Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

ΦΤΩΧΟΣ ΑΓΙΟΣ, ΔΕ ΘΥΜΙΑΙΝΕΤΑΙ...

Θα ήθελα να γράψω ένα κείμενο απλό, τηλεγραφικό, σχεδόν δημοσιογραφικό, για μια λειτουργία στον Άγιο Μικαέλ, πάνω απ΄τα Κελλιά.
Δεν μου πάει όμως. 

Δε γράφω μιάν εφημερίδα, δεν αρθρογραφώ με σκοπό μιάν άψυχη περιγραφή, στεγνή και τρεχάμενη απ΄τα περιθώρια της σελίδας. 
Γράφω για το νησί που φεύγει καθημερινά από δίπλα μας, από κάτω απ΄τα πόδια μας και ‘μεις δεν παίρνουμε χαμπάρι.
Ανηφορίζουν οι χωριανοί μαζί με τον παπά, πάνε για το πεντάρφανο ξωκκλήσι που μιά, άντε δυό φορές τον χρόνο λειτουργιέται, τρίζει η πόρτα του και βλέπει κόσμο, ανιώθει λιβάνι να πλανιέται στον παλιωμένο αέρα του, έχει κόσμο να του κρατάει παρέα έστω και για λίγο.
Ανηφορίζουν όπως και παληά, όπως όταν ήταν παιδιά κι’ ακολούθαγαν τους γονιούς και τους παππούδες τους στο μονοπάτι που, τώρα που περάσαν τα χρόνια, μοιάζει νάχει ορθωθεί λίγο περισσότερο και να ζητάει περισσότερες ανάσες για να σ΄αφήσει να περάσεις. 
Μα οι Κελλιανοί έχουν κι' ανάσα και ψυχή κι' ανεβαίνουν κι' απ΄τα γκρεμνά άμα χρειαστεί για να κάνουν τη λειτουργιά τους!

Για τους πιό γρήγορους υπάρχουν και τα τυχερά. Είναι όμως και να τόχεις...
Ζωντανό το νησί, βλέπεις, απ' άκρη σ΄άκρη, κι' άμα τού το ζητήσεις, μπορεί να θρέψει τον κόσμο του.
Μα πώς να κρύψεις μετά την αμηχανία σου όταν πατάς το μάνταλο για να μπεις σαν άσωτος υιός σ' ένα μέρος δικό σου που το θυμάσαι από παληά, από πάντα, να στέκει εδώ, πάνω απ΄τα Κελλιά, σαν φύλακας προστάτης
Τί να κάνεις όμως, όλα αλλάζουν και 'μεις μένουμε να τα βλέπουμε να περνάνε και περνάμε μαζί τους και εις.
Για μιά στιγμή όλοι ετούτοι που βρέθηκαν εδώ σταμάτησαν τον χρόνο
Κάθε πάτημά τους στα πλευρά του βουνού έφερνε στο τώρα την ίδια την παράδοση των Κελλιών, έβαζε πείσμα με τα χρόνια τα φευγάτα και φώναζε:
"Εδώ είμαστε! Ακόμη αντέχουμε κι' ανεβαίνουμε, ακόμη είμαστε παρέα, ακόμη μπορούμε και περνάμε καλά με ένα ρακί κι΄ένα κέρασμα στο χέρι, ακόμη γελάμε!"
Μην ακούτε τί λέει ο τίτλος... 
Θυμιαίνεται ο φτωχός ο Άγιος!
Απλώς, ζηλεύω που δεν ήμουν εκεί...

Φωτογραφίες: Λωράν Αρμάος

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ΧΑΛΑΣΜΕΝΗ FUJI...

Πάει... Χάλασε η καινούργια μου μηχανή...
Κάτι πάτησα φαίνεται κι' άρχισε να βγάζει λάθος, να στρέφεται αφ΄εαυτού της σ' εκείνα που το βλέμμα μου δεν γυρνάει από μόνο του να δεί...

