Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θεατρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θεατρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

ΣΤΗΣ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΗΣ ΤΟΝ ΑΝΘΟ

Ο πολιτισμός μέσα σε συνθήκες κρίσης. 

Απλώς, δεν υπάρχει. 

Ας μην εξωραΐζουμε τα πράγματα με τους γνωστούς αφορισμούς «άμα ψάξεις βρίσκεις» «ο πολιτισμός ξεκινάει απ΄το σπίτι» και λοιπές μπούρδες που λένε όσοι είναι έξω απ΄τον χορό. 
Και ο χορός έχει διάφορα μαντηλάκια για να πιαστείς.

Υπόθεση για μελέτη: έχω δύο παιδιά και επειδή θεωρώ ότι στο σχολείο δεν παίρνουν όσα θάπρεπε, θέλω να τα μορφώσω
Να τα καλλιεργήσω δηλαδή, γιατί η μόρφωση ως αποθησαυρισμός γνώσεων, τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά ελάχιστη σχέση έχουν με την καλλιέργεια ενός ανθρώπου. 
Μπορεί να συνεισφέρουν στην καλλιέργεια, σε καμμία όμως περίπτωση δεν την πιστοποιούν και δεν την εγγυώνται. 

Υποπερίπτωση πρώτη: είμαι σε κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο, με αρκετά θέατρα, μουσεία, εκδηλώσεις, παραστάσεις, καλλιτεχνικά εργαστήρια κλπ. Στα γρήγορα θα πω ότι, οτιδήποτε απ΄αυτά όλα ΚΟΣΤΙΖΕΙ
Θέλω λεφτά για να δημιουργήσω μια συνέχεια στην συνείδηση του παιδιού μου σχετικά με τον πολιτισμό. Δεν γίνεται σήμερα να το πάω σε ένα μουσείο και μετά να το αφήσω έτσι στεγνό. 
Ποιοι και κυρίως πόσοι έχουν σήμερα την ευχέρεια να κάνουν κάτι τέτοιο; 
Ελάχιστοι. Οι ίδιοι και οι ίδιοι γυρνάνε στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και όπου τέλος πάντων υπάρχει τροφή για τα παιδιά. 

Υποπερίπτωση δεύτερη: ζώ στην επαρχία. Μουσεία, παραστάσεις και κυρίως, θέατρο; Τι είναι αυτό; Άντε πήγα μία πήγα και δύο πήγα και μια τρίτη φορά. Μετά; Στην περίπτωση αυτή μου λείπουν και τα ερεθίσματα εκτός από το χρήμα. Και στην συνέχεια, θα φάω στη μάπα και τις αρπαχτές του κάθε τελειωμένου μουσικού, ηθοποιού, «καλλιτέχνη» εν γένει που έχει επίγνωση της αισχρής έως χυδαίας κατάστασής του και για να τα κονομήσει θα παρουσιάσει ότι χειρότερο υπάρχει. 

Σταματάω εδώ.

Σε ένα ανθυγιεινό κράτος όπου το 70% του πληθυσμού του ζει σε πέντε μεγαλουπόλεις, ο πολιτισμός είναι τελειωμένος. 

Η επαρχία μαραζώνει και το κέντρο σαπίζει. Νομίζουμε πως πολιτισμός είναι να μην πετάς σκουπίδια κάτω και να μιλάς ευγενικά στους μεγαλύτερους. 
Και εδώ σταματάει κάθε μας υποχρέωση. 

Πολιτισμός είναι να ξέρω πως υπάρχουν και αλλού άνθρωποι με διαφορετικές αξίες από τις δικές μου, που μπορεί να γράφουν βιβλία, θεατρικά έργα, μουσικές, εντελώς μακρυά από την κατανόησή μου και να θέλω να προσπαθήσω να τους καταλάβω. Να θέλω να προβληματιστώ με τον τρόπο ζωής τους. 
Να θέλω να ενσωματώσω στην καθημερινότητά μου τον προβληματισμό τους απέναντι στην ζωή.

Πριν κάτι μέρες βρέθηκα σε ένα διήμερο σεμινάριο κορεάτικων πολεμικών τεχνών. Στο τέλος του σεμιναρίου οι διοργανωτές ζήτησαν από τον φιλοξενούμενο Κορεάτη εκπαιδευτή να πεί στους μαθητές που τον παρακολούθησαν δυό λόγια για το Tae Kwon Do

Και ‘κείνος χωρίς να το σκεφτεί απάντησε: «Να σέβεστε την οικογένειά σας, τους φίλους και γνωστούς σας, τους ανθρώπους που είναι τριγύρω σας»

Αν δεν είναι αυτό πολιτισμός που δημιουργείται και χτίζεται εκείνη την στιγμή, τότε τι είναι;

Κλείνω εξηγώντας ότι, οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο είναι από την καλοκαιρινή επίσκεψη στα Κελλιά (Καλλονή, για τον διαμαρτυρόμενο φίλο μου) από έναν χορευτικό σύλλογο της Άρτας. 

Τι θυμάμαι; 
Θυμάμαι την σεμνότητα του δασκάλου (ξεχνάω δυστυχώς το όνομα του υπέροχου αυτού ανθρώπου)...

...θυμάμαι τον τρόπο που παρουσιάστηκαν οι χοροί έτσι ώστε κανείς να μην βαρεθεί και το κέφι σιγά-σιγά να ανέβει, θυμάμαι πόσο παράξενα μου φάνηκαν τα Ηπειρώτικα καταμεσής στο Αιγαίο. 

Και θυμάμαι τα λόγια ενός φίλου μουσικού που έπαιζε για χρόνια με Τούρκους, Ινδούς, Αφγανούς, Ισραηλίτες μουσικούς και μούλεγε: «Μόνον η μουσική μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους…» εννοώντας ασφαλώς, τον πολιτισμό απ΄την δική του σκοπιά.

Τα γράφω όλα αυτά λίγες μέρες μετά την απίστευτη εκδήλωση μίσους στο Παρίσι, που μας έβαλε να αλληλοκατηγορούμαστε γιατί ο ένας έβαλε την γαλλική σημαία στο facebook κι’ ο άλλος όχι, να μετράμε και να συγκρίνουμε νεκρούς κι΄απ΄τις δυό πλευρές, λες κι΄η αγριότητα έχει πατρίδα, να σκεφτόμαστε τρόπους εκδίκησης, απάντησης, διαιώνισης του φανατισμού. 

Ο πολιτισμός είναι η απάντηση σε όλα, ο πολιτισμός που δυστυχώς τον στερούμαστε ανέκαθεν και τώρα φεύγει έξω απ΄την σφαίρα των απαιτήσεών μας.


Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Τί ειν΄η σκηνή, δυό κουρελούδες όλες κι΄όλες...

"Είναι δύσκολο νάσαι ερασιτέχνης. Δεν προσπορίζεσαι τίποτα από τον κόπο σου. Πρέπει να τ΄αγαπάς αυτό που κάνεις γιατί αυτό που θα σου δώσει στο δίνει στην ψυχή και καθόλου στην τσέπη. Και για τον καθένα απ΄όλους, για τον κάθε έναν ξεχωριστά στον θίασο, αυτό που το δίνει είναι μόνο δικό του γιατί έχει ο καθένας και μιάν άλλη ψυχή.

Που η μιά ευχαριστιέται με το χειροκρότημα, η άλλη τρέφεται με τον ρόλο, η άλλη ζει για το χτυποκάρδι των πρώτων πέντε-δέκα λεπτών της παράστασης και μια άλλη το κάνει γιατί άμα δεν το κάνει, απλά, δεν ζει.

Το σανίδι έχει σκουλήκι και το σκουλήκι κάποια στιμγή μπαίνει μέσα σου, εσύ δεν το καταλαβαίνεις, μα σε πιάνει κάτι σα πυρετός και θες να είσαι κει πάνω, να μπαίνεις σε πετσιά αλλωνών, να λες λόγια που δεν θα τάλεγες ποτέ από μόνος σου, να συναναστρέφεσαι φονιάδες, πόρνες, τρελλούς, ό,τι βάλει ο νούς σου.

Και πεθαίνεις. Με κάθε ρόλο πεθαίνεις. Ο ηθοποιός είναι ο μόνος που ξέρει από τα πριν πώς είναι να παύεις να υπάρχεις. Τέλειωσε ο ρόλος; Ε, αυτό είναι θάνατος, αυτό που υπήρξες και σουδωσε το χειροκρότημα παύει να υπάρχει, ζεις τον θάνατό σου, έστω και σαν κάποιος που υπήρξες σε ένα παράλληλο σύμπαν, στο σανίδι.

Λέω σανίδι και μούρθε στο μυαλό μια φορά που ευχόμουν να είχα κάτω απ΄τα πόδια μου σανίδι κι΄ας ήταν και σάπιο κι΄ας ήταν σκωροφαγωμένο κι' ας έτριζε κάθε που άλλαζες πόδι. Ήταν τότε που παίζαμε επάνω σε τραπέζια! Τραπέζια, από κείνα τα στενόμακρα των πανηγυριών, ενωμένα πλάι πλάι για να κάνουν σκηνή, να φαινόμαστε από μακρυά, σκηνή δεν υπήρχε στην  αίθουσα, πού να παίξεις να σε δει ο κόσμος. Κι΄είχαν έρθει κι΄ένα σωρό με γαιδούρια, με μουλάρια και κάτι λίγοι με αυτοκίνητα, μα ως πόσα αυτοκίνητα να είχε τότε στην Τήνο, ευτυχώς ήταν και δυό ταξί, φαρδειά σα μαούνες. Γιατί έπρεπε να φύγουμε απ΄το Ξώμποργο και να πάμε στην Καρδιανή. Ναι, στο Ξώμποργο ήταν η σκηνή με τα τραπέζια, στο Ξώμποργο. Ο Βουτσίνος, βέβαια! Είχε εκείνο που τον έκανε πέρα από παπά και κάτι σαν καθοδηγητή της καθημερινότητας.

Παίζαμε που λες κάθε χρόνο στο Ξώμποργο, στην αίθουσα δεξιά απ΄το πηγάδι, τη μεγάλη, βάλε με το μυαλό σου στριμωγμένα τετρακόσια άτομα, πεντακόσια, μεγάλο πανηγύρι!
Μόλις τελείωνε η λειτουργία, καθόταν ο κόσμος να φάει, να πιεί, στην ώρα επάνω έβγαινε ο Βουτσίνος και φώναζε, "Άντε, τελειώνετε να παίξουμε θέατρο!", σηκωνόταν ο κόσμος, μάζευε, στήναμε εμείς τα τραπέζια και παίζαμε. 
Σκηνή δεν υπήρχε, πώς να κάνεις τώρα εκείνες τις πάγκες να σταθεροποιηθούν; Δεν γινόταν. Να πας να κάνεις βήμα στην σκηνή και να κουνιέται ο τόπος όλος! Και να παίζουμε καμμιά κωμωδία, θυμάμαι να παίζουμε Μολιέρο, τον Φιλάργυρο, να νομίζει ο κόσμος πως το κάνουμε επίτηδες, να ξεκαρδίζονται, εμείς να κοντεύουμε να σωριαστούμε και 'κεινοι να νομίζουν πως είναι στο έργο.

Ευχαριστιόταν όμως οι άνθρωποι τότε. Κάθε πότε θα βλέπαν παράσταση στη ζωή τους, έβλεπες φάτσες γελαστές, μάτια κι αυτιά που ρούφαγαν την παράσταση κυριολεκτικά, δε σούκανε καρδιά να πεις τα παρατάω, δεν παίζω. Και μετά, σκέψου πως ήταν και γνωστοί, συντοπίτες, μας ξέραν και τους ξέραμε, έρχοταν και για το έργο και για εμάς, διπλό το βάρος, που βάρος δεν τόλεγες, διπλή χαρά να πώ καλύτερα. Και δεν υπάρχει ούτε μιά φωτογραφία από τότε, ούτε μία...


Μα βάλε τώρα πόσο χρονώ είμασταν όλοι μας και πόση ορμή, λέω καμμιά φορά, είχαμε και τραβολογιόμαστε να πάμε να παίξουμε στην άκρη του κόσμου. Ξέρεις, μπορεί και εκείνη η χαρά που ένιωθε ο κόσμος και την νιώθαμε κει 'μείς, την αναπνέαμε με κάποιο τρόπο, νάταν εκείνη που μας στέριωσε στο σανίδι της Ερασιτεχνικής. Γιατί να ξέρεις, πολλές φορές λες δεν πάει άλλο, ειδικά στην αρχή, που είσαι νέος και σε τραβάει η ζωή δεξιά κι΄αριστερά. Εμείς στην αρχή βάλαμε τέτοια θεμέλια φαίνεται κι΄έτσι καταφέραμε και στεριώσαμε και είμαστε ακόμη εδώ και φτιασιδωνόμαστε και ξεφυλλίζουμε φθαρμένες σελίδες, χιλιοσημειωμένες, τσακισμένες από τα πριν όπου θέλει ιδιαίτερη προσοχή, γνώριμές μας από χρόνια, όπως ρυτιδώνει το κορμί μας, ρυτίδωσαν κι΄αυτές.

Είναι που λες Χούντα. Χούντα στο μεσουράνημα της, μάλλον το ΄69 πρέπει νάτανε. Ο ενωμοτάρχης κι΄ο χωροφύλακας ισοδυναμούσαν με μεγάλη εξουσία! Οι μόνοι που τόλμαγαν να αντιμιλήσουν άντε να ήταν κανένας από τα Τ.Ε.Α. που είχαν και όπλα στα σπίτια τους. Έλεγε ο χωροφύλακας "Μη!", δεν υπήρχε "Μα..."

Έχουν απαγορευτεί που λες οι συγκεντρώσεις μα με τα πανηγύρια δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, τί να πουν "Εμείς θα χορεύουμε τσάμικα κι΄εσείς κατσέτε σπίτια σας;" δεν γινόταν, κάπως έπρεπε να έχει και λίγο λάσκα το σκοινί, όσο κεφάλας και νάσαι αυτό το καταλαβαίνεις. Πάμε να παίξουμε λοιπόν στο Ξώμποργο, έρχεται ο χωροφύλακας, ενωμοτάρχης να ήταν, πού να θυμάμαι, είχε κάτι ασημένια φουντούκια πάνω στους ώμους τέλος πάντων, έρχεται κει μπροστά και λέει "Ποιός είναι εδώ υπεύθυνος", βγαίνει ο Αλεξάκης μπροστά "Εγώ είμαι", λέει εκείνος στον Αλεξάκη "Άδεια έχετε;". "Τι άδεια νάχουμε, ποιός να την βγάλει, μέχρι τώρα πώς παίζαμε" λέει εκείνος. Απαντάει ο χωροφύλακας και λέει πως "Δεν ξέρω τί κάνατε μέχρι τώρα, εγώ το κεφάλι μου στον τουρβά δεν το βάζω, άμα δεν έχετε άδεια δεν παίζετε."



Βλέπω τον Βουτσίνο από πίσω νάχει ανάψει, νάχει κορώσει, έκανε και ζέστη, Ιούλιος μήνας, τον πιάνει σε κάτι μισοπαρακαλετά που τόσος κόσμος περιμένει πώς και τί να δεί κάτι, και τόχουμε σαν παράδοση και κρίμα είναι τα παιδιά τόσος κόπος. Τίποτα. Ο χωροφύλακας φοβάται, τον βλέπεις μια κυττάει κάτω, μιά πάνω, σουφρώνει τα χείλια του, τελικά, λέει δεν γίνεται, μαζέψτε τα. Ο  Φόβος που φυλάει τα έρημα... Μαζεύουμε σιγά-σιγά, ο κόσμος έχει καταλάβει τί γίνεται μα τί να κάνει.


Μόλις ο χωροφύλακας σιγουρεύεται πως δεν θα παίξουμε και φεύγει, νάσου ο Βουτσίνος, τρέχει στον Αλεξάκη, τον αρπάζει απ΄το μπράτσο, κάτι του λέει στ΄αυτί, βλέπουμε σαστισμένο στην αρχή τον Αλεξάκη, μετά χαμογελάει, γυρνάει σε μας "Μαζέψτε τα γρήγορα όλα! Λωράν, πήγαινε πιάσε τα δυό ταξί να μη φύγουν, να μας κατεβάσουν στη Χώρα" Λέω εγώ μέσα μου, τόσο φοβήθηκε και θέλει καλά και σώνει να φύγουμε του σκοτωμού, δεν είπαν δα πως θα μας βάλουν και φυλακή!

Παραξενευομαι όμως που τον βλέπω αλαφιασμένο και ζωηρό. Φορτώνουμε, χαιρετάμε, κι΄όση ώρα κάνουμε να  κατέβουμε στη Χώρα σκέφτομαι πως για να βιάζεται τόσο, μάλλον θα βρήκε κάπου να παίξουμε εκεί, να μας βλέπουν και οι αρχές να σιγουρεύονται πως δεν κινδυνεύουν από εμάς. Έλα όμως που μόλις φτάνουμε στη Χώρα τραβάμε γραμμή για το λιμάνι... Απογοητευόμαστε... Από την άλλη, καράβι πουθενά, πού πάμε, πώς να φύγουμε, άμα ήταν για να φύγουμε...

Είναι η εποχή που ο Αλεξάκης φτιάχνει το σπίτι στου Γιαννάκη. Δρόμος για 'κεί απ΄την Καρδιανή δεν υπάρχει. Πώς πάει λοιπόν, τα υλικά ο Αλεξάκης στου Γιαννάκη; Με καΐκι! Είναι ένας καπετάνιος μ΄ένα καΐκι και πηγαινοφέρνει υλικά. Να μη στα πολυλογώ, μας το σκάει το παραμύθι: θα πάμε με το καΐκι στου Γιαννάκη, θα ξεφορτώσουμε, θα βρούμε κανένα γαϊδουρι, κανένα μουλάρι, θ΄ανέβουμε στην Καρδιανή να παίξουμε εκεί! Άκου τρέλλα τώρα! Βάλε πόση θέληση, πόση αγάπη για το θέατρο! Γι΄αυτό σου είπα πριν, σε τρώει το σκουλήκι δε σ' αφήνει να ησυχάσεις, μα κρύο μα βροχή μα ζέστη, τρώγεσαι, δεν μπορείς άμα δε λαλήσεις...

Φτάνουμε στου Γιαννάκη με το καΐκι, κάναμε πόσην ώρα, μιά, μιάμιση, ξεφορτώνουμε και πιάνουμε τον ανήφορο, μα έναν ανήφορο, τί ανήφορο... Να βαράει ο ήλιος να γίνεται το κεφάλι σου κουρκούτι... Με τα πολλά, φτάνουμε, πάμε στο Περιβόλι, τουΛωράν του Απέργη, έτσι νομίζω την έλεγαν την ταβέρνα , και πιάνουμε και κρεμάμε σε σπάγγους  δυό κουρελούδες δεξιά κι΄αριστερά από μια πόρτα κι΄αυτή ήταν η σκηνή. Μουσική, φώτα, τίποτα, ούτε λόγος.

Στέλνει ο Αλεξάκης τον Λωράν τον ταβερνιάρη στο χωριό να φωνάξει τον κόσμο να έρθει να δει την παράσταση. Κέφι, παλμός, βγάλαμε όλο μας το άχτι για την απαγόρευση, ήταν, πες, η δικιά μας μικρούτσικη αντίσταση στον τοπικό εκπρόσωπο της χούντας. 

