Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Ελλάδα, συγγνώμη...


Θυμάστε πώς έλεγε εκείνο το τραγούδι... 

«Ελλάδα, συγγνώμη, 
αν θες ν' αλλάξω γνώμη 
πρέπει και συ να μάθεις ν' αγαπάς, 
πάψε να με παιδεύεις 
και να με κοροϊδεύεις, 
και τα όνειρά μου Ελλάδα μη σκορπάς»

Αν και το τραγούδι έχει στίχο που βγάζει με επιτυχία την απόγνωση και την πίκρα μιας ολόκληρης γενιάς, εν τούτοις, εκφράζει, σαν παράπλευρο αποτέλεσμα, στον μέγιστο δυνατό βαθμό την παρανόηση και την σύγχυση που κουβαλάμε μέσα μας σχετικά με βασικές έννοιες, που περιγράφουν αυτό που λέμε Ελλάδα.
Πόσοι είναι εκείνοι που είναι σε θέση να εντοπίσουν τις διαφορές μεταξύ των εννοιών, ΚΡΑΤΟΣ, ΈΘΝΟΣ, ΧΩΡΑ, ΠΑΤΡΙΔΑ και να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν κατάλληλα τις ούτως ή άλλως φορτισμένες αυτές έννοιες...

Χρωστάμε πολλά στην πατριδοκαπηλεία της χούντας, αλλά και στα διαρκή λάθη της αριστεράς, που βρίσκεται πάντα σε αμηχανία απέναντι σε τέτοιες έννοιες και μονίμως αυτολογοκρινόμενη, για το κενό συνείδησης που υπάρχει μέσα μας γύρω από το θέμα αυτό.

Έτσι, φτάνουμε να κατηγορούμε την πατρίδα για σφάλματα και χειρισμούς τού κράτους, χωρίς να έχουμε καταλάβει πως το κράτος είναι ο χειριστής των υποθέσεων τού έθνους, το οποίο, σαν έννοια, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την πατρίδα, όχι όμως μόνον αυτήν.

Η οργή, λοιπόν, που πηγάζει από τους χειρισμούς των διοικούντων και των διαχειριστών των θεμάτων που αφορούν το έθνος, αποδίδεται εσφαλμένα προς την πατρίδα. 
Ο «κωλότοπος» δεν είναι ο φταίχτης αφού δεν προσωποποιείται, και πέραν της ιστορικής υπόστασής του δεν διαθέτει βουλητικό, άρα, δεν μπορεί να γίνεται αντικείμενο χλεύης ή εκτόνωσης της οργής μας. 
Είναι όμως, κάτι που το θεωρούμε ξένο προς εμάς εφ΄όσον ούτε εμείς εκφραζόμαστε μέσα από αυτό, αλλά, ούτε και αυτό μας εκφράζει, και έτσι, το εκδικούμαστε σε κάθε ευκαιρία. Ας θυμηθούμε πως, δημοκρατία δεν είναι το δικαίωμα να εκλέγεις εκπροσώπους, αλλά, το δικαίωμα να ψηφίζεις, να λες την γνώμη σου.

Η όλο και αυξανόμενη παραβατικότητα των κατοικούντων την Ελλάδα, με προεξάρχοντες και πρώτους διδάξαντες τους έλληνες, από την πιό σύνθετη παράβαση νόμων, μέχρι απλές καθημερινές αντικοινωνικές συμπεριφορές (παραβίαση σηματοδοτών, κίνηση σε αντίθετο ρεύμα, ρύπανση των δημοσίων χώρων, αγνόηση απαγορεύσεων κ.λπ.) δεν έχει σαν στόχο τον συμπολίτη, αλλά, το κράτος. 

Ο έλληνας που περνάει με κόκκινο δεν το κάνει για να θίξει τον πεζό, αυτό είναι παράπλευρο αποτέλεσμα. Το κάνει γιατί το θεωρεί σαν μια μορφή προσωπικής αντίστασης στο μονίμως εχθρικό κράτος, που θέτει τον εκάστοτε κανόνα. 
Είναι μια μορφή εσφαλμένης αντίδρασης προς το κράτος, που είναι συνήθως απόν όταν πρέπει να μας συνδράμει ή τουλάχιστον, να μας λαμβάνει υπ΄όψιν του.

Δεν είναι ξεκάθαρο μέσα στο μυαλό μας (και εδώ φταίει η πελατειακή σχέση πολίτη-κράτους) ότι, το έθνος, η πόλη, η πατρίδα, είμαστε εμείς. 
«Άνδρες γαρ πόλις» γράφει ο Αριστοτέλης και θεωρεί πως ακόμη και αν η πόλη καταστραφεί, αρκούν οι πολίτες για να την ξαναδημιουργήσουν, ακόμη και κάπου αλλού. Αυτό προϋποθέτει μια βαθειά συνείδηση συνέχειας και ιστορικότητας, η οποία όμως, σε ευτυχείς περιόδους ειρήνης, δυστυχώς, ατονεί.

Λύσεις δεν υπάρχουν. 
Η γενιά που βγαίνει στον εργασιακό στίβο τώρα είναι τόσο τρομαγμένη και πρώιμα κουρασμένη, που απλώς θα αναγκαστεί να σκύψει κάτω από τα όρια τής αξιοπρέπειας για να επιβιώσει.

Η αγωνία δεν κεφαλαιοποιείται σαν ψήφος και αυτό είναι γνωστό στο κράτος. 
Αύριο, που θα αλλάξουν οι χειριστές, το κράτος θα παραμένει απρόσωπο και ανάλγητο για άλλη μια φορά απέναντι στους πολίτες. Αυτό όμως, δεν θα μπορέσει να συνεχίσει να γίνεται επ΄άπειρον.
Ήδη ο κύκλος έκλεισε, η μεταπολίτευση εξαργυρώθηκε, οι πολιτικοί τελείωσαν, ο πήχυς των ουσιαστικών απαιτήσεών μας κατέβηκε στα εντελώς βασικά και ψάχνουμε να βρούμε το επόμενο σημείο στήριξής μας για να γίνει σημείο αναφοράς ενός ολόκληρου νέου λαού.


Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ...

(αναδημοσίευση από το tinoscult.wordpress.com)

Και μαζεύτηκαν όλoι στο Σύνταγμα, να διαμαρτυρηθούν για το έγκλημα που η αντιδημοκρατική κυβέρνηση ετοιμαζόταν να ψηφίσει, έχοντας προηγουμένως τρομάξει τον κόσμο με διαρκείς εκπομπές και βομβαρδισμό ειδήσεων από πουλημένους δημοσιογράφους.

Αυτή τη φορά, η αστυνομία δεν στήθηκε να προστατέψει τα γραββατοφορεμένα παχύδερμα, αλλά, μόλις οι διαδηλωτές πλησίασαν, έβγαλε τα κράνη, απίθωσε τις ασπίδες και τα ρόπαλα και ενώθηκε με τους διαδηλωτές, γυρίζοντας προς τη Βουλή.

ΟΙ βουλευτές ξαφνικά, κατάλαβαν το κακό που πήγαιναν να κάνουν, ο πρωθυπουργός αναλύθηκε σε δάκρυα, πέφτοντας στα γόνατα και ζητώντας συγγνώμη προς όλους και κανέναν συγκεκριμένα, φωνάζοντας γοερά “Μαμά, δεν μπορώ, πες τους πως προσπάθησα, σε παρακαλώ!”.

Ο αρχηγός ης αντιπολίτευσης με τους αρχηγούς των άλλων κομμάτων πήγαν, τον σήκωσαν, του παραστάθηκαν, τον έστησαν στα πόδια του, “Δεν πειράζει, έλα, σήκω, όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε, έλα, ας τους πούμε την αλήθεια και να δεις που θα καταλάβουν !”

Απ΄έξω ο λαός είχε μάθει τί είχε γίνει και ζητωκραύγαζε.

Στην Γερμανία η Μέρκελ έπαιρνε τηλέφωνο τον Σαρκοζί: “Αυτό δεν θα το ανεχτώ!” ωρυόταν. “Θα το δεχτούμε και θα κοιτάξουμε να μπαλώσουμε το ψέμα, αλλιώς, αυτοί είναι ικανοί να γρεμίσουν όλη την Ευρώπη!”

Τα κανάλια στην μικρομέγαλη χώρα ήταν σε αμηχανία. Ο ΣΠΑΪ και το ΜΕΜΑ είχαν μείνει άναυδα και οι μεγαλοδημοσιογράφοι τους δεν έυρισκαν λόγια να περιγράψουν την απογοήτευσή τους για την αποφυγή της υποταγής. από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο το μόνο που κατάφερναν να ακούσουν ήταν “Τέρμα τα ψέματα, τελείωσε, δεν πάει άλλο, δεν έχω άλλα ψέματα, στέρεψα !”

Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κύριος Πάγκακος, φανερά καταβεβλημένος, χλωμός και αδυνατισμένος, βγήκε από την βουλή χωρίς συνοδεία και περπάτησε ανάμεσα στον κόσμο: “Συχωρέστε με, δεν ξέρω να κρατάω το στόμα μου, τί είπα, Θεέ μου, τί είπα…” και γεμάτος συντριβή, μέσα στην αδιαφορία τού κόσμου, χάθηκε στο βάθος του δρόμου.

Λαός και πολιτικοί, αγκαλιασμένοι από τους αγκώνες, προχώραγαν προς τις κάμερες των ξένων τηλεοπτικών συνεργείων χαμογελαστοί, οι γραβάτες ανέμιζαν δεμένες στα κοντάρια των πλακάτ, όλοι μαζί έδειχναν απίστευτη δύναμη, ανίκητοι, καμμιά φτώχεια δεν θα μπορούσε να τους νικήσει, θα ξαναφτιάχνανε την Ελλάδα ο κόσμος να χαλάσει..!

