Αναρτήσεις

Εικόνα
Έβρεξε και ήρθαν κάτω τα αιώνια στου πολέμου τον κάμπο, γέμισε ο κόσμος βλήστρες, που δεν θα φτιαχτούν ποτέ... Σιγά-σιγά το νησί θα κατηφορίσει προς την θάλασσα, θα κυλίσει το χώμα προς τα ρέματα, θα γυμνωθούν οι βράχοι, θα στερέψουν από πράσινο οι πλαγιές και θα ξενητέψουν τα ζούδια, που φωλιάζαν στα σκιερά και στα σκεπά... Θάρθει το νερό να μπει στα σπίτια, μα δεν θα βρει κανέναν... Θα παρασύρει τότε, όλες τις μνήμες και τα ίχνη από επάλληλες γενιές και θα αφήσει άδειες κάμαρες, άδεια από αγάπη μάτια, άδειες από συνέχεια καρδιές... Κι΄ όταν δεν θάχει μείνει πιά αληθινή ψυχή, εξόν από τα περιφερόμενα ψέμματα ζωής και τα θύματά τους, το νησί θα κόψει τις άγκυρες και, σαν άλλη Άδηλος Αστερία, πριν βγεί να πλέψει στις θάλασσες, και να χτυπηθεί με τα κύματα θα γυρίσει να διακρίνει τα ανόητα δάκρυά μας από την απέναντι ακτή, που θα χάνεται από εμπρός του...

Στον σταύλο...

Εικόνα
Εγώ δούλευα από πριν εκεί μέσα. Μετά ήρθαν οι συνταγματαρχαίοι και τα τσιράκια τους και μας έκαμαν γραφιάδες να κρατάμε τα αρχεία και τους φακέλλους όσων ήσαντε στη μαύρη λίστα. Απορούσα πόσοι δούλευαν για να παρακολουθούν τους άλλους και στο τέλος ποιός τους έλεγχε όλους αυτούς...; όποιος ήθελε έβαζε μια φυτιλιά και έστελνε τον γείτονά του στο διάολο. Δηλώσεις νομιμοφροσύνης, αναφορές της ασφάλειας, μέχρι και του Μίκη ένας φάκελλος αναφοράς κίνησης από τις μέρες που πέρασε στη Ζάτουνα εξόριστος, είχε περάσει από τα χέρια μου. Και ονόματα, ονόματα, ονόματα !!! Νόμιζες πως όλη η Ελλάδα ήταν στην παρανομία και όπου νάναι θα έσκαγε το καζάνι να τους πνίξει όλους τους, μα μπά...τίποτε δε γινόταν. Κατάλαβα τότε πως απλώς φυλάγαμε τα έρημα και χτίζαμε και κάμποσο φόβο για να μην κοτάει κανείς να κουνηθεί. Έγραφα, αντέγραφα, τέλειωνα στίβες με καρμπόν, είχαμε τότε και κείνα τα μαύρα τα μανίκια που τα φοράγαμε εξωτερικά για να μην μας λερώνει το μελάνι

Έφυγε κι΄ο κυρ-Πέτρος...

Εικόνα
Έφυγε ο κυρ-Πέτρος... Από τις τελευταίες χαρακτηριστικές φιγούρες της Καλλονής, ενεργό μέλος της κοινότητας, με έντονη παρουσία, δραστήριος έως το τέλος... Τί περιγράφει έναν άνθρωπο...; Η φωνή πρώτα-πρώτα... Μετά μια χειρονομία κι΄ένα βάδισμα... μια συνήθεια, και τέλος... η στάση του απέναντι στη ζωή... Στην φωτογραφία είναι το κατοικιό του, στης Κόρης τον Πύργο. Τίποτε δεν μένει ίδιο... Χάνεται ο άνθρωπος, φεύγει απ΄ το φώς, αλλάζει και όλο το τοπίο...

Στους μύλους, στην Καλλονή...

Εικόνα
 Μεταποίηση ης ντόπιας παραγωγής ακριβώς στο κέντρο των εύφορων χωραφιών, ανάμεσα στο χώμα το στηλωμένο με κόπο, το συγκρατημένο να μη φύγει στην θάλασσα. Θαυμαστά κτίσματα, διαφορετικά και τα τρία μεταξύ τους, με άλλον τρόπο φτιαγμένα, με άλλη εργονομία, με ίδιον, όμως σκοπό. Μετά, το πλατύ χωράφι, αλάνα θα το λέγαμε στην πρωτεύουσα αν το είχαμε, έγινε το γήπεδο των τριγύρω χωριών. Τέλος, στις σημερινές ημέρες, η ύβρις της εποχής δεν άφησε αλώβητο ούτε αυτό το μνημείο, δεν άφησε αλέρωτη ούτε αυτήν την μνήμη. Νεκροταφείο αυτοκινήτων και ηλεκτρικών συσκευών οι Μύλοι... "Και το παληό τί θα το κάνω;" ρώτησα όταν έφτασε το νέο πλυντήριο... "Άσε, θα το φροντίσουμε εμείς..." Το ξαναχαιρέτησα μετά από καμμιάν εβδομάδα όταν πήγα για βόλτα και φωτογραφίες στους Μύλους. Συνάντησα και τα συντρίμμια της παληάς πυροσβεστικής που είχα φωτογραφήσει πέρυσι και που φέτος ήταν πλέον κομματιασμένη... Προσπάθησα να δω με τον νου μου γαϊδούρια φορτωμένα καρπό να ανηφορίζο

φως...

Εικόνα
Δεν είναι το καλοκαίρι, που έφυγε... Πάντα φεύγει... Είναι που σε λίγο τελειώνουν τα χρόνια που θα παίζουμε με το πλαστικό, πολύχρωμο μπουλντοζάκι στην άμμο... Τότε, θα γεράσω...

αγκαλιά...

Εικόνα
το μάτι, που ήξερε να βλέπει τις πτυχώσεις, τις αγκαλιές της Γης, τα απαγκιάσματα / ο νους, που δεν είχε μέσα του την εκμετάλλευση, αλλά, την αξιοποίηση / το μεράκι, που έβαζε κάτι από την καλαισθησία του αυτοδίδακτου στο καθημερινό / η ηθική, που δεν άφηνε να μη σκεφτείς εκείνους που ακολουθούν / η αξιοσύνη, που έκανε τα αδύνατα δυνατά / το πείσμα, που δεν άφηνε άφταστο κανένα σημείο του νησιού / η αγάπη, που έστησε τελικά τούτο το νησί στα πόδια του / χάνονται, γιατί η ΑΝΑΓΚΗ (κατά τον ορισμό των τραγικών) δεν είναι πιά η ίδια....

ΣΥΡΤΟΣ, ΜΠΑΛΛΟΣ ή ΣΟΥΣΤΑ...

Πάντα τους μπέρδευα τους χορούς. Ρωτάω ακόμη την μάνα μου σαν ακούσω κάποιο νησιώτικο που το νομίζω αλλοιώτικο. Και πάντα ξέρει ποιός είναι ποιός, με μια σιγουριά που ποτέ δεν θ΄αποκτήσω, ίσως γιατί μ΄αρέσει ο ρυθμός και το τραγούδι, μα δεν έχει γίνει δυνατό να κυλίσει ακόμη στις φλέβες μου η ανάγκη του χορού... Λυπάμαι αφάνταστα τον τρόπο του χορού που χάθηκε. Λυπάμαι που αποχώρησαν από τα κοινά οι λίγοι που πρόλαβα να δω να χορεύουν πραγματικό συρτό. Ο θείος μου ο Πασσάς και ο Βούρος ήταν οι δύο που πάντοτε ήθελα να βλέπω να χορεύουν. Πόσο απαλά χόρευαν, πόσο χόρευαν και δεν χόρευαν... Πόσο έμοιαζαν να περπατούν στο κύμα, πόσο δεν είχαν ανάγκη ούτε το χώμα που πατούσαν για να χορέψουν... Πόσο δεν μπορεί να τους μοιάσει κανείς στην αξιοπρέπεια και το ήθος του χορού, αυτό που συνήθως απλοποιούμε λέγοντάς το λεβεντιά. Δεν την έχουμε, και το χειρότερο, δεν ξέρουμε πού να την βρούμε... Από την μιά, ο χορός χωρίς επιτήδευση, ο από μόνος του, και απ΄την άλλη τα βίαια χτυπήμ