ΜΟΥ ΠΗΡΕΣ:
Λεφτά, γιατί αυτά μετράνε για σένα και τελικώς φαίνεται πως, αφού εγώ μπορώ και δίνω ακόμη, ενώ εσύ δεν έχεις στερηθεί τίποτε από την περιρρέουσα χλιδή σου, άρα, μάλλον έχω περισσότερη αξιοπρέπεια από το σκοτεινό τομάρι που αποκαλείς εαυτό σου.
Την ελπίδα, για το ότι αύριο η πατρίδα μου θα είναι ένας καλύτερος τόπος για να ζήσει το παιδί μου, αλλά, αφού δεν έχω σκύψει ακόμα, πάει να πει πως έχω μεγαλύτερη ψυχή απ' όσο χωράει ο οχετός που θεωρείς μυαλό σου.
Το δέος για την ιστορία και τους προγόνους μου, που τους ευτελίζεις στα σχολικά βιβλία σαν νάναι ο Τζων Γουέην και η Τζέην Μάνσφιλντ, αλλά, εξακολουθώ να αισθάνομαι ντροπή όταν αντικρύζω κάθε αρχαίο γκρεμίδι γιατί τότε νιώθω το έλειμμα του πραγματικού εαυτού μέσα μου και 'κείνη την στιγμή, δεν φταίς εσύ, αλλά εγώ που σε άφησα να γίνεις αυτό που είσαι.
Τον σεβασμό για το δίκαιο και την διακιοσύνη, που φρόντισες να σκουπίσεις πάνω της τα λαδωμένα, στρουμπουλά, με τον πιό σιχαμερό τρόπο απαλά, τρυφηλά δάχτυλά σου, μετά από το ατελείωτο φαγοπότι που επιδόθηκες μαζί με τους καμματικούς σφογγοκωλάριούς σου και που τώρα, μου στέλνεις τον λογαριασμό του.
Την αγάπη και την συμπόνοια για τον πονεμένο διπλανό μου, που διακριτικά και με τρόπο σαν δοσίλογος άπλωσες το χέρι και μου τον έδειξες σαν φταίχτη για όλα τα δεινά που έπλαθες μεθοδικά χρόνο με τον χρόνο κάτω από την μύτη μου.
ΘΕΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΑΡΕΙΣ ΑΚΟΜΗ:
Κι' άλλα λεφτά γιατί βιάζεσαι και γω είμαι πολύ πιό εύκολος και πρόχειρος από τους διαπλεκόμενούς σου, που τώρα ακριβώς εξακολουθούν να 'κονομάνε και γελάνε σε βάρος μου, αλλά, φαίνεται πως πάντα θα βρίσκω να σου δίνω γιατί κατά βάθος, εγώ είμαι πατριώτης με την πιό βαθειά έννοια, ενώ εσύ είσαι ένα ασήμαντο προεκλογικό φυλλάδιο που αργά ή γρήγορα ο αέρας θα το σύρει μέσα στον υπόνομο.
Το σπίτι που δεν κατάφερε να μου πάρει η τράπεζα όταν με παγίδευε με τα δάνεια που την παρότρυνες να μου χορηγήσει, ακόμη και για κλάσιμο στην βουνοκορφή της Πέρα Χλιμιντρίτσας.
Το χωραφάκι του παππού μου, που δεν μου αποδίδει γιατί δεν το καλλιεργώ, αλλά, πηγαίνω και περπατάω εκεί και ψηλαφάω το χώμα και χώνω μια πέτρα στην θέση της και λέω "η γή μου" και τότε με πιάνει μια αγάπη κι΄ένα δέος για την απέραντη μάνα, που νοερά με αγκαλιάζει τώρα και θα με αγκαλιάσει με το καλό όταν τελειώσει ο χρόνος μου μέσα στο φως.
Τις λιγοστές μου οικονομίες, που μάζεψα φορώντας τα ίδια ρούχα για τρία-τεσσερα χρόνια, γιατί όταν μεγάλωνα μάθαινα πως η αποταμίευση είναι μέρος της ζωής μου, ενώ τώρα θες να με χρεώσεις πριν ακόμη εισπράξω αυτό για το οποίο πάω να καταναλώσω.
Ξέρω πως τις λιγουρεύεσαι όπως ο κακός λύκος τα επτά κατσικάκια και τρέχουν τα ρυπαρά σάλια σου επάνω στο λιπαρό τριπλοσάγονό σου και χαίρομαι, γιατί αποκτάς την μόνη πραγματική όψη που δικαιούσαι νάχεις.
