μισο-ανοιξιάτικο Ιούνιο νά σβήνει εδώ παραδίπλα και τον αβέβαιο μετεωρολογικά Αύγουστο, ο Ιούλιος πατάει γερά στα δύο Γιώτα του, που αναμεταξύ τους έχουν ένα μεγαλειώδες Λάμδα

ΙούΛιος. 
Λάμδα, όπως, Λειώνω από τη ζέστη, όπως Λιμπίζομαι μια ποικιλία δίπλα σε μια παραΛία, λάμδα όπως Λαχτάρα για ανάπαυΛα, όπως Λείπω από το μέσα του εαυτού μου τού ίδιου, τόσο χαμένος, που δυσκολεύομαι να με εντοπίσω κι'εγώ ο ίδιος...


Η πόλη άδεια...

 ...απερίγραπτα ζεστή...

...ανεξήγητα ποιητική...
 
...εκεί που δεν το περιμένεις, 

...παρ' όλ' αυτά αβάσταχτα πόλη...


Στο μεταξύ κάποιες πέτρες ανάβουν κάτω από τον ανελέητο Ήλιο, 
 
...κάποιες δραφούλες καμαρώνουν χωρίς θεατές, 


...κάποιες βοκαμβίλιες πιτσιλίζουν με χρώμα μια στροφή του δρόμου...
 
...τα αρμιρίκια φιλτράρουν τον Ήλιο...

...και η ελληνική επαρχία βάζει τα καλά της για να κρύψει απο τους επισκέπτες την ορφάνια της...




Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ΧΑΛΑΣΜΕΝΗ FUJI...

Πάει... Χάλασε η καινούργια μου μηχανή...
Κάτι πάτησα φαίνεται κι' άρχισε να βγάζει λάθος, να στρέφεται αφ΄εαυτού της σ' εκείνα που το βλέμμα μου δεν γυρνάει από μόνο του να δεί...

Βγάζει βρωμισμένες παδικές χαρές, δίχως παιδιά, χωρίς χαρούμενες φωνές, με μόνο κάγκελα τριγύρω, κρυφή απειλή, υποσυνείδητο μήνυμα για τους όρους που προαπαιτούνται για να είναι ασφαλής κανείς από 'δω και πέρα, από τα τρία-πέντε του χρόνια...
Βγάζει ανθρώπους έτοιμους να φαγωθούν με το παραμικρό, αστράτευτους φονιάδες των άλλων, εκείνων που απλώς έλαχε να είναι απέναντί τους...
...τραβάει μιά γρήγορη πόζα στη νεανική ορμή που πάτησε στο γαρμπίλι της αδιαφορίας, ξεστράτησε κι' έγινε οργή,στρατευμένη στα χέρια κάποιου ποδοσφαιροκάπηλου...
...που λίγο ακόμη και θα γίνει τσιμεντένιο μυαλό, χωρίς ίχνος κρίσης, χωρίς καμμιά θέληση για ελευθερία και κυρίως, για ελευθερία στο μέσα μας, στο είναι αυτό-καθεαυτό...
Μετά γυρίζει και τραβάει μια πόζα στο ηλιθιωδέστερο Κράτος όλων των εποχών, που ακόμη συνεχίζει να ζητάει από τους μή έχοντες, από ετοιμόρροπα ρημάδια ολόκληρης ζωής, από τελειωμένες ιστορίες, τυλιγμένες σε πλαστική κορδέλα επικείμενης κατάρρευσης...
Πιάνει στην κόγχη μιάς ανηφόρας το γκρίζο της ψυχής των παιδιών, που σήμερα φορτώνονται στην ράχη το σταυρό του μέλλοντός τους, ζωγραφισμένο σε τοίχο γκρίζο και βρώμικο όσο οι ψυχές των εκτελεστών τους.
Μετά, ανοίγει το μεγάλο της μάτι διάπλατο να χωρέσει όσο φως μπορεί και μου δείχνει παιδιά στριμωγμένα ανάμεσα σε ντουβάρια μιάς ανελέητης πόλης, που τα σκορπάει σε τεχνητές αλάνες, να τυρρανούν τη Ζωή τους που πασχίζει να ξεσπάσει για να γίνει Βίος και τελικά καταλήγει μια αφόρητη επανάληψη...
Πάει, στο Θεό σας, πάει και βρίσκει αλυσσοδεμένες καρέκλες, αλυσσοδεμένες πλαστικές καρέκλες, σε πεζοδρόμιο που έγινε αυλή.
Κι' έπειτα, ζουμάρει και κάνει "κλικ" στην Παιδεία. Βλέπει τον τοίχο του δημοτικού σχολείου που ξεφτάει κι' αυτός μαζί της μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, σελίδα τη σελίδα, ελπίδα την ελπίδα...
Κατόπιν, παρατηρεί την πορεία μιάς ζωής να καταλήγει στα σκουπίδια των ζωών των άλλων.
Χλευάζει την "ανακύκλωση" που κι' αυτή πήγε στο διάολο, όπως κάθε τί που έδειξε κάποτε σ' αυτόν τον τόπο πως θα μπορούσε να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους...
Τρομάζει από επικίνδυνες απλουστεύσεις σφραγισμένες με λατινικούς χαρακτήρες, τόσο γενικόλογες, που καταντούν αφόρητα φασιστικές, ακριβώς σαν εκείνες που προσπαθούν να αποφύγουν...
Ύστερα, ορθώνεται για να μπορέσει να χωρέσει τ' άδεια σπίτια, τα "ΠΩΛΕΙΤΑΙ" και τα "ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ" βαλμένα σε ορόφους στο ύψος μιας μόνο κολώνας.

