Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ…

Αγαπητέ φίλε Γιάννη, μεγαλώνω και ξεχνάω. 

Έτσι γίνεται; Θα μου πεις όταν συναντηθούμε. 

Θα πρέπει όμως να το θυμηθείς εσύ να μου το πεις, γιατί εγώ ξεχνάω όπως σου είπα...

Πήγα κάπου στο νησί και δεν θυμάμαι τίποτε, αυτός είναι ο λόγος που θα χρειαστώ την βοήθειά σου. 

Εικόνες μόνον, έχω εικόνες που τις κοιτάζω και προσπαθώ να ανασυνθέσω την ημέρα, να θυμηθώ λεπτομέρειες, να αναχαιτίσω για λίγο την παραδοχή μέσα μου ότι, ναι, μεγάλωσα τόσο που δεν θυμάμαι πού βρισκόταν το μέρος που στάθηκα.

Πρωί πρέπει να ήταν όταν ξεκινήσαμε.

Θυμάμαι ένα αυτοκίνητο, με αρκετούς από μας μέσα, να τραμπαλίζεται σε έναν χωματόδρομο, θυμάμαι κάποιον να λέει "Ευλογημένος αυτός ο χωματόδρομος, κρατάει το μέρος καθαρό" και να μην καταλαβαίνω τί ήθελε να πει.

Ύστερα θυμάμαι τεράστια τετράγωνα πράσινου μαρμάρου απλωμένα δίπλα σε εκσκαφείς που μοιάζανε μικροσκοπικοί, σαν εκείνο το πλαστικό μπουλντοζάκι που έπαιζε ο γιός μου πριν αρκετά χρόνια.

Θυμάμαι ξεκάθαρα μια θάλασσα να ασπρίζει στα βράχια... 

...και μια κατηφόρα να καταλήγει εκεί όπου πηγαίναμε. 


Ύστερα πρέπει να βγήκαμε από το αυτοκίνητο και θυμάμαι πως είδαμε ένα παράθυρο που δεν είναι φτιαγμένο για να ανοίγει και ένα τραπεζάκι που ποτέ κανένας αέρας δεν θα παρασύρει. 

Είπα μέσα μου πως μάλλον δεν έχω ξυπνήσει ακόμα, πως με πήρε ο ύπνος στο αυτοκίνητο και θα ξυπνήσω μόλις ανοίξουν οι πόρτες.


Αλλά, είμασταν ήδη εκεί. 
Σε ένα αγνώριστο μέρος, σε ένα άλλο νησί, σε ένα νησί επάνω στο νησί...


Τι είναι όλο αυτό, αναρωτήθηκα, πού ήταν κρυμμένο; 

Κομμάτια λευκού χωμένα εδώ και εκεί, σπασμένα από τους ίσκιους τους, ένα κομματάκι μπλε κάτω χαμηλά...

 ...δέντρα να ξεπετάγονται από βράχους...

...δέστρες...


...για καράβια που δεν είχαν φτάσει ακόμα...


...το μικροσκοπικό σπίτι κάποιου άγιου... 

...μονάχο του σε μιαν άκρη.

Ύστερα η ζέστη ανέβηκε και όλα έγιναν δυσκολότερα για μένα.

Άρχισα να βλέπω πρόσωπα να ξεπροβάλλουν από τα βράχια...

...ιστούς να διαπερνούν ανάερους πέτρινους σχηματισμούς...

...μια προτροπή σε μετάνοια ...


...ένα κόκκινο να χορεύει στον αέρα...


...καρέκλες να περιμένουν την συντροφιά τους όταν πέσει ο Ήλιος...

 ...ένα μαρμάρινο φινιστρίνι...

 ...δέκα διαφορετικά γαλάζια το ένα πάνω στο άλλο...

...και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είδα καράβια νάχουν βγει στην στεριά...

...και μετά να κυματίζουν στον αέρα.


Ευχήθηκα ο ευλογημένος χωματόδρομος να αγριέψει κι άλλο, να μην αφήνει πολλούς να περάσουν, ευχήθηκα να μην φτάσει ποτέ η "ανάπτυξη" σε αυτό το μέρος, ούτε ομπρέλες, ούτε μουσική, ούτε καφέδες και ποτά σε πλαστικά.

Μόνον αυτά που βρήκα εδώ να ξαναβρώ.


Και το βουητό της θάλασσας.


Μη ρωτήσεις. Με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Δεν θυμάμαι άλλο. 

Ούτε πού ήταν, ούτε πώς πάνε μέχρις εκεί. 
Ξέχασα τα πάντα, ξαφνικά ξέχασα τα πάντα. 
Δικαιολόγησέ με, σε παρακαλώ. 

Μεγάλωσα, φαίνεται, και η μνήμη μου είναι σαν ανοιχτό παράθυρο που δεν μπορεί να κρατήσει τίποτε μέσα του.









Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Η ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Τι αξία έχει ένας άνθρωπος; 
Πόσο κάνει, ρε παιδί μου, ένας άνθρωπος; 
Έχει κανείς ιδέα; 
Μπα…

Βλέπεις, ούτε σκλαβοπάζαρα υπάρχουν στον σύγχρονο «πολιτισμένο» κόσμο (αν εξαιρέσουμε τις εργατουπόλεις, το τράφικινγκ, τα παιδιά των φαναριών, τους ρακοσυλλέκτες, τους πρόσφυγες, που ανήκουν στο ανταλλακτικό εμπόριο του τύπου «σας ρίχνουμε βόμβες και μας στέλνετε φτηνό εργατικό δυναμικό») ούτε και γράφει ο καθένας μας στο κούτελό του μια τιμή για να ξέρουμε.

Ας πούμε λοιπόν, για να προχωρήσει η κουβέντα, πως η αξία των ανθρώπων αποτιμάται στον σεβασμό που τους οφείλουμε.

Ποιός όμως σεβασμός; 

Υπάρχει ένα μέρος σεβασμού κοινό προς όλους, σαν οφειλή προς την κοινότητα των ανθρώπων, και ένα μέρος σεβασμού που προκύπτει από τις μεταξύ μας σχέσεις. 

Άλλη αξία έχει για μένα ένας φίλος και άλλη αξία ένας τυχαίος περαστικός. Απλό, κατανοητό, και δεκτό σαν σκέψη, υποθέτω.

Πάμε παρακάτω. 

Άλλη αξία έχει ένας τυχαίος περαστικός στην πόλη και άλλη αξία ένας τυχαίος περαστικός στο χωριό. 

Ο πρώτος είναι απολύτως ξένος, ενώ ο δεύτερος είναι τουλάχιστον γνωστός. 

Σε ένα χωριό διακοσίων, τριακοσίων ανθρώπων, όλοι γνωρίζονται λίγο πολύ, όλοι έχουν μια καλημέρα. 

Που σημαίνει ότι αν καλημερίσεις αυτούς που θα συναντήσεις στο χωριό δεν θα παραξενευτεί κανείς, ενώ αν κάνεις το ίδιο στην πόλη θα σε περάσουν για βλαμμένο.

Η αξία των ανθρώπων, λέω εγώ τώρα μέσα στο μυαλό μου, δεν μεταβάλλεται, αλλάζει απλώς ο τρόπος που την αντιλαμβανόμαστε.

Για τους ποντικούς της πόλης, εμένα δηλαδή και όλους τους τσιμεντανθρώπους της απέραντης φυλακής μας, η αξία του γείτονα είναι άμεσα συνυφασμένη με την ενόχληση ή την δυσφορία που πιθανόν να προκαλέσει. 

Ο από πάνω γείτονάς μου είναι καλός για όσο διάστημα δεν βροντάει τα πόδια του, δεν σέρνει τα έπιπλα, δεν σπάει ο θερμοσίφωνάς του. 
Ο από δίπλα γείτονάς μου είναι καλός όταν δεν λερώνει τον διάδρομο στον όροφό μας. 
Ο από κάτω γείτονάς μου είναι καλός όταν δεν διαμαρτύρεται που βροντάω τα πόδια μου, που σέρνω τα έπιπλά μου ή που έσπασε ο θερμοσίφωνάς μου.

Σχετικά όλα, αλλά το κοινό συμπέρασμα είναι ότι στην πόλη δεν υπάρχει κάτι άλλο κοινό εκτός από τον χώρο που νεμόμαστε μεταξύ μας, δεν υπάρχουν κοινές γιορτές, δεν υπάρχουν κοινές εκδηλώσεις, δεν υπάρχουν κοινές υποχρεώσεις, δεν υπάρχουν κοινές οφειλές προς το κοινωνικό σύνολο. 

Αυτά τα «δεν» είναι που οι κοινωνιολόγοι λένε «απομόνωση των μεγαλουπόλεων».

Πώς να στήσεις ένα καλοκαιρινό γλέντι στο χωριό αν δεν βασιστείς στους άλλους; (εδώ ήθελα από την αρχή να καταλήξω...)


Αν δεν συνεργαστείς, αν δεν συντονίσεις και δεν συντονιστείς, αν δεν τρέξεις και αν δεν σε τρέξουν, χωρίς αρχηγούς και υφισταμένους, πώς θα γίνει να στήσεις τον μεγαλύτερο χορό συλλόγου στο νησί; 


Βασίζεσαι στον δίπλα που βασίζεται σε σένα και εμπιστεύεσαι τον παραδίπλα που υποσχέθηκε πως θα κάνει αυτό, και τρέχεις γιατί τρέχουν όλοι όταν πρόκειται για κάτι κοινό, για κάτι που αφορά μια αφηρημένη οντότητα, ένα χωριό, τα Κελλιά (Καλλονή για τους μοδάτους), που όμως αν το καλοσκεφτούμε, τι είναι το χωριό αν όχι οι άνθρωποί του;

"Άνδρες γαρ πόλις", έλεγε ο Αριστοτέλης και το κατάλαβα πολλά χρόνια αφότου το είχα διαβάσει. 

Όπου είναι η κοινότητα των ανθρώπων, εκεί είναι και το χωριό. 

Άρα, αν θεωρώ, έστω και υποσυνείδητα, το χωριό σαν πρόσωπό μου, τότε αντιλαμβάνομαι και την αξία του συντοπίτη (που επίσης βλέπει το χωριό σαν το δικό του πρόσωπο) με διαφορετικό τρόπο, με μέτρο τα κοινά που μας φέρνουν κοντά.

Αυτό βέβαια, δεν θέλουμε να το δεχτούμε εμείς οι ποντικοί της πόλης, δε θέλουμε, ρε αδερφέ, να αντιληφθούμε το γεγονός της συσπείρωσης γύρω από έναν κοινό σκοπό. 

Για μας, κάποιοι, κάπου, κάπως, ετοιμάζουν τον χορό που θα πάμε να γλεντήσουμε και τέρμα, ως εκεί, δεν θέλουμε να ξέρουμε παραπέρα. Δεν έχουμε λόγο να μπούμε στην θέση τους, ήρθαμε για διακοπές και φτάνει. 

Έχουμε άλλο τρόπο σκέψης, που δεν μας αφήνει να κατανοήσουμε πως η επικοινωνία που έχει χαθεί στην πόλη βγαίνει σαν ξινίλα στα μούτρα μας

Δεν θυμόμαστε καν πότε ήταν η τελευταία φορά που κάναμε κάτι συλλογικό με ανθρώπους που δεν ήταν φίλοι ή συγγενείς. 
Και φυσικά, είμαστε έτοιμοι να κάνουμε κριτική σε όλους τους άλλους, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι κριτική κάνουν αυτοί που δεν θέλουν να κάνουν τίποτε άλλο.

Ξεχνάμε ότι όλο αυτό το οποίο συνδράμουμε με το κόστος ενός εισιτηρίου και μερικών λαχνών, δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεκινήσει από τα σπίτια της πόλης γιατί μέσα στα κλουβιά μας υπάρχει το τρομακτικότερο αντικείμενο του σύγχρονου πολιτισμού: 
Ο καναπές...

Ο καναπές μας, εμάς των ποντικών της πόλης, είναι κάτι σαν τις μαύρες τρύπες του σύμπαντος που ρουφάνε και εκμηδενίζουν πλανήτες ολόκληρους. 

Έτσι και ο καναπές μας ρουφάει μέσα του ιδέες, καταστάσεις, προσπάθειες, ανθρώπους, τα εκμηδενίζει, τα κάνει φύλλο και φτερό και μετά τα καταπίνει με μόνο σκοπό να κρατήσει πάνω του τον ιδιοκτήτη. 

Και που όσο κρατάει τον ιδιοκτήτη πάνω του, τόσο περισσότερο γουβώνει.

Και όσο περισσότερο γουβώνει, τόσο περισσότερη ελκτική δύναμη αποκτάει.

Τι να καταλάβω βλέποντας από το βάθος του καναπέ μου δέκα-είκοσι άτομα να τρέχουν σαν τους παλαβούς πάνω κάτω για μέρες σε κάθε στιγμή του ελεύθερου χρόνου τους προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο χορός του συλλόγου; 

Πώς να νιώσω τις αγωνίες τους για το κάθε τι που θα μπορούσε να πάει στραβά; 
Θα φτάσουν τα ποτά και τα φαγητά, θα ξεμείνουμε, ή θα περισσέψουν; 
Θα βρέξει; 
Θα φυσάει; 
Πού αλλού έχει χορό εκείνη τη μέρα; 
Θα έρθει κόσμος;


Από το βάθος του καναπέ μου αναφωνώ, Τέλος καλό όλα καλά. Ευτυχώς, ήταν πάλι όλοι μαζί, μια παρέα, μια συντροφιά, μια προσπάθεια, ένα πρόσωπο που βγήκε πεντακάθαρο, μια ακόμη επιτυχία στο ενεργητικό του συλλόγου.

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο χώρος. 
Η ανάγκη για χώρο κινεί τους πάντες. Για προσωπικό χώρο, χώρο ασφαλή, χώρο που μελλοντικά θα γίνει τόπος. 
Ο τόπος μας. 
Ο τόπος μου. 

Μέσα κει θα καλύπτω τις ανάγκες και τις προσδοκίες μου. 
Σαν πρωτόγονος, Νεάντερνταλ, πρόσφυγας, μετανάστης, το πρώτο που ψάχνω είναι ένας χώρος. 

Μια στέγη. 
Ο άστεγος δεν λέγεται ανέστιος
Λέγεται άστεγος

Και η στέγη στέκεται πάνω σε τοίχους που περικλείουν κάτι που μέχρι πριν ήταν κενό.
Αυτός ο ερεθισμός της περιέργειας να γνωρίσουμε άλλους χώρους/τόπους έρχεται από τότε που το κάναμε αναγκαστικά, σε αγέλες, για να επιβιώσουμε. Εξερευνούσαμε τον άγνωστο χώρο/τόπο μέχρι να βρούμε τον κατάλληλο για μόνιμη κατοικία. 


Φυσικοί χώροι, σπήλαια, κουφάλες δέντρων, χώροι φτιαχτοί, καλύβες με κενά στις σανίδες, κατασκευαστικές ατέλειες από τις οποίες παρατηρούσαμε το περιβάλλον σχεδόν ασφαλείς κυρίως από την φύση την ίδια μέσα στην οποία κινούμασταν, χαραμάδες που έγιναν παράθυρα, αλαζονικές επιβεβαιώσεις της παρουσίας μας στον χώρο, πόρτες που διαβαίνουν μόνον όσοι είναι στον κύκλο εμπιστοσύνης μας, που αποκτάται μέσω μιας σειράς επαληθεύσεων που, εν μέρει, δημιουργεί αυτό που λέμε φυλή, ράτσα, γένος, είδος. 

Και μετά, ο διπλανός, ο κοντινός. 

Ο οποίος δίπλα μου, κοντά μου, εγκλωβίζει το δικό του κενό και φτιάχνει τον χώρο του. Ανάμεσα στον δικό μου και τον δικό του χώρο δημιουργείται αυτομάτως ο κοινός μας χώρος, δρόμος, πλατεία, ακάλυπτος, κήπος. 

Και γύρω από τους προσωπικούς χώρους της ομάδας/αγέλης φτιάχνεται για προστασία ένα τείχος οριοθετώντας τον οικισμό. Και ο ιστός μεγαλώνει και γίνεται χωριό, κωμόπολη, πόλη, χώρα, ύστερα τα κοινά χαρακτηριστικά συνθέτουν το έθνος, ύστερα η ανάγκη διαχείρισης γεννάει το κράτος.

Ο χώρος όμως, ό,τι κι αν κάνουμε πάνω του, παραμένει ακατανόητος για τον άνθρωπο. 

Και αυτό κυρίως γιατί αναγνωρίζει ότι μέσα σε αυτόν τον χώρο θα τελειώσει τις μέρες του, και το χειρότερο; ο χώρος θα συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς αυτόν. 

Φροντίζει, λοιπόν, με άπλετη αλαζονεία, να καλύπτει την έλλειψη κατανόησης του φαινομένου του χώρου με το να τον καταλαμβάνει, να τον οριοθετεί και μετά να αφήνει επάνω του το σημάδι του. 

Όπως το σκυλί κατουράει τα όρια της επικράτειάς του, όπως οι γκραφιτάδες αφήνουν το όνομά τους σε όσο το δυνατόν πιο απομακρυσμένες περιοχές διεκδικώντας τες από άλλους, έτσι ο ιδιοκτήτης ενός χώρου αφήνει το αποτύπωμά του σε αυτόν, τον οικειοποιείται αφού προηγουμένως τον ιδιοποιήθηκε.

Οι χώροι που μας είναι οικείοι, κοντινοί, γνώριμοι, αναγνωρίσιμοι, μας ενώνουν. 

Ρωτάμε τους άλλους για την καταγωγή τους, αν έχουν πάει στο τάδε μέρος, αν έχουν δει το τάδε μαγαζί, αν έχουν κάνει μπάνιο στην τάδε παραλία και αν απαντήσουν θετικά, τότε ερχόμαστε πιο κοντά με κείνους. 

Για κανέναν σοβαρό λόγο, απλώς, ενωνόμαστε μέσω ενός ελάχιστου κοινού τόπου. 

Στην συνέχεια προτείνουμε παραλίες, μέρη διακοπών, μαγαζιά όπου περάσαμε καλά, προσπαθούμε να ισχυροποιήσουμε τους δεσμούς μας με αυτούς με τους οποίους έχουμε ήδη κάτι κοινό. 

Στην ουσία ταυτιζόμαστε μερικώς με τα βιώματα του άλλου και προσπαθούμε να ταυτιστούμε όσο γίνεται περισσότερο. 


Αυτή η ταύτιση δεν μπορεί να γίνει με κάποιον για οποιονδήποτε λόγο ανέστιο. Ο πρόσφυγας, ο μετανάστης, ο διωγμένος, ο εξόριστος, ακόμη και αν στον τόπο τους υποθέτουμε πως είχαν έναν χώρο δικό τους, δεν έχουν κοινά μαζί μας. 

Δεν ταυτιζόμαστε με κάποιον που φοράει φωσφοριζέ σωσίβιο και βρίσκεται μέσα σε μια βάρκα μαζί με άλλους πενήντα όταν η βάρκα βουλιάζει και πάνε όλοι χαμένοι.

Δεν ταυτιζόμαστε με τον Σύριο ή τον Λίβυο που θρηνεί στα συντρίμμια του σπιτιού του, δεν ταυτιζόμαστε με τον Παλαιστίνιο που κλαίει πάνω από τα δολοφονημένα του παιδιά, δεν ταυτιζόμαστε με τον Αφρικανό θύμα αντίπαλης φυλής. 

Αυτό που συνήθως νιώθουμε είναι μια μακρινή, ανέξοδη συμπόνια για τον πόνο τους, μια ανάγκη να αποδώσουμε την ευθύνη όσο γίνεται πιο γρήγορα σε κάποιον, να ερμηνεύσουμε τα συμβάντα και τέλος, να ελπίσουμε, πράγμα ανώδυνο και πανεύκολο.

Οι νεκροί της ανατολικής Αττικής στην ουσία μας φοβίζουν, και μας φοβίζουν γιατί πέθαναν κοντά μας, δίπλα μας. 

Σε χώρους αναγνωρίσιμους, σε δρόμους και διασταυρώσεις που κάποτε διασχίσαμε, σε παραλίες που κάποτε περάσαμε καλά και όπου μόνον από τύχη δεν βρισκόμασταν εκεί όταν συνέβη το κακό ή όταν βρεθήκαμε εκεί δεν συνέβη κάτι ανάλογο. 

Μας τρομάζει, επιπλέον, μας πανικοβάλει το ότι ο χώρος, ο κοινός μας χώρος, δεν υπάρχει πλέον. 

Ότι στον χώρο που βρίσκεται μέσα στον κοινωνικό ιστό, όχι σε κάποιο κορφοβούνι, όχι στην κοίτη κάποιου ποταμού, όχι στις όχθες μιας λίμνης, μέσα εκεί, σε συνθήκες παρόμοιες με αυτές που εμείς ζούμε, συνέβη αυτό.


Κολλάμε τότε στην τηλεόραση, στις εφημερίδες, απομυζούμε τις λεπτομέρειες, πασχίζουμε να μείνουμε θλιμμένοι, πασχίζουμε να μοιραστούμε λίγο από τον πόνο τους, να πάρουμε ένα ανέξοδο μερίδιο από αυτόν, να συμμετέχουμε σαν ελάχιστο χρέος στην απώλειά τους, διεκδικώντας ενδόμυχα μια ανάλογη αντιμετώπιση για την περίπτωση που. 

Και το κάνουμε αυτό για μερικές μέρες. 

Όταν παρέλθει ο χρόνος που θεωρούμε ότι τους αντιστοιχούσε, επιστρέφουμε δυνατοί και με ορμή στην καθημερινότητά μας, πιο απαιτητικοί από αυτήν, μιας και αντιληφθήκαμε μέσα από την καταστροφή κάποιου άλλου το ότι η ζωή είναι μικρή και πρέπει να την γλεντάμε, να περνάμε καλά.

Διαστροφή

Απόλυτη διαστροφή της νοητικής διαδικασίας που ξεκινήσαμε οι ίδιοι με λάθος τρόπο. 

Πρώτα δενόμαστε με τους παθόντες ακόμη κι αν δεν έχουμε κάποιον γνωστό που κάτι του συνέβη, ακόμη κι αν δεν έτυχε να φιλοξενηθούμε κάποτε σε κάποιο από αυτά τα σπίτια που περίμεναν για χρόνια, για δεκαετίες, με τα κλαδέματα και τα ξεχορταριάσματα μαζεμένα κάτω από ένα πεύκο, με τα ξύλα για το τζάκι σωρευμένα κολλητά στο σπίτι, με τους δρόμους που οδηγούν σε αυτά σχεδόν αδιάβατους, περίμεναν υπομονετικά να έρθει η στιγμή να καούν. 


Μετά, αντιδρούμε όπως και πριν. 


Και αμβλύνεται η αίσθηση του πόνου που διαθέτουμε απέναντι σε άλλους που εκείνη την στιγμή ζούν το δικό τους μαρτύριο. Αμβλύνεται γιατί είναι η λάθος αίσθηση. Αν πήγαζε από το σωστό σημείο της ψυχής θα είχε διάρκεια, βάθος και ουσία. Τώρα, απλώς είναι βολική, ανακουφιστική, ανέξοδη, και κυρίως, αθωωτική για εμάς τους ίδιους. 
Και ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε την διαστροφή.


Διαστροφή που επιβεβαιώνεται από τα παιχνίδια που παίζουμε, τις ταινίες που βλέπουμε, τα θέματα που αρεσκόμαστε να ακούμε. 

Σπίτια γκρεμίζονται, μειονότητες εκτοπίζονται, άμαχοι βομβαρδίζονται, στρατιώτες παιδιά κάποιου σκοτώνονται.
Ναι, αλλά είναι ταινία, ψεύτικη, δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια, κι αν είναι αλήθεια έγινε κάποτε τόσο βαθειά στο παρελθόν που όσο κι αν θέλουμε δεν μπορούμε να το μεταφέρουμε εδώ, στον χώρο/τόπο μας. 

Και όταν μια παρόμοια αλήθεια έρχεται δίπλα μας με την μορφή ενός βίαιου συνήθως γεγονότος, τότε σαστίζουμε.

Ανεξαρτήτως, του ότι αν ζούσαμε στην Συρία για παράδειγμα, θα ήταν άμεσα κατανοητό στο πετσί μας. 

Η Συρία όμως, είναι ένας άλλος τόπος, που οι περισσότεροι μόνον φωτογραφίες του έχουμε δει. 

Η τηλεόραση του εκεί τόπου δίνει περισσότερο χρόνο στα εκεί συμβάντα. Η τηλεόραση του εδώ τόπου δίνει μόνον όσον οφείλει και όσος της απομένει από τα εδώ γεγονότα. Είναι, θα πει κανείς, αδύνατον κάθε μέρα να ασχολείται με την δυστυχία όλου του κόσμου, δεν θα ζούσε ο ίδιος από τον πόνο. 


Η ανάγκη για βίωση του πόνου όμως, όσο το δυνατόν πιο κοντά στα μέτρα μας, στις απαιτήσεις μας, στα μέτρα και στα σταθμά μας, στα βιώματά μας, είναι που μας κάνει να μιλάμε για αυτό το κοντινό συμβάν, να θέλουμε να λέμε κάτι, να εξηγούμε ο ένας στον άλλον τις αιτίες, να παίρνουμε το μέρος του ενός ή του άλλου. 

Ανατριχιάζουμε με το ότι κάποιος γνωστός μας πέρασε δίπλα από την καταστροφή και παρολίγο να γίνει αυτό και εκείνο. Και ανατροφοδοτούμε τους εαυτούς μας με όλο και περισσότερες πληροφορίες, εμποτιζόμαστε με το συμβάν, συντηρούμαστε και επιβεβαιωνόμαστε σαν ζωντανοί απέναντι στους άτυχους. 

Συνειδητοποιούμε την ζωή μας την ίδια σαν απουσία της δυστυχίας που βρήκε τους άλλους. 

Συνήθως γελάμε στις κηδείες, άλλοτε φανερά και άλλοτε πιο κρυφά, στις πίσω σειρές που ακολουθούν το φέρετρο, για αυτόν ακριβώς τον λόγο. 

Που η αιτία του βρίσκεται βαθειά μέσα στο ασυνείδητό μας, κρυμμένη στο εγκεφαλικό στέλεχος, στον πρωτόγονο εγκέφαλο, στην αιώνια αμυγδαλή που εξομοιώνει ένα μέρος μας με όλα τα σπονδυλωτά που κατοικούν τον πλανήτη. 

Τα ζώα αδυνατούν να κατανοήσουν τον θάνατο. 
Μπορούν μόνον να θρηνήσουν τον θανόντα. Μέχρις εκεί.


Όπως, δεν υπάρχει καμία κατανόηση για τον θάνατο στις σύγχρονες κοινωνίες. Αυτό είναι το δεύτερο. 


Τον θάνατο τον αντιμετωπίζουμε σαν συμβάν μοναδιαίο, μόνο του, αυθύπαρκτο, αυτοαιτιούμενο. Ο θάνατος έρχεται κάποια στιγμή. Και η στιγμή αυτή είναι μέσα στον χρόνο. 

Που για να συνειδητοποιήσουμε τον χρόνο θα πρέπει να περάσουμε από τον κρανίου τόπο, τον χώρο όπου θα αντιμετωπίσουμε την καταστροφή και σαν μέγεθος απολεσθέντος χρόνου. 

Του χρόνου που χρειάστηκε για να δημιουργηθούν όλα αυτά που πλέον δεν υπάρχουν, και του χρόνου που θα χρειαστεί για να ξαναγίνουν. 

Να ξαναγίνουν, για εμάς που δεν μας άγγιξε η καταστροφή, κυρίως για να πάψει να υπάρχει η εικόνα που θα μας θυμίζει την καταστροφή. Να επουλωθεί όχι η πληγή, αλλά η μνήμη, όχι ο τρόπος, αλλά ο χώρος. 

Να πλησιάσει, όσο είναι δυνατόν, ο χρόνος θλίψης που θεωρούμε ότι τους ανήκει στον χρόνο ανάπλασης του χώρου. Όσο είναι εφικτό οι δύο χρόνοι να προσεγγίσουν, όσο γίνεται να μικρύνει το μεταξύ τους διάστημα, να συμπέσουν ει δυνατόν. 

Αλλά δεν είναι δυνατόν, αυτό το ξέρουμε καλά. Μέχρι τότε θα αποφεύγουμε να περνάμε από εκεί. 

Ή, αν περνάμε από εκεί θα πρέπει οπωσδήποτε να καταλήγουμε σε συμπεράσματα, να αποδίδουμε ευθύνες, να εξάγουμε διδαχές. Γιατί αν μένουμε άφωνοι υπάρχει ο κίνδυνος να φανεί η πραγματική μας φύση απέναντι στην ουσία των όσων αντικρίζουμε. 

Ένοχοι μέχρι το κόκαλο. 


Ένοχοι που δεν έχουμε τον τρόπο να μπούμε μέσα στον εαυτό μας και να αντικρίσουμε το τέρας που κρύβεται εκεί πέρα και που είναι ένα αξιοπρόσεκτο κομμάτι από αυτό που είμαστε εμείς οι ίδιοι, που όση ώρα θα το κοιτάμε εκείνο θα συνεχίζει να τρώει, να καταναλώνει ψυχή, σάρκα, ιδέες, στάσεις, συμπεριφορές, αδιάφορο και ατάραχο στην παρουσία μας, σίγουρο πως αποκλείεται ποτέ να του κάνουμε κακό εφ’ όσον πρόκειται για τον εαυτό μας τον ίδιο. 

Σκέφτομαι πως αν υπήρχε ένα μαγικός μηχανισμός ανάπλασης πληγέντων περιοχών στον λιγότερο δυνατόν χρόνο θα γινόμασταν ακόμη χειρότεροι άνθρωποι, θα μπορούσαμε να ζούμε εντελώς έξω από τις συνέπειες των πράξεών μας. 

Φανταστείτε έναν χώρο όπου ό,τι καταστρεφόταν θα μπορούσε να επανέρχεται στην προηγούμενη κατάστασή του σύντομα. Ότι το Μάτι, η Κινέτα, η Νέα Μάκρη σε δύο μήνες μέσα, σε έναν μήνα μέσα, σε μια εβδομάδα μέσα θα ήταν όπως και πριν. 

Σαν να μην χάθηκε τίποτε εκτός από τις ζωές. Θα έβλεπες τότε μνημεία θανόντων, σημαίες και αγήματα και εξέχουσες φυσιογνωμίες να αποδίδουν τον χρόνο τους, τίποτε άλλο, τον χρόνο τους σε κάθε επέτειο της καταστροφής ευχόμενοι και υποσχόμενοι πως δεν θα ξανασυμβεί, τουλάχιστον εδώ, σε αυτόν τον χώρο, κάτι παρόμοιο. 

Αυτό όμως θα γίνει και τώρα.

Τώρα, που στην υπόλοιπη Ελλάδα υπάρχουν δεκάδες, εκατοντάδες άλλα Μάτια, Κινέτες και Νέες Μάκρες που περιμένουν να τα βρει το κακό, και που κάποια στιγμή θα τα βρει, δεν μπορεί να γίνει τίποτε γι’ αυτό πλέον.


Οι ρίζες πάνε σε πίσω δεκαετίες, όπως οι ρίζες όσων σήμερα σπέρνουμε θα φτάσουν να κάνουν το κακό τους σε μελλοντικές γενιές, σε αυτό που λέμε βάθος χρόνου, που τελικώς, αυτός ο χρόνος, δεμένος άρρηκτα με τον χώρο, αδυνατεί να μας σώσει, και αντίθετα, καταφέρνει σαν απαιτητός από τα πράγματα και τις καταστάσεις, να μας σώζει από την οριστική αποκτήνωσή μας. Έστω και χωρίς να τον κατανοούμε, παρά μόνον σαν φθορά και θάνατο.

Ας κρατήσουμε, τελικώς, όπως κάνουν και οι επίσημοι, ενός λεπτού σιγή.

Αν πιστεύουμε πως αλλάζει κάτι, ας το κάνουμε.

Αλλά, να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την σιγή που ακολουθεί μετά. 




Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

ΜΠΗΤΣ ΜΠΑΡ...


Μια σύγχυση την έχω, αυτό είναι αλήθεια, παραδέχομαι την αδυναμία κατανόησης των «εξελίξεων» που τρέχουν στο νησί.

Είδα αυτήν την ανάρτηση για ένα νέο μπητσόμπαρο στην Άγια Θάλασσα:



Από κάποιον κύριο που δεν τον έχω ούτε καν φίλο στο «Μεγάλο Βιβλίο Της Μούρης Μας»

Ο άνθρωπος απορεί πώς είναι δυνατόν ένα από τα πιο αγνά κομμάτια της Τήνου να δίνεται για τέτοια δραστηριότητα. 

Απορία δεν υπάρχει καμία, ξένος είναι ο άνθρωπος, στην χώρα του δεν υπάρχουν διατηρητέα κτίρια γιατί κανείς δεν έδωσε τα παραδοσιακά κτίρια για αντιπαροχή, δεν καταλαβαίνει πως εδώ πρώτα θα κάνουμε την ματσακονιά και μετά θα τρέξουμε να στοκάρουμε/βάψουμε/κουκουλώσουμε/δικαιολογήσουμε. 

Δεν καταλαβαίνει ο άνθρωπος ότι η διαδικασία είναι απλή: 

χρειαζόμαστε λεφτά, 
τα χρειαζόμαστε τώρα, 
παραλίες έχουμε, 
νοικιάστε τες, 
μαζέψτε λεφτά, 
επαναλάβετε μέχρι να νοικιαστούν όλες οι παραλίες

Πιο ματσωμένοι, πιο μοδάτοι, πιο τρέντυ, ακολουθώντας το παράδειγμα των άλλων, τουριστικών νησιών, νισάφι πιά με την Παναγία! Αυτά ο Δήμος. 
Τα αναμενόμενα δηλαδή, γιατί από πού αλλού να περιμένει; 
Και, μεταξύ μας, προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρατήσει το νησί ζωντανό, να μην φεύγει ο κόσμος. 

Αλλά, θα υπάρχει πάντα το ρημάδι το αλλά που θα ρωτάει μέχρι πού θα φτάσει αυτό, πόση ανάπτυξη μπορείς να έχεις με μη παραγωγικές δραστηριότητες. 

Γιατί ο Μαμαλάκης μαγείρεψε με Τηνιακό τυράκι που όμως, λυπάμαι, είναι φτιαγμένο με γάλα φερτό απ΄αλλού, μιας και η ντόπια παραγωγή δεν επαρκεί. 

Και σερβιρίστηκε Τηνιακή μπύρα που μόνον το νερό της έχει Τηνιακό και τίποτε άλλο. Μεγάλη η λίστα της απαξίωσης της ντόπιας παραγωγής, σταματάω.

Αυτά από τον Δήμο λοιπόν και ειλικρινώς, μπράβο του.

Οι υπόλοιποι δεν καταλαβαίνω γιατί χαιρόμαστε. 

Γιατί χαιρόμαστε με τον γάμο του Χρανιώτη, την παρουσία του Ντάνου, το ρομαντικό δείπνο του Λιάγκα, τα βαφτίσια της Σκορδά;

Προφανώς έχουμε ανάγκη την αναγνώριση από αυτή την κατηγορία ανθρώπων. 

Των σχολιαστών του μηδενός, των αναπαραγωγών του τίποτε, των επικριτών του μήκους της φούστας της τάδε μοντέλας, των πρωταθλητών του σερβάιβορ, των δημιουργών του αντιπολιτισμού δηλαδή, της εύπεπτης χλαπάτσας που μας σερβίρουν και μεις την δεχόμαστε γιατί «Μωρέ και τι έγινε δηλαδή; Πάθαμε τίποτε τόσο καιρό που τα βλέπουμε;» 

Όχι. Ούτε μπιμπίκι βγάλαμε, ούτε στα χάπια πέσαμε.


Μόνον που χάσαμε κάθε έννοια αξιοπρέπειας και κριτικής ικανότητας, διάκρισης του καλού και του επικίνδυνου. 
Θεωρούμε φυσιολογικό να βλέπουν τα παιδιά μας αυτά τα σκουπίδια και να τα έχουν σαν πρότυπα.

Κι αυτό κατανοητό στην τελική όμως. 


Για χάρη όλων των πρωταθλητών στην κατινιά μπερδέψαμε την ψυχαγωγία με την διασκέδαση

Ούτε που ξέρουμε την διαφορά του ενός από το άλλο. 

Οπότε χαιρόμαστε που αυτοί που μέχρι χτες επισκέπτονταν άλλα νησιά και «τα έβγαζαν από την αφάνεια», σήμερα επισκέπτονται το δικό μας σαν σωτήρες, οι «εξωραϊστές» από τη μια και οι ιθαγενείς από την άλλη.

Από Μαυρογιαλούρο και δώθε δεν αλλάξανε και πολλά στην τελική. 

Σαν τους πολιτευτές των παλαιότερων χρόνων που σηκωνόμαστε όταν περνάγανε και αναγκαστικά χαμογελαστοί τους δίναμε το χέρι, στα μηδενικά που κατέστρεφαν τον τόπο, που ερήμωναν με τις αποφάσεις τους την ελληνική επαρχία εμείς καταθέταμε τα σέβη μας και την δουλοπρέπειά μας. 
Αναγκαστικά.

Το ίδιο και στους σελέμπριτιζ σήμερα. 
Σέλφι με τα αφεντικά της παρακουλτούρας. 
Βοθροκάναλα αυτοί; 
Παλαμάκια εμείς. 
Αναγκαστικά. 
Αλλιώς, το νησί "θα μείνει στην αφάνεια..." 

Τις κατίνες της γειτονιάς που κοροϊδεύαμε και μας ενοχλούσαν όταν άπλωναν την αδιακρισία τους στην αυλή μας, όχι μόνον τις παρακολουθούμε ανελλιπώς στα πρωινάδικα, αλλά και τις θεωρούμε απαραίτητες για την άνοδο της κοινωνικής υποστάθμης του νησιού.

Ειλικρινά, αυτή είναι η ανάπτυξη που είχαμε στο μυαλό μας;

Ας αναρωτηθούμε αυτό μόνον. 
Αν μας δινόταν η ευκαιρία να επιλέξουμε ανάπτυξη θα επιλέγαμε τις υποκλίσεις στις τηλεκατίνες και στα τηλεμηδενικά, ή κάτι άλλο; 

Γιατί αν επιλέγαμε από μόνοι μας την θέση του οσφυοκάμπτη, τότε κάτι δεν πάει καλά…

Η αλλαγή της ταυτότητας του νησιού είναι βίαιη. 

Τόσο βίαιη που δεν έχουμε καν δρόμους, δεν υπάρχει πρόσβαση στις πολυδιαφημισμένες παραλίες (για πάτε μέχρι Κολυμπήθρα ντάλα Αύγουστο...), και όταν φτάσουμε εκεί δεν έχει πού να παρκάρεις. 

Και θα αναγκαστούμε να σχεδιάσουμε εκ των υστέρων, ρωμαίικα, παραδοσιακά, πρόχειρα και με διαδικασίες αρπακτικών, δρόμους και πάρκινγκ και θα τα κάνουμε χειρότερα από ότι είναι τώρα. 

Αλλά, στο μεταξύ θα έχουμε βγάλει λεφτά, οπότε ας πάει και το παληάμπελο.
Ξεκαθαρίζω ότι δεν έχω κάτι με τους ιδιοκτήτες του μπητσόμπαρου στην Άγια Θάλασσα, αφορμή για μερικές σκέψεις ήταν, εύχομαι μόνον να έχουν συνείδηση της ιδιαιτερότητας του νησιού, να είναι συνεπείς προς τον τόπο και να κάνουν την μικρότερη δυνατή ζημιά.
Με αυτή την προϋπόθεση εύχομαι ειλικρινώς, καλές δουλειές!



ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...