Απλό: δεν είναι όλοι οι αστυνομικοί μπάτσοι.
Απλούστερο: αυτοί που είναι μπάτσοι δεν είναι αστυνομικοί.
Ο μπάτσος πριν απ όλα εχθρεύεται τον εαυτό του.
Κι αφού δεν
μπορεί να τον χτυπήσει, χτυπάει άλλους.
Ποιους;
Εκείνους που δεν του μοιάζουν,
εκείνους που τον περιφρονούν, εκείνους που δεν καταλαβαίνει, άρα, εκείνους που φοβάται.
Θέλει να πιστεύει πως εκείνοι δεν πέρασαν αυτά που έχει
περάσει αυτός.
Το ξύλο στο σπίτι, ο πατέρας να δέρνει τη μάνα, τα αδέρφια, η
περιθωριοποίηση στο σχολείο, όλα αυτά που αυτόν τον έκλεισαν στον εαυτό τους και
τον έκαναν φασίστα, ενώ τους άλλους, τους "απέναντι", τους έκαναν να βρουν
τρόπους να σπάσουν τα ατομικά τους δεσμά και να ζήσουν αλλιώς.
Είναι πλέον αργά.
Διάλεξε να ζει κρυμμένος.
Μέσα σε κράνος,
πίσω από ασπίδα, τυλιγμένος στην ομοιομορφία της απρόσωπης στολής, στο χακί, στο
μπλε, αναπνέοντας από την μάσκα αερίων, κρατώντας το υποκατάστατο των
γεννητικών του οργάνων στο χέρι. Άμα δεν βλέπουν τα μούτρα σου δεν υπάρχει και ντροπή.
Είναι πλέον αργά, όμως, πρώην αδερφέ...
Δεν έχεις φίλους, δεν
υπάρχουν φίλοι στις αγέλες των πρώην ανθρώπων.
Όσο για τους τριγύρω σου;
Ντρέπεσαι να πεις τι δουλειά κάνεις...
Ντρέπεσαι να πεις ότι χτυπάς τα παιδιά τους, τους γονείς τους, τους φίλους τους.
Ντρέπεσαι να τους πεις πως ΕΣΥ θα τους ξεσπιτώσεις όταν πάει η τράπεζα να τους πάρει το σπίτι...
Όσο για τους τριγύρω σου;
Ντρέπεσαι να πεις τι δουλειά κάνεις...
Ντρέπεσαι να πεις ότι χτυπάς τα παιδιά τους, τους γονείς τους, τους φίλους τους.
Ντρέπεσαι να τους πεις πως ΕΣΥ θα τους ξεσπιτώσεις όταν πάει η τράπεζα να τους πάρει το σπίτι...
Είναι αργά, μάλλον πολύ αργά, δεν
μπορείς να σκεφτείς καθόλου, όχι να σκεφτείς αλλιώς, αυτό πέθανε νωρίς, η γνώμη σου είναι η γνώμη των ανωτέρων.
Εκείνοι σε ξέρουν καλά, βρίσκουν πάντα κάτι να σου πουν, σίγουροι πως θα το πιστέψεις, γνωρίζουν πως δεν έχεις κρίση.
Εύκολο.
Να μην έχεις καμία ευθύνη, άβουλο,
ανόητο όν, να κάνεις μόνον ό,τι σου είπαν...
...να μην ζητάς πολλά από τον εαυτό
σου, να έχεις για προσωπική σου ικανοποίηση το ότι χτύπησες πιο δυνατά από τον
διπλανό σου, ότι έβρισες κάποιον μεγαλύτερης ηλικίας από τον διπλανό σου, ότι
ξεφτίλισες τον «πούστη» που πέρασε δίπλα σου.
Και μετά αρχίζουν τα δύσκολα.
Γυρνάς σπίτι...
Εκεί βγάζεις το
προσωπείο και την πανοπλία, ακουμπάς όλα όσα σε έκαναν άντρα και διαπιστώνεις
πόσο μικρούλης είσαι.
Πόσο αδύναμος είσαι στ’ αλήθεια χωρίς το γκλομπ στο χέρι σου.
Κουδουνάνε μέσα στο μυαλό σου οι φωνές των άλλων, των "απέναντι", ακούς την απαξίωση, την
ταπείνωση, τον ουσιαστικό εξευτελισμό που είναι αποκλειστικά δικός σου για
πάντα, έχει μπει μέσα στο μυαλό σου, σε δηλητηριάζει λεπτό το λεπτό, δεν ξεπερνιέται με τίποτε, είσαι αυτός που λένε, το ξέρεις πως έχουν δίκιο, μισείς τον εαυτό σου όσο μισείς και εκείνους.
Ξυρίζεσαι χωρίς να κοιτάς τα μάτια σου στον καθρέφτη.
Δεν τον χωνεύεις
αυτόν εκεί, είναι κι’ αυτός ένας «απέναντι», ένα εχθρός, ο χειρότερος απ΄ όλους
γιατί δεν μπορείς να τον δείρεις, να τον βρίσεις, να τον κυνηγήσεις.
Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε, λυπάμαι, αυτή είναι η ζωή σου
από δω και πέρα.
Μπορείς μόνο να περιμένεις να έρθει η επόμενη υπηρεσία για να
μπορέσεις να βγεις και να ξαναδείρεις, να ξαναγίνεις άντρας βρε αδερφέ!
Για όσο
κρατάει μια βάρδια.
Έστω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου