Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Ο αφρός τής θάλασσας

ΜΟΥ ΠΗΡΕΣ:

Λεφτά, γιατί αυτά μετράνε για σένα και τελικώς φαίνεται πως, αφού εγώ μπορώ και δίνω ακόμη, ενώ εσύ δεν έχεις στερηθεί τίποτε από την περιρρέουσα χλιδή σου, άρα, μάλλον έχω περισσότερη αξιοπρέπεια από το σκοτεινό τομάρι που αποκαλείς εαυτό σου.

Την ελπίδα, για το ότι αύριο η πατρίδα μου θα είναι ένας καλύτερος τόπος για να ζήσει το παιδί μου, αλλά, αφού δεν έχω σκύψει ακόμα, πάει να πει πως έχω μεγαλύτερη ψυχή απ' όσο χωράει ο οχετός που θεωρείς μυαλό σου.

Το δέος για την ιστορία και τους προγόνους μου, που τους ευτελίζεις στα σχολικά βιβλία σαν νάναι ο Τζων Γουέην και η Τζέην Μάνσφιλντ, αλλά, εξακολουθώ να αισθάνομαι ντροπή όταν αντικρύζω κάθε αρχαίο γκρεμίδι γιατί τότε νιώθω το έλειμμα του πραγματικού εαυτού μέσα μου και 'κείνη την στιγμή, δεν φταίς εσύ, αλλά εγώ που σε άφησα να γίνεις αυτό που είσαι.

Τον σεβασμό για το δίκαιο και την διακιοσύνη, που φρόντισες να σκουπίσεις πάνω της τα λαδωμένα, στρουμπουλά, με τον πιό σιχαμερό τρόπο απαλά, τρυφηλά δάχτυλά σου, μετά από το ατελείωτο φαγοπότι που επιδόθηκες μαζί με τους καμματικούς σφογγοκωλάριούς σου και που τώρα, μου στέλνεις τον λογαριασμό του.

Την αγάπη και την συμπόνοια για τον πονεμένο διπλανό μου, που διακριτικά και με τρόπο σαν δοσίλογος άπλωσες το χέρι και μου τον έδειξες σαν φταίχτη για όλα τα δεινά που έπλαθες μεθοδικά χρόνο με τον χρόνο κάτω από την μύτη μου.


ΘΕΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΑΡΕΙΣ ΑΚΟΜΗ:

Κι' άλλα λεφτά γιατί βιάζεσαι και γω είμαι πολύ πιό εύκολος και πρόχειρος από τους διαπλεκόμενούς σου, που τώρα ακριβώς εξακολουθούν να 'κονομάνε και γελάνε σε βάρος μου, αλλά, φαίνεται πως πάντα θα βρίσκω να σου δίνω γιατί κατά βάθος, εγώ είμαι πατριώτης με την πιό βαθειά έννοια, ενώ εσύ είσαι ένα ασήμαντο προεκλογικό φυλλάδιο που αργά ή γρήγορα ο αέρας θα το σύρει μέσα στον υπόνομο.

Το σπίτι που δεν κατάφερε να μου πάρει η τράπεζα όταν με παγίδευε με τα δάνεια που την παρότρυνες να μου χορηγήσει, ακόμη και για κλάσιμο στην βουνοκορφή της Πέρα Χλιμιντρίτσας.

Το χωραφάκι του παππού μου, που δεν μου αποδίδει γιατί δεν το καλλιεργώ, αλλά, πηγαίνω και περπατάω εκεί και ψηλαφάω το χώμα και χώνω μια πέτρα στην θέση της και λέω "η γή μου" και τότε με πιάνει μια αγάπη κι΄ένα δέος για την απέραντη μάνα, που νοερά με αγκαλιάζει τώρα και θα με αγκαλιάσει με το καλό όταν τελειώσει ο χρόνος μου μέσα στο φως.