Χτύπησα το κεφάλι μου στο κομοδίνο και ξύπνησα…

Κωλοξυπνητήρι…

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Λίγο πριν ανοίξουν οι πόρτες τού γηπέδου,

τ΄ακίνητα καθίσματα...

μια απαρατήρητη  σημαία...

ένας επικίνδυνος ευφημισμός...

δύο λευκοί ίσκιοι...

η νεότητα, που για λίγο αποσταίνει...

μια απώλεια και ένα ακόμη καφέ εν τη γεννέσει του...

ο εκστασιασμένος μισθοφόρος...

τα κληρονομικά που γκρεμίζουν το νησί...

ο βασιλιάς τού κόσμου...

η αγνή τέχνη στης κόρης τον πύργο...

μια μπουλντόζα στην ομίχλη...

η νύχτα στα Κελλιά ...

τα άγρια ζώα τής ζούγκλας...

 κάτι το ωραίο...

 ο Jackson Pollock στον τοίχο τού διπλανού σπιτιού...


 ο παππούς μου ανάμεσα σε χακί φίλους...

 ο γάτος βενζινάς...

 και ο Αντώνης...

περιμένουν κρατώντας την ανάσα τους
τί θ΄αποφασίσουν άλλοι γι΄αυτούς...

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Σκύβω ταπεινά το κεφάλι...

Αγαπητοί φίλοι,

Είναι χαρά μου να είμαι ο πρώτος, που θα μοιραστεί μαζί σας μιά νέα πραγματικότητα, ένα κόσμημα αρχιτεκτονικής, που ήρθε να προστεθεί στα λοιπά αριστουργήματα, που στολίζουν την Νότια πλευρά του νησιού μας, μια αδιαμφισβήτητα και αποδεδειγμένα ανιαρή πλευρά τού νησιού, όπου τα τελευταία χρόνια γίνονται διαρκείς προσπάθειες να αποκτήσει επιτέλους πρόσωπο και ταυτότητα.

Πρόκειται για μια πενταόροφη πολυκατοικία, που χαρακτηρίζεται από την καινοτομία να είναι ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ !!!

Μάλιστα! Σαν μια γοργόνα τού Αιγαίου έχει γείρει νωχελικά πάνω από μια παραλία του τυχερού αυτού νησιού και ατενίζει περήφανα τις θάλασσες..!

Τιμή και δόξα στο νησί, που ευτύχησε να δεχτεί στην ανιαρή γή του ένα τέτοιο αγλάισμα οφθαλμών, ένα ζωντανό μπράβο στον επιστήμονα, που με το συγκεκριμένο έργο του, τιμάει το πανεπιστήμιό του και τους καθηγητές του !!!

Ο φθόνος και η ζήλεια ας συνοδεύει όσους ποτέ δεν αξιώθηκαν να εγκυμονήσουν στα στενά μυαλά τους ένα τέτοιο θαύμα αρχιτεκτονικής...

Περήφανος σαν Τηνιακός, ή μάλλον, τηνιακός (σκύβω ταπεινά εμπρός στο τέχνημα),

Όφιος, ο χαμερπής.


Υ.Γ.1  Βεβαίως, βιάστηκα ο μωρός, γιατί το αρχιτεκτόνημα δεν είναι ακόμη έτοιμο. Σε αναμονή της ολοκλήρωσής του όμως, ανταμειβόμαστε με το απαράμιλλο κάλλος, την συμμετρία και την αρμονία των τσιμεντένιων του ικριωμάτων.

Υ.Γ. 2 Πρόταση-προτροπή προς τούς έχοντες χωράφια στην νότια πλευρά: ΜΗΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΤΕ ΝΑ ΠΟΥΛΑΤΕ, ΜΕ ΤΗΝ ΣΤΑΣΗ ΣΑΣ ΤΙΜΑΤΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΣΑΣ !

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Εν Γκούρα τας 18-3-48-

Μεταγράφω και σας παραθέτω ένα γράμμα Τηνιακού στρατιώτη από το μέτωπο του εμφυλίου.
Έχω κρατήσει την ορθογραφία γιατί αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επιστολής.
Προσέξτε τρία σημεία. 
Πρώτον, ο στρατιώτης φοβάται μήπως η μητέρα του τον δεί αδύνατο στην φωτογραφία που τής εσωκλείει και ανησυχήσει και προσπαθεί να την πείσει, ότι όλα είναι καλά.
Δεύτερον, ο πόλεμος απουσιάζει εντελώς από το γράμμα.
Τρίτο και συγκινητικότερο, μετά το τέλος της επιστολής, προσθέτει πέμπτη σελίδα όπου ρωτάει για τα ζωντανά της οικογένειας, σαν να ρωτάει για μέλη της οικογένειας. Επίσης, είναι φανερή η περηφάνεια που νιώθει για ένα συγκεκριμένο ζώο που το φαντάζεται και το ζητάει στολισμένο.

Εν Γκούρα τας 18-3-48-

Σεβαστήν μου Μητέρα και αδελφέ Νικόλα Σας φιλώ εγώ το τέκνον σου Δ...... υγίαν έχω και ηγίαν επιθημό και δια εσάς να μανθάνο να χέρομαι (.) πρό δέκα ημερόν μητέρα εβγήκαμε φωτογραφίαν με το πατριώτη μου το Βίλα από τα μοναστήρια που έχει γυνέκα του δον ιάκοβου του πουσιτήλη την ανηψιά (.)
Μάθε μητέρα αυτός είναι στο 2ον Λόχο και εγώ στον 1ον αλά σε ένα τάγμα και τώρα μητέρα α(ν)ταμόνομε κάθε μέρα και περνάμε φίνα. αλά αυτός μητέρα ήταν τυχερός και έχει ιδικότητα στο Βαρί όλμο και τις πορίες που κάναμεν αυτός τα φορτόνανε όλα σε









μουλάρια και βάδιζεν αδιατός ενώ εγώ ο άτιχως τα σίκονα όλα και ήμουνα πολί κουραζμένος και τώρα ο Βίλας σχεδόν ένα και μησόο μίνα καθόταν στη Γκούρα φρουρά δεν ακολουθούσε μαζί μας ο Βαρής όλμος και έτσι μητέρα κάθετε και είναι ένα γούστο παχής ενώ εγώ το άτιχω δεν μα φίνουν η πορίες να παχίνω αλα τώρα και εμής μητέρα ήμαστε στη Γκούρα 10 ημέρες και έχομεν ξεκούρασην.
και τώρα μητέρα άρχησα πάλη να σιάνο πάχινα λιγάκη γιατί στη φοτογραφία εγώ ήμε αδίνατος αλά έχομεν βγή προ δέκα









ημερόν και της πέρνομεν σήμερα και σου την στέλνω να με δίτε να παριγορηθήτε λίγο που ήμε και με ένα πατριότη αλά εάν μητέρα ήξερα ότι θα καθήσομεν τόσες μέρες θα βγέναμε τώρα που ξεκοράστηκα λίγες μέρες και παρόλο που ήταν τόσες λίγες ημέρες έσιαξα πολί και εάν εβγέναμε τώρα θα έβγενα πιό παχής να εφχαρσιτηθής καλίτερα αλά και πάλη δεν πηράζη τώρα ήμε πιό σιαμένος (.)
Και τώρα ακόμα βρισκόμαστε στάσιμη στην Γκούρα και περνάμεν φίνα και να μην ανησηχάς μιτέρα











καθόλου και πρότα ο θεός ήμε πολί καλά αλά να μην νομίζης πως ήμε αδίνατος γιατί στη φοτογραφία με τράβιξεν αδίνατο ενώ δεν ήμε αδίνα(το)ς δεν ξέρο πώς με τράβιξεν τόσο αδίνατο ενώ μητέρα δεν ήμε αλά δεν πηράζη.
αυτά τα ολίγα σου γράφω.
Κάνο τέλος σας γλικοφιλό όλους σας γλικά γλικά.

Δ.......  Κ.........

δόσεν χερετιζμούς σε όλους τους σηγγηνής μου στους φίλους μου και στην γυτόνησάν μου φαμιλικός







                                                 

γράψε μου Μητέρα
η κατσίκες τί κάνουν γενήσανε και πώς πάνε
και η αγελάδα εάν γένησεν
ή όχοι και το δαμάλι τί
κάνη γράψε μου ο πούλαρος
τή κάνη πάντος τόρα μητέρα θα τον στρόσετε
και θα πηγένετε στα πανηγήρια
να του κάμετε ένα ωρέο καπήστερ
χρωματιστό με κόκινα κοπολόγια
και για τα πανηγήρια θα είναι εξερετικός
δόσεν χερετισμούς σε όλους και σας φιλό.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Στου Μπερνίτσα το ζαχαροπλαστείο...


«....Λέει ο Θωμάς, ν ανέβεις στην Αθήνα, όλο και κάποια δουλειά θάβρεις. Δέκα ώρες Τήνο-Αθήνα έκανε το καράβι τότε. Κατάστρωμα, βροχή, δεν άντεχα την κλεισούρα του αμπαριού, μαθημένος απ΄το έξω. Φτάνω στον Πειραιά, κόσμος κακό , φασαρία, σάστισα, μούρθε να ξαναμπώ στο καράβι τα μπρος πίσω για το νησί. Με τα πολλά κατέβηκα, πάτησα πόδι στην προκυμαία, βρήκα ένα κάρρο με πήγε ως το σαπουνάδικο που ήταν στην Πειραιώς, από ΄κει τόκοψα με τα πόδια, έφτασα στου Φρατζέσκου τον καφενέ στην Κουμουνδούρου. 