Το αυτοκινητάκι, που πληρώνω τέσσερα χρόνια και μου το χρεώνεις με κάθε δυνατό τρόπο σαν νάναι ο πάγκος της γαλέρας που πάνω του μ' έχεις δεμένο.
Το ήθος απέναντι στα δύσκολα, γιατί φαίνεται πως με κρατάει ακόμη ορθωμένο και σε δυσκολεύει όταν σηκώνεις το λουστρινοφορεμένο βρωμοπόδαρό σου για να πατήσεις στην πλάτη μου και να αναρριχηθείς ψηλότερα στην πολιτική σκηνή.
Το ηθικό, που ακόμη καταφέρνει να δει τον αργυραμοιβό πίσω από τον κρατικοδίαιτο λειτουργό και με στηλώνει όρθιο όταν πας να ξεπουλήσεις τον τόπο μου.
ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΑΡΕΙΣ ΠΟΤΕ:
Τον πρωινό μου καφέ παρέα με τον εφτάχρονο γιό μου, που τρώει το πρωινό του αγουροξυπνημένος λίγο πριν το σχολείο.
Την βόλτα με τα ποδήλατα και την αίσθηση πως όσο ποδηλατώ, δεν θα γεράσω ποτέ.
Το ρακί με λίγο Τηνιακό τυράκι, στην στενή βεράντα που μετά βίας χωράει τρεις καρέκλες, αλλά, ξεχειλίζει από γέλιο και ανέκδοτα όταν έρχεται ο Βασίλης και καθόμαστε μέχρι τις τρεις το πρωί έτσι, χωρίς λόγο.
Την ατέλειωτη, ζαλισμένη απ' το πολύ κρασί μπουρδολογία με τον πιό παληό μου φίλο, τον Κώστα, που σχεδόν πάντα, θα καταλήξει σε ομηρικό καυγά.
Την ευγνωμοσύνη για όλα όσα έχουν έρθει έτσι, ώστε να έχω ζήσει όλα όσα έχω ζήσει και που τα θεωρώ πολύτιμα, ακριβώς, γιατί περνούν απαρατήρητα από το βρωμερό σου βλέμμα.
Το βραδυνό μου διάβασμα-βύθισμα στον κόσμο τού αληθινού πλούτου και της απόλυτης ανθρωπιάς, που νιώθεις πως ο συγγραφέας έχει βάλει σε κάθε λέξη που έχει διαλέξει και τοποθετήσει με προσοχή πάνω στο χαρτί.
Τη ζωή που νιώθω να κυλάει γύρω μου κάθε σιωπηλό πρωινό Κυριακής που κατεβαίνω στον φούρνο για να πάρω κρουασάν για να φάμε όλοι μαζί πρωινό.
Το πρωτοβρόχι που με λυτρώνει από τον κάματο της ζέστης και μοιάζει σαν το φυσικότερο adagio που παίζει η ίδια η αναπόφευκτη ζωή.
Το πεισματάρικο εκείνο πράσινο, που πάει και φυτρώνει σε χαραμάδες, σε λούκια και υδροροές, σε ρωγμές τοίχων, στο λιγοστό χωματάκι κάτω απ' τις ρόδες εγκαταλελειμμένων αυτοκινήτων και που πάντα το θαυμάζω, γιατί μου υπογράφει πως τίποτε δεν είναι αδύνατον και κραυγάζει πως η ζωή είναι ένα ρέμα που δεν μπορεί να μην σε παρασύρει.
Τους φίλους που έχω, αλλά κυρίως, εκείνους που δεν ξέρω πως έχω και είναι εκεί μαζί μου και νιώθω την ανάσα τους και τον χτύπο της καρδιάς τους όταν διαβάζω τα γραφτά τους, που αχνίζουν από ζωντάνια μέσα στο ίντερνετ τόσο αληθινά, όσο δεν έχει αχνίσει ποτέ μέσα σου ούτε ο πόθος για το πιό ξεροψημένο παϊδάκι.
Την μουσική μου, που με κάνει φίλο με όλον τον κόσμο και ξεπλένει τη μέσα μου βρωμιά μ' έναν τρόπο που κανένα Μέγαρο Μουσικής δεν θα καταφέρει ποτέ να διώξει απο μέσα σου ούτε το ελάχιστο ίχνος αναλγησίας που σ' έχει πλημμυρίσει.
Το νησί μέσα μου...
Τον Τσικνιά,
την Καστέλλα,
του Πολέμου τον Κάμπο,
την Λιβάδα,
το Μαντροκκλήσι,
τη Βαθή,
τα λευκά εξωκκλήσια,
τις μάντρες,
τον κάλαμο,
τον αέρα.,
τον αφρό της θάλασσας...