Τις λιγοστές μου οικονομίες, που μάζεψα φορώντας τα ίδια ρούχα για τρία-τεσσερα χρόνια, γιατί όταν μεγάλωνα μάθαινα πως η αποταμίευση είναι μέρος της ζωής μου, ενώ τώρα θες να με χρεώσεις πριν ακόμη εισπράξω αυτό για το οποίο πάω να καταναλώσω.
Ξέρω πως τις λιγουρεύεσαι όπως ο κακός λύκος τα επτά κατσικάκια και τρέχουν τα ρυπαρά σάλια σου επάνω στο λιπαρό τριπλοσάγονό σου και χαίρομαι, γιατί αποκτάς την μόνη πραγματική όψη που δικαιούσαι νάχεις.

Το αυτοκινητάκι, που πληρώνω τέσσερα χρόνια και μου το χρεώνεις με κάθε δυνατό τρόπο σαν νάναι ο πάγκος της γαλέρας που πάνω του μ' έχεις δεμένο.

Το ήθος απέναντι στα δύσκολα, γιατί φαίνεται πως με κρατάει ακόμη ορθωμένο και σε δυσκολεύει όταν σηκώνεις το λουστρινοφορεμένο βρωμοπόδαρό σου για να πατήσεις στην πλάτη μου και να αναρριχηθείς ψηλότερα στην πολιτική σκηνή.

Το ηθικό, που ακόμη καταφέρνει να δει τον αργυραμοιβό πίσω από τον κρατικοδίαιτο λειτουργό και με στηλώνει όρθιο όταν πας να ξεπουλήσεις τον τόπο μου.


ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΑΡΕΙΣ ΠΟΤΕ:

Τον πρωινό μου καφέ παρέα με τον εφτάχρονο γιό μου, που τρώει το πρωινό του αγουροξυπνημένος λίγο πριν το σχολείο.



Την βόλτα με τα ποδήλατα και την αίσθηση πως όσο ποδηλατώ, δεν θα γεράσω ποτέ.


Το ρακί με λίγο Τηνιακό τυράκι, στην στενή βεράντα που μετά βίας χωράει τρεις καρέκλες, αλλά, ξεχειλίζει από γέλιο και ανέκδοτα όταν έρχεται ο Βασίλης και καθόμαστε μέχρι τις τρεις το πρωί έτσι, χωρίς λόγο.

Την ατέλειωτη, ζαλισμένη απ' το πολύ κρασί μπουρδολογία με τον πιό παληό μου φίλο, τον Κώστα, που σχεδόν πάντα, θα καταλήξει σε ομηρικό καυγά.

Την ευγνωμοσύνη για όλα όσα έχουν έρθει έτσι, ώστε να έχω ζήσει όλα όσα έχω ζήσει και που τα θεωρώ πολύτιμα, ακριβώς, γιατί περνούν απαρατήρητα από το βρωμερό σου βλέμμα.


Το βραδυνό μου διάβασμα-βύθισμα στον κόσμο τού αληθινού πλούτου και της απόλυτης ανθρωπιάς, που νιώθεις πως ο συγγραφέας έχει βάλει σε κάθε λέξη που έχει διαλέξει και τοποθετήσει με προσοχή πάνω στο χαρτί.

Τη ζωή που νιώθω να κυλάει γύρω μου κάθε σιωπηλό πρωινό Κυριακής που κατεβαίνω στον φούρνο για να πάρω κρουασάν για να φάμε όλοι μαζί πρωινό.

Το πρωτοβρόχι που με λυτρώνει από τον κάματο της ζέστης και μοιάζει σαν το φυσικότερο adagio που παίζει η ίδια η αναπόφευκτη ζωή.

Το πεισματάρικο εκείνο πράσινο, που πάει και φυτρώνει σε χαραμάδες, σε λούκια και υδροροές, σε ρωγμές τοίχων, στο λιγοστό χωματάκι κάτω απ' τις ρόδες εγκαταλελειμμένων  αυτοκινήτων και που πάντα το θαυμάζω, γιατί μου υπογράφει πως τίποτε δεν είναι αδύνατον και κραυγάζει πως η ζωή είναι ένα ρέμα που δεν μπορεί να μην σε παρασύρει.


Τους φίλους που έχω, αλλά κυρίως, εκείνους που δεν ξέρω πως έχω και είναι εκεί μαζί μου και νιώθω την ανάσα τους και τον χτύπο της καρδιάς τους όταν διαβάζω τα γραφτά τους, που αχνίζουν από ζωντάνια μέσα στο ίντερνετ τόσο αληθινά, όσο δεν έχει αχνίσει ποτέ μέσα σου ούτε ο πόθος για το πιό ξεροψημένο παϊδάκι.