Τι χαμπέρια μου λέει, δουλειά του λέω δεν έχω και δεν θέλω να φύγω για πέρα, γιατί τότε όλοι φεύγαν για την Πόλη ή για τη  Σμύρνη να πα΄ να δουλέψουνε σε σπίτια μαγέροι και καμαριέρες. Δεν άντεχα να φύγω, έβλεπα διαβατήριο και μ΄έπιανε τρέμουλο, να θέλω σφραγίδα για ναρθω πίσω, ν΄ακούω βιολί νησώτικο και να τρέχουν ποτάμι τα μάτια μου, δεν ήθελα. 
Είπα πάω στην Αθήνα κι΄ας κάμω ό,τι βρω, θα σούρνομαι, μα στα ξένα δεν πάω.

Ο Φρατζέσκος είχε γνωριμίες, μου λέει άσε τον μπόγο κει στη γωνία, με στέλνει σ΄ένα μαγαζί που ήθελε λέει κόσμο για μια δουλειά που δεν είχε ξαναγίνει στην Αθήνα. Λέω μέσα μου, τί δουλειά είναι τούτη δω, μην είναι τίποτε βρωμιά στη μέση, πάω που λές γωνία Πανεπιστημίου και Πατησίων, κυττάω καλά, τί να δω΄, ένα ζαχαροπλαστείο, «Π. Μπερνίτσας» είχε την ταμπέλλα, κόσμος, μιλιούνια, μηρμυγκιές, να λες πού πάνε όλοι αυτοί , πού χωράνε κει μέσα.

Να μοσχοβολάει ο τόπος βούτυρα και κρέμα. Εγώ ήμουν με τα ρούχα απ΄το ταξίδι, ντράπηκα, λέω θα με δει έτσι θα με στείλει από κει πούρθα, τί να κάμω τώρα, λέω, μπες μέσα Λορέντζο κι΄ότι γίνει.

Με πήρε ένας αψηλός με ποδιά ως τον αστράγαλο, με πήγε παραμέσα, μέχρι να φτάσω στο γραφείο είχα πεθάνει στη λιγούρα, μ΄ένα καφέ κι΄ένα παξιμαδάκι ήμουνα απ΄το ταξίδι, είχα ντραπεί να πω πεινάω. Ταψιά μπακλαβάδες, πάστες, εκμέκ, μιλφέιγ, φρουί γλασέ, δεν τάξερα, μετά τάμαθα και τάλεγα, τότε μου φαινότανε σα να βλέπω όνειρο πως πέθανα και πήγα σε παράδεισο. 
Χτυπάω, ακούω εμπρός, μπαίνω, βλέπω έναν λίγο γεμάτο, αυστηρό, με φαλάκρα, γυαλιά και ψιλό μουστακάκι να παλεύει με κάτι χαρτιά. Είσαι ο ξάδερφος τού Φρατζέσκου με ρωτάει, σάστισα, με είχε πει για ξάδερφο, ναι , μουρμουράω, κάτσε μου λέει. Τί ξέρεις να κάνεις, ξέρεις να χτυπάς την κρέμα να κάμεις σαντιγύ, ξέρεις να σοροπιάζεις γαλαχτομπούρεκο, ξέρεις να ψήνεις τα φύλλα του μιλφέιγ, ξέρεις να κάμεις τυλιχτά κεράσματα, όλο όχι έλεγα, δεν ήξερα άλλο από να χτίζω μάντρες και να φυτεύω πατάτα και όσπρια. Δε πειράζει μου λέει, θα μάθεις.

Και άρχισα την άλλη μέρα να πασαλείβομαι και να λερώνω. Μα έμαθα γρήγορα. Έπιασα κι΄ένα δωματιάκι πάνω από κάτι γραφεία στην Μπενιζέλου Παλαιολόγου, πλήρωνα με τη βδομάδα, σου λέγαν τότε, πλέρωνε τώρα και κάτσε να δούμε, θάχεις κι΄αύριο δουλειά; Φτωχός ο κόσμος, φοβόταν όλοι τί θα γίνει την επαύριο, ζούσαν ακόμη στο φόβο του ’97 που παραλίγο να μας ξεσύρουν οι Τούρκοι πίσω από τη Λάρισα, κάτω, Λαμία και βγάλε.

Έβγαινε το μεροκαματάκι και παράπονο δεν είχα. Είχα βάρδιες γιατί το μαγαζί δεν έκλεινε ποτέ ήταν όλο το εικοσιτετράωρο ανοικτό, ίσαμε τρακόσια άτομα δουλεύαμε κει μέσα. Μετά, άμα τελείωνα πήγαινα και στου Φρατζέσκου, έπαιρνα το καφεδάκι μου, άκουγα και τα πολιτικά, έκανα και τον πολύξερο από κεινα πούχα ακούσει να συζητάνε οι πελάτες στο ζαχαροπλαστείο, ερχόταν όλος ο καλός ο κόσμος, δημαρχαίοι, σύμβουλοι, της δημογεροντίας, άκουγες, μάθαινες. 