Τέλος, σκύβει και βλέπει το παιχνίδι το καθημερινό που μας βάζουν και παίζουμε, που πούλια έχει, μα του λείπουν τα ζάρια για να το κάνουν και δίκαιο και αληθινό σύμφωνα με τις επιταγές της ζωής
Εδώ, είναι όλα προαποφασισμένα.



Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΚΑΙ ΛΕΥΚΟΙ

 Είμαστε γαλάζιοι και λευκοί,
κρεμάμενοι 
σε λευκή και γαλάζια κόγχη
 αρχαίου ιστού.
Κι' άτονοι παραμένουμε, 
αξεδίπλωτοι
όταν οι άλλοι περιμένουν από μας ν' ανεμίσουμε,
να κυματίσουμε στην άκρη του σκοινιού,
που μας κρατάει στον αιώνιο ιστό.
......μα, Αέρας πουθενά...
.............................................
Χέρια μαθητικά δεν έρχονται
να μας τραντάξουν, 
να ξυπνήσουμε
και μεις και όλοι.
Σαν κουρελόπανο του άτιμου εαυτού μας
κρεμόμαστε,
πτώματα πριν καν πεθάνουμε,
σα ζωντανοί στον θάνατό μας.
Άλλες σημαίες περνούν βηματιστά 
εμπρός από γραββάτες και κουστούμια,
εμπρός από δοσίλογους κι' Εφιάλτες.
Άλλες σημαίες, με μάτια κλειστά, 
ντροπιασμένες,
φτηνές φτιαγμένες,
φοβισμένες.

Κι΄εδώ, Αέρας καθόλου...
Χέρια μαθητικά
σταυρώνονται στο στήθος,
ενώ ποθούμε 
να μας ανεμίσουν
να ξυπνήσουν και μας και όλους,
που είμαστε γαλάζιοι και λευκοί...


Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

...ανελέητο καλοκαίρι

Και ποιός θυμάται πώς ξεκίνησε όλο αυτό
μιαν τελευταία μέρα του Μαΐου
που οι φωνές ψιθύριζαν
"Αύριο μπαίνει Ιούνιος,
καλοκαίρι..."

Πέφτει στα γόνατα,
οδύρεται
στέκει μετά για μια στιγμή ολόρθο
στα πόδια
μη θυμούμενο
αν πάνω στην σκηνή έπρεπε νάναι
ή κάτω απ΄αυτήν.

Ανελέητο καλοκαίρι
κυλάει ανάμεσα στα καλάμια και τις λυγαριές
τρέχει μαζί με τον αέρα
στους χαμηλούς λόφους
σκάει με φόρα χίλιες φορές πάνω στη γή
μαζί με τις αχτίδες του Ήλιου
κομματιάζεται χίλια κομμάτια
κι΄ανασυντίθεται εμπρός
στα χαυνωμένα μάτια μας,

παίζει τον ρόλο του
με πείσμα
σα νέος ηθοποιός
παίζει και παίζεται
σαν ζάρι
σε γιγαντιαίο τάβλι
όπου αποφασίζεται το κόστος της γιορτής.