Την μουσική μου, που με κάνει φίλο με όλον τον κόσμο και ξεπλένει τη μέσα μου βρωμιά μ' έναν τρόπο που κανένα Μέγαρο Μουσικής δεν θα καταφέρει ποτέ να διώξει απο μέσα σου ούτε το ελάχιστο ίχνος αναλγησίας που σ' έχει πλημμυρίσει.

Το φως...

























Το νησί μέσα μου...

Τον Τσικνιά,
την Καστέλλα,
του Πολέμου τον Κάμπο,
την Λιβάδα,
το Μαντροκκλήσι,
τη Βαθή,
τα λευκά εξωκκλήσια,
τις μάντρες,
τον κάλαμο,
τον αέρα.,
τον αφρό της θάλασσας...





Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΣΥΔΟΤΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ...


Και μέσα στην κρίση, όπως αυτήν τη νιώθει ο καθένας, μια νέα γενιά επιχειρηματιών ανδρώνεται, εκπαιδεύεται και ετοιμάζεται να πορευτεί αυτοαπασχολούμενη στον επαγγελματικό βίο.

Έλα μου όμως, που σε πολλές περιπτώσεις, το κακό διαιωνίζει τον εαυτό του...

Και οι νέοι που εισέρχονται στον χώρο, ξεκινάνε από νωρίς να μαθαίνουν τα κόλπα για να φοροδιαφεύγουν, να κλέβουν την εφορία, να εξαπατούν τους πελάτες τους, να στοχεύουν στην αρπαχτή με κάθε τρόπο, να καταπατούν και να καταστρατηγούν τους κανόνες και τα όρια που προβλέπονται.

Όπως ακριβώς και οι παληοί...

Φαγητά που δεν προβλέπεται να παρασκευάζονται καν, φτιαγμένα σε κακές συνθήκες υγιεινής, αποδείξεις που τις πήρε ο αέρας, διαφορετικές χρεώσεις ανά περίπτωση, ελεύθερα κάμπινγκ με μηδαμινές εγκαταστάσεις υγιεινής, περιστασιακά κολλητιλίκια με πελατάκια που τούς κάνουμε τη χάρη να τους κάνουμε και παρέα και πατάνε πάνω στην βασική ανάγκη του ανθρώπου για οικειότητα, αγοραίες συμπεριφορές με κανένα σεβασμό στο περιβάλλον που μας φιλοξενεί και του οποίου το φυσικό κάλλος εκμεταλλευόμαστε για να τα ‘κονομάμε, διεκδικητική συμπεριφορά που χειροτερεύει όσο δικτυωνόμαστε και αποκτάμε τα απαραίτητα «κονέ», στοιχειοθετούν το περιβάλλον του μέλλοντός μας.

Καμμία εφορία, κανένα σώμα δίωξης οικονομικού εγκλήματος, καμμία τρόικα δεν μπορεί να συνετίσει τους πρόωρα εκπαιδευόμενους στον επιχειρηματικό ανταρτοπόλεμο.

Και όταν μετά από μερικά χρόνια βρεθούμε σε παρόμοια κατάσταση και σε ίδιο οικονομικό χάλι, αυτοί οι ίδιοι, ώριμοι πιά, δεν θα φταίνε σε τίποτα, θα γκρινιάζουν για την έλλειψη μέτρων από τη μεριά του κράτους και τις δημόσιες σπατάλες, θα αφορίζουν πολιτικούς και τοπικούς παράγοντες και όταν τους ρωτάς πώς πάνε οι δουλειές, θα απαντάνε με ύφος πολύπειρου και πολύπαθου επιχειρηματία:
«Τίποτα... Δεν έχει τίποτα σε σχέση με παληά... Πάνε οι καιροί που ξέραμε...».

Και θα εννοούν πως, 
«Όσο έκλεψα, έκλεψα, όσο ‘κονόμησα, ‘κονόμησα. Τώρα όχι μόνον με καταλάβανε και δεν τους κοροϊδεύω πιά, αλλά, με αντιγράψανε και κάτι φρεσκαρούδια και μου φάγανε τη δουλειά...».