Να σκεφτείς, ο Μπερνίτσας είχε για τις συνταγές τον κυρ-Νίκο τον Τσελεμεντέ και τον Παπαστεφάνου που ήταν αρχιμάγειρας τότε στ΄ανάκτορα. Ναι , βέβαια! Ερχόταν και τούλεγε ήμουνα στο Παρίσι και κει τρώνε αυτό για μόδα, στάσου να στο φτιάξω. Μετά πήγαινε στη Βιέννη και στη Ζυρίχη, έφερνε άλλες ιδέες, νάσου να γεμίζουν με φρέσκιες πάστες οι βιτρίνες, έρχονταν οι κυράδες, τους τρέχαν τα σάλια, και τότε δεν ήταν κοκκάλες σα τώρα, τότε λέγανε τα πάχη μου τα κάλλη μου, και δώστου οι πάστες και τα εκμέκ. Και το γάλα, παχύ-παχύ, πού τα νερά που πίνετε τώρα, τόφερνε απ΄το δικό του το βουστάσιο, που ήταν στην οδό Ηπείρου και μετά που άρχισε να χτίζεται η περιοχή και να μην τονε χωράει ο τόπος το πήρε από κει και το πήγε κάτου, στην Ιερά Οδό.

Με τον καιρό βολεύτηκα, έστελνα και στη μάνα μου να βάνει στην μπάντα, να παντρέψουμε τη Μαριέττα μας.

Μια μέρα που λες, είχα βάρδια έξι το πρωί με τέσσερις τ΄απόγευμα, ΄κει που φτάνω στη δουλειά βλέπω τον Μπερνίτσα έξω απ΄το μαγαζί, ερχόταν πάντα πριν χαράξει, τον βλέπω που λες ανάστατο, τρέχα Λορέντζο, λέει, μη βγάλεις τα ρούχα μην αλλάξεις, μόν΄ανέβα στο ποδήλατο και πήγαινε τούτα τα πακέτα σ΄αυτή τη διεύθυνση.

Ανέβηκα στο ποδήλατο, έτρεμε η ψυχή μου μη τα πετάξω κάτω, φτάνω, κυττάω, ήταν τού Μπενάκη, κατεβαίνει ένας με μαύρα μου λέει απ΄του κυρίου Μπερνίτσα είσαι. Λέω ναι, νάσαι καλά μου λέει παλλικάρι μου, ήμουν και νέος τότε, μη κυττάς πως μάζεψα τώρα, νάσαι καλά, μας έσωσες, και μου βάνει στο χέρι πέντε δραχμές, ποσό για την εποχή!

Χαρά εγώ, απ΄τη σαστισμάρα δεν πρόλαβα ούτε ευχαριστώ να πω. Μετά έμαθα πως είχαν κόσμο, κάποιον πρέσβη που τα σιροπιαστά δεν ταβαζε στο στόμα του και θέλαν γλυκό ευρωπαϊκό καλά και σώνει, ειδάλλως θάμενε η δουλειά ακάμωτη και τσάμπα ο κόπος.
Ο Μπερνίτσας πιά είχε να το λέει, μ΄έπιασε απ΄τους ώμους και με ευχαρίστησε με χειραψία μπροστά σε όλους.

Δεν περνάνε τρεις μέρες, νάσου τρία ποδήλατα έξω απ΄το μαγαζί. Μας μαζεύει ο κύριος Παναγιώτης και μας κάνει τη μεγάλη ανακοίνωση: θα πηγαίνουμε στα σπίτια φρέσκο γάλα και κρέμα, θα κάνουμε διανομή και γλυκά και ό,τι ζητάνε. 

Έβαλε και στις εφημερίδες αγγελία, έβγαιναν τότε ο ΑΓΩΝ, η ΕΣΤΙΑ, ο ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ και οι ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ, και έλεγε η αγγελία, το ζαχαροπλαστείο Παναγιώτη Μπερνίτσα ενημερώνει την εκλεκτή πελατεία του ότι από σήμερα και τα λοιπά και τα λοιπά. Έγραψε και το τηλέφωνο, είχε το 393, αυτός και ο Θανόπουλος στα Χαυτεία ήταν οι πρώτοι που βάλαν τηλέφωνο. Από την άλλη μέρα άρχισε το ταβατούρι. Ντριν το τηλέφωνο, φεύγα Λορέντζο για τής κυρίας Σταματιάδη, φεύγα Σωτήρη για το τάδε προξενείο, τρέχαμε, μέχρι που σχολνάγαμε είχαμε κάνει την Αθήνα πέντε φορές. 

Αλλά, δεν είχε κανείς παράπονο, όλοι βγάζαμε και κάτι παραπάνω, μας ζηλεύανε οι άλλοι που είχαν μείνει στο εργαστήριο να τους τρώει η λάντζα και ο φούρνος, αλλά, τί να κάμεις έτσι είν΄η ζωή. Τυχερός στάθηκα παράπονο δεν έχω. Όλα γίνηκαν κατ΄ευκήν, παντρεύτηκε η Μαριέττα μας, και η μάνα είχε το χοίρο της κάθε χρόνο, δεν έλειπε τίποτε.

Μέχρι, που μεγάλωσε η δουλειά και αναγκάστηκε ο κυρ-Παναγιώτης να βάλει μόνιππα για να προλαβαίνει. Κάθε μόνιππο έκανε δουλειά για τρία ποδήλατα. Κι΄έτσι πάψαμε και γυρίσαμε και μεις μέσα, στα παληά λημέρια. Έβλεπες τα βλέμματα των άλλων να λένε, βρε καλώς τους και να χαίρονται που μας κατάπιε πάλι το εργαστήριο και μας. Δε πειράζει, πάλι καλά είμασταν, πάλι έτσ΄ειν΄η ζωή, είπα. Έφευγαν και μαστοράκια κι΄άνοιγαν δικά τους μαγαζιά, πάντα είχε ανάγκη από χέρια το μαγαζί, δε μας έλειψε δουλειά ποτέ.

Μας αφήκε και τα ποδήλατα δώρο κι΄από ΄κει άμα ήρθα στο νησί, το κουβάλησα να τόχω να θυμούμαι. Μετά έγινε ο πόλεμος, οι δύο βαλκανικοί και η καταστροφή στη Μικρασία, τ΄άφησα και σκούριασε, το πετάξαμε στο πίσω λαγκάδι, κάθε φορά που πέρναγα έψαχα να το βρω με τα μάτια, μα είχε πιά σκεπαστεί απ΄τα χόρτα.

Ένα μόνο είχε ο κυρ-Παναγιώτης που δεν ήταν του χαρακτήρος του. Δεν ήθελε τους επαρχιώτες να πατάνε στο μαγαζί του. Άμα έβλεπε μπόγο πλάι σε τραπέζι κάτι τον έπιανε, μάλλον θυμόταν τα δικά του , τη φτώχεια και την αγωνία του και δεν άντεχε, κακός άνθρωπος δεν ήτανε, μόνο τούτο, δεν ήθελε επαρχιώτες να δίνουν τη συνάντηση στο μαγαζί του ».

(Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από το podilates.gr)

Κυριακή 15 Μαΐου 2011


Χειρόγραφο παληό, φθαρμένο,
από το Μέγα Κάστρο μαζεμένο

a.d. 1543



TO TΡΑΠΕΖΙ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ

Για ένα τραπέζι στην ταβέρνα
εχτές το βράδυ στήθηκε καυγάς.
Σε ποιόν ανήκε τέλος πάντων
το τραπέζι στην γωνιά σιμά στο παραθύρι…

Ο ένας είπε ‘πρώτος τόδα’
ο άλλος ‘ πρώτος ήρθα’
ο τρίτος ‘ πρώτος ήμουν.’
Ακούνητο εκείνο τους εκύτταε
-κυττάνε τα τραπέζια..;-
λερό τραπεζομάντηλο ντυμένο
π’ απάνω χέρι θυμωμένο
ο εκάστοτε ομιλητής εκτύπαε.


Χορόν αστείο τα ποτήρια, τα μαχαίρια, τα λοιπά
των παγεμένων τώρα δα εστιασθέντων
είχαν αρχίσει με ρυθμό
των διεκδικούντων το θυμό.
Κουδούναγαν σαν φόντο στις φωνές,
που, ποιόνα λόγον είχαν, λές..;
Τίνος θα ήταν τελικά το τραπεζάκι στην γωνιά…

Για ένα τραπέζι λέω, στην ταβέρνα
οπου στήθηκε καυγάς...

Βάλε κρασί κόκκινο, κέρνα,
να σου τελειώσω, να σου πω.
Θα τόχεις δει το καπηλειό
στον πάνω δρόμο της πέρα γειτονιάς.

Κάθεται ο ένας σαν πασάς
και παραγγέλνει μές την μέση του καβγά,
του ταβερνιάρη αγριεύει ό άλλος
και παρακεί γελάει ο πονηρός ειρωνικά,
που περιμένει τον δραγάτη
με το καμτσίκι του πελάτη και πελάτη
εξω να πετάξει , αφού στα δύο τους χωρίσει.
κι’ αυτός, λύκο θαρρώντας εαυτό του,
χαρά η αναμπουμπούλα , για καλό του,
να στρογγυλοκαθίσει.


Όπως καθόμαστε καλή ώρα εδώ πέρα
κι’ ο λύχναρος σπιθάκια μας πετά,
λάδι – νερό δεν κανει στο λυχνάρι,
ξερνάει και το φυτίλι το χαλνά-
έτσι λογάκια οι τριγύρω εσπιθήσαν
στην παύση μέσα του καβγά
και πριν προφτάσουν έτσι το κεφάλι τους να κάνουν
και ντροπιασμένοι τους τριγύρω τους να ιδούν
στρεφουν στον τρίτο
και με λόγια στον καβγά τους τον τραβούν.

Ο ένας με δυό πιο σκληρά
τα λόγια πρέπει νάχει,
για ό,τι κι΄αν τού λάχει
σαν το μαχαίρι ν΄ακονά..