Βγάζει βρωμισμένες παδικές χαρές, δίχως παιδιά, χωρίς χαρούμενες φωνές, με μόνο κάγκελα τριγύρω, κρυφή απειλή, υποσυνείδητο μήνυμα για τους όρους που προαπαιτούνται για να είναι ασφαλής κανείς από 'δω και πέρα, από τα τρία-πέντε του χρόνια...
Βγάζει ανθρώπους έτοιμους να φαγωθούν με το παραμικρό, αστράτευτους φονιάδες των άλλων, εκείνων που απλώς έλαχε να είναι απέναντί τους...
...τραβάει μιά γρήγορη πόζα στη νεανική ορμή που πάτησε στο γαρμπίλι της αδιαφορίας, ξεστράτησε κι' έγινε οργή,στρατευμένη στα χέρια κάποιου ποδοσφαιροκάπηλου...
...που λίγο ακόμη και θα γίνει τσιμεντένιο μυαλό, χωρίς ίχνος κρίσης, χωρίς καμμιά θέληση για ελευθερία και κυρίως, για ελευθερία στο μέσα μας, στο είναι αυτό-καθεαυτό...
Μετά γυρίζει και τραβάει μια πόζα στο ηλιθιωδέστερο Κράτος όλων των εποχών, που ακόμη συνεχίζει να ζητάει από τους μή έχοντες, από ετοιμόρροπα ρημάδια ολόκληρης ζωής, από τελειωμένες ιστορίες, τυλιγμένες σε πλαστική κορδέλα επικείμενης κατάρρευσης...
Πιάνει στην κόγχη μιάς ανηφόρας το γκρίζο της ψυχής των παιδιών, που σήμερα φορτώνονται στην ράχη το σταυρό του μέλλοντός τους, ζωγραφισμένο σε τοίχο γκρίζο και βρώμικο όσο οι ψυχές των εκτελεστών τους.
Μετά, ανοίγει το μεγάλο της μάτι διάπλατο να χωρέσει όσο φως μπορεί και μου δείχνει παιδιά στριμωγμένα ανάμεσα σε ντουβάρια μιάς ανελέητης πόλης, που τα σκορπάει σε τεχνητές αλάνες, να τυρρανούν τη Ζωή τους που πασχίζει να ξεσπάσει για να γίνει Βίος και τελικά καταλήγει μια αφόρητη επανάληψη...
Πάει, στο Θεό σας, πάει και βρίσκει αλυσσοδεμένες καρέκλες, αλυσσοδεμένες πλαστικές καρέκλες, σε πεζοδρόμιο που έγινε αυλή.
Κι' έπειτα, ζουμάρει και κάνει "κλικ" στην Παιδεία. Βλέπει τον τοίχο του δημοτικού σχολείου που ξεφτάει κι' αυτός μαζί της μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, σελίδα τη σελίδα, ελπίδα την ελπίδα...
Κατόπιν, παρατηρεί την πορεία μιάς ζωής να καταλήγει στα σκουπίδια των ζωών των άλλων.
Χλευάζει την "ανακύκλωση" που κι' αυτή πήγε στο διάολο, όπως κάθε τί που έδειξε κάποτε σ' αυτόν τον τόπο πως θα μπορούσε να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους...
Τρομάζει από επικίνδυνες απλουστεύσεις σφραγισμένες με λατινικούς χαρακτήρες, τόσο γενικόλογες, που καταντούν αφόρητα φασιστικές, ακριβώς σαν εκείνες που προσπαθούν να αποφύγουν...
Ύστερα, ορθώνεται για να μπορέσει να χωρέσει τ' άδεια σπίτια, τα "ΠΩΛΕΙΤΑΙ" και τα "ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ" βαλμένα σε ορόφους στο ύψος μιας μόνο κολώνας.

Τέλος, σκύβει και βλέπει το παιχνίδι το καθημερινό που μας βάζουν και παίζουμε, που πούλια έχει, μα του λείπουν τα ζάρια για να το κάνουν και δίκαιο και αληθινό σύμφωνα με τις επιταγές της ζωής
Εδώ, είναι όλα προαποφασισμένα.



Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

ΒΡΩΜΟΦΑΣΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ...