Αυτά.

Οι φωτογραφίες δεν έχουν καμμία σχέση με το θέμα, απλώς, επειδή δεν είχα να βάλω κάτι σχετικό, βάζω φωτογραφίες της αγαπημένης μου παραλίας, έτσι, για ομορφιά...


 Ή και γιατί παραδίπλα, στο λιβάδι, κάποιοι νεαροί σε ηλικία, παλεύουν με τη Γή, φυτεύουν, ποτίζουν, μαζεύουν, ξυπνάνε χαράματα για να πάνε στην πούληση, απογοητεύονται με τα τερτίπια του καιρού, θλίβονται όταν τους ψοφήσει κάποιο ζωντανό, κάνουν το σταυρό τους όταν όλα πάνε καλά.




Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΓΙΟΣ ΜΙΚΑΕΛ


Πάνω απ΄τα Κελλιά, σε χαρακτηριστική, δεσπόζουσα θέση, βρίσκεται το εξωκκλήσι του Αγίου Μικαέλ, που σε αντίθεση με τα άλλα εξωκκλήσια της περιοχής, έχει δύσκολη σχετικά πρόσβαση, αφού πρέπει να βγει κανείς από το δύσβατο μονοπάτι και να περπατήσει για εκατό περίπου μέτρα μέχρι να φτάσει εκεί.


Οι διάσπαρτες , δυστυχώς, βλήστρες βοηθούν ιδιαίτερα, ευτυχώς, στο τελικό στάδιο της πεζοπορίας...
 
 










Το εκκλησάκι είναι εμφανώς παραμελημένο. 


Εξωτερικά έχει μείνει άβαφο εδώ και αρκετά χρόνια, ενώ στο εσωτερικό η απουσία παραθύρου για αερισμό κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική και ιδανική για ανάπτυξη μουχλών. 

Απόδειξη το ότι, και οι δύο εικόνες που βρίσκονται στο εξωκκλήσι είναι γεμάτες μούχλα. 
Επιπλέον, η εικόνα τού Αγίου Μικαέλ, που είναι προστατευμένη σε ξύλινο κουτί με γυάλινο κάλυμμα, θα πρέπει σύντομα να ελεγχθεί για την κατάστασή της. 

Περιττό να αναφέρω πως, οι εικόνες δεν έχουν καμμία άλλην αξία πέραν της συναισθηματικής και τής, σε στενά, τοπικά πλαίσια, ιστορικής. Δεν αναγράφεται δημιουργός, ούτε χρονολογία, η τεχνοτροπία είναι ασαφής ή μικτή και μάλλον πρόκειται για προϊόντα τοπικών καλλιτεχνών, πιθανότατα χωριανών με κλίση ή στοιχειώδες ταλέντο στην ζωγραφική. 

Γενικώτερα, όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στο νησί τα τελευταία χρόνια, νομίζω πως θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά το ενδεχόμενο της συλλογής των εικόνων από τα εξωκκλήσια σε κεντρικό εκθετήριο, πιθανόν στην εκκλησία του Αγίου Ζαχαρία, για να εξασφαλιστεί όχι μόνον η ακεραιότητά τους, αλλά και αυτή η ίδια η ύπαρξή τους.

Επίσης, καλό θα είναι, εάν και εφ’όσον οι εικόνες συλλεγούν από τα εξωκκλήσια, να μπουν αντίγραφα στην θέση τους, γιατί είναι απρέπεια το να μην υπάρχει εικόνα του τιμώμενου αγίου στο εξωκκλήσι, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου, πάλι στα Κελλιά.

Ο κλήρος μάλλον πέφτει στον μάχιμο εφημέριο των Κελλιών, πατέρα Αντώνη Φόνσο, που επανήλθε στον χώρο του μετά την αντικατάστασή του από τον ανεπαρκέστατο προηγούμενο εφημέριο, του οποίου το όνομα μού διαφεύγει αυτήν την στιγμή... 

Αλλά, ποτέ δεν φταίει ένας μόνον, όπως και ένας μόνος του δεν μπορεί να τα κάνει όλα...