Μετά άμα τελείωσε η παράσταση, είχα πάει μέχρι το ξυνάρι της Καρδιανής, έτρεχαν τα νερά, φεύγαν απ΄το ξυνάρι, γέμιζαν το αποδοχάρι, τραβάγαν κάτω, στο ρέμα. 
Και 'κει μούρθε στο μυαλό μια απορία: τί είναι το ρέμα; Είναι η πηγή που αναβλύζει, είναι η κοίτη που τρέχει το νερό, είναι το νερό το ίδιο; Ή όλα μαζί κάνουν το ρέμα και χωρίς ένα απ΄αυτά το ρέμα δεν υπάρχει..;
Και τί είναι το θέατρο; είναι η σκηνή, είναι οι ηθοποιοί, είναι το έργο κι΄ο συγγραφέας του, είναι μήπως το κοινό..; 

Ξέρεις το πιό σημαντικό απ΄όλα; Το κοινό. 
Χωρίς κοινό απέναντί σου, θέατρο δεν υπάρχει. Ας έχεις τον σπουδαιότερο συγγραφέα και να σου φτιάξει το  καλύτερο έργο, ας έχεις τους καλύτερους υποκριτές, τα καλύτερα σκηνικά, μουσικές, φώτα, πράγματα. 

Άμα δεν έχεις κοινό, δεν έχεις θέατρο.
Γι΄αυτό οι ηθοποιοί υποκλίνονται στο τέλος της παράστασης. Γιατί χωρίς τους θεατές, θέατρο δεν υπάρχει..."















Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΚΛΗΤΟΣ ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ

Είναι κάπως...
Η αλήθεια είναι πως είναι κάπως παράξενο...
 

Να μην είσαι επαγγελματίας ηθοποιός, να θες να ξεσπιτώνεσαι δυό-τρεις φορές την εβδομάδα και να τρέχεις μαζί με άλλους αρκούντως παλαβούς που κουβαλάνε την ίδια τρέλλα, για να καταλήξεις τελικώς να βρεις στην πόρτα της έπαυλής σου ένα μωρό! Ένα έκθετο!


Βέβαια, πριν από αυτό, για αυτές τις δυό τρεις φορές εβδομαδιαίως, σου έχουν προκύψει τρεις μαντράχαλοι που σε φωνάζουν "μπαμπά", 

 
σού έχει μπαστακωθεί μια υστερική γεροντοκόρη αδερφή και επί πλέον, έχεις και υπηρετικό προσωπικό! 

 

"Καλό αυτό", θα πεις, "νάχω υπηρέτες!". Ναι, μόνο που αυτοί οι υπηρέτες σε σερβίρουν σε άδεια ποτήρια και πιάτα, που έρχονται από ανύπαρκτες κουζίνες...  
 Άσε που άγονται και φέρονται από τις επιθυμίες των εκάστοτε αφεντικών...


Σα να μη φτάνουν αυτά, οι σχέσεις σου με όλους αυτούς περιορίζονται σε αυστηρά προκαθορισμένες συζητήσεις, καθώς επίσης, δεν μπορείς να επιλέξεις διάθεση, αλλά, θα πρέπει να θυμώνεις, να κλαίς, να γελάς και να χαίρεσαι σε συγκεκριμένες στιγμές!


Και βάλε τέλος, ότι το σπίτι φιλοξενεί και υπερήλικα παππού, που όχι μόνον δεν μπορείς να ξαποστείλεις στο γηροκομείο, αλλά, σου προκύπτει και μουρντάρης! 

 

Και έχεις και νοσοκόμα να τον φροντίζει, που την ερωτεύεται ο μικρός σου γιός! 

 

Νάχεις έπαυλη, νάσαι σημαίνον πρόσωπο στην κοινωνία και ο γιός σου να ερωτευτεί μιά από την πλέμπα! 

 

Δράμα κατάσταση...
Έχει κι΄άλλο όμως...
Νεκρά τηλέφωνα φιλοξενούν μονολόγους ντυμένους σαν συνομιλίες, ιδεατά κρεββάτια ξεκουράζουν το σώμα σου και όλες οι πόρτες, σκάλες, έξοδοι και είσοδοι οδηγούν στο ίδιο κενό..! 
Από όλα αυτά ξεπηδούν διαρκώς πρόσωπα που κάτι απαιτούν, που σε μπερδεύουν, που σε βγάζουν απ΄τα ρούχα σου!


Και όπως ο Μάης δε λείπει απ΄την Σαρακοστή, πάρε και έναν παπά ελάχιστα διακριτικό στη μάπα, που δεν τόχει σε τίποτε να σε κάνει ρόμπα στην κοινωνία!

 

Δυσανασχετείς; 
Ε, πάρε και μια ξεμωραμένη θεατρική παραγωγό νάχεις να πορεύεσαι! 
 

Κι' από πάνω πάρε και καμμιά διακοσαριά άτομα κρυμμένα πίσω απ΄το φως των προβολέων να γελάνε με τα καμώματά σου!
Δεν είναι ζωή αυτή, όχι, δεν είναι... 
 

Ποιανού είναι το μωρό επιτέλους, τί κάνουν όλοι αυτοί εδώ μέσα, πού σταματάει το ρεζίλεμα, πώς θα τελειώσει όλο αυτό, πότε θα τελειώσει;
 

Α! Αυτό είναι το πιό εύκολο να το μάθεις... 
Σε δύο ώρες περίπου. 
Ναι, μην απορείς και μην παραξενεύεσαι...
Σε δύο ώρες τελειώνει η παράσταση. 
Σε δύο ώρες θα μπορείς να είσαι και πάλι ο Σωτήρης, ο Μιχάλης, η Μαρία, η Αναστασία, ο Μηνάς, η Σοφία και θα μπορείς να πας να ξαναπέσεις με την ησυχία σου στα αληθινά σκατά της καθημερινότητας...

Τα φώτα θα σβήσουν, ο κόσμος θα φύγει, στα κοινόχρηστα καμαρίνια θα κατακάτσει η σκόνη της πούδρας και του μέηκ-απ, τα παληομοδίτικα ρούχα θα σταθούν άψυχα στην μοναχική θέση τους στις κρεμάστρες, κάποιος τελευταίος, δεν ξέρεις ποιός, θα σβήσει το φως και θα κλείσει την πόρτα. 

Θα βρεθείς πρώτα ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς που σε συγχαίρουν, σε αγκαλιάζουν γελαστοί, σε ρωτάνε διάφορα, σου δείχνουν φωτογραφίες απ΄την παράσταση, ξαναλένε τις ατάκες που τους άρεσαν. 

Μετά βρίσκεσαι στο σπίτι, μόνος μπροστά στον καθρέφτη να αντικρίζεις ποιός ξέρει ποιόν. Πέφτεις στο κρεββάτι, αναρωτιέσαι τί είναι πιό αληθινό, η παράσταση ή η ζωή η ίδια, σπρώχνεις την σκέψη στο πλάι, βουλιάζεις στον ύπνο.

Το άλλο πρωί έχει φύγει όλο αυτό, δεν ενδιαφέρει άλλον κανέναν, δεν έχεις με ποιόν να το μοιραστείς εξόν από 'κείνους που το μοιραζόσουν έτσι κι΄αλλιώς εδώ και μήνες, ξεκινάς να φαντάζεσαι την επόμενη παράσταση, ένα γρήγορο τρεμόπαιγμα της καρδιάς, η ιδέα κατασταλάζει, πάμε πάλι...
 
Σε όλο αυτό το μεταξύ, θα πρέπει να παρίστασαι σε κάτι που θυμίζει έντονα θέατρο, μόνο που οι ρόλοι είναι εντελώς προβλέψιμοι, πολλές φορές κακοπαιγμένοι, και ο χώρος δεν είναι τίποτα άλλο από μια πραγματικά άδεια σκηνή.


ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...