Ούτε JUMBO,
ούτε τίποτε τα χρόνια εκείνα...
Και τα παιδιά, σαν παιδιά,
έπρεπε να τόχουν το παιχνιδάκι τους, να
μπορούν να παίξουν. Από μικρά στον αγώνα
τής οικογένειας, να βοηθούν όσο μπορούν
στα χωράφια, στο άρμεγμα, στα θελήματα,
να φυλάνε τα μικρότερα αδέρφια όσο οι
γονείς έλειπαν στο χωράφι, να συγυρίζουν
όσο μπορούν το σπίτι, να γεμίζουν τα
κενά.
Μα το παιχνίδι δεν
μπορεί και δεν πρέπει να λείπει απ΄ το
παιδί.
Μένουν κουσούρια στην ψυχή όσων
δεν έχουν παίξει αρκετά όταν έπρεπε ή
όσων βιάστηκαν να κάνουν ότι μεγάλωσαν.
Μπερδεύεται τότε η σοβαρότητα με την
σοβαροφάνεια και η ζωή γίνεται λαβύρινθος
απ’ όπου δεν βγαίνεις με τίποτε.
Είναι
η κατάσταση που περιγράφεται σε πολλά
παραμύθια, μα πού να καταλάβουμε εμείς
οι μεγάλοι πως τα παραμύθια χτυπάνε το
σαμάρι για ν’ ακούσει ο γάιδαρος, λένε
στα παιδιά τί να περιμένουν απ΄την ζωή,
ενώ ταυτόχρονα θυμίζουν στους μεγάλους
σε ποιό σημείο χάσανε το μονοπάτι.
Ουσιαστικά, όλοι παιδιά
μένουμε για όλη την διάρκεια της ζωής
μας, κι’ αν ακόμη αλλάζουν τα παιχνίδια
μας και γίνονται τάβλι, χαρτιά, μπάλα,
ρακέτες, ποδήλατο, κυνήγι ή ξέρω ‘γω τί
άλλο, παιχνίδι δεν χορταίνουμε ποτέ.
Γιατί είναι στην φύση
του ανθρώπου να θέλει να διασκεδάζει,
να προσπαθεί να νικάει σε κάτι ανώδυνο,
σε κάτι που θα του δοθεί ακόμη μιά
ευκαιρία να πάρει την ρεβάνς αργότερα,
όταν θάχει γίνει καλύτερος.
Μικροί,
καθημερινοί, αναίμακτοι πόλεμοι υπό
κλίμακα...
...απαραίτητοι για να αφήνονται
να βγαίνουν από μέσα μας όλα εκείνα τα
αρχέγονα ένστικτα που η μυθολογία (το βασικό συστατικό ενός πολιτισμού) τα
έχει περιγράψει σαν τέρατα με εκατό
χέρια και φιδίσια κεφάλια.
Και πού βρίσκανε μια κούκλα, ας πούμε, τα κορίτσια για να παίξουν..;
"Δεν υπήρχανε κούκλες για ν' αγοράσουμε τότε. Ε, τις έφτιαχνε η γιαγιά μου η Αντέλα τις κούκλες.
Έπαιρνε ένα κομμάτι μαλλί, το τύλιγε σ' ένα πανί και τόραβε και τόκανε κούκλα.
Έπαιρνε κι' ο παππούς μου ο Λορέντζος μετά ένα μολύβι, το σάλιωνε για να γράφει επάνω στο πανί...
...και τής έφτιαχνε ματάκια, φρυδάκια, στοματάκι.
Και στο τέλος έπαιρνε η γιαγιά μου μαλλί από το πρόβατο και τής έβαζε μαλλάκια."
Ε, αυτές ήταν οι κούκλες μας, τις
είχαμε και παίζαμε, τους κάναμε σπιτάκια,
τις ταΐζαμε."
Κούκλα μου αγαπημένη,
λέγε μου να σε χαρώ
πώς τα πέρασες καημένη
στο κουτί τόσον καιρό;
Έκλαιγες μικρό κουκλάκι
πλαγιασμένο στο κουτί
όπως κλαίει το παιδάκι
και τη μάνα του ζητεί;
Νάμαι, ήρθα και σε πιάνω
σε κρατώ στην αγκαλιά μου
στα χεράκια σου επάνω
δίνω χίλια δυό φιλιά.
Πεταχτή απ΄το σχολείο
μόλις έφτασα στο σπίτι
δες, ακόμη το βιβλίο
στα χεράκια μου κρατώ.
Αφήγηση, κατασκευή και αναπαράσταση: Αδελαΐς Αρμάου-Παπαδοπούλου, Νοέμβριος 2012