Αναρτήσεις

ΜΠΑΛΑΚΙΑ: μια σεμνή ιστορία...

Εικόνα
Γ ενικώς στην Ελλάδα την έχουμε μια μανία με τα μπαλάκια. Θυμάμαι τον δάσκαλο στο σχολείο: "Δεν ξέρω πού θα ψάξεις... Θέλω ως αύριο μια απάντηση στο θέμα...", κοινώς πάρε το μπαλάκι και βάλε τον μπαμπά να σου πάρει εκείνο το βιβλίο που έχει την απάντηση και που πουλάει το βιβλιοπωλείο, που συμπτωματικά, είναι τής γυναίκας μου... Μετά στο πανεπιστήμιο: "Δεν μπορώ να κάνω εργαστήριο, κύριοι, δεν υπάρχουν αντιδραστήρια, όμως στις εξετάσεις θα κληθείτε να ετοιμάσετε το ρυθμιστικό διάλυμα κανονικά...", ξανατσίμπα το μπαλάκι και μαζέψτε οι φοιτητές λεφτά και πεταχτείτε μέχρι του Μπακάκου να πάρετε αντιδραστήρια γιατί μας βλέπω παρέα μέχρι τα βαθειά γεράματα ... Μετά στην δουλειά: "Κόψτε το λαιμό σας! Θέλω μια λύση εδώ και τώρα!", δηλαδή, πάρτε το μπαλάκι για να μεταφερθούν έξι τόνοι προϊόντων που θέλουν ψυγείο, με δυομισάτονο φορτηγό με μουσαμά... Μετά στο ΙΚΑ: "Ο γιατρός θα απουσιάσει για έναν μήνα, δεν μπορώ εγώ να σας πω τί θα κάνετε..."

Εορτασμός 28ης Οκτωβρίου το 1944

Το παρακάτω ποίημα έγραψε ο Αντώνιος Λορέντζου Αρμάος (1913-1997), αδερφός τού παππού μου Ζάννε Αρμάου και το απήγγειλε η Αντέλα Αρμάου στον εορτασμό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου το 1944 ή το 1945. Το μεταφέρω όπως ακριβώς το θυμάται η μητέρα μου, χωρίς καμμία αλλαγή στο συντακτικό ή την γραμματική του.  Αξίζει περισσότερο αν προσπαθήσετε να φανταστείτε την απαγγελία στον χώρο και τον χρόνο εκείνο, αμέσως μετά την Κατοχή. Το σχολείο είναι στολισμένο με ό,τι μπορούσαν να φτιάξουν γονείς και παιδιά από τα ελάχιστα διαθέσιμα υλικά, από κόλλες χαρτί μπλέ και άσπρες, δαντελίτσες κομμένες στο χέρι, λουλούδια και στεφάνια γύρω στα κάδρα που κρέμονται στην μεγάλη αίθουσα του εξαταξίου σχολείου της Καλλονής, που είναι γεμάτο κόσμο, έχει πάει όλο το χωριό για τον εορτασμό.  Ο δάσκαλος λέγεται Τριανταφυλλίδης, η γυναίκα του είναι η Βασιλική κι' έχουν κι' ένα κοριτσάκι.  Η σημαία δεν είναι ούτε πλαστική, ούτε συνθετική. Η δεκάχρονη Αντέλα ανεβαίνει στην έδρα: Έκτη η ώρα πρωινή ε

ΜΟΥ ΛΕΙΠΟΥΝ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ...

Μου λείπουν τα σκουπίδια... Ήταν μια διαρκής υπενθύμιση, μια αφορμή  αυτογνωσίας και κοινωνιολογικών προσεγγίσεων στον κόσμο των γειτόνων μου και τον δικό μου... Τους είχα βάλει και τίτλο: " Δώδεκα μέρες σημειολογίας απορριμάτων " . Μετά τον άλλαξα: " Εικοσι μέρες απορριματικής σημειολογίας" , για να καταλήξω στο: " Η σημειολογία ", που περιείχε την μόνη λέξη που ήθελα πραγματικά να χρησιμοποιήσω εξαρχής, μιάς και δείχνει μορφωσιακό επίπεδο. Ατενίζοντας, λοιπόν, τα σκουπίδια... Πρώτα-πρώτα, θυμήθηκα πόσο μακρυά βρισκόμαστε από την αγροτική παραγωγή και πόσες συσκευασίες χρειάζονται πλέον για να φτάσουν τα τρόφιμα μέχρις εμάς με ασφάλεια... Αμέσως μετά, ήρθε στο μυαλό μου εκείνος ο κανόνας του μάρκετινγκ που λέει πως το περιεχόμενο είναι το χαμηλότερο κόστος απ΄όσα συνθέτουν την τιμή οποιουδήποτε αναλώσιμου αγαθού, με το 35% να ανήκει διακιωματικά στο μάρκετινγκ, στην διαφήμιση δηλαδή και τουςμηχανισμούς της, για να πειστούμε να αγοράσουμε αυτό τ

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ STEVE JOBS.