Όπως και νάχει το πράγμα, το άρθρο αυτό δεν έχει σκοπό ούτε να κουνήσει επιτιμητικά το δάχυλο, ούτε και να κανακέψει κανέναν. Απλώς, ο τόπος είναι αυτός με όσα κουσούρια μπορούμε να τού προσάψουμε, η κληρονομιά είναι αυτή όσο κι’ αν επιθυμούμε να μας διαφεύγει η σημασία και η σημαντικότητά της, οι άνθρωποι είναι δεδομένοι σαν συμπεριφορές και στάσεις και δεν αλλάζουν τίποτε από αυτά, εάν δεν αντιληφθούν κάποιο όφελος για τους εαυτούς τους. 


Επείγει, λοιπόν, να προσπαθήσουμε να συναρμολογήσουμε τον μύθο (για να χρησιμοποιήσω την ακριβή λέξη ενός Περαστριανού φίλου) εννοουμένου σαν πορεία τής περιοχής μας στον χρόνο και να ζήσουμε σαν συνέχειά του και όχι σαν απάτριδες ή επήλυδες.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ...


Τσαγκάρης...

 Αυτός που πιάνει το δέρμα και τους σπάγκους και την μπάλα το κερί, 


τις κόλλες και τα λάστιχα, 

τις ξυλόπροκες και τα καρφιά και τα δένει όλα μαζί σε ένα ζευγάρι παπούτσια. 


 Για καθημερινή ή για σχόλη, για δουλειά ή για γιορτή.
  
Μετράει...

 ...γιατί οποιαδήποτε σπατάλη υλικών είναι σπατάλη ανθώπινου μόχθου, κόβει και ράβει με στόχο την διάρκεια, γιατί η συνείδησή του τού λέει πως τα λεφτά είναι λίγα και το πράμα πρέπει νάναι καλό και να βαστάει, μπαλώνει και διορθώνει...
  ...γιατί είναι ένας από ‘κείνους που μοχθούν και κοπιάζουν και συμμετέχει με την εργασία του στη δουλειά και στην χαρά των άλλων,

των γειτόνων, των φίλων, των συχωριανών και μή, αυτωνών που το βράδυ θα κάτσουν μαζί στον καφενέ να πιούν ένα ρακί, αυτωνών που θα περάσουν να κάτσουν σαν παρέα στο τσαγκαριό όσο εκείνοι δουλεύουν τα περίπλοκα εργαλεία.

 
Πέντε δάχτυλα στην απαλάμη όλο το χωριό μαζί, δίπλα τόνα στ΄άλλο και κανένα μοναχό του να μην μπορεί να κάμει τίποτε. 


Και το δέρμα αγκαλιάζει το καλαπόδι....

...άγρια και απότομα στην αρχή, μαλακώνοντας μετά το αγκάλιασμά του, ακολουθώντας πάνω στο αμόνι

τις καμπύλες τού σκαλισμένου ξύλου, ομορφαίνοντας, κρύβοντάς το σιγά-σιγά, μέχρις νάρθει ο γάντζος...
 ...να λευτερώσει το καλαπόδι, την ανάστροφη μήτρα, και να αφήσει τη φόρμα μόνη της, να δει αν στέκεται, αν απαντάει το ερώτημα που κάνει ο ίδιος ο τεχνίτης στον εαυτό του:

"Είμαι καλός μάστορας..;"
Ο κύριος Νικόλας Ζαρμπάνης από το χωριό Κελλιά της Τήνου είναι μάλλον, ο τελευταίος εν ζωή τσαγκάρης ατο νησί.


Ο Δήμος Εξωμβούργου τον τίμησε με μία αναμνηστική πλακέτα, που αναφέρει τα παρακάτω...


...και που είναι πολύ λίγα για να περιγράψουν το μέγεθος που εμπεριέχει η απώλεια μιάς αρχαίας τέχνης.


Παρ΄όλ΄ αυτά, ο Νικόλας, μακρινός μου θείος, δεν κομπιάζει όταν αφηγείται, δεν βουρκώνει, δεν νοσταλγεί.
Απλώς, συνεχίζει να πορεύεται με τιμή....
 ...γιατί έτσι είναι η ζωή.





ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...