Ο Αρχάγγελος κάθησε στην άκρη της μάντρας δίπλα σ’ ένα σχίνο.
Ακούμπησε το σπαθί στο πλάι, οι άκρες των φτερών του ακούμπησαν στο υγρό χώμα, λύγισαν ελαφρά και μπορούσες να δεις τη λάσπη που άρχιζε να τα λερώνει. Ήταν ξεκάθαρο ότι τόξερε και δεν έδινε σημασία. Έβρεχε για μέρες και το χώμα ήταν ευχάριστα νοτισμένο, ειδικά στα σημεία που το έβλεπε για λιγώτερη ώρα ο ήλιος. Πέρασε το χέρι πάνω απ'τα μακρυά μαλλιά του και χωρίς να γυρίσει ρώτησε τον μοναχό:
«Πώς είπες πως το λένε το εκκλησάκι; » Στην φωνή του φάνηκε η κούραση μαζί με μια αίσθηση ρουτίνας. σα νάταν κάτι που τόχε κάνει δεκάδες φορές, σαν ενωμοτάρχης που έκανε την ίδια κουβέντα για χιλιοστή φορά με θύμα ή με θύτη.
«Άγιο Μικαέλ το λένε, Άγιο Μικαέλ», ψιθύρισε ο μοναχός αφήνοντας το βλέμμα χαμηλά.
«Χα! έπεσα σε ξωκκλήσι που έχει τ’ όνομά μου! Πού να το φανταστώ...».
Γύρισε και κύτταξε πίσω του το εκκλησάκι στην μέση του χωραφιού που δέσποζε πάνω απ΄το λαγκάδι. «Μα έτσι κι΄αλλιώς είναι σε κακό χάλι, δεν θα λείψει σε κανέναν...» είπε χωρίς κανένα ίχνος θλίψης. «Αλήθεια, γιατί του δώσατε τ’ όνομά μου;»
«Δεν το ξέρω αυτό άρχοντά μου» αποκρίθηκε ο μοναχός ανεβάζοντας λίγο τη φωνή του. Ήταν η απάντηση που μπορούσε να δώσει χωρίς φόβο. Εξ’ άλλου, ήτανε νέος ακόμη, δεν ήξερε την ιστορία του τόπου, τα χούγια των ανθρώπων, τις παραξενιές ή τις συνήθειές τους. «Δεν ξέρω με ποιόν τρόπο διαλέγουν ονόματα για τα ξωκκλήσια τους, μα θαρρώ πως δεν υπάρχει κανόνας. Ανάλογα πώς νιώθει κανείς, κάμνει και ανάλογα.»
Σταμάτησε. Ένιωσε να ιδρώνει κάτω από το κουκούλιο, που του φάνηκε περισσότερο στενό από κάθε άλλη φορά. Έκανε πως εξετάζει το τοπίο που είχε δει δεκάδες φορές μέχρι εκείνη την ημέρα που είχε πρωτοπατήσει στο νησί και είχε τύχει να βρεθεί μπορστά στο εξωκκλήσι σε μια απο΄τις περιπλανήσεις του.
«Θάλεγα, πάντως, πως από 'δω ψηλά η εκκλησία δείχνει να ελέγχει τον χώρο. Μάλλον λοιπόν διαλέξανε τ' όνομα για νάναι το ξωκκλήσι ο φύλακας της περιοχής.»
«Ναι, μα αλλού υπάρχουν ονόματα αγίων, όχι αρχαγγέλων» αντιγύρισε ο Αρχάγγελος χωρίς ν΄αφήσει ούτε ένα δευτερόλεπτοι να περάσει.
Ο μοναχός ξεροκατάπιε. «Να σου πω άρχοντά μου τί έχω καταλάβει εγώ. Εδώ στα βορινά του νησιού έσκαγαν όλα τα κύματα των επιδρομέων, όποιος κατέβαινε το Αιγαίο, εδώ θα έπεφτε, με όλη του την ορμή.
