Είμαι οκτώ, το πολύ εννιά χρονών. Είμαστε στην Τήνο από τότε που έκλεισαν τα σχολεία, ενώ ο πατέρας μου δουλεύει ακόμη στην Αθήνα, θάρθει αργότερα, να κάτσει και για το κυνήγι. Αυτοκίνητο δεν υπάρχει, έτσι κι΄αλλιώς το ’72 στα Κελλιά δεν υπήρχαν αυτοκίνητα εκτός απ΄το ταξί του Βάγου, καλή του ώρα.
Το λεωφορείο έρχεται τρεις φορές την ημέρα και φυσικά δεν γίνεται λόγος να περάσει απο Κολυμπήθρα. Ο δρόμος, που προορίζεται για φορτωμένα γαϊδούρια και μουλάρια, είναι χωμάτινος με αρκετά άσχημα σημεία και η παραλία εκτός από το καφενεδάκι του Μπαϊμπά και τις μικρές αποθήκες δεν έχει τίποτε άλλο.
Κάτω από το κτίριο των φρερ δεν υπάρχει πάρκινγκ, όπως και απέναντι, επάνω απ΄το καφενεδάκι ο χώρος είναι τουλάχιστον το ένα πέμπτο του σημερινού. Δεν θυμάμαι καθόλου να υπάρχει κάτι εκεί που σήμερα είναι το ξενοδοχείο και ο λόγος είναι απλός: δεν πηγαίναμε ποτέ στην Κωμ’τιανή παραλία, κάναμε μπάνιο στην Κελλιανή αφού εκεί μας έβγαζε ο δρόμος μέσα απ΄το λιβάδι.
Όσον αφορά την Αγαπιανή άμμο, εκεί η θάλασσα «έβγαζε φίδια» και μας την έκαναν να μοιάζει σαν το τρίγωνο των Βερμούδων, όπου αν πλησιάζαμε ποτέ, θα χανόμασταν έτσι, χωρίς λόγο και αιτία.
Κάθε μπάνιο ήταν μια ολόκληρη εκδρομή, μια μικρή περιπέτεια, μια εξόρμηση δύσκολη και καλά οργανωμένη και κάθε χρόνο δεν γινόταν να κάνω πάνω από δέκα το πολύ μπάνια γιατί η ταλαιπωρία για όλους τους υπολοίπους που αναγκαστικά θα μου έκαναν το χατήρι, ήταν μεγάλη.
Θυμάμαι μια πάνινη τσάντα κι΄ένα πλαστικό δοχείο νερού με χερουλάκι, απο κείνα που τότε έπρεπε να αγοράσεις από την Πιπίνα, γιατί δεν υπήρχε τόση σοφία στον κόσμο τότε ώστε να εμφιαλώνουν το απλούστερο, πολυτιμότερο και σε αφθονία υγρό και να μας το πουλάνε χρυσάφι. Θυμάμαι τρείς τέσσερεις φέτες από την μεγάλη ψωμάρα, γιατί ούτε ψωμι του τόστ υπήρχε, κανένα ζαμπονάκι σε κονσερβούλα, μερικά βραστά αυγά, μαζί με καμμιά ντομάτα και κανένα αγγουράκι για τους μεγαλύτερους. Πετσέτες, μπανιερά, η πανταχού παρούσα NIVEA στο μεταλλικό, μπλε, στρογγυλό κουτί χωρίς δείκτη προστασίας, καπελλάκι με γείσο ολόγυρα και δρόμο νωρίς-νωρίς να μην μας πιάσει ο ήλιος.
Ο δρόμος απ΄το Κάτω Κλείσμα μέχρι τα Κελλιά ήταν επίσης χωμάτινος. Φτάναμε λοιπόν, στο Κάτω Κλείσμα όπου μπαίναμε για να πιάσουμε τα μονοπάτια για το λιβάδι. Κι’ είχε ένα ωραίο μονοπατάκι δεξιά στο χωριό, που έφτανε μέχρι την βρύση με τις δύο γούρνες με το ολόδροσο τρεχάμενο νερό. Όλο και κάποια γνωστή κυρά θα συναντούσε η γιαγιά μου η Κατερίνα, θα πιάνανε την κουβέντα, θα κάνανε την πρώτη ερώτηση που κάνανε πάντα οι ντόπιοι όταν βλέπανε «Αθηναίους»: «Πότε θα φύγετε..;» ή «Θα κάτσετε καλά;» Και γινόταν η ερώτηση αυτή με όλη την έννοια της απώλειας, πότε θα αδειάσει πάλι το χωριό από όλους εσάς που έχετε φύγει για την πόλη...
Και ξεκίναγε η πορεία, το βασικό της στάδιο δηλαδή. Για λίγο πηγαίναμε στο μονοπάτι και μετά ο δρόμος γύρναγε κι΄έπεφτε στο σχεδόν στεγνό ποτάμι με τα βότσαλα και τα «ελικόπτερα», εκείνα τα πολύχρωμα έντομα με τα τεράστια φτερά. Απορούσα πώς κατάφερνε η γιαγιά μου και θυμόταν πάντα τα σωστά περάσματα ανάμεσα στους κάλαμους, στις μάντρες και τα τριφυλλοφορεμένα χωράφια που πάντα περπατάγαμε στην άκρη τους σε ήδη σχηματισμένα μονοπάτια.
Μετά, σε κάποιο σημείο πέφταμε μέσα στα πρώτα μποστάνια, γεμάτα με καρπούζια, εκείνα τα σφιχτά, ολοστρόγγυλα, πρασινόμαυρα καρπουζάκια που τάκοβες και μοσχοβόλαγε ο τόπος. Και πάντα παίρναμε ένα για τη θάλασσα. Θα πεις, δεν μαλώνανε οι ιδιοκτήτες; Θα σου πω πως αν σε βλέπανε να περνάς και δεν έπαιρνες, μάλλον για προσβολή θα το παίρνανε, παρά για καλοσύνη.
Καμμιά διακοσαριά μέτρα πριν την Κολυμπήθρα υπήρχε κι’ ένα πηγάδι, άκρη-άκρη στη μάντρα με τον δρόμο. Αυτός λοιπόν ο χριστιανός, ξέχωρα απ΄το μπαλάγκο, είχε πάντα κι’ ένα μεταλλικό κύπελλο δεμένο σε σχοινί για να ξεδιψάνε οι περαστικοί. Νερό... Σκέφτομαι καμμιά φορά πού ακριβώς να είναι αυτό το σημείο και αν θα πίνεται το νερό του πηγαδιού σήμερα...
Και μετά, άρχιζε να ακούγεται ο υπόκωφος ήχος των κυμάτων και μ’έπιανε εκείνη η ανατριχίλα, το δέος για το θηρίο που άφριζε και μούγκριζε πίσω από τους χαμηλούς αμμόλοφους με τους μυτερούς θάμνους, οι πρώτες σταγόνες απ΄τον αφρό μάς έφταναν ήδη, νιώθαμε την αρμύρα στο στόμα, ένα, δύο τρία βήματα και βγαίναμε στην κορφή του μονοπατιού και βλέπαμε επιτέλους το εγκλωβισμένο στον όρμο της Κολυμπήθρας Αιγαίο να βρυχάται στα μούτρα μας. Θάναι κρύα; Θάχει πολύ κύμα;
Τραβάγαμε για την άκρη αριστερά και στήναμε τα υπάρχοντά μας επάνω στον πλατύ βράχο που υπάρχει και σήμερα. Το καρπούζι έπαιρνε την τιμητική του μέσα στο νερό για να είναι δροσερό και τα φαγητά έμπαιναν στον ίσκιο.
«Βρέξε τα χεράκια πρώτα και λίγο εδώ μπροστά την καρδούλα, να μην πάρει την κρυάδα απότομα».
Η γιαγιά, σαν όλες τις γιαγιάδες, δεν ήξερε μπάνιο και πλατσούραγε στα ρηχά.
Η μάνα μου, το ίδιο. Αν τύχαινε να συναντηθούμε με άλλους χωριανούς, τότε σίγουρα θάταν Κυριακή, γιατί τις καθημερινές δεν υπήρχε ψυχή , ειδικά στην Κελλιανή άμμο.
Άρα, δεν είχα και παρέα...
Έβρισκα λοιπόν αφρόξυλα κι΄έστηνα παιχνίδι, άνοιγα και κανένα πηγάδι στην άμμο να γεμίζει νερό κι΄εγώ να απορώ γιατί το νερό δεν πίνεται και πέρναγε η ώρα.
Μετά το φαγητό βέβαια, ούτε λόγος για κολύμπι.
«Τρεις ώρες πρέπει να περάσουν, λέν’ οι γιατροί».
Μετά, έπρεπε να κάτσουμε για καμμιά ώρα στην καυκάλα να κόψει λίγο ο ήλιος, να περάσει η μεγάλη κάψα, να μπορέσουμε να φύγουμε. Τότε, η γιαγιά Κατερίνα επιστράτευε την μνήμη της και με κάμποσα ένθετα φαντασίας μούλεγε και μούφτιαχνε ιστορίες.
Εδώ περιμένανε το καΐκι οι παληοί, εδώ οι πειρατές αράζανε το καράβι τους, εκεί κοιμόταν εκείνοι που περίμεναν να φύγουν για τη Χιό, παραδίπλα στον πόλεμο είχαν το φυλάκιο οι Ιταλοί, κι΄εκεί πέρα είχε βγάλει μια φορά η θάλασσα ένα μεγάλο φίδι πούχε στην κοιλιά του φαγωμένες δυό αγελάδες...
Και μόλις έπεφτε λιγάκι ο ήλιος, πάμε για πίσω. Μια ταλαιπωρημένη επιστροφή με την πλάτη λιγάκι καμμένη απ΄τον ήλιο και τ’ αλάτι, τα πόδια κουρασμένα απ΄το κολύμπι να μην μπορούν να δρασκελίοουν εύκολα τις μάντρες, το κεφάλι βαρύ, ζαλισμένο, τα χέρια κρεμάμενα να μην αντέχουν ούτε την σακκουλίτσα με το βρεγμένο μαγιό, τον δρόμο, ειδικά απ΄το Κάτω Κλείσμα και πάνω, μαρτύριο σωστό.
Μετά θυμάμαι την μεγάλη σιδερένια λεκάνη γεμάτη με νερό και το σφουγγάρι να τρίβει την πλάτη μου με κάμποσο πράσινο σαπούνι. Λίγο φαγάκι στα περπατιά, παρέα με το ραδιοφωνάκι του Λωράν κι’ ύστερα ύπνος, βαθύς, γλυκός κι’ ατάραχος. Ο μεγάλος σκοπός, η κορυφή του καλοκαιριού, είχε αλωθεί.