Λεφτά, γιατί αυτά μετράνε για σένα και τελικώς φαίνεται πως, αφού εγώ μπορώ και δίνω ακόμη, ενώ εσύ δεν έχεις στερηθεί τίποτε από την περιρρέουσα χλιδή σου, άρα, μάλλον έχω περισσότερη αξιοπρέπεια από το σκοτεινό τομάρι που αποκαλείς εαυτό σου.
Την ελπίδα, για το ότι αύριο η πατρίδα μου θα είναι ένας καλύτερος τόπος για να ζήσει το παιδί μου, αλλά, αφού δεν έχω σκύψει ακόμα, πάει να πει πως έχω μεγαλύτερη ψυχή απ' όσο χωράει ο οχετός που θεωρείς μυαλό σου.
Το δέος για την ιστορία και τους προγόνους μου, που τους ευτελίζεις στα σχολικά βιβλία σαν νάναι ο Τζων Γουέην και η Τζέην Μάνσφιλντ, αλλά, εξακολουθώ να αισθάνομαι ντροπή όταν αντικρύζω κάθε αρχαίο γκρεμίδι γιατί τότε νιώθω το έλειμμα του πραγματικού εαυτού μέσα μου και 'κείνη την στιγμή, δεν φταίς εσύ, αλλά εγώ που σε άφησα να γίνεις αυτό που είσαι.
Τον σεβασμό για το δίκαιο και την διακιοσύνη, που φρόντισες να σκουπίσεις πάνω της τα λαδωμένα, στρουμπουλά, με τον πιό σιχαμερό τρόπο απαλά, τρυφηλά δάχτυλά σου, μετά από το ατελείωτο φαγοπότι που επιδόθηκες μαζί με τους καμματικούς σφογγοκωλάριούς σου και που τώρα, μου στέλνεις τον λογαριασμό του.
Την αγάπη και την συμπόνοια για τον πονεμένο διπλανό μου, που διακριτικά και με τρόπο σαν δοσίλογος άπλωσες το χέρι και μου τον έδειξες σαν φταίχτη για όλα τα δεινά που έπλαθες μεθοδικά χρόνο με τον χρόνο κάτω από την μύτη μου.
ΘΕΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΑΡΕΙΣ ΑΚΟΜΗ:
Κι' άλλα λεφτά γιατί βιάζεσαι και γω είμαι πολύ πιό εύκολος και πρόχειρος από τους διαπλεκόμενούς σου, που τώρα ακριβώς εξακολουθούν να 'κονομάνε και γελάνε σε βάρος μου, αλλά, φαίνεται πως πάντα θα βρίσκω να σου δίνω γιατί κατά βάθος, εγώ είμαι πατριώτης με την πιό βαθειά έννοια, ενώ εσύ είσαι ένα ασήμαντο προεκλογικό φυλλάδιο που αργά ή γρήγορα ο αέρας θα το σύρει μέσα στον υπόνομο.
Το σπίτι που δεν κατάφερε να μου πάρει η τράπεζα όταν με παγίδευε με τα δάνεια που την παρότρυνες να μου χορηγήσει, ακόμη και για κλάσιμο στην βουνοκορφή της Πέρα Χλιμιντρίτσας.
Το χωραφάκι του παππού μου, που δεν μου αποδίδει γιατί δεν το καλλιεργώ, αλλά, πηγαίνω και περπατάω εκεί και ψηλαφάω το χώμα και χώνω μια πέτρα στην θέση της και λέω "η γή μου" και τότε με πιάνει μια αγάπη κι΄ένα δέος για την απέραντη μάνα, που νοερά με αγκαλιάζει τώρα και θα με αγκαλιάσει με το καλό όταν τελειώσει ο χρόνος μου μέσα στο φως.
Τις λιγοστές μου οικονομίες, που μάζεψα φορώντας τα ίδια ρούχα για τρία-τεσσερα χρόνια, γιατί όταν μεγάλωνα μάθαινα πως η αποταμίευση είναι μέρος της ζωής μου, ενώ τώρα θες να με χρεώσεις πριν ακόμη εισπράξω αυτό για το οποίο πάω να καταναλώσω.
Ξέρω πως τις λιγουρεύεσαι όπως ο κακός λύκος τα επτά κατσικάκια και τρέχουν τα ρυπαρά σάλια σου επάνω στο λιπαρό τριπλοσάγονό σου και χαίρομαι, γιατί αποκτάς την μόνη πραγματική όψη που δικαιούσαι νάχεις.
