Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα χωρίς ρίμα

Λοιπόν, Ιούλιος...

Εικόνα
Ακόμη και λίγο μετά τα μισά του, παραμένει ο κυρίαρχος του καλοκαιριού.  Με τον δροσερό, μισο-ανοιξιάτικο Ιούνιο νά σβήνει εδώ παραδίπλα και τον αβέβαιο μετεωρολογικά Αύγουστο, ο Ιούλιος πατάει γερά στα δύο Γιώτα του, που αναμεταξύ τους έχουν ένα μεγαλειώδες Λάμδα .  Ιού Λ ιος.  Λάμδα , όπως, Λ ειώνω από τη ζέστη, όπως Λ ιμπίζομαι μια ποικιλία δίπλα σε μια παρα Λ ία, λάμδα όπως Λ αχτάρα για ανάπαυ Λ α, όπως Λ είπω από το μέσα του εαυτού μου τού ίδιου, τόσο χαμένος, που δυσκολεύομαι να με εντοπίσω κι'εγώ ο ίδιος... Η πόλη άδεια...  ...απερίγραπτα ζεστή... ...ανεξήγητα ποιητική...   ...εκεί που δεν το περιμένεις,  ...παρ' όλ' αυτά αβάσταχτα πόλη... Στο μεταξύ κάποιες πέτρες ανάβουν κάτω από τον ανελέητο Ήλιο,    ...κάποιες δραφούλες καμαρώνουν χωρίς θεατές,  ...κάποιες βοκαμβίλιες πιτσιλίζουν με χρώμα μια στροφή του δρόμου...   ...τα αρμιρίκια φιλτράρουν τον Ήλιο... ...και η ελληνική επαρχία βάζει τα καλά της για να κρύψει α

ΧΑΛΑΣΜΕΝΗ FUJI...

Εικόνα
Πάει... Χάλασε η καινούργια μου μηχανή... Κάτι πάτησα φαίνεται κι' άρχισε να βγάζει λάθος, να στρέφεται αφ΄εαυτού της σ' εκείνα που το βλέμμα μου δεν γυρνάει από μόνο του να δεί... Βγάζει βρωμισμένες παδικές χαρές, δίχως παιδιά, χωρίς χαρούμενες φωνές, με μόνο κάγκελα τριγύρω, κρυφή απειλή, υποσυνείδητο μήνυμα για τους όρους που προαπαιτούνται για να είναι ασφαλής κανείς από 'δω και πέρα, από τα τρία-πέντε του χρόνια... Βγάζει ανθρώπους έτοιμους να φαγωθούν με το παραμικρό, αστράτευτους φονιάδες των άλλων, εκείνων που απλώς έλαχε να είναι απέναντί τους... ...τραβάει μιά γρήγορη πόζα στη νεανική ορμή που πάτησε στο γαρμπίλι της αδιαφορίας, ξεστράτησε κι' έγινε οργή ,στρατευμένη στα χέρια κάποιου ποδοσφαιροκάπηλου... ...που λίγο ακόμη και θα γίνει τσιμεντένιο μυαλό, χωρίς ίχνος κρίσης, χωρίς καμμιά θέληση για ελευθερία και κυρίως, για ελευθερία στο μέσα μας, στο είναι αυτό-καθεαυτό... Μετά γυρίζει και τραβάει μια πόζα στο ηλιθιωδέστερο Κράτος όλων των επο

ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΚΑΙ ΛΕΥΚΟΙ

Εικόνα
  Είμαστε γαλάζιοι και λευκοί, κρεμάμενοι  σε λευκή και γαλάζια κόγχη  αρχαίου ιστού. Κι' άτονοι παραμένουμε,  αξεδίπλωτοι όταν οι άλλοι περιμένουν από μας ν' ανεμίσουμε, να κυματίσουμε στην άκρη του σκοινιού, που μας κρατάει στον αιώνιο ιστό. ......μα, Αέρας πουθενά... ............................................. Χέρια μαθητικά δεν έρχονται να μας τραντάξουν,  να ξυπνήσουμε και μεις και όλοι. Σαν κουρελόπανο του άτιμου εαυτού μας κρεμόμαστε, πτώματα πριν καν πεθάνουμε, σα ζωντανοί στον θάνατό μας. Άλλες σημαίες περνούν βηματιστά  εμπρός από γραββάτες και κουστούμια, εμπρός από δοσίλογους κι' Εφιάλτες. Άλλες σημαίες, με μάτια κλειστά,  ντροπιασμένες, φτηνές φτιαγμένες, φοβισμένες. Κι΄εδώ, Αέρας καθόλου... Χέρια μαθητικά σταυρώνονται στο στήθος, ενώ ποθούμε  να μας ανεμίσουν να ξυπνήσουν και μας και όλους, που είμαστε γαλάζιοι και λευκοί...

...ανελέητο καλοκαίρι

Και ποιός θυμάται πώς ξεκίνησε όλο αυτό μιαν τελευταία μέρα του Μαΐου που οι φωνές ψιθύριζαν "Αύριο μπαίνει Ιούνιος, καλοκαίρι..." Πέφτει στα γόνατα, οδύρεται στέκει μετά για μια στιγμή ολόρθο στα πόδια μη θυμούμενο αν πάνω στην σκηνή έπρεπε νάναι ή κάτω απ΄αυτήν. Ανελέητο καλοκαίρι κυλάει ανάμεσα στα καλάμια και τις λυγαριές τρέχει μαζί με τον αέρα στους χαμηλούς λόφους σκάει με φόρα χίλιες φορές πάνω στη γή μαζί με τις αχτίδες του Ήλιου κομματιάζεται χίλια κομμάτια κι΄ανασυντίθεται εμπρός στα χαυνωμένα μάτια μας, παίζει τον ρόλο του με πείσμα σα νέος ηθοποιός παίζει και παίζεται σαν ζάρι σε γιγαντιαίο τάβλι όπου αποφασίζεται το κόστος της γιορτής. "Σιγά" λεν οι φωνές "Μην το τρομάξεις μικρό΄'ναι και μικρό θα σβήσει ποτές να μην χορταίνουμε όσο πρέπει ποτές να μην αδειάσουμε όσα πρέπει απ' τη βοή και το πλατάγισμα των ημερών που έρχονται." Ι. Α. (26-8-77) 
Χειρόγραφο παληό, φθαρμένο, από το Μέγα Κάστρο μαζεμένο a.d. 1543 TO T ΡΑΠΕΖΙ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ Για ένα τραπέζι στην ταβέρνα εχτές το βράδυ στήθηκε καυγάς. Σε ποιόν ανήκε τέλος πάντων το τραπέζι στην γωνιά σιμά στο παραθύρι… Ο ένας είπε ‘πρώτος τόδα’ ο άλλος ‘ πρώτος ήρθα’ ο τρίτος ‘ πρώτος ήμουν.’ Ακούνητο εκείνο τους εκύτταε -κυττάνε τα τραπέζια..;- λερό τραπεζομάντηλο ντυμένο π’ απάνω χέρι θυμωμένο ο εκάστοτε ομιλητής εκτύπαε. Χορόν αστείο τα ποτήρια, τα μαχαίρια, τα λοιπά των παγεμένων τώρα δα εστιασθέντων είχαν αρχίσει με ρυθμό των διεκδικούντων το θυμό. Κουδούναγαν σαν φόντο στις φωνές, που, ποιόνα λόγον είχαν, λές..; Τίνος θα ήταν τελικά το τραπεζάκι στην γωνιά… Για ένα τραπέζι λέω, στην ταβέρνα οπου στήθηκε καυγάς... Βάλε κρασί κόκκινο, κέρνα, να σου τελειώσω, να σου πω. Θα τόχεις δει το καπηλειό στον πάνω δρόμο της πέρα γειτονιάς. Κάθεται ο ένας σαν πασάς και παραγγέλνει