Σα τώρα δα
πώς σου μιλώ και ‘σύ μ’ακούεις
και αντιρρήσεις σ’ ό,τι λέω
η περιέργεια δεν σ’ αφήνει ν’ αντικρούεις,
ετσι σαν όπλο την κουβέντα πρεπει να λογάς
και σαν σου τύχεται καβγάς
΄κει που πονά ο άλλος να πετάς.

Πέταξε ‘κείνος δυό κουβέντες
στους μόλις σύμμαχους φτιαγμένους:
«Σπίτι σου’ ειπε στον μικρό ‘να πάς’
κλίνη με νιά γυναίκα
με σκέρτσα και τερτίπια μόνο
δεν κρατάς».

«Τράβα στον γυιό σου,’ λέει στον άλλον
στο παραδίπλα καπηλειό,
κύρηγμα για τον οίνο να του κάνεις
και σαν αντίρρηση σου φέρει
τον σκούφο σου τον βγάνεις
και τ’ αλατιού τον κάνεις στο λεπτό.»

Μα ως πόσην ώρα σου μιλώ
στην αγορά θα πρόφταινα να πάω
να βρώ ένα άλλο καπηλειό
και το κρασί μου ήσυχα να πιώ.

Έτσι εγροίκησαν οι άλλοι στην ταβέρνα
κι’ απ’ το γλυκό το βαρελίσιο και το χύμα
προτίμησαν να φύγουν
μαζί κι’ από την αφορμή
μιάς και κοντά της πάει, κατά πως λένε,
και το κρίμα.

Σταμάτησες κρασί στην κούπα μου να χύνεις...
Δώσε, τι φεύγω στο λεπτό
και μ’ απορία κι’ αγωνία θε να μείνεις.

Πιάνει ο ένας μια μπουκάλα.
Ο άλλος βγάνει από το τζάκι την μασιά.
Μα ο φαρμακόγλωσσος
κάμα στα μούτρα τους τραβά.
Κανείς τους τώρα δε νογάει
μεζέ να δώσει στα σκυλιά
τα ιδικά του σωθικά.

Κι’ όλ’ αυτά;
Για το τραπέζι στην γωνιά…

Δεν είναι δα να κάτσεις σιμά στο παραθύρι
ιδιαίτερη ευτυχία…
Κρύο θα βάζει και βροχή
και το αγιάζι θα σκεπάζει του κρασιού την ευωδία.

Μα ποιος θυμόταν τώρα πιά
πώς ξεκινήσαν όλ’ αυτά…
Και όπως σούλεγα προτού,
αδεια τραπέζια να διαλέξεις
αφήκαν σα σκληρύνανε οι λέξεις
θαμώνες που τραβήξανε γι’ αλλού.

Μάτια ποιος είχε για να δει
πως δεν υπήρχε πλέον αφορμή…

Σε μάκρος πήγε και δεν κάνει,
εξ’ άλλου το κρασί δεν φτάνει.
Τέλος να δίνουμε ώρα είναι
και δίδαγμα να βγάλουμε απ’ αυτά.
Το τι κατάλαβες θα πεις,
θα πώ κι’ εγώ
και στο τραπέζι τούτο ‘ δω
αύριο κουτσοπίνουμε ξανά.

Στους ίδιους κρίκους και στο ίδιο το κελί,
για να φιλιώσουν ή να φαγωθούν μεσ’ το σκοτάδι
στου υπογείου την ησυχία την υγρή
πετάξανε,
παραδομένους στου «γιατί» το χάδι΄
που ξεθυμαίνει την οργή,
και ράκος τους ανθρώπους κάνει
σαν μια βλακεία έχει τους λερώσει την ψυχή.

Άμα θα βγουν σου λεώ τι γενήκαν,
αμα φιλιώσαν ή άμα φαγωθήκαν.
Μα ΄κείνο πού’ νιωσα
και θέλω να σου πώ
με λίγα λόγια
είν΄αυτό:

Του ταβερνιάρη το τραπέζι ήταν μόνο
και ‘ γω σου λέω πως με τον χρόνο
οταν αλλάξει αφεντικό το καπηλειό
ούτε και ‘ κείνου πλέον θα ανήκει.
Τα πράματά του, τα εργαλεία , τα λεφτά
χέρια θ’ αλλάξουνε κι’ αυτά.
και το τραπέζι,
οχι στα σκουπίδια,
-το ξύλο ζέστη μέσα κρύβει
κι’ ας είναι και φθαρμένο-
μα στου τζακιού τα’ αποκαϊδια
σε φλόγες θα’βρεις τυλιγμενο.
Και τότε, σαν το κούτσουρο
στο τζάκι του μαγέρικου θα δεις
γελώντας, σε καλό σου,
στους νοματαίους που τριγύρω θα κυττάνε
μες΄από γέλιου μεθυσμένου δάκρυα θα πεις…
Για τούτο ΄δω στην φυλακή κλειστήκαν τρεις...


ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...