"Ερχόταν η Λουκία κι΄ άφηνε τις παραγγελίες κι ακουγόταν και
η μουσική απ΄τους πλανόδιους και μυρίζαν από δίπλα κάτι αρνάκι με καπαμά που
φτιάχνει και νόμιζα πως πάει εδώ τώρα δας είναι που θα τρελλαθώ, μα συνεχίζω
και βάζω μερίδες γαλακτομπούρεκο και γλυκό του κουταλιού μαζί με τους διπλούς
ελληνικούς και γίνεται αυτή η φασαρία αντίς για σκοτούρα πάει και γίνεται μια
μελωδία και λέω ζεν φίλες μου αυτό είναι το ζεν, μέσα στην κουζίνα ντάλα
Οκτώβριος να μη λέει να χειμωνιάσει και σταμάτησα το παγωτό κακώς, ντάλα Οκτώβριος να χαίρεσαι απ΄τη μια κι΄απ΄την άλλη αυτοί που τους πουλάς καφέδες
να είναι σκεφτικοί γιατί δεν βρέχει και τι θα κάνουν και πότε θα σπείρουν, μα
δε σταματάνε να γελάνε και να χτυπάνε τα πούλια που τώρα μου φαίνονται
διαφορετικά γιατί παληά μ’ ενοχλούσε και έλεγα έτσι θα χάσω το μυαλό μου από
μια παρτίδα φεύγα ή από κείνη την πρέφα που ούτε κατάλαβα ποτέ πώς παίζεται ούτε
και θέλω μα με τσαντίζαν τόσο άμα μου λέγαν δε πειράζει εσύ δεν είσαι για
τέτοια.
Ουφ.
Μετά έρχεται μια ησυχία και πριν προλάβει να σε πιάσει η μοναξιά
είναι οι γιορτές, όλο και κάποιος έρχεται Σαββατοκύριακο όλο και κάποιον
καλοκαιρινό βλέπεις και λες και δυό κουβέντες όχι όπως τώρα που δεν πίνω νερό
για να μην έχω να τρέχω τουαλέτα κάθε τρεις και λίγο.
Βάζεις κι΄ότι μουσική
σ΄αρέσει κάνεις το μαγαζί δικό σου γιατί μη νομιζεις, καλοκαιριάτικα στο κάνουν
το μαγαζί όπως θέλουν οι τουρίστες.
Είχα πάει Δημητσάνα μια φορά και έβλεπα
εκείνα τα τουριστικά στην σειρά και γέλασα, μου λέει ένας τι γελάς πατριώτη; Του
λέω, όλα ίδια είστε! Μου λεει τι ίδια; Του λέω Αράχωβα, Στεμνίτσα, Δελφοί,
Λαγκάδια εδώ όλα ίδια είναι δεν κρατήσατε κάτι να καταλαβαίνει κανείς τη
διαφορά.
Μου λεει, κουνάει το κεφάλι και μου λέει, τι δεν το ξέρουμε λες;
Μα αλλού
λες να πάς και αλλού σε τραβάει ο κόσμος που θέλει καλά και σώνει να ζήσει το
ίδιο όπου πάει. Δεν τις τρών τις χυλοπίτες που παίρνουν, μου λέει. Τις πάνε
δώρο για να δείχνουν στους άλλους πού πήγαν και δήθεν τους σκεφτήκανε. Τρόπαια είναι
οι χυλοπίτες και τα τυράκια και οι μαρμελάδες, τρόπαια για επίδειξη!
Έτσι και 'δώ. Μια μέρα στάζει ο πλάτανος την πρώτη ψιχάλα και λες πάει τελείωσε και
τελειώνει έτσι απότομα, απ΄τη ΄μια μέρα στην άλληνα βλέπεις τον χειμώνα και
σαστίζεις. Λες πάει η χρονιά. Τι να σου πω άλλο, δεν έχω. Βαριέμαι να βλέπω στις
ειδήσεις και στις διαφημίσεις φωτογραφίες από τούτη την πλατεία. Άμα θες έλα
άμα θες μην έρθεις, άμα έρθεις όμως και δεν βρείς αυτό που νόμιζες πως είναι
τότε τι γίνεται; Δεν μπορείς να ζεις απ’ αυτό μόνο, σε αλλάζει, θες να ζεις και
το πώς ζουσαμε πριν τον τουρισμό, έχει και χωράφια έχει και ζώα έχει και άλλα
πράγματα, μα όλοι νοιάζονται για να βγάλουν φωτογραφίες και ως εκεί. Πιάσε μίλα
μαζί τους, να δεις, σαν ιθαγενή σε βλέπουν σα νάχουν παει στη ζούγκλα και
φωτογραφίζονται μαζί σου γιατί έχεις μια μουστάκα ή γιατί σε κρίνουν
παραδοσιακό ξέρω’ γω τι σκατά είναι αυτό το παραδοσιακό στο κάτω-κάτω…"