Γεμάτο δεν το λες, αλλά δεν έχει και λίγους... Και μπαίνουν ανάμεσά μας και μας χαλάνε τις δουλειές! Ή τις καθυστερούν σημαντικά! Δεν φοβάμαι να αναφερθώ και ονομαστικά σε δύο βλάκες που γνωρίζω προσωπικά: Ιωάννα και Γιάννη, είστε βλάκες! Πάντα ήσασταν δηλαδή, αλλά τελευταία παραγίνατε. Και σας το λέω σαν φίλος, τι διάολο… Άκουσα πάτε και τρέχετε σε κάτι βουνοκορφές κει στο νησί, καθαρίζετε με κάτι άλλους μονοπάτια, χαρτογραφείτε λέει διαδρομές για περιπατητικό τουρισμό και τέτοιες βλακείες. Και ένας άλλος, από σας πάλι, τους και καλά ονειροπόλους τους "ρομαντικούς" που αγαπάνε το νησί και ξέρω 'γω τι άλλο παράσημο έχετε δώσει στον εαυτό σας, πήγε και κατέγραψε όλους τους περιστεριώνες! Γελάω μέχρι δακρύων με την ηλιθιότητά σας... Γελάω γιατί σας βλέπω σαν να παίζετε σε μια παράσταση με κανέναν θεατή και αυτό από μόνο του μου φέρνει γέλια. Και έχω ακούσει (όλα μαθαίνονται...) πως και κει στο χωριό σου και στο παραδίπλα και στο παραπάνω και στο εγκαταλειμμένο πάτε κα
Ούτε JUMBO , ούτε τίποτε τα χρόνια εκείνα... Και τα παιδιά, σαν παιδιά, έπρεπε να τόχουν το παιχνιδάκι τους, να μπορούν να παίξουν. Από μικρά στον αγώνα τής οικογένειας, να βοηθούν όσο μπορούν στα χωράφια, στο άρμεγμα, στα θελήματα, να φυλάνε τα μικρότερα αδέρφια όσο οι γονείς έλειπαν στο χωράφι, να συγυρίζουν όσο μπορούν το σπίτι, να γεμίζουν τα κενά. Μα το παιχνίδι δεν μπορεί και δεν πρέπει να λείπει απ΄ το παιδί. Μένουν κουσούρια στην ψυχή όσων δεν έχουν παίξει αρκετά όταν έπρεπε ή όσων βιάστηκαν να κάνουν ότι μεγάλωσαν. Μπερδεύεται τότε η σοβαρότητα με την σοβαροφάνεια και η ζωή γίνεται λαβύρινθος απ’ όπου δεν βγαίνεις με τίποτε. Είναι η κατάσταση που περιγράφεται σε πολλά παραμύθια, μα πού να καταλάβουμε εμείς οι μεγάλοι πως τα παραμύθια χτυπάνε το σαμάρι για ν’ ακούσει ο γάιδαρος , λένε στα παιδιά τί να περιμένουν απ΄την ζωή, ενώ ταυτόχρονα θυμίζουν στους μεγάλους σε ποιό σημείο χάσανε το μονοπάτι. Ουσιαστικά, όλοι παιδιά μένουμε για όλη την διάρκεια της
Θυμάμαι τα δύο γαϊδούρια φορτωμένα ν΄ανεβαίνουν την παΐδα πίσω απ΄την Αητοφωλιά, εγώ με τον Λοΐζο καβάλα, η μάνα μου με την συχωρεμένη την Αλεξάνδρα να έρχονται με τα πόδια κρατώντας τη ουρά του γαϊδάρου. Οι κυνηγοί –πατεράδες είχαν ήδη προηγηθεί κατά μία μέρα. Στο μουλάρι του κυρ-Γιάννη δεν ανέβαινε κανείς, μόνο το φορτώναμε με τα πιό βαριά πράγματα και πήγαινε μοναχό του. Απρόβλεπτα ζώα τα μουλάρια, δεν εμπιστευόταν εύκολα κανείς το παιδί του μέχρι την Χαλακιά να καβαλικέψει στο μουλάρι. Διαδικασία που ξεκίναγε νωρίς για να φύγουμε πριν πιάσει ζέστη. Μόλις έσφιγγαν και τα τελευταία σχοινιά και ασφαλίζονταν οι στρατούρες στις ράχες των γαϊδάρων, μας σήκωναν ψηλά από τις μασχάλες, μας κάθιζαν στο σαμάρι, ανάμεσα στα δυό κοφίνια και κινάγαμε. Κυμάτιζε ο γάιδαρος δεξιά-αριστερά, χτύπαγαν τα πεδιλάκια μας στους ώμους του, κάναμε χάζι εμείς το πώς έστρεφε τις αυτάρες του προς όλες τις κατευθύνσεις. Μούκανε εντύπωση εκεί, μετά το πίσω λαγκάδι, το ση
Σχόλια
ΘΑΝΟΣ (ο γνωστός)