"Αμάν πιά με την Χρυσή Αυγή, βρωμοφασίστες του κερατά!"
 Αναφώνησε και έσπευσε να βγάλει έναν αφορισμό που αύριο θα διαβαζόταν απ΄όλους. Έπρεπε να κάνει το καθήκον του απέναντι στην κοινωνία, να αφυπνίσει εκείνους που θάπρεπε να τρέξουν για να σβήσουν τον φασισμό από προσώπου Γής. 
Αυτός δεν μπορούσε, δεν προλάβαινε, είχε δουλειά στο κόμμα, στο συνδικαλιστικό όργανο που θα του εξασφάλιζε μια έδρα στη βουλή, μιά θέση στη Νομαρχία. 

Φασίστες, ο φασισμός πρέπει να πεθάνει! 
Πού στην οργή βρέθηκαν όλοι αυτοί οι φασίστες, πού ξεφύτρωσαν σ ένα δημοκρατικό κράτος σαν το δικό μας..;’ απόρησε.

Κι΄έσπευσε στα γραφεία της παράταξης για να διαγράψει τους διαφωνούντες.
Παρκάρισε το αυτοκίνητο επάνω στο πεζοδρόμιο, τί έφταιγε αυτός, η πολιτεία έφταιγε που δεν είχε φροντίσει... 
Και σιγά μην πήγαινε με την συγκοινωνία, να στριμώχνεται σαν σαρδέλλα και να μυρίζεται και τα χνώτα και την ιδρωτίλα του καθενού μεροκαματιάρη.

Έβρισε τη μάνα με το καροτσάκι και τα δυό παιδιά που τον παρατήρησε γιατί δεν άφησε χώρο να περνάνε οι πεζοί. 
Εξάλλου ήταν αλλοδαπή, βουλγάρα, ρουμάνα ξερω ‘γω τί στο διάολο ήσαντε, ‘δω χάμω που μας κουβαληθήκανε... 
Άσε τί έλεγε στις συνεδριάσεις και στα συμβούλια, πληγή ήταν οι βρωμιάρηδες οι μετανάστες, πληγή σκέτη, το μπελά τους μέσα...

Ανεβαίνοντας παράγγειλε καφέ στον κυρ-Μιχάλη με το κυλικείο στον ημιόροφο, να του τον έφερνε και γρήγορα γιατί άρχιζε η συνεδρίαση. 
Εβδομήντα χρονών άνθρωπος ας είχε φροντίσει να είχε τα ένσημά του να μην δουλεύει μέχρι τέτοια ηλικία, αλλά, ποιός ξέρει τί είχε σαβουρώσει κι αυτός στα νιάτα του...
Σήκωσε τους νεαρούς που είχαν πιάσει τα μπροστινά καθίσματα και στρογγυλοκάθισε. Πού ακούστηκε οι αφισσοκολλητές πρώτο τραπέζι πίστα... Σκατόπαιδα...

Σε μισή ώρα μέσα είχαν τελειώσει. Σηκώθηκε στην έδρα, δεν τους άφησε να ανοίξουν το στόμα τους, τους ξέσκισε. Τί ανεπάγγελτους τους είπε, τί τριτοκοσμικούς, τι οπισθοδρομικούς, τους ξεπάτωσε. 
Μετά ψηφοφορία, διαγραφή κι’ αμέτε στα κομμάτια, παληοχέστες, που θα μου κάνετε αντιμνημονιακή πολιτική κι’ αντίσταση εδώ μέσα, παληοτσογλάνια του κερατά!
Εξάλλου, είχε πάρει και φόρα απ΄το πρωί στην εταιρεία, που τον έβαλε ο Μεγάλος να ανακοινώσει τις μειώσεις στο προσωπικό. Ακούς εκεί, κύριε, να σου λέει το αφεντικό δε βγαίνω και ΄συ να μου είσαι πέρα βρέχει! Τσίμπα τώρα τα τετρακόσια πενήντα και μούγκωσ’ τη! Κι΄άμα τολμάς, μίλα! Να, πάκο τα βιογραφικά στο συρτάρι! Έτσι τους έλεγε και τους τάπωνε όλους.

Το βράδυ στο σπίτι τράβηξε τα μπινελίκια του και στην γυναίκα του. 
Φασολάκια.. Ποιός κερατάς έτρωγε φασολάκια... 
Ρε, έπρεπε να την είχε στείλει στη μάνα της μόλις φύγαν τα παιδιά απ΄το σπίτι, αλλά έχε χάρη που κάποιος πρέπει να φροντίζει και να συγυρίζει τα εκατόν εξήντα τετραγωνικά.

Πάλι καλά που είχε τις άκρες του και τάχε βολέψει και τα δυό παιδιά σε κάτι θεσούλες, στο Υπουργείο τον έναν και στον Δήμο την άλλη... Αλλιώς αν περίμενε με τον ΑΣΕΠ, χέστα... 
Την αξιοκρατία να την βάλουν εκεί που ξέρουν... 
Δε φάγαμε τόσα χρόνια στους δρόμους για την παράταξη για να μην μπορούμε να βολέψουμε κάπου τον κώλο μας, σιχτίρ πιά...

Στην τηλεόραση ο Μιχαλολιάκος ωρυόταν... 
«Το σπίτι σου μέσα, κωλοφασίστα!», σκέφτηκε. Κι’ όχι τίποτε άλλο, είχαν διαρκή διαρροή ψηφοφόρων προς αυτόν...
Αυτό τον έκοβε κυρίως...

«Βάλε κάτι άλλο», ψέλλισε η γυναίκα του, «Άειντε στο διάολο μωρή, τράβα στην κουζίνα να δεις τηλεόραση!», την έβαλε στη θέση της, «Δεν μπορείς να καταλάβεις, βρε αγράμματη, τον κίνδυνο που διατρέχει η χώρα από τους φασίστες..! Πρέπει να βλέπω, να ενημερώνομαι! Και βγάλε μου ρούχα για το πρωί, μη γίνει εδώ μέσα της κολάσεως!»

Ακούμπησε το μπωλάκι με τα τσόφλια των φυστικιών στο κομοδίνο να το μαζέψει το πρωί η μαλακισμένη η γυναίκα του. Άνοιξε το λάπτοπ και μπήκε στο ασύρματο δίκτυο του γείτονα. Νάχει ο Θεός καλά τους βλάκες που κάνουν τον κόσμο καλύτερο για εμάς.

Έψαξε να βρει άρθρα για την Χρυσή Αυγή. 
Έπεσε σ’ ένα blog
Διάβασε: «Ο φασισμός μέσα μας ξεκινάει από μικρές λεπτομέρειες, που σταδιακά διογκώνονται και καταλαμβάνουν όλον το διαθέσιμο χώρο σκέψης. Όλοι μέσα μας κρύβουμε έναν φασίστα που απλώς εκδηλώνεται λιγότερο ή περισσότερο, αναλόγως με τις συνθήκες, που είναι αυτές που διαμορφώνουν συνήθως τον χαρακτήρα του ατόμου.»

"Τί γράφει ο ηλίθιος", ψιθύρισε. Μπήκε να δει δυό τσοντούλες να χαλαρώσει. ‘Ό,τι γουστάρει γράφει ο κάθε μαλάκας εδώ μέσα,’ σκέφτηκε. ‘Πρέπει να κάνουμε κάτι και με τούτο ‘δω τον διάολο, το ίντερνετ, δεν μπορεί ο πάσα ένας να δικαιούται δια να ομιλεί...



Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

ΑΝΕΜΙΣΤΕ ΤΙΣ ΣΗΜΑΙΕΣ !

Απλώστε τις σημαίες, ν' ανεμίσουν!
Η σημαία είναι δική μας, ποτέ δεν ήταν των πολιτικών αυτού του τόπου κι' ας κορδώνονται όσο θέλουν!
Ποτέ δεν θα αποκτήσουν δικαιώματα πάνω στο σύμβολο του λαού!
Η σημαία είμαστε εμείς! 
Η σημαία είναι ο λαός που την τιμάει με τον πόνο του, ο λαός που πέρα απ΄όλα τ΄άλλα, έχει ν΄αντιμετωπίσει και το επικριτικό βλέμμα των κομματόσκυλων που του δυναστεύουν ακόμη και τώρα την ζωή.

