Τι αξία έχει ένας άνθρωπος;
Πόσο κάνει, ρε παιδί μου, ένας
άνθρωπος;
Έχει κανείς ιδέα;
Μπα…
Βλέπεις, ούτε σκλαβοπάζαρα υπάρχουν στον σύγχρονο «πολιτισμένο»
κόσμο (αν εξαιρέσουμε τις εργατουπόλεις, το τράφικινγκ, τα παιδιά των φαναριών,
τους ρακοσυλλέκτες, τους πρόσφυγες, που ανήκουν στο ανταλλακτικό εμπόριο του
τύπου «σας ρίχνουμε βόμβες και μας στέλνετε φτηνό εργατικό δυναμικό») ούτε και
γράφει ο καθένας μας στο κούτελό του μια τιμή για να ξέρουμε.
Ας πούμε λοιπόν, για να προχωρήσει η κουβέντα, πως η αξία των ανθρώπων αποτιμάται στον σεβασμό που τους οφείλουμε.
Ποιός όμως σεβασμός;
Υπάρχει ένα μέρος σεβασμού κοινό προς
όλους, σαν οφειλή προς την κοινότητα των ανθρώπων, και ένα μέρος σεβασμού που
προκύπτει από τις μεταξύ μας σχέσεις.
Άλλη αξία έχει για μένα ένας φίλος και
άλλη αξία ένας τυχαίος περαστικός. Απλό, κατανοητό, και δεκτό σαν σκέψη,
υποθέτω.
Πάμε παρακάτω.
Άλλη αξία έχει ένας τυχαίος περαστικός στην
πόλη και άλλη αξία ένας τυχαίος περαστικός στο χωριό.
Ο πρώτος είναι απολύτως
ξένος, ενώ ο δεύτερος είναι τουλάχιστον γνωστός.
Σε ένα χωριό διακοσίων,
τριακοσίων ανθρώπων, όλοι γνωρίζονται λίγο πολύ, όλοι έχουν μια καλημέρα.
Που
σημαίνει ότι αν καλημερίσεις αυτούς που θα συναντήσεις στο χωριό δεν θα
παραξενευτεί κανείς, ενώ αν κάνεις το ίδιο στην πόλη θα σε περάσουν για
βλαμμένο.
Η αξία των ανθρώπων, λέω εγώ τώρα μέσα στο μυαλό μου, δεν μεταβάλλεται,
αλλάζει απλώς ο τρόπος που την αντιλαμβανόμαστε.
Για τους ποντικούς της πόλης, εμένα δηλαδή και όλους τους
τσιμεντανθρώπους της απέραντης φυλακής μας, η αξία του γείτονα είναι άμεσα
συνυφασμένη με την ενόχληση ή την δυσφορία που πιθανόν να προκαλέσει.
Ο
από πάνω γείτονάς μου είναι καλός για όσο διάστημα δεν βροντάει τα πόδια του,
δεν σέρνει τα έπιπλα, δεν σπάει ο θερμοσίφωνάς του.
Ο από δίπλα γείτονάς μου
είναι καλός όταν δεν λερώνει τον διάδρομο στον όροφό μας.
Ο από κάτω γείτονάς
μου είναι καλός όταν δεν διαμαρτύρεται που βροντάω τα πόδια μου, που σέρνω τα
έπιπλά μου ή που έσπασε ο θερμοσίφωνάς μου.
Σχετικά όλα, αλλά το κοινό συμπέρασμα είναι ότι στην πόλη δεν
υπάρχει κάτι άλλο κοινό εκτός από τον χώρο που νεμόμαστε μεταξύ μας, δεν
υπάρχουν κοινές γιορτές, δεν υπάρχουν κοινές εκδηλώσεις, δεν υπάρχουν κοινές
υποχρεώσεις, δεν υπάρχουν κοινές οφειλές προς το κοινωνικό σύνολο.
Αυτά τα «δεν» είναι που οι κοινωνιολόγοι λένε «απομόνωση των
μεγαλουπόλεων».
Πώς να στήσεις ένα καλοκαιρινό γλέντι στο χωριό αν δεν
βασιστείς στους άλλους; (εδώ ήθελα από την αρχή να καταλήξω...)
Αν δεν
συνεργαστείς, αν δεν συντονίσεις και δεν συντονιστείς, αν δεν τρέξεις και αν
δεν σε τρέξουν, χωρίς αρχηγούς και υφισταμένους, πώς θα γίνει να στήσεις τον
μεγαλύτερο χορό συλλόγου στο νησί;
Βασίζεσαι στον δίπλα που βασίζεται σε σένα και εμπιστεύεσαι
τον παραδίπλα που υποσχέθηκε πως θα κάνει αυτό, και τρέχεις γιατί τρέχουν όλοι
όταν πρόκειται για κάτι κοινό, για κάτι που αφορά μια αφηρημένη οντότητα, ένα
χωριό, τα Κελλιά (Καλλονή για τους μοδάτους), που όμως αν το καλοσκεφτούμε, τι
είναι το χωριό αν όχι οι άνθρωποί του;
"Άνδρες γαρ πόλις",
έλεγε ο Αριστοτέλης και το κατάλαβα πολλά χρόνια αφότου το είχα διαβάσει.
Όπου
είναι η κοινότητα των ανθρώπων, εκεί είναι και το χωριό.
Άρα, αν θεωρώ, έστω
και υποσυνείδητα, το χωριό σαν πρόσωπό μου, τότε αντιλαμβάνομαι και την αξία
του συντοπίτη (που επίσης βλέπει το χωριό σαν το δικό του πρόσωπο) με διαφορετικό
τρόπο, με μέτρο τα κοινά που μας φέρνουν κοντά.
Αυτό βέβαια, δεν θέλουμε να το δεχτούμε εμείς οι ποντικοί
της πόλης, δε θέλουμε, ρε αδερφέ, να αντιληφθούμε το γεγονός της συσπείρωσης γύρω
από έναν κοινό σκοπό.
Για μας, κάποιοι, κάπου, κάπως, ετοιμάζουν τον χορό που
θα πάμε να γλεντήσουμε και τέρμα, ως εκεί, δεν θέλουμε να ξέρουμε παραπέρα. Δεν
έχουμε λόγο να μπούμε στην θέση τους, ήρθαμε για διακοπές και φτάνει.
Έχουμε
άλλο τρόπο σκέψης, που δεν μας αφήνει να κατανοήσουμε πως η επικοινωνία που έχει
χαθεί στην πόλη βγαίνει σαν ξινίλα στα μούτρα μας.
Δεν θυμόμαστε καν πότε ήταν
η τελευταία φορά που κάναμε κάτι συλλογικό με ανθρώπους που δεν ήταν φίλοι ή
συγγενείς.
Και φυσικά, είμαστε έτοιμοι να κάνουμε κριτική σε όλους τους άλλους,
χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι κριτική κάνουν αυτοί που δεν θέλουν να κάνουν
τίποτε άλλο.
Ξεχνάμε ότι όλο αυτό το οποίο συνδράμουμε με το κόστος ενός
εισιτηρίου και μερικών λαχνών, δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεκινήσει από τα σπίτια
της πόλης γιατί μέσα στα κλουβιά μας υπάρχει το τρομακτικότερο αντικείμενο του
σύγχρονου πολιτισμού:
Ο καναπές...
Ο καναπές μας, εμάς των ποντικών της πόλης, είναι κάτι σαν
τις μαύρες τρύπες του σύμπαντος που ρουφάνε και εκμηδενίζουν πλανήτες
ολόκληρους.
Έτσι και ο καναπές μας ρουφάει μέσα του ιδέες, καταστάσεις, προσπάθειες, ανθρώπους, τα εκμηδενίζει, τα κάνει φύλλο και φτερό και
μετά τα καταπίνει με μόνο σκοπό να κρατήσει πάνω του τον ιδιοκτήτη.
Και που όσο
κρατάει τον ιδιοκτήτη πάνω του, τόσο περισσότερο γουβώνει.
Και όσο περισσότερο
γουβώνει, τόσο περισσότερη ελκτική δύναμη αποκτάει.
Τι να καταλάβω βλέποντας από το βάθος του καναπέ μου δέκα-είκοσι άτομα να τρέχουν σαν τους παλαβούς πάνω κάτω για μέρες σε κάθε στιγμή
του ελεύθερου χρόνου τους προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο χορός του συλλόγου;
Πώς να νιώσω τις αγωνίες τους για το κάθε τι που θα μπορούσε να πάει στραβά;
Θα
φτάσουν τα ποτά και τα φαγητά, θα ξεμείνουμε, ή θα περισσέψουν;
Θα βρέξει;
Θα
φυσάει;
Πού αλλού έχει χορό εκείνη τη μέρα;
Θα έρθει κόσμος;
Από το βάθος του καναπέ μου αναφωνώ, Τέλος καλό όλα καλά.
Ευτυχώς, ήταν πάλι όλοι μαζί, μια παρέα, μια συντροφιά, μια προσπάθεια, ένα
πρόσωπο που βγήκε πεντακάθαρο, μια ακόμη επιτυχία στο ενεργητικό του συλλόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου