Θα ήθελα να γράψω ένα
κείμενο απλό, τηλεγραφικό, σχεδόν
δημοσιογραφικό, για μια λειτουργία στον
Άγιο Μικαέλ, πάνω απ΄τα Κελλιά.
Δεν μου πάει όμως.
Δε γράφω μιάν εφημερίδα, δεν αρθρογραφώ με σκοπό μιάν άψυχη περιγραφή, στεγνή και τρεχάμενη απ΄τα περιθώρια της σελίδας.
Γράφω για το νησί που φεύγει καθημερινά από δίπλα μας, από κάτω απ΄τα πόδια μας και ‘μεις δεν παίρνουμε χαμπάρι.
Ανηφορίζουν οι χωριανοί
μαζί με τον παπά, πάνε για το πεντάρφανο
ξωκκλήσι που μιά, άντε δυό φορές τον
χρόνο λειτουργιέται, τρίζει η πόρτα του
και βλέπει κόσμο, ανιώθει λιβάνι να
πλανιέται στον παλιωμένο αέρα του, έχει κόσμο να του κρατάει παρέα έστω και για λίγο.
Ανηφορίζουν όπως και παληά, όπως όταν
ήταν παιδιά κι’ ακολούθαγαν τους γονιούς
και τους παππούδες τους στο μονοπάτι
που, τώρα που περάσαν τα χρόνια, μοιάζει
νάχει ορθωθεί λίγο περισσότερο και να
ζητάει περισσότερες ανάσες για να
σ΄αφήσει να περάσεις.
Μα οι Κελλιανοί έχουν κι' ανάσα και ψυχή κι' ανεβαίνουν κι' απ΄τα γκρεμνά άμα χρειαστεί για να κάνουν τη λειτουργιά τους!
Για τους πιό γρήγορους υπάρχουν και τα τυχερά. Είναι όμως και να τόχεις...
Ζωντανό το νησί, βλέπεις, απ' άκρη σ΄άκρη, κι' άμα τού το ζητήσεις, μπορεί να θρέψει τον κόσμο του.
Μα πώς να κρύψεις
μετά την αμηχανία σου όταν πατάς το μάνταλο για
να μπεις σαν άσωτος υιός σ' ένα μέρος δικό σου που το θυμάσαι από παληά, από πάντα, να στέκει εδώ, πάνω απ΄τα Κελλιά, σαν φύλακας προστάτης.
Τί να κάνεις όμως, όλα αλλάζουν και 'μεις μένουμε να τα βλέπουμε να περνάνε και περνάμε μαζί τους και 'μεις.
Για μιά στιγμή όλοι ετούτοι που βρέθηκαν εδώ σταμάτησαν τον χρόνο.
Κάθε πάτημά τους στα πλευρά του βουνού έφερνε στο τώρα την ίδια την παράδοση των Κελλιών, έβαζε πείσμα με τα χρόνια τα φευγάτα και φώναζε:
"Εδώ είμαστε! Ακόμη αντέχουμε κι' ανεβαίνουμε, ακόμη είμαστε παρέα, ακόμη μπορούμε και περνάμε καλά με ένα ρακί κι΄ένα κέρασμα στο χέρι, ακόμη γελάμε!"
Δε γράφω μιάν εφημερίδα, δεν αρθρογραφώ με σκοπό μιάν άψυχη περιγραφή, στεγνή και τρεχάμενη απ΄τα περιθώρια της σελίδας.
Γράφω για το νησί που φεύγει καθημερινά από δίπλα μας, από κάτω απ΄τα πόδια μας και ‘μεις δεν παίρνουμε χαμπάρι.
Μα οι Κελλιανοί έχουν κι' ανάσα και ψυχή κι' ανεβαίνουν κι' απ΄τα γκρεμνά άμα χρειαστεί για να κάνουν τη λειτουργιά τους!
Για τους πιό γρήγορους υπάρχουν και τα τυχερά. Είναι όμως και να τόχεις...
Ζωντανό το νησί, βλέπεις, απ' άκρη σ΄άκρη, κι' άμα τού το ζητήσεις, μπορεί να θρέψει τον κόσμο του.
Τί να κάνεις όμως, όλα αλλάζουν και 'μεις μένουμε να τα βλέπουμε να περνάνε και περνάμε μαζί τους και 'μεις.
Για μιά στιγμή όλοι ετούτοι που βρέθηκαν εδώ σταμάτησαν τον χρόνο.
Κάθε πάτημά τους στα πλευρά του βουνού έφερνε στο τώρα την ίδια την παράδοση των Κελλιών, έβαζε πείσμα με τα χρόνια τα φευγάτα και φώναζε:
"Εδώ είμαστε! Ακόμη αντέχουμε κι' ανεβαίνουμε, ακόμη είμαστε παρέα, ακόμη μπορούμε και περνάμε καλά με ένα ρακί κι΄ένα κέρασμα στο χέρι, ακόμη γελάμε!"
Μην ακούτε τί λέει ο τίτλος...
Θυμιαίνεται ο φτωχός ο Άγιος!
Απλώς, ζηλεύω που δεν ήμουν εκεί...
Φωτογραφίες: Λωράν Αρμάος