"Σιγά" λεν οι φωνές
"Μην το τρομάξεις
μικρό΄'ναι και μικρό θα σβήσει
ποτές να μην χορταίνουμε
όσο πρέπει
ποτές να μην αδειάσουμε
όσα πρέπει
απ' τη βοή και το πλατάγισμα
των ημερών που έρχονται."

Ι. Α. (26-8-77) 

Κυριακή 15 Μαΐου 2011


Χειρόγραφο παληό, φθαρμένο,
από το Μέγα Κάστρο μαζεμένο

a.d. 1543



TO TΡΑΠΕΖΙ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ

Για ένα τραπέζι στην ταβέρνα
εχτές το βράδυ στήθηκε καυγάς.
Σε ποιόν ανήκε τέλος πάντων
το τραπέζι στην γωνιά σιμά στο παραθύρι…

Ο ένας είπε ‘πρώτος τόδα’
ο άλλος ‘ πρώτος ήρθα’
ο τρίτος ‘ πρώτος ήμουν.’
Ακούνητο εκείνο τους εκύτταε
-κυττάνε τα τραπέζια..;-
λερό τραπεζομάντηλο ντυμένο
π’ απάνω χέρι θυμωμένο
ο εκάστοτε ομιλητής εκτύπαε.


Χορόν αστείο τα ποτήρια, τα μαχαίρια, τα λοιπά
των παγεμένων τώρα δα εστιασθέντων
είχαν αρχίσει με ρυθμό
των διεκδικούντων το θυμό.
Κουδούναγαν σαν φόντο στις φωνές,
που, ποιόνα λόγον είχαν, λές..;
Τίνος θα ήταν τελικά το τραπεζάκι στην γωνιά…

Για ένα τραπέζι λέω, στην ταβέρνα
οπου στήθηκε καυγάς...

Βάλε κρασί κόκκινο, κέρνα,
να σου τελειώσω, να σου πω.
Θα τόχεις δει το καπηλειό
στον πάνω δρόμο της πέρα γειτονιάς.

Κάθεται ο ένας σαν πασάς
και παραγγέλνει μές την μέση του καβγά,
του ταβερνιάρη αγριεύει ό άλλος
και παρακεί γελάει ο πονηρός ειρωνικά,
που περιμένει τον δραγάτη
με το καμτσίκι του πελάτη και πελάτη
εξω να πετάξει , αφού στα δύο τους χωρίσει.
κι’ αυτός, λύκο θαρρώντας εαυτό του,
χαρά η αναμπουμπούλα , για καλό του,
να στρογγυλοκαθίσει.


Όπως καθόμαστε καλή ώρα εδώ πέρα
κι’ ο λύχναρος σπιθάκια μας πετά,
λάδι – νερό δεν κανει στο λυχνάρι,
ξερνάει και το φυτίλι το χαλνά-
έτσι λογάκια οι τριγύρω εσπιθήσαν
στην παύση μέσα του καβγά
και πριν προφτάσουν έτσι το κεφάλι τους να κάνουν
και ντροπιασμένοι τους τριγύρω τους να ιδούν
στρεφουν στον τρίτο
και με λόγια στον καβγά τους τον τραβούν.

Ο ένας με δυό πιο σκληρά
τα λόγια πρέπει νάχει,
για ό,τι κι΄αν τού λάχει
σαν το μαχαίρι ν΄ακονά..

Σα τώρα δα
πώς σου μιλώ και ‘σύ μ’ακούεις
και αντιρρήσεις σ’ ό,τι λέω
η περιέργεια δεν σ’ αφήνει ν’ αντικρούεις,
ετσι σαν όπλο την κουβέντα πρεπει να λογάς
και σαν σου τύχεται καβγάς
΄κει που πονά ο άλλος να πετάς.

Πέταξε ‘κείνος δυό κουβέντες
στους μόλις σύμμαχους φτιαγμένους:
«Σπίτι σου’ ειπε στον μικρό ‘να πάς’
κλίνη με νιά γυναίκα
με σκέρτσα και τερτίπια μόνο
δεν κρατάς».

«Τράβα στον γυιό σου,’ λέει στον άλλον
στο παραδίπλα καπηλειό,
κύρηγμα για τον οίνο να του κάνεις
και σαν αντίρρηση σου φέρει
τον σκούφο σου τον βγάνεις
και τ’ αλατιού τον κάνεις στο λεπτό.»

Μα ως πόσην ώρα σου μιλώ
στην αγορά θα πρόφταινα να πάω
να βρώ ένα άλλο καπηλειό
και το κρασί μου ήσυχα να πιώ.

Έτσι εγροίκησαν οι άλλοι στην ταβέρνα
κι’ απ’ το γλυκό το βαρελίσιο και το χύμα
προτίμησαν να φύγουν
μαζί κι’ από την αφορμή
μιάς και κοντά της πάει, κατά πως λένε,
και το κρίμα.

Σταμάτησες κρασί στην κούπα μου να χύνεις...
Δώσε, τι φεύγω στο λεπτό
και μ’ απορία κι’ αγωνία θε να μείνεις.

Πιάνει ο ένας μια μπουκάλα.
Ο άλλος βγάνει από το τζάκι την μασιά.
Μα ο φαρμακόγλωσσος
κάμα στα μούτρα τους τραβά.
Κανείς τους τώρα δε νογάει
μεζέ να δώσει στα σκυλιά
τα ιδικά του σωθικά.

Κι’ όλ’ αυτά;
Για το τραπέζι στην γωνιά…

Δεν είναι δα να κάτσεις σιμά στο παραθύρι
ιδιαίτερη ευτυχία…
Κρύο θα βάζει και βροχή
και το αγιάζι θα σκεπάζει του κρασιού την ευωδία.

Μα ποιος θυμόταν τώρα πιά
πώς ξεκινήσαν όλ’ αυτά…
Και όπως σούλεγα προτού,
αδεια τραπέζια να διαλέξεις
αφήκαν σα σκληρύνανε οι λέξεις
θαμώνες που τραβήξανε γι’ αλλού.

Μάτια ποιος είχε για να δει
πως δεν υπήρχε πλέον αφορμή…

Σε μάκρος πήγε και δεν κάνει,
εξ’ άλλου το κρασί δεν φτάνει.
Τέλος να δίνουμε ώρα είναι
και δίδαγμα να βγάλουμε απ’ αυτά.
Το τι κατάλαβες θα πεις,
θα πώ κι’ εγώ
και στο τραπέζι τούτο ‘ δω
αύριο κουτσοπίνουμε ξανά.

Στους ίδιους κρίκους και στο ίδιο το κελί,
για να φιλιώσουν ή να φαγωθούν μεσ’ το σκοτάδι
στου υπογείου την ησυχία την υγρή
πετάξανε,
παραδομένους στου «γιατί» το χάδι΄
που ξεθυμαίνει την οργή,
και ράκος τους ανθρώπους κάνει
σαν μια βλακεία έχει τους λερώσει την ψυχή.

Άμα θα βγουν σου λεώ τι γενήκαν,
αμα φιλιώσαν ή άμα φαγωθήκαν.
Μα ΄κείνο πού’ νιωσα
και θέλω να σου πώ
με λίγα λόγια
είν΄αυτό:

Του ταβερνιάρη το τραπέζι ήταν μόνο
και ‘ γω σου λέω πως με τον χρόνο
οταν αλλάξει αφεντικό το καπηλειό
ούτε και ‘ κείνου πλέον θα ανήκει.
Τα πράματά του, τα εργαλεία , τα λεφτά
χέρια θ’ αλλάξουνε κι’ αυτά.
και το τραπέζι,
οχι στα σκουπίδια,
-το ξύλο ζέστη μέσα κρύβει
κι’ ας είναι και φθαρμένο-
μα στου τζακιού τα’ αποκαϊδια
σε φλόγες θα’βρεις τυλιγμενο.
Και τότε, σαν το κούτσουρο
στο τζάκι του μαγέρικου θα δεις
γελώντας, σε καλό σου,
στους νοματαίους που τριγύρω θα κυττάνε
μες΄από γέλιου μεθυσμένου δάκρυα θα πεις…
Για τούτο ΄δω στην φυλακή κλειστήκαν τρεις...


ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...