Το αυτοκινητάκι, που πληρώνω τέσσερα χρόνια και μου το χρεώνεις με κάθε δυνατό τρόπο σαν νάναι ο πάγκος της γαλέρας που πάνω του μ' έχεις δεμένο.
Το ήθος απέναντι στα δύσκολα, γιατί φαίνεται πως με κρατάει ακόμη ορθωμένο και σε δυσκολεύει όταν σηκώνεις το λουστρινοφορεμένο βρωμοπόδαρό σου για να πατήσεις στην πλάτη μου και να αναρριχηθείς ψηλότερα στην πολιτική σκηνή.
Το ηθικό, που ακόμη καταφέρνει να δει τον αργυραμοιβό πίσω από τον κρατικοδίαιτο λειτουργό και με στηλώνει όρθιο όταν πας να ξεπουλήσεις τον τόπο μου.
ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΑΡΕΙΣ ΠΟΤΕ:
Τον πρωινό μου καφέ παρέα με τον εφτάχρονο γιό μου, που τρώει το πρωινό του αγουροξυπνημένος λίγο πριν το σχολείο.
Την βόλτα με τα ποδήλατα και την αίσθηση πως όσο ποδηλατώ, δεν θα γεράσω ποτέ.
Το ρακί με λίγο Τηνιακό τυράκι, στην στενή βεράντα που μετά βίας χωράει τρεις καρέκλες, αλλά, ξεχειλίζει από γέλιο και ανέκδοτα όταν έρχεται ο Βασίλης και καθόμαστε μέχρι τις τρεις το πρωί έτσι, χωρίς λόγο.
Την ατέλειωτη, ζαλισμένη απ' το πολύ κρασί μπουρδολογία με τον πιό παληό μου φίλο, τον Κώστα, που σχεδόν πάντα, θα καταλήξει σε ομηρικό καυγά.
Την ευγνωμοσύνη για όλα όσα έχουν έρθει έτσι, ώστε να έχω ζήσει όλα όσα έχω ζήσει και που τα θεωρώ πολύτιμα, ακριβώς, γιατί περνούν απαρατήρητα από το βρωμερό σου βλέμμα.
Το βραδυνό μου διάβασμα-βύθισμα στον κόσμο τού αληθινού πλούτου και της απόλυτης ανθρωπιάς, που νιώθεις πως ο συγγραφέας έχει βάλει σε κάθε λέξη που έχει διαλέξει και τοποθετήσει με προσοχή πάνω στο χαρτί.
Τη ζωή που νιώθω να κυλάει γύρω μου κάθε σιωπηλό πρωινό Κυριακής που κατεβαίνω στον φούρνο για να πάρω κρουασάν για να φάμε όλοι μαζί πρωινό.
Το πρωτοβρόχι που με λυτρώνει από τον κάματο της ζέστης και μοιάζει σαν το φυσικότερο adagio που παίζει η ίδια η αναπόφευκτη ζωή.
Το πεισματάρικο εκείνο πράσινο, που πάει και φυτρώνει σε χαραμάδες, σε λούκια και υδροροές, σε ρωγμές τοίχων, στο λιγοστό χωματάκι κάτω απ' τις ρόδες εγκαταλελειμμένων αυτοκινήτων και που πάντα το θαυμάζω, γιατί μου υπογράφει πως τίποτε δεν είναι αδύνατον και κραυγάζει πως η ζωή είναι ένα ρέμα που δεν μπορεί να μην σε παρασύρει.
Τους φίλους που έχω, αλλά κυρίως, εκείνους που δεν ξέρω πως έχω και είναι εκεί μαζί μου και νιώθω την ανάσα τους και τον χτύπο της καρδιάς τους όταν διαβάζω τα γραφτά τους, που αχνίζουν από ζωντάνια μέσα στο ίντερνετ τόσο αληθινά, όσο δεν έχει αχνίσει ποτέ μέσα σου ούτε ο πόθος για το πιό ξεροψημένο παϊδάκι.
Την μουσική μου, που με κάνει φίλο με όλον τον κόσμο και ξεπλένει τη μέσα μου βρωμιά μ' έναν τρόπο που κανένα Μέγαρο Μουσικής δεν θα καταφέρει ποτέ να διώξει απο μέσα σου ούτε το ελάχιστο ίχνος αναλγησίας που σ' έχει πλημμυρίσει.
Το φως...
Το νησί μέσα μου...
Τον Τσικνιά,
την Καστέλλα,
του Πολέμου τον Κάμπο,
την Λιβάδα,
το Μαντροκκλήσι,
τη Βαθή,
τα λευκά εξωκκλήσια,
τις μάντρες,
τον κάλαμο,
τον αέρα.,
τον αφρό της θάλασσας...