Δεν τον παράτησε η μάνα του , παρά το ότι , ξημεροβραδιαζόταν στα χωράφια και τον άφηνε να μεγαλώνει μόνος μέσα στο χωριό, μ’ ένα ποτήρι κρύο γάλα με πέτσα πάνω-πάνω και μια φέτα ψωμί στο χέρι και τον ξανάβλεπε το μεσημέρι όταν γύρναγε για να μαγειρέψει για την φαμίλια. Το βράδυ τις πιό πολλές φορές τον έβρισκε φαγωμένο στης γιαγιάς του και ήδη κοιμισμένο, ούτε παραμύθι, ούτε χάδι πριν τον ύπνο. Στα έξι του τον έστειλε πρώτη φορά να πάει το καρίκι με το γάλα στην γιαγιά του στ’ απάνω χωριό. Στα εφτά είχε μάθει να αρμέγει και την έβγαζε στο λιβάδι απ΄το πρωί μέχρι το βράδυ που πάντα κάτι θάβρισκε να κάνει από δουλειά. Στα δώδεκα ξεκίνησε το γυμνάσιο αν και κανείς στο σπίτι δεν πίστευε πως ηταν κάτι χρησιμο, παρά μονον για τα κορίτσια. Στα δεκατέσσερα απέκτησε το πρώτο του μηχανάκι και πηγαινοερχόταν με αυτό στο λιβάδι, στο πότισμα, στο τάισμα, στα άρμεγμα. Στα δεκαοχτώ, αφού κινδύνεψε να μείνει τρεις φορές στην ίδια τάξη, πήγε φαντάρος και στις άδειες κατέβαινε στο νησί για να βοηθά

ΤΑ ΙΧΝΗ ΣΤΗΝ ΛΑΣΠΗ

Εικόνα
Ο Αρχάγγελος κάθησε στην άκρη της μάντρας δίπλα σ’ ένα σχίνο. Ακούμπησε το σπαθί στο πλάι, οι άκρες των φτερών του ακούμπησαν στο υγρό χώμα, λύγισαν ελαφρά και μπορούσες να δεις τη λάσπη που άρχιζε να τα λερώνει. Ήταν ξεκάθαρο ότι τόξερε και δεν έδινε σημασία. Έβρεχε για μέρες και το χώμα ήταν ευχάριστα νοτισμένο, ειδικά στα σημεία που το έβλεπε για λιγώτερη ώρα ο ήλιος. Πέρασε το χέρι πάνω απ'τα μακρυά μαλλιά του και χωρίς να γυρίσει ρώτησε τον μοναχό:  «Πώς είπες πως το λένε το εκκλησάκι; » Στην φωνή του φάνηκε η κούραση μαζί με μια αίσθηση ρουτίνας. σα νάταν κάτι που τόχε κάνει δεκάδες φορές, σαν ενωμοτάρχης που έκανε την ίδια κουβέντα για χιλιοστή φορά με θύμα ή με θύτη. «Άγιο Μικαέλ το λένε, Άγιο Μικαέλ», ψιθύρισε ο μοναχός αφήνοντας το βλέμμα χαμηλά. «Χα! έπεσα σε ξωκκλήσι που έχει τ’ όνομά μου! Πού να το φανταστώ...».  Γύρισε και κύτταξε πίσω του το εκκλησάκι στην μέση του χωραφιού που δέσποζε πάνω απ΄το λαγκάδι. «Μα έτσι κι΄αλλιώς είναι σε κακό χάλι, δεν θα

Η ΚΟΡΗ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ

Εικόνα
  "Στης Κόρης τον Πύργο είν' ένας τοίχος πέντε μέτρα αψηλός κι' έχει ένα παραθύρι που απου 'κει κοίταγε η Κόρη τα καράβια να περνούν, κι' ειν' και μάντρες με τις πλάκες ορθές, χωμένες μέσα στη χτισιά και λεν' πως εκεί από πίσω κρύβονταν οι στρατιώτες του βασιλιά για να πολεμούν πιό καλά. Και τρέχαν από πλάκα σε πλάκα και ρίχναν με τα τουφέκια, που ήταν γεμισμένα κι' ακουμπισμένα σε κάθε πλάκα για να μπερδεύονται οι εχθροί, να μην ξέρουν πόσοι είναι οι στρατιώτες στ' αλήθεια και να σαστίζουν, να πισωγυρίζουν στα καράβια τους, να πηγαίνουν από 'κει που τους έφερε ο άνεμος κι΄ακόμη παραπέρα. Κι' απ' τον πολύ τον πόλεμο για να κλέψουν οι ξένοι την Κόρη, πέφταν οι μπάλες απ' τα κανόνια και σπάγαν τα σπίτια και γι΄αυτό είν' όλα γκρεμισμένα  σήμερα.  Και σπάζανε τα τσουκάλια με το φαγητό και κλαίγαν οι κυράδες, μα ο πόλεμος δε σταμάταγε κι' η Κόρη έβλεπε τα καράβια να περνούν κι' ήξερε πως γι΄αυτήν γινόταν το κακό κι΄ο χαλασμός