Η σημαία είναι το αίμα το χυμένο στους πολέμους, στην αντίσταση σε κάθε τί που έβαζε σε κίνδυνο τα χώματά μας!
Βγάλτε τις σημαίες και απλώστε τες ν' ανεμίσουν!  
Μας πήρε πολύ αίμα, θυσίες και πόνο για να είμαστε ελεύθεροι να τις κυματίζουμε!

Η περηφάνεια της σημαίας είναι όση είναι η περηφάνια της ψυχής του λαού μας!
Δεν υπάρχει κανένα κόμμα που να μπορεί να μας διδάξει τί είναι λαός, τι είναι πατρίδα! 
 
Εμείς μόνον ξέρουμε το πόσο μας πονάει ο εξευτελισμός της χώρας μας, του ονόματός μας, του προσδιορισμού μας...

Κανένας πολιτικός δεν νοιάζεται αν η πατρίδα μας έγινε περίγελως και ο λαός της δικάζεται και καταδικάζεται ερήμην!

Οι πολιτικοί είναι στο απυρόβλητο, συμφωνούν δουλικά με τους εκτελεστές και τους υβριστές της χώρας μας.
Εμείς θιγόμαστε, Εμείς πληγωνόμαστε, Εμείς ξελασπώνουμε την πατρίδα μας από το χάος που έχει πέσει. Εμείς, λοιπόν, έχουμε το δικαίωμα στη σημαία! Όχι αυτοί...

Δώστε το παρών και βγάλτε τις σημαίες ν' ανεμίσουν, να φωνάξουν,  
Εδώ είμαστε!!! 
Ζούμε ακόμη, σε συνθήκες που εσείς οι πολιτικοί δεν θα ζήσετε ποτέ, θα πεθαίνατε και στην σκέψη μόνον, πως θα μπορούσατε κάποτε να πέσετε σε τόσην ανέχεια.

Αλλά, εμείς είμαστε ακόμη εδώ! Να οι σημαίες! Δεν μας γονατίσατε, δεν μας ρίξατε κάτω! Ανεμίζουμε με όλη μας τη δύναμη!

Βγάλτε τις σημαίες, να είναι ένα χτύπημα μέσα στα μούτρα τους, να μην μπορούν να πιστέψουν πως ακόμη έχουμε καρδιά που χτυπάει, ψυχή που πάλλεται, πως ακόμη υπάρχουν Έλληνες παρά τις προσπάθειές τους!

Βγάλτε τις σημαίες ν' ανεμίσουν!
Σε τόσα μπαλκόνια που νάναι ξεκάθαρο πως το γαλανό και τ' άσπρο είμαστε εμείς!
Η πατρίδα μας είμαστε εμείς!
Οι πρόγονοί μας και οι πατέρες μας είμαστε εμείς!
Κανένα κόμμα, κανένας πατριδοκάπηλος, κανένας μεσσίας!
Η σημαία είμαστε εμείς!

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

ΤΑ ΘΕΙΑΦΙΑ

"Φτώχεια είχε πάντα. 
Τότε όσα παθαίναμε, τα παθαίναμε από την έλλειψη, δεν είχε ο κόσμος, η φτώχεια ήταν φτώχεια. Σήμερα όσα παθαίνουμε, τα παθαίνουμε απ΄την περίσσεια που μάθαμε νά 'χουμε. 
Έλεγε ο μπαμπάς μου: 'Σπίτι όσο χωρείς και χωράφια όσα μπορείς...'
Φτώχεια... Να μην έχουν οι άνθρωποι ν' αγοράσουν ένα κουτί σπίρτα. 
Σπίρτα! Πού λεφτά για σπίρτα...
Κάθονταν, λοιπόν, και φτιάχναν θειάφια. Ξέρεις τί 'ναι τα θειάφια; Να σου πω.
Έχεις τη φωτιά στο τζάκι για να μαγειρέψεις, να ζεστάνεις νερό ας πούμε.
 Άμα χαμηλώσει η φωτιά, να μην καίει πολύ, θέλει χαμηλή φωτιά για να κάνεις θειάφια,
παίρνεις μια κουτάλα από 'κείνες που έχουμε για να ανακατεύουμε το φαγητό και βάζεις μέσα θειάφι, σκόνη που ρίχνουν στα λουλούδια και στα ζαρζαβατικά. Την βάζεις πάνω στη φωτιά, μα δεν πρέπει να καίει γιατί θα πάρει φωτιά το θειάφι και θα καεί απότομα.
Μετά από λίγο βλέπεις που το θειάφι αρχίζει και λειώνει λίγο-λίγο...
...μέχρι που γίνεται όλο σα νερό.
Παίρνεις τότε ένα σπάγκο μάλλινο και τον βουτάς μέσα στο θειάφι κι' έχεις κι' ένα ξυλαράκι με μια διχάλα για να το κρατάς μέσα να ποτίσει καλά, το τραβάς σιγά-σιγά...
...και τ' αφήνεις να στεγνώσει. Στεγνώνει αμέσως.
Στο τζάκι τώρα, αφήνανε πάντα ένα κάρβουνο αναμμένο, το σκεπάζανε με στάχτη για να μένει αναμμένο κι΄ άμα θέλανε, λοιπόν, να ανάψουνε φωτιά ή ν' ανάψουνε το τσιγάρο τους, βάζανε την άκρη κοντά στο κάρβουνο...
...και 'κείνο άναβε και κάναν τη δουλειά τους.


