Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Ενδεικτικό ενός Κελλιανού, 1929.

Τo 1929, την χρονιά τής μεγάλης παγκόσμιας κρίσης (γιατί ως γνωστόν, η ζωή μας κύκλους κάνει) ένας Κελλιανός προβιβάζεται από την Πέμπτη στην  Έκτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου. 

Ο βαθμός του είναι Λίαν Καλώς (5) και η διαγωγή του κοσμιωτάτη.


Η ηλικία του; Δεκατεσσάρων ετών... 

Σε φυσιολογικές συνθήκες το παιδί αυτό θα έπρεπε να τελείωνε την Δευτέρα Γυμνασίου. 
Τί έγινε λοιπόν, πώς καθυστέρησε το παιδί να περάσει την τάξη ή μάλλον, ΤΙΣ τάξεις; 

Με τα σημερινά μάτια και την κατανόηση των πραγμάτων που διαθέτουμε από την ζεστασιά του καναπέ μας...


...και την άνεση των τριγύρω απλωμένων τηλεκοντρόλ, 


...θα συμπεραίναμε πως το παιδί «δεν τάπαιρνε τα γράμματα», ήταν «στουρνάρι», όπως ευγενικά συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε όσα παιδιά δεν προσαρμόζονται στο ανίκανο εκπαιδευτικό μας σύστημα. 


Έλα μου ντε, που όσο προχωράμε στον χρόνο αφήνουμε πίσω τόσο μπουχό, που γίνεται δυσδιάκριτη ακόμη και η κοντινή μας πραγματικότητα, πόσο μάλλον εκείνη του 1929...



Ένα παιδί, λοιπόν, γεννημένο στην Τήνο το 1915 (την ίδια χρονιά με τον Τσιτσάνη και τον Μπελογιάννη), μπαίνει στην Ελλάδα την χρονιά που οι Βρετανοί πιέζουν την χώρα να μπει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. 
Είναι επίσης, η χρονιά που οι Τούρκοι, ασκώντας τις συνήθεις προσφιλείς τους μεθόδους, σφαγιάζουν ενάμιση εκατομμύριο Αρμενίους...

Το παιδί εκεί γύρω στο 1921 φτάνει στα έξι του, πράγμα που σημαίνει ότι, έχει ήδη μεγαλώσει και μπορεί να βοηθάει στις αγροτικές εργασίες. 

Την ίδια χρονιά όμως, ξεκινάει και το σχολείο. 
Ο γονιός, έχοντας ανάγκη για χέρια που θα δουλέψουν τα χωράφια, δεν καταλαβαίνει την ανάγκη να πρέπει να μάθει το μικρό γράμματα. 

Εξ’ άλλου, κι’ ο ίδιος που δεν ήξερε τί έχασε... 

Και στο κάτω-κάτω πρόκειται το παιδί να γίνει ο,τιδήποτε άλλο εκτός από γεωργός; 
Αφού χωράφια έχουν, στα χωράφια θα δουλεύει, τί τα θέλει τα γράμματα, χάσιμο χρόνου στο κάτω-κάτω της γραφής...

Και ο μικρός, όποτε προλαβαίνει να πάει στης Μαριάς το Λαγκάδι, στην Μπασσάρα ή ακόμη και στις Χαλακιές για να βρει και να ποτίσει τα κατσίκια ή να αρμέξει τις αγελάδες και να γυρίσει φορτωμένο με ένα-δυό καρίκια γάλα, πηγαίνει και στο σχολείο... 

Χάνονται μέρες, μήνες, χρονιές ολόκληρες και το παιδί, όποτε προλαβαίνει, πηγαίνει σε τούτην την αγγαρεία που λέγεται Σχολείο, πιότερο για να ξεκουραστεί λιγουλάκι από τις δουλειές και μαθαίνει και δυό κολυβογράμματα, ίσα να μπορεί να βάζει την υπογραφή του ή να συντάσσει πέντε δέκα ανορθόγραφες αράδες όπου του χρειαστεί, να γράψει ένα στιχάκι στην αγαπημένη του, ας πούμε, 


...ή να σημειώσει ένα τραγούδι που άκουσε στ’ Μάρκ’ τον καφενέ μιας και το youtube δεν έχει εφευρεθεί ακόμη...

Νομίζω πως τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και πολύ από τότε. 
Η παιδεία στην Ελλάδα, δεν κατάφερε ποτέ να πείσει για την σημασία της, παρά αντιμετωπίστηκε πάντα σαν κάτι δυσάρεστα αναγκαίο που αποσκοπούσε στο βόλεμα των υπηκόων ενός Κράτους και όχι στην δημιουργία μιας κοινωνίας των πολιτών.

Κατά τα άλλα, το 1929 ο κόσμος, που αγοράζοντας όλο και περισσότερα καταναλωτικά αγαθά έχει προσπαθήσει να χορτάσει όσα αγαθά στερήθηκε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πέφτει στην πρώτη παγκόσμια κρίση. 

Πριν από αυτό έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον η τραπεζική πίστωση, με την οποία οι τράπεζες προκαταβάλλουν στους αγοραστές τα αναγκαία για τις αγορές τους χρήματα, με τον όρο να τα επιστρέψουν αργότερα με τόκο και ολόκληρη η οικονομία καταλήγει να στηρίζεται σε αυτές τις τραπεζικές πιστώσεις.  


Η κοινωνία θα βγει από την κρίση πολλά χρόνια μετά αλλαγμένη, με τον φασισμό θεριεμένο, με στρατιωτικοποιημένες οικονομίες, με ισχυροποιημένη την αστική τάξη, με τα μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα να εξαγοράζουν τις μικρότερες επιχειρήσεις που χρεοκόπησαν ή που δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στην κρίση.

Μα, σε καλό μου! Κάτι μου θυμίζει όλο αυτό..! 
Λες νάχω ζήσει στο ’29 και να μην το θυμάμαι; 
Λες οι μόνοι σωστά διδαγμένοι από εκείνη την κρίση να είναι οι τράπεζες, την στιγμή που εμείς οι υπόλοιποι, ο λαός ντε, για πολλοστή φορά είδαμε το τυράκι, αλλά, δεν είδαμε την φάκα και αφήσαμε να πιαστούμε κορόϊδα πάλι; 

Κύττα τώρα να δεις! 

Ξεκινάει κανείς  από το ενδεικτικό ενός Κελλιανού και φτάνει ως ένα απαράλλακτο Σήμερα μέσα σε πέντε παραγράφους!

Πώς τόκανα αυτό..;

Πώς το κάναμε όλοι μας..;





Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

Βλέπω το νησί μέσα στο καταχείμωνο και λέω, πόσο σοφή είναι η φύση... Πόσο έξυπνα κρύβει από τα καλοκαιρινά μας μάτια, τα μάτια πολλών αδιάκριτων, πολλών αδιάφορων, τα πραγματικά της στολίδια, τις αντιθέσεις τις, τα αληθινά της χρώματα. 

Απλώς, περνάει το απαλό ομοιόμορφο καφετί των ξερών χόρτων του καλοκαιριού πάνω απ΄όλα κι' έτσι  τα προστατεύει μ΄έναν μαγικό τρόπο.

Ύστερα, έρχεται ο χειμώνας. Και κουβαλάει στα σπλάχνα του βροχές. Και ξεχύνεται το νησί να πιεί, να χορτάσει, να καρπίσει, να πλουμιστεί στα πιό όμορφα ρούχα του, που τα φυλάει μόνον για τους πραγματικά πιστούς, τους ντόπιους

Κυττάς τη θάλασσα και δεν την γνωρίζεις, σαστίζεις μέσα σε τόσο βαθύ μπλέ που απάνω του στεριώνεται το νησί. 

Περνάει ένα σύννεφο και αλλάζουν όλα. Βαθαίνουν τα χρώματα, τα βουνά έρχονται πιό κοντά, θαρρείς θ΄απλώσεις το χέρι σου και θα χαϊδέψεις τις πεζούλες, το Φως γίνεται πολύτιμο, αποκαλύπτει κρυμμένες γωνιές.

Τα ξωκκλήσια τραβούν επάνω τους όλο το φως του Ήλιου και το βλέμμα τρώει μια κατάλευκη σφαλιάρα, μένει προσηλωμένο στα λευκά ντουβάρια που το καλοκαίρι φαντάζουν απλώς γραφικά.

Τώρα, ο κυρίαρχος είναι το νησί, κι' όχι ο κουρασμένος καλοκαιρινός άνθρωπος που αποζητάει τρόπους για να πετάξει από πάνω του το χειμωνιάτικο δέρμα του παραβλέποντας στην πορεία την δυσδιάκριτη ομορφιά τού τόπου.

Χαλάσματα κρυμμένα ανάμεσα σε μάντρες και σκαλιά βγαίνουν μπροστά στο πράσινο χαλί και απορείς πώς δεν τάχει ξαναπάρει το μάτι σου τόσα χρόνια που μπαινοβγαίνεις στις πόρτες των καραβιών. 

Και η αξιοπρέπειά τους σε θίγει όσο και η καλημέρα της γενιάς που φεύγει και τότε ξέρεις πως ποτέ πιά το νησί δεν θάναι το ίδιο.

Τι κρίμα...
Τι κρίμα που εδώ που ακόμη και μια κολώνα του ηλεκτρικού βρίσκει θέση σε μια φωτογραφία, ο τόπος στερείται τους ανθρώπους...

Κι' άμα μπαίνεις στο καράβι να φύγεις και βλέπεις αντίκρυ το νησί να χουχουλιάζει μέσα στα σύννεφα, το μόνο που μένει είναι να μετράς τις μέρες μέχρι την επόμενη φορά...





Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Η Καλή Βραδυά!

Παραμονή Χριστουγέννων ήταν η Καλή Βραδυά επειδή γεννιόταν ο Χριστός.
Κάναμε τηγανίτες, όχι λουκουμάδες, δεν είχαμε αλεύρι, δεν έφτανε, κατοχή ήταν, παίρναν οι Ιταλοί ό,τι αλεύρι βγάζαμε

Σε μια τηγανίτα μέσα βάζαμε μια δραχμούλα, όπως βάζουμε τώρα την πρωτοχρονιά το φλουρί στην πίτα, μα τότε το κάναμε την Καλή Βραδυά. 
Ε, για φαγητό κάναμε συλαδιά, διάφορα ψάρια μαζί με λίγο λάδι, σαν την κακαβιά δηλαδή, γιατί νηστεύαμε.
Τα Χριστούγεννα στα Κελλιά γιορτάζονταν τρεις μέρες. 
Το πρωί στις 24 γύρω στις δέκα ήταν η πρώτη λειτουργία κι΄έβγαζε ο παπάς τον Σαντίσσιμο που έμενε έξω για 40 ώρες. 
Το απόγευμα πάλι στον εσπερινό φοράγαμε τα καλά μας και πηγαίναμε στον Άγιο Ζαχαρία. 
Είχε τόσο πολύ κόσμο τότε το χωριό, που τα παιδιά δεν χωρούσανε στις πάγκες και καθόμαστε κάτω κάτω σε μικρά παγκάκια κοντά στην μεγάλη πόρτα της εκκλησίας.

Παραμονή του Νέου Έτους, μάς έραβε η γιαγιά μου η Αντέλα ένα πουγγί, που το κρεμάγαμε μ' ένα σπαγγάκι στο λαιμό για να βάζουμε τα λεπτά από τους μπουναμάδες όσων θα ερχόταν να χαιρετήσουν. 

Μετά, το Νέο Έτος το περιμέναμε με χαρά γιατί σηκωνόμαστε και φοράγαμε από νωρίς το πρωί τα καλά μας ρούχα, πηγαίναμε στην εκκλησία και όταν γυρίζαμε στο σπίτι, ετοίμαζε η μαμά μου το τραπέζι με όλα τα γλυκά, με ρακί, με κεράσματα και φεύγαμε και πηγαίναμε στην γιαγιά μου την Αντέλα. 
Μας τηγάνιζε λουκάνικα και τρώγαμε γιορτινό πρωινό.
Μετά πηγαίναμε και χαιρετούσαμε όλους τους συγγενείς, ήταν το έθιμο να πηγαίνουν όλοι να χαιρετάνε στα σπίτια. Ήταν τόσος ο κόσμος, σαν πανηγύρι..!

Μετά έπρεπε να πάμε στην Αετοφωλιά να χαιρετήσουμε όλους τους συγγενείς και να φάμε στη νενέ μου. Φεύγοντας όπως απ΄το σπίτι, αφήναμε την πόρτα ανοικτή, όποιος πάει και δε μας βρει, να μπορεί να κεραστεί, έτσι, για το καλό.

Ε, μετά ερχόταν των Φώτων, που γινόταν η βάφτιση του Χριστού και περιμέναμε να δούμε ποιό παιδάκι θα βαφτίσει τον Χριστό. Ήταν πολλά τα παιδιά τότε και βάζανε κλήρο. 
Το ντύνανε, λοιπόν, στ' άσπρα με μια κορώνα στο κεφάλι,πήγαινε ο παπάς στη μέση της εκκλησίας που ήταν τα καζάνια με τον αγιασμό και ο παπάς από τα χέρια του παιδιού τον Χριστό και τον βάφτιζε.

Το παιδάκι που βάφτιζε τον Χριστό ήταν σαν κανονικός νονός του, οπότε και έπρεπε να κεράσει και κάνανε οι γονείς τραπέζι με γλυκά και πήγαιναν όλοι και χαιρετούσανε."
Σημείωση: η πρώτη κάρτα είναι σταλμένη προς κατοίκους των Κελλιών για τα Χριστούγεννα, ενώ η δεύτερη προς κατοίκους της Αετοφωλιάς με την ευκαιρία του Νέου Έτους. Καμμία από τις δύο δεν έχει ημερομηνία.


Αφήγηση: Αδελαΐς Αρμάου-Παπαδοπούλου, Δεκέμβριος 2012.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Κάθε στιγμή ένας Χριστός γεννιέται...

...ΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ...

"Δεν πίστευε πια ούτε η μάνα τού Φραγκίσκου πως θα παντρευόταν ο κανακάρης της, αφού όχι μόνον είχε καβατζάρει τα σαράντα, αλλά, είχε και τόνα χέρι ακουμπισμένο στα πενήντα.

Και βρέθηκε η Μαρία, κοριτσόπουλο σαν πως ντροπαλό, σαν χαμηλοβλεπούτσικο, και τα ταίριαξαν.

Ο Φραγκίσκος είχε ένα μικρό μαραγκούδικο σ’ ένα χωριό, που συγκοινωνία πήγαινε δυό φορές την εβδομάδα κι’ όσο για παιδιά, το χωριό είχε μόνον σε σχολική φωτογραφία τους τωρινούς του γερόντους, τί να κάνει η συγκοινωνία πάνω

’κει...

Το καλύτερο κομμάτι του σαν μαραγκός, μιά πόρτα για τό κοτέτσι της τσατσα-Φιλίτσας τόσο όμορφη που κατέληξε τελικά να γίνει αυλόπορτα, ο Φραγκίσκος τόφκιασε τη μέρα που έμαθε πως η Μαρία, το Μαρουλί του, κράταγε παιδί στα σωθικά της.
Δε μιλάγανε, μόνο καθόνταν κοντά-κοντά και κοιτάζανε παρέα την κοιλιά της Μαρίας και έτσι, πέρναγαν οι μέρες για να φτιάξουν τους εννιά μήνες.

Και μέσα σ’ όλη την γαλήνη τους ήρθε, άλλο και τούτο, το κτηματολόγιο. Σπουδαία λέξη !!!
Έπρεπε να κατέβει ο Φραγκίσκος στην χώρα να δηλώσει τα χωραφάκια που τούχε αφήσει ο παππουλάκος του, μιας και πατέρα δεν πρόλαβε να γνωρίσει, του τον είχε πάρει η θάλασσα όταν ήταν μωρό.

Αμ και πού ν’ αφήσει τη Μαρία πούχε μπεί στο μεταξύ στον ένατο;

Πές εσύ πως χρειαζούταν να λείψει όχι μια ή δύο μέρες, μα παραπάνω. Τι θα γινόταν έτσι και ο μπέμπης αποφάσιζε να σκάσει κεφάλι; Ποιός θα την φρόντιζε;

Έ, θα την έπαιρνε μαζί.

Φορτώθηκαν το λοιπόν στο σαραβαλιασμένο φορτηγάκι, ένα Μ43 πούχε ξεμείνει απ’ τον πόλεμο στο χωριό, και κινήσαν να κατεβαίνουν, πολύ-πολύ σιγά, από τη μιά γιατί το όχημα δεν πήγαινε παραπάνω και από την άλλη, γιατί ο Φραγκίσκος φοβόταν τα τραντάγματα και τις λακκούβες πιό πολύ κι’ από τα κρίματά του.

Το σκοτάδι τους ηύρε κοντά σ’ ένα χειμαδιό, αρκετά χιλιόμετρα πριν τη μεγάλη πόλη.
«Πού να σας βάλω, ρε φουκαριάρικα» είπε ο γερο-βοσκός, «που δεν έχω άλλο εξόν από την αχεροστρωμνή που λιώνω πάνου της κάθε βράδυ...» και συνέχισε:
«Να σας στρώσω μια μπατανία στον αχερώνα και να σας φέρω και την φουφού να χουχουλιάστε, άιντε, να βγει το βράδυ».

Έπεσε στο ένα πλευρό η Μαρία, ακούμπησε στα γόνατα του Φραγκίσκου και λαγοκοιμήθηκε μέχρι τις δύο-τρεις το πρωί, οπότε την επιάσανε οι πόνοι. Ο μικρός ήταν βιαστικός.

Τρέχαν οι δυό άντρες δεξιά κι’ αριστερά χωρίς να ημπορούν να δώσουν καμμία σημαντική βοήθεια στ’ αλήθεια, πιό πολύ για να τους φεύγει η ανησυχία. Ο βοσκός σκέφτηκε να φωνάξει την γυναίκα του Θοδωρή του καρβουνιάρη απέναντι απ’ το ποτάμι, μα τηλέφωνο δεν είχε. Έδεσε το μεγάλο λαδοφάναρο σε μια θηλιά, έρριξε την άλλη άκρη του σκοινιού πάνω στο ψηλότερο κλαδί του πλάτανου και τράβαγε κι’ άφηνε το σκοινί για να κουνιέται το φανάρι μπας και το δουν κι' αλλούθε.

Σα να της φάνηκε της Θοδώραινας πως κάτι φέγγιζε απ΄απέναντι, κάτι σαν αστέρι με ουρά, μα μετά κατάλαβε πως ο Μήτρος κούναγε φανάρι για βοήθεια. Φόρεσε το λοιπό τις γαλότσες της, ζαλώθηκε και το ταγαράκι με δυό τρία σκουτιά και κανα-δυό ματζούνια, και κίνησε.
Βρήκε στο δρόμο και την Θανάσω του παπά, που εγύρναγε απ’ την αγρύπνια της Αγίας Σταματίας και την επήρε για να βάλει ένα χεράκι, άμα κάτι χρειαζούμενο δεν το κάτεχε ή δεν τό’ σωνε μονάχη της.

Φτάσανε στον αχερώνα, τί να δουν και τί να πιστέψουν: μια μικροκαμωμένη κοριτσούδα βύζαινε ένα ροδαλό μωρό τυλιγμένο στην κάπα του Μήτρου κι’ ένας σαστισμένος μεροκαματιάρης της χάιδευε απαλά τα μαλλιά. Το μόνο φως ερχόταν απ’ το λαδοφάναρο που κράταγε ο Μήτρος που στεκόταν παράμερα, και ένα σωρό γίδια και πρόβατα πούχαν δει το φως κι’ είχαν ακούσει την φασαρία, είχαν μαζευτεί γύρω-τριγύρω και μασούλαγαν και κυττάγαν με μάτια σα μικρού παιδιού.

Δεν πρόκαναν να δώσουν ένα χέρι στην λεχώνα, να της φκιάσουν δα ένα ζεστό, κι' ακούστηκαν απ΄έξω στο σκοτάδι ομιλίες.

Η πόρτα του αχερώνα άνοιξε και πρώτα ένα, μετά ένα δεύτερο και τέλος ένα τρίτο κεφάλι φάνηκαν στο άνοιγμα. Μα τι φοράγαν στα κεφάλια τους, σαρίκια;;;

«Καλησπέρα» είπε ο πρώτος βγάζοντας το γυαλιστερό, χρωματιστό κουτί που φόραγε στο κεφάλι «Είδαμε φως και είπαμε να σας φορτωθούμε, μιας κι’ έχουμε χαθεί και δεν ξέρουμε τον δρόμο μέσα στο δάσος».

Και τί παράξενα ρούχα που φόραγαν...Όλο γράμματα και χρώματα, και γάντια στα χέρια και σάκκους στην πλάτη.

«Καλώς τους, κοπιάστε να βάλτε κι’ ένα χεράκι !» βρόντηξε ο Μήτρος. 
«Να πιάσε ‘συ και άμε στο πηγάδι και γιόμισέ το νερό! » έκαμε στον πρώτο και τούβαλε στο χέρι ένα καρδάρι. 
«’Συ, τράβα στο καλύβι και φέρε το κεφάλι το τυρί και τη νταμιτζάνα με τη ρακή! » κι’ έσπρωξε τον δεύτερο απαλά στον ώμο. 
«Και ‘συ για να μη κάθεσαι άπραγος τράβα σκίσε δυό ξύλα να ρίξουμε στη φουφού! » κι’ έστειλε και τον τρίτο, που τον ακολούθησε μέχρι έξω για να ρίξει μια ματιά με τι διάολο είχαν έρθει μέχρις εδώ.

Γύρισε με λαμπερό το μούτρο: «Χα! Με ποδήλατα! Ακούς, Θανάσω, με ποδήλατα!» έκαμε ο Μήτρος, «σαν τον εγγονό μου, κρίκι-κρίκι-κρίκι, με ποδήλατα!»

«Και τί σαρίκια φορούνε στις κεφαλές τους;» ρώτησε η Θοδώραινα.

«Δε φορούνε σαρίκι, καυκί φορούν για να μη σπάσουν τις καρκάλες τους, χα,χα,χα!!!»

Σιωπή έκατσε στην ομήγυρη και πέρασε καμπόση ώρα, όπου ακουγόταν μόνο το λαίμαργο στόμα να πασχίζει να θρέψει το μικρό σωματάκι...

Κάποια στιγμή γύρισαν οι τρείς, ξεφόρτωσαν, έβγαλαν και τα «σαρίκια», ξεζαλώθηκαν τα σακκίδια και κάθησαν κάτω να κυττάνε το μικρό, που είχε αποφάει και κοιμόταν.

Μετά από λίγο μόνο το κούτσουρο στη φουφού στραφτάλιζε και φώτιζε τις κουρασμένες, γαλήνιες μούρες με τα έκθαμβα μάτια, στραμμένες προς το μωρό.

Σιγά-σιγά τους ετύλιξε ένας γλυκός ύπνος έναν προς έναν.

Λίγο πριν βασιλέψουν τα μάτια της, η Θοδώρα έρριξε μια θαμπή ματιά τριγύρω σε όλους τους και σκέφτηκε φωναχτά και χαμηλόφωνα:
«Άγια Νύχτα...»"

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Σπεροκαθίζουμε;

Τώρα που έβαλε κρύο, λοιπόν και κάθομαι εδώ μέσα σ’ ένα απ΄όλα αυτά τα τσιμεντένια συρτάρια της Μεγάλης Γκρίζας Πόλης, έρχεται στο μυαλό μου μια γραφή που είδα το καλοκαίρι στο Σχολείο Ιστερνίων:

 



Εκείνα «Τα Σαββατιάτικα απογεύματα» μού έφτιαξαν εικόνες. 

Εικόνες από μια συντροφιά, μια γελαστή παρέα, που συναθροίζεται γύρω από μολύβια και χαρτιά, και με κόπο πολύ –παιδί της θέλησης αυτός-παλεύει να ερμηνέψει τον κόσμο. 

Πρώτα ξεκινώντας από την απλή αποτύπωση αντικειμένων που σε μια στιγμή έγιναν μοντέλα. 
Πώς να περιγράψεις με λόγια εκείνη την ολόφρεσκη αίσθηση όταν κυττάς κάτι ζωγραφισμένο από σένα..! 



Δίχως καν να το έχεις καταλάβει, έχεις επικοινωνήσει με κάτι πολύ βαθύ, κρυμμένο κάπου, που μάλλον είναι η ψυχή ή ίσως και ο νούς ή ίσως και η ανάγκη η ίδια του ανθρώπου για να σπάσει κάποια αόρατα δεσμά που τον κρατούν ανίκανο να καταλάβει. 



Γιατί μόνον όταν προσπαθείς να καταλάβεις, μπορείς και να δημιουργήσεις.

Αυτά.



Αφήνω τους Τεχνίτες να μιλήσουν.

"Η ζωή, ο θάνατος κι αναμεσίς η Τέχνη."

Νίκος Εγγονόπουλος, 1910-1985, Έλληνας ποιητής


"Η έμπνευση υπάρχει, αλλά πρέπει να σε βρει να δουλεύεις."

Πάμπλο Πικάσο, 1881-1973, Ισπανός Ζωγράφος



"Όταν έχω ζωγραφίσει τον πισινό μιας γυναίκας έτσι ώστε να θέλω να τον αγγίξω, τότε ο πίνακας έχει τελειώσει."

Pierre-Auguste Renoir, 1841-1919, Γάλλος ζωγράφος



"Οι ζωγραφικοί πίνακες έχουν μια δική τους ζωή που πηγάζει από την ψυχή του καλλιτέχνη."

Vincent Van Gogh, 1853-1890, Ολλανδός ζωγράφος



"Τι άλλο είναι η Τέχνη από ένας τρόπος για να βλέπεις τα πράγματα;"

Saul Bellow, 1914-2005, Αμερικανοκαναδός συγγραφέας



"Ακόμα και ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης υπήρξε αρχάριος."

Ralph Waldo Emerson, 1803-1884, Αμερικανός φιλόσοφος



"Η τέχνη δεν είναι αυτό που βλέπεις, αλλά αυτό που κάνεις τους άλλους να δουν."

Edgar Degas, 1834-1917, Γάλλος ζωγράφος & γλύπτης



"Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή, ο δε καιρός οξύς, η δε πείρα σφαλερή, η δε κρίσις χαλεπή."

Ιπποκράτης, 460-377 π.Χ., Πατέρας της Ιατρικής



"Είδα τον άγγελο μέσα στο μάρμαρο και το σμίλεψα μέχρι που τον απελευθέρωσα."

Μιχαήλ Άγγελος, 1475-1564, Ιταλός γλύπτης & ζωγράφος



"Η μόνη περιοχή όπου το θείο είναι ορατό είναι αυτό της τέχνης, όποιο όνομα κι αν διαλέξουμε να της δώσουμε."

André Malraux, 1901-1976, Γάλλος συγγραφέας & πολιτικός.


 Και μ' αρέσει να σκέφτομαι πως, τώρα δα που εγώ γράφω αυτές τις γραμμές, κάπου στα Ιστέρνια, σε μια αίθουσα με μπόλικα χαρτιά, κουτιά, μολύβια, κάρβουνα, κραγιόνια και ίσως και καμμιά ξυλόσομπα σε μιάν άκρη, μια δασκάλα και οι μαθήτριές της, ανάμεσα σε πειράγματα και γέλια, έχουν βαλθεί να ζωγραφίσουν δυό-τρία ξερά γαϊδουράγκαθα βαλμένα σε ένα βάζο, επάνω σ' ένα παληό τραπέζι... 



Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Ο ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ στο 2013

Περπατάγανε χέρι-χέρι. Πρόσφατη γνωριμία, ακόμη δυό φιλιά πρέπει να είχαν προλάβει ν' αλλάξουν. 

Σε μια στιγμή ο νεαρός σταματάει, τής λέει "Περίμενε μισό λεπτό...", βάζει το χέρι στην εσωτερική τσέπη, βγάζει ένα αυτοκόλλητο, το κολλάει, το πατάει καλά με το χέρι, γυρίζει στην κοπέλα "Πάμε, εντάξει" και της πιάνει το χέρι τραβώντας την προς την κατέυθυνση που περπάταγαν. 

Η κοπέλα αφήνει το χέρι του συνοδού της, πλησιάζει την κολώνα, βλέπει το αυτοκόλλητο και μένει άναυδη. Ο νεαρός έχει φορέσει ένα χαζοχαμόγελο και την παρακολουθεί. 
Μια συζήτηση χαμηλόφωνη ακολουθεί, που δεν μπορώ ν' ακούσω. 
Λέξεις μοναχά ξεφεύγουν, γιατί δε μου τόπες, τί να σου πώς δεν έχει σχέση με μάς αυτό, είσαι με τους φασίστες, δεν είναι πως είμαι με τους φασίστες, αλλά; αλλά δεν υπάρχει κανένας άλλος που να.... 
"Και στο παιδί σου τί θα πεις", φωνάζει η κοπέλα και ακούγεται καθαρά πλέον, "όταν δεν το αφήνουν να διαβάζει ό,τι θέλει και να λέει την γνώμη του ελεύθερα;" "Δεν θα φτάσει μέχρι το παιδί μου όλο αυτό!" απολογείται ο νεαρός, "Πώς το ξέρεις; Ο φασισμός άμα ξεκινήσει δεν σταματιέται!", ο νεαρός χαμηλώνει τη φωνή αλλά μιλάει έντονα, "Ξέρεις πως ο πατέρας μου είναι άνεργος πενηνταδύο χρονών;" Σπάει, κλαίει, πάει στην κολώνα και ξεκολλάει με μανία αυτό...

Φεύγουν παρέα, ευτυχώς.

Δεν έχω κάτι δικό μου να βάλω, καμμιά δημοκρατικοφανή μπούρδα, δεν έχω οργισμένο δάχτυλο να υψώσω, δεν έχω κανέναν "αντιφασιστικό" αφορισμό να εκφέρω του τύπου "Είστε όλοι φονιάδες". 
Μόνον έναν βαθύ φόβο, μην τύχει και το παιδί μου αύριο, έχοντας διαβάσει Ιστορία μόνον από το σχολικό βιβλίο, πέσει στα χέρια καποιανών που θα του "διδάξουν" με τον δικό τους τρόπο. 
Η απογύμνωση των νέων ξεκινάει ήδη από τα ανεπαρκή, επικίνδυνα απλουστευμένα και γενικόλογα βιβλία.
Η υπερφαλλάγγιση της κριτικής σκέψης από την επιτάχυνση της μάθησης, αργά ή γρήγορα, θα φέρει τον φασισμό. 
Και τότε η απλή δήλωση "είμαι αντιφασίστας" θα φαντάζει τραγικά αστεία.

Αντιγράφω από το βοήθημα Ιστορίας της Τετάρτης Δημοτικού:

'Όταν υπάρχουν πολλοί δυσαρεστημένοι πολίτες, δεν είναι δύσκολο να τους παρασύρει κάποιος με το μέρος του. Κι' αυτό ακριβώς έκανε ο Πεισίστρατος. Οι εμφύλιες συγκρούσεις συνεχίζονταν κι' εκείνος πήρε τους φτωχούς με το μέρος του. Με την υποστήριξή τους κατάφερε να πάρει την εξουσία'...

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΚΛΗΤΟΣ ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ

Είναι κάπως...
Η αλήθεια είναι πως είναι κάπως παράξενο...
 

Να μην είσαι επαγγελματίας ηθοποιός, να θες να ξεσπιτώνεσαι δυό-τρεις φορές την εβδομάδα και να τρέχεις μαζί με άλλους αρκούντως παλαβούς που κουβαλάνε την ίδια τρέλλα, για να καταλήξεις τελικώς να βρεις στην πόρτα της έπαυλής σου ένα μωρό! Ένα έκθετο!


Βέβαια, πριν από αυτό, για αυτές τις δυό τρεις φορές εβδομαδιαίως, σου έχουν προκύψει τρεις μαντράχαλοι που σε φωνάζουν "μπαμπά", 

 
σού έχει μπαστακωθεί μια υστερική γεροντοκόρη αδερφή και επί πλέον, έχεις και υπηρετικό προσωπικό! 

 

"Καλό αυτό", θα πεις, "νάχω υπηρέτες!". Ναι, μόνο που αυτοί οι υπηρέτες σε σερβίρουν σε άδεια ποτήρια και πιάτα, που έρχονται από ανύπαρκτες κουζίνες...  
 Άσε που άγονται και φέρονται από τις επιθυμίες των εκάστοτε αφεντικών...


Σα να μη φτάνουν αυτά, οι σχέσεις σου με όλους αυτούς περιορίζονται σε αυστηρά προκαθορισμένες συζητήσεις, καθώς επίσης, δεν μπορείς να επιλέξεις διάθεση, αλλά, θα πρέπει να θυμώνεις, να κλαίς, να γελάς και να χαίρεσαι σε συγκεκριμένες στιγμές!


Και βάλε τέλος, ότι το σπίτι φιλοξενεί και υπερήλικα παππού, που όχι μόνον δεν μπορείς να ξαποστείλεις στο γηροκομείο, αλλά, σου προκύπτει και μουρντάρης! 

 

Και έχεις και νοσοκόμα να τον φροντίζει, που την ερωτεύεται ο μικρός σου γιός! 

 

Νάχεις έπαυλη, νάσαι σημαίνον πρόσωπο στην κοινωνία και ο γιός σου να ερωτευτεί μιά από την πλέμπα! 

 

Δράμα κατάσταση...
Έχει κι΄άλλο όμως...
Νεκρά τηλέφωνα φιλοξενούν μονολόγους ντυμένους σαν συνομιλίες, ιδεατά κρεββάτια ξεκουράζουν το σώμα σου και όλες οι πόρτες, σκάλες, έξοδοι και είσοδοι οδηγούν στο ίδιο κενό..! 
Από όλα αυτά ξεπηδούν διαρκώς πρόσωπα που κάτι απαιτούν, που σε μπερδεύουν, που σε βγάζουν απ΄τα ρούχα σου!


Και όπως ο Μάης δε λείπει απ΄την Σαρακοστή, πάρε και έναν παπά ελάχιστα διακριτικό στη μάπα, που δεν τόχει σε τίποτε να σε κάνει ρόμπα στην κοινωνία!

 

Δυσανασχετείς; 
Ε, πάρε και μια ξεμωραμένη θεατρική παραγωγό νάχεις να πορεύεσαι! 
 

Κι' από πάνω πάρε και καμμιά διακοσαριά άτομα κρυμμένα πίσω απ΄το φως των προβολέων να γελάνε με τα καμώματά σου!
Δεν είναι ζωή αυτή, όχι, δεν είναι... 
 

Ποιανού είναι το μωρό επιτέλους, τί κάνουν όλοι αυτοί εδώ μέσα, πού σταματάει το ρεζίλεμα, πώς θα τελειώσει όλο αυτό, πότε θα τελειώσει;
 

Α! Αυτό είναι το πιό εύκολο να το μάθεις... 
Σε δύο ώρες περίπου. 
Ναι, μην απορείς και μην παραξενεύεσαι...
Σε δύο ώρες τελειώνει η παράσταση. 
Σε δύο ώρες θα μπορείς να είσαι και πάλι ο Σωτήρης, ο Μιχάλης, η Μαρία, η Αναστασία, ο Μηνάς, η Σοφία και θα μπορείς να πας να ξαναπέσεις με την ησυχία σου στα αληθινά σκατά της καθημερινότητας...

Τα φώτα θα σβήσουν, ο κόσμος θα φύγει, στα κοινόχρηστα καμαρίνια θα κατακάτσει η σκόνη της πούδρας και του μέηκ-απ, τα παληομοδίτικα ρούχα θα σταθούν άψυχα στην μοναχική θέση τους στις κρεμάστρες, κάποιος τελευταίος, δεν ξέρεις ποιός, θα σβήσει το φως και θα κλείσει την πόρτα. 

Θα βρεθείς πρώτα ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς που σε συγχαίρουν, σε αγκαλιάζουν γελαστοί, σε ρωτάνε διάφορα, σου δείχνουν φωτογραφίες απ΄την παράσταση, ξαναλένε τις ατάκες που τους άρεσαν. 

Μετά βρίσκεσαι στο σπίτι, μόνος μπροστά στον καθρέφτη να αντικρίζεις ποιός ξέρει ποιόν. Πέφτεις στο κρεββάτι, αναρωτιέσαι τί είναι πιό αληθινό, η παράσταση ή η ζωή η ίδια, σπρώχνεις την σκέψη στο πλάι, βουλιάζεις στον ύπνο.

Το άλλο πρωί έχει φύγει όλο αυτό, δεν ενδιαφέρει άλλον κανέναν, δεν έχεις με ποιόν να το μοιραστείς εξόν από 'κείνους που το μοιραζόσουν έτσι κι΄αλλιώς εδώ και μήνες, ξεκινάς να φαντάζεσαι την επόμενη παράσταση, ένα γρήγορο τρεμόπαιγμα της καρδιάς, η ιδέα κατασταλάζει, πάμε πάλι...
 
Σε όλο αυτό το μεταξύ, θα πρέπει να παρίστασαι σε κάτι που θυμίζει έντονα θέατρο, μόνο που οι ρόλοι είναι εντελώς προβλέψιμοι, πολλές φορές κακοπαιγμένοι, και ο χώρος δεν είναι τίποτα άλλο από μια πραγματικά άδεια σκηνή.


ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...