Βλέπεις που έχουν οχυρώσει και το μέρος όλο με πλάκες, ψηλά ντουβάρια, μονοπάτια που περπατάνε κάτω από καυκάλες και ψηλά σχίνα για να μπορούν οι στρατιώτες να κινούνται ανενόχλητοι ανεξάρτητα από τον καιρό.
Φρούριο πρέπει νάταν εδώ πάνω, πύργος μικρός, φρυκτωρία ίσως.
Να, δες τα σημάδια εκεί πέρα» είπε και του 'δειξε ένα αλώνι και παραδίπλα μια μικρή γούρνα με δύο παράξενες εσοχές από ΄πάνω της. Δεν θα διάλεγαν έναν απλό άγιο να φυλάει το μέρος, κι' ο θεός να με συχωρέσει για το ολίσθημα της γλώσσας μου, μα δεν είναι όλοι οι άγιοι ίδιοι. που να μπορούν να φυλάξουν τον τόπο με τον ίδιο τρόπο.»
Όπως τα είπε αυτά μεμιάς, του φάνηκε παράξενο που ο Αρχάγγελος δεν γνώριζε τα απλά πράγματα των ανθρώπων και ασυναίσθητα έψαξε να εντοπίσει το φωτοστέφανο που κανονικά θάπρεπε να βρίσκεται πάνω απ΄το κεφάλι του, μα δεν κατάφερε να ξεχωρίσει κάτι. Από μακρυά, σκέφτηκε, θα έμοιαζαν σαν δύο περαστικοί, που ξαποσταίνουν στην ράχη της μάντρας και ο ένας κουβαλάει κάτι λευκό στην πλάτη του και μ' αυτήν την σκέψη καθησύχασε τον εαυτό του, μη και τους διέκοπτε κανένας απρόσμενος επισκέπτης.
Ο Αρχάγγελος γύρισε κι΄έριξε μια ματιά στον ουρανό:
“Θα βρέξει μάλλον. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί λέτε καλό τον καιρό με τον ήλιο και κακό όταν βρέχει...Τέλος πάντων. Η βροχή είναι ευλογία Κυρίου”.
Ο μοναχός έκανε τον σταυρό του.
“Μα τί κάνεις;” ρώτησε ο Αρχάγγελος, “Σταυρώνεσαι;”.
Ο μοναχός έμεινε μ' ανοικτό στόμα: “Άρχοντα μου, είπες τό όνομα του Κυρίου μας και έσπευσα να του αποδώσω τιμή, έτσι συνηθίζουμε εδώ...”
“Εδώ; Τί εννοείς εδώ;” τον κύτταξε με απορία και γυρίζοντας όλο το σώμα του προς το μέρος του έσυρε τις άκρες των φτερών του μεσα στην λάσπη λεκιάζοντάς τα ακόμη περισσότερο. Το βλέμμα του μοναχού πέρασε φευγαλέα από τα ακρόφτερα και με αγωνία κρυμμένη στη φωνή απάντησε: “Εννοώ εδώ, στον τόπο αυτόν, μη το πάρεις στραβά, άρχοντά μου...”
“Α! Πάει καιρός που δεν έρχομαι 'δω πέρα και τάχω ξεχάσει τα περισσότερα.."
Σταμάτησε και κύτταξε πάλι τον ουρανό.
“Δε με χρειάζονται πιά.” συμπλήρωσε σαν να είχε ακούσει την ερώτηση να γεννιέται μέσα στον νου του μοναχού.
“Εσύ πώς και γυρνάς εδώ;” ρώτησε κυττάζοντας στα μάτια τον μοναχό.
Το βλέμμα του ήταν σαν καποιανού με πραγματική άγνοια και αυτό σάστισε τον Νικόδημο, που αυτό ήτανε το όνομά του. Μα κανονικά δεν θάπρεπε αυτός, ένας αρχάγγελος να γνωρίζει τα πάντα..;
“Εδώ; Τί εννοείς εδώ;” ρώτησε ο Νικόδημος και αμέσως δαγκώθηκε γιατι κατάλαβε πως είχε επιστρεψει τα ίδια τα λόγια του αρχαγγέλου πίσω και τρόμαξε, μήπως και ήταν κάποια αμαρτία άγνωστη ακόμη σ' αυτόν, που περίμενε την κατάλληλη στιγμή να εκδηλωθεί και να τον πιάσει στον ύπνο.
“Χα! Είπες το ίδιο που είπα και γω πριν από λίγο !” είπε και τον έσπρωξε στον ώμο. Μα ο μοναχός δεν κατάλαβε τίποτε, σαν να ήταν αυτός αέρινος και να τον είχε περάσει σάρκινο χέρι δίχως να τον αγγίξει. “Δεν έχεις φίλους και γυρνάς στις ερημιές;” τον ρώτησε σκύβοντας προς το μέρος του με έννοια.
“Τι φίλους νάχω... Οι μοναχοί έχουμε φίλο τον Θεό...” είπε ο Νικόδημος σα να προσπαθούσε να το πιστέψει και ο ίδιος και να επαληθεύσει συνάμα τον εαυτό του.
Ο αρχάγγελος όρθωσε το κορμί του και τον κύτταξε με απορία: “Λέει τέτοιο πράγμα ο θεός; Να μην έχετε φίλον άλλον εξόν από 'κείνον; Δεν το ξέρω, μα ούτε και το νομίζω...” είπε συνοφρυωμένος σα να μονολογούσε. “Αλλά πάλι και πού να το μάθω αυτό που λες... Δεν τον έχω συναντήσει ποτέ μου...”
Ο Νικόδημος πετάχτηκε όρθιος και με γουρλωμένα μάτια κύτταξε τον Αρχάγγελο καταπρόσωπο: “Άρχοντά μου, τί είναι αυτά που λες! Ρώτησε απλώνοντας τα χέρια του στο πλάι σα χαμηλωμένα φτερά “Εσυ δεν έχεις συναντήσει τον Κύριό μας, Εσύ;” είπε και η καρδιά του έμοιαζε να σταμάτησε απ' την έκπληξη.
Και τότε ο Αρχάγγελος σηκώθηκε όρθιος και του φάνηκε στην αρχή του Νικόδημου πως ήταν θεόρατος, μα ήταν απλώς ψηλότερος από εκείνον και ησύχασε ο Νικόδημος, μα αμέσως ένιωσε την απογοήτευση να γεννιέται μέσα του. Ένας αρχάγγελος έπρεπε νάναι ως τον ουρανό ψηλός, φοβερός, γεμάτος οργή και θάνατο, πλήρης ισχύος για να συντρίψει το κακό.... Μα τούτος 'δω δεν έμοιαζε έτσι.
“Νικόδημε, κύττα γύρω σου και δες αυτό που βλέπω. Ο θεός είναι 'δω, δεν είναι κει πάνω που θες να νομίζεις για να μπορεί η ψυχούλα σου να νιώθει πως δικαιούται να ζητάει χάρες από κάποιον μεγαλύτερόν της”. Έπαψε για λίγο, οσμίστηκε βαθειά τον αέρα και συνέχισε: “Είναι όλα όσα ΄έχεις δικά σου αυτήν την στιγμή και μπορείς να τάχεις και αύριο χωρίς κανέναν κόπο. Ο αέρας, ο ήλιος, η μέρα και η νύχτα, το κρυο και ζέστη, η αγάπη και ο φθόνος. Και ο θεός είναι πάλι, το να τάχεις και να τα χάνεις απ' τη βλακεία σου. Κι' απο βλακεία, να με συγχωρέσεις, αλλά το γένος σας, διαθέτει καντάρια!” είπε και γέλασε.
Το αεράκι φύσηξε χλιαρό για Οκτώβρη μήνα. Ο Νικόδημος έσκυψε κάτω, κύτταξε τα χοντροπάπουτσά του. “Μήπως φταίει που δεν είμαι καθολικός;” ρώτησε με σταθερή φωνή.
“Καθολικός; Τί είναι καθολικός; Α, αυτό το ξέρω!", φώναξε ο Αρχάγγελος και τινάχτηκε ορθός, "Καθολικός είναι αυτός, που δεν είναι Μερικός!” είπε δυνατά ο Αρχάγγελος και στράφηκε προς τον μοναχό που δεν αντέδρασε καθόλου, μόνον έπλεξε τα χέρια στο στήθος σαν να γύρευε να προστατευτεί από κάτι που δεν πίστευε πως τον απειλούσε. “Και Ορθόδοξος είναι αυτός που δεν είναι Ξαπλόδοξος! Κι' αυτό το ξέρω !” φώναξε και χτύπησε τα χέρια του δυνατά.
Ο Νικόδημος μπόρεσε να διακρίνει μια ειρωμεία και πλάι της μιαν αγανάκτηση, που δεν θάπρεπε νάναι εκεί, μα δεν είπε τίποτε...
"Σας έχω βαρεθεί να προσπαθείτε να βάλετε ταμπέλες εκεί, που θάπρεπε να υπάρχει μόνο σιωπή για ν'ακούσετε τη ζωή να ρέει!" Περπάτησε πάνω κάτω αλαφιασμένος. "Τι στο διάολο καταλαβαίνετε με τις μάντρες που βάζετε ανάμεσά σας, τί στο διάολο καταλαβαίνετε, μου λές;!"
Ο Νικόδημος ταράχτηκε: "Άρχοντά μου, τί κουβέντα ξεστόμισες..!"
"Καλόγερε, τί νόμισες! Αυτός είναι ο διάβολος, ο εαυτός που μπαίνει πάνω απ' όλα... Και δεν είναι ούτε οι λέξεις, ούτε οι πράξεις αν δεν έχεις αφήσει πρώτα να σε καβαλήσει ο εαυτός σου..."
Έπειτα απότομα σταμάτησε.
Χαμήλωσε το κεφάλι του, άφησε την ανάσα του να ηρεμήσει και πέρασε την παλάμη του αριστερού του χεριού στα χνούδια του φτερού του, που το ανάδευε απαλά το αεράκι.
"Δεν έχω γλυκές κουβέντες κι' ευλογίες σαν αυτές που διαβάζεις στα βιβλία... Οργή έχω τώρα πιά... Οργή σιγανή, που δεν μπορείς να την δεις κι' ούτε να την ακούσεις..."
Για μερικά ατέλειωτα δευτερόλεπτα το μόνο που ακουγόταν ηταν ο αέρας, που είχε δυναμώσει ελαφρά.
Τα σύρματα σε μια κολώνα της ΔΕΗ παίζαν σ' έναν αλλόκοτο ρυθμό μιαν ακατανόητη μελωδία.
Ψηλά, πάνω από δύο κατοικιά μια μπουλντόζα είχε μείνει με το χέρι μετέωρο να περιμένει την συνέχεια στον διάλογο.
Ένα μουκανητό ακούστηκε κι΄έσβησε γρήγορα..
“Πώς την λένε την περιοχή εδω;” ρώτησε ο αρχάγγελος που είχε στραφεί και κύτταζε το πέλαγος.
“Σκούρια, στα Σκούρια, το λένε. Δεν το γράφει κανένας χάρτης μα έχω έναν φίλο, τον Ζαχαρία, που ξέρει και θυμάται όλες τις ονομασίες και κάθομαι και' γω και τα σημειώνω να μην ξεχαστούν, τί να κάμω” απολογήθηκε ο μοναχός. “Χωρίς να ξέρω γιατί, μ' αρέσει αυτός ο τόπος πιότερο απ΄τον δικόν μου...”
Γύρισε προς το εξωκκλήσι κι΄έγνεψε με το γένι του: "Τούτο το εκκλλησάκι σου είναι μέσ' την ψυχή μου κατάβαθα. Μια που το είδα και μια που δεν μπορώ να το ξεχάσω. Μη το κυττάς που είναι παρατημένο κι'άβαφο. Εμένα μου γεννάει το θαυμασμό αυτή η λαβωματιά πούχει εδώ στο πλάι σαν να την επήρε στη μάχη με τον εχτρό, να! εδώ! βλέπεις; Απ' αυτήν τη μεριά έρχομαι πάντα και καθίζω και μόνη έννοια έχω το εκκλησάκι που δεν το θυμάται κανείς πιά..."
Ο Αρχάγγελος ξανακάθισε στην πέτρα και στήλωσε τα χέρια στα γόνατα: "Όσα ήξερα τάχει πάρει ο γερο-Χρόνος... Άνθρωποι μέναν εδώ πέρα και σπίτια κατοικούσανε, χωράφια σπέρνανε και παιδιά κάνανε, αίμα χύνανε και αίμα παίρνανε. Μα ύστερα ήρθε ο πατέρας-Χρόνος και τα πήρε όλα και τώρα δυσκολεύομαι να θυμηθώ... Είναι μια ανακούφιση να μη θυμάσαι...”, είπε και σταμάτησε.
Κύτταξε τον μοναχό στα μάτια: "Φοβάσαι, Νικόδημε; "
"Φοβάμαι, Άρχοντά μου, μα δεν ξέρω τί..."
"Δεν έχει άλλη σκάλα ν' ανεβείς στον ουρανό, Νικόδημε, εξόν απ΄αυτήν που περνάς για να διαβείς την πλαγιά του βουνού σου. Τόξερες πως αυτή είναι μία μόνον αλήθεια απ' όλες όσες πλανιώνται πάνω στον κόσμο;"
Ο μοναχός τότε, ένιωσε μοναχός στ' αλήθεια κι' ανατρίχιασε μέχρι τις πατούσες των ποδιών του.
Μια σκέψη σκίασε το νου του, πως προτιμούσε, δηλαδή, τον άλλον, τον ζωγραφιστό Αρχάγγελο Μιχαήλ, εκείνον που μπορούσε να δει στην εικόνα μέσα στην εκκλησία, εκείνον με το ατέλειωτα μετέωρο χέρι, σα να θέλει να διαλύσει το κακό μα να μην τελειώνει ποτέ την πράξη του και το κακό να του γλυτώνει, με το φωτοστέφανο που ξεκαθαρίζει απ΄την αρχή ποιός είναι ο καλός και ποιός είναι ο κακός, με τα πεντακάθαρα φτερά και τον βαθύχρωμο χιτώνα, εκείνον, που τον έκανε εύκολα φίλο με δυό λουλουδάκια ακουμπισμένα πάνω του.
"Άμα θα φύγω, Νικόδημε, θα μείνουν μόνο αυτά τα ίχνη που αφήσαν στη λάσπη τα φτερά μου και θα θυμάσαι για λίγο πως ήμουν εδώ, μα άμα σβηστούν κι΄αυτά, νάσαι σίγουρος πως θα αμφιβάλλεις και για τον ίδιο σου τον εαυτό αν με συνάντησες ποτέ..."
Ο μοναχός σάλεψε βιαστικά, σήκωσε τα χέρια του προς το μέρος του Μιχαήλ, το ράσο του έπεσε πίσω ως τους αγκώνες και ο δροσερός αέρας που έφτασε ως μέσα στο στήθος του, τον πάγωσε ακόμη περισσότερο: "Άρχοντά μου..." ψέλλισε..
Το σκοτάδι είχε έρθει απαλά, σαν ύπνος κουρασμένου ξωμάχου κι' απλώθηκε καθησυχαστικό τριγύρω...