Αφήγηση και αναπαράσταση, Αδελαΐς Παπαδοπούλου (το γένος Αρμάου), Κελλιά, καλοκαίρι 2012.







 

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ...

Δεν είναι η τέχνη της σχολής καλών τεχνών
κι' ας ξεκίνησε από 'κεί μέσα,
ούτε είν' η τέχνη των κριτικών και των υπερφωτισμένων γκαλερί,
δεν έχει ανάγκη τουαλέτες και στιλβωμένα λουστρίνια,
χαμόγελα μαριονέτας και ευγενικές προσφωνήσεις,
δεν περιγράφεται σε κανέναν οδηγό τέχνης,
δεν την αναφέρει κανένας εραστής τής τέχνης,
δεν την κολακεύουν κυρίες
με τον ρόλο του αγάλματος της ελευθερίας μ' ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι,
 
δεν την κανακεύουν ονομαστοί καθηγητάδες και
επαγγελματίες εντοπιστές ελαττωμάτων σε δουλειές αλλωνών,
δεν την ξέρει κανείς,
ούτε καν εκείνοι που την ασκούν...
Δεν είναι η τέχνη που ερμηνεύει ή αποτυπώνει ή ζητάει να αμοίβεται για να υπάρχει.
Η δική μου τέχνη είναι η Τέχνη των αναγκεμένων για ζωή,
που χωρίς κανένα άλλο όφελος πέρα απ' της ψυχής
 
δεχτήκανε να πέσουν στο πιό ορμητικό ρέμα
που είναι η κατανόηση του τίποτα που είμαι δίχως την Τέχνη,
ο πόνος που μαζεύεται όσο δεν μπορώ να βγάλω από μέσα μου την αγωνία μου,
είναι η Τέχνη που ωρύεται στις καθημερινές κωδωνοκρουσίες πως
δεν μπορεί να είναι μόνον αυτό όλη η ζωή
πρέπει να υπάρχει κι' άλλο,
κρυμμένο
τρομαγμένο
άφαντο 
από τα τρομερά βλέμματα της τραγικότητας που'χει μέσα της η επανάληψη.
Είναι η Τέχνη εκείνων που τέλειωσαν σαν "άλλοι"
και θέλουν να γίνουν "εαυτοί" και να δηλώσουν
πως είναι εδώ
όσο κι' αν τα όνειρα και η ζωή δεν πάνε όπως θέλαν
όσο κι' αν οι ίδιοι θεωρούν το παιχνίδι
εκ των προτέρων χαμένο
όσο κι' αν αυτό τους γεννάει κάθε στιγμή
μιαν τεράστια έκπληξη για τον ίδιο τους τον εαυτό
το μεγάλο μέσα τους, που τόσο καιρό έμενε στο υπόγειο
και τώρα δίνει αυτά που έχει να δώσει με ειλικρίνεια και απόλυτη διαύγεια
χωρίς φόβο
χωρίς ελπίδα
δίχως καμμιάν απολαβή πέρα
από την απλή δήλωση της παρουσίας εδώ,
στο φως. 
Απλώς.


ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...