Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Ο πύργος στην Σαμάντλα

"Ε, τρεχάτε, ανάψτε γρήγορα! Καράβια έρχονται! Στείλτε μαντάτο γρήγορα ναρθούν να πιάσουν τα πόστα! Ανάψτε, λέω! Γρήγορα!". 

Ο ήλιος πήγαινε να πέσει όταν, στην άκρη του ορίζοντα, εκεί που η θαμπή άκρη του ουρανού ακουμπάει στην θάλασσα, φάνηκαν κατάρτια το 'να πίσω απ΄τ' άλλο. 
Το έμπειρο μάτι του βιγλάτορα είχε διακρίνει έγκαιρα τον μικρό στολίσκο και, μη βλέποντας σημάδια φίλιων φρύκτων, τα σημάδια δηλαδή που έκαναν οι ναύτες των φιλικών καραβιών υψώνοντας αναμμένους πυρσούς για να μην ανησυχήσουν τους δικούς τους, είχε σημάνει συναγερμό. 


Η πλαγιά απ' τον πύργο μέχρι κάτω, όσο έβλεπε το μάτι, ήταν γυμνή από κάθε εμπόδιο που θα μπορούσε να κρύψει τον εχθρό. Αυτό δεν είχε γίνει ηθελημένα, αλλά όταν χρειάστηκαν ξύλα για να χτιστούν καράβια και να κάψουν τα καμίνια, σκεπτόμενοι σωστά, εξεκίνησαν από 'δω να κόβουν τα πολύ παληά χρόνια.
Η φρουρά από ' κει που δεν φαινόταν πουθενά, χωμένη μέσα στον πύργο και στα τριγύρω καταλύμματα, έξαφνα γέμισε τον τόπο, κινήθηκε προς την μία από τις δύο στίβες ξύλων, την ξεσκέπασε με βιάση και φάνηκαν τα χοντρά ξερά ξύλα σωριασμένα με τάξη, αφήνοντας κενά για τον αερισμό και για τα προσανάμματα. 
Συνάμα, από ένα χαμηλό καταστέγι κουβάλησαν χέρι με χέρι μικρά δεμάτια προσανάμματα και τα σφήνωσαν στις προκαθορισμένες θέσεις. Η διπλανή στίβα θάμενε άθικτη, αφού τα ξύλα της ήταν εμποτισμένα με εύφλεκτα υλικά για δημιουργία καπνού και προοριζόταν για σήματα ημέρας.


Ο φρυκτωρός άρπαξε ένα δαδί και πλησίασε στην φωτιά, που σιγόκαιγε ακατάπαυστα, μέρα και νύχτα σε προφυλαγμένο από αέρα και βροχή σημείο, έγειρε και αμέσως τράβηξε πίσω το ξύλο που είχε αρπάξει αστραπιαία φωτιά και με γρήγορες, ψύχραιμες κινήσεις άναψε την φρυκτωρία. Η φωτιά απλώθηκε ομοιόμορφα σε όλη την στίβα και σε λίγα λεπτά οι φλόγες εστελναν μήνυμα σε εχθρούς και φίλους, πως υπήρχαν άγρυπνα μάτια και πως καλούσαν στα όπλα κι' άλλους, να' ρθουν να προστατέψουν το νησί. 

Πολλές φορές τα εχθρικά καράβια με το που έβλεπαν τα σήματα φωτιάς, άλλαζαν αμέσως ρότα, αφού οι νησιώτες έδειχναν όχι μόνον ότι τους είχαν αντιληφθεί, αλλά και ότι, ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν, που σήμαινε πως ήταν αρκετοί και οπλισμένοι και πως τακτικός στρατός έδρευε στο νησί.

Στο μεταξύ, για να μην περάσει ούτε λεπτό χαμένο, άλλος φρυκτωρός έστελνε προς τον ενδιάμεσο σταθμό των Αμμωνιών σημάδι με πολέμιους φρύκτους, κινώντας δεξιά-αριστερά ένα αναμμένο δαυλό. 

Στα Αμμώνια, που έπαιρναν την ονομασία τους τόσο από τον βράχο που είχε χαρακτηριστικό σχήμα, όσο και από την γειτνίασή του με τον παληό ναό του Άμμωνα Δία, υπήρχε επίσης ένα μικρό φυλάκιο, ένα πολυάνδριο, που κατέλυε σε φυσικούς βραχώδεις σχηματισμούς, ελαφρά οχυρωμένους, περισσότερο για προφύλαξη από τα καιρικά φαινόμενα, παρά από τις επιθέσεις εχθρικών μονάδων. 
Η θέση δεν είχε καμμία αμυντική δυνατότητα, αλλά, εξασφάλιζε την ροή των σημάτων προς το Κάστρο και προς την φρυκτωρία στου Πολέμου τον Κάμπο.


Ο πύργος στη Σαμάντλα, γι' άλλη μια φορά, είχε κάνει αυτό για το οποίο είχε σχεδιαστεί. 
Σε λίγο κάρρα και άλογα θα 'φταναν φορτωμένα στρατιώτες που θα επάνδρωναν το φυλάκιο στα Πυργιά και όλα τα περάσματα. 
Κάθε σκαλί και κάθε πεζούλα θα γινόταν γραμμή άμυνας, να σταματήσει τον ξένο, να σώσει το νησί από την επιβουλή των εχθρών. 

 
Όλα τα χτισίματα στην βορεινή μεριά του νησιού έκλειναν μέσα τους τον φόβο για τον εισβολέα και βαρειές, πλατειές πέτρες παρεμβάλλονταν ένθετες μέσα στις μάντρες,, να προεξέχουν όσο ακριβώς χρειάζεται για να κρυφτεί ένας άντρας και να σταθεί να ρίξει, να φέρνει την αμφιβολία στο μυαλό των επιτιθέμενων, αν δηλαδή, σε κάθε πέτρα αντιστοιχούσε κι' ένας ένοπλος. Πέτρες που με μια γερή σπρωξιά θα μπορούσαν να σωριαστούν πάνω στους επιτιθέμενους...
...και που στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, θα έμοιαζαν έργα τέχνης, μόνες στη μέση χωραφιών, έρημες από νόημα πέρα από τον άχθο που τις είχε τοποθετήσει εκεί.



 Στα χρόνια που περίμεναν την σειρά τους στα βάθη του Χρόνου για να περάσουν πάνω απ' το νησί, ένα μαντρί θα φτιαχνόταν εκεί όπου πριν στρατιώτες στάλιζαν, νυσταγμένοι, βαριεστημένοι, οκνοί, μέχρι την στιγμή που η καρδιά πετάριζε στο άκουσμα της κραυγής του σκοπού.
 

 Στα χρόνια που ήρθαν πολλές φορές από 'κει και μετά κι' έφερναν μαζί τους κάθε φορά κι' από έναν πόλεμο, οι Τηνιακοί ήταν πάντα εκεί, όρθιοι, γελαστοί, περήφανοι και στάθηκαν στον τόπο τους.
Ανάμεσά τους και ο παππούς μου Ζάννες Αρμάος του Λορέντζου, που ένα κομμάτι του κουβαλάω περήφανα μέσα μου κι' εγώ.


Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΜΠΑΝΙΟ..;

Να κατέβουμε προς τον Άγιο Φωκά, που είναι και ρηχή η θάλασσα και μπορούν να παίζουν και τα παιδιά.
Μεγάλη παραλία, ε, θα βρουν κι' άλλα παιδάκια να παίξουν...




 
Έχει και αρμυρίκια να βάλουμε το αυτοκίνητο, να μην το τρώει ο ήλιος,  έχει και μπαράκι να πάρουμε και φραπεδάκια, μια χαρά θα είμαστε.
Μετά, μας κάνει και κανένα τοστάκι, πίνουμε και καμμιά μπυρίτσα και χαλαρώνουμε.

Μπορεί να βρούμε και παρεούλα, να ρίξουμε και κανένα σουτάκι να θυμηθούμε τα παληά...
Όσο νάναι, δε μας πήραν και τα χρόνια, αντέχουμε... Και μετά, ξέρεις το κόλπο, ο κουρασμένος κάθεται τέρμα και αλλάζουμε και πιό συχνά, να προλαβαίνουμε να παίρνουμε καμμιά ανάσα !
Σκέψου πως εδώ ερχόμαστε εικοσάρηδες όταν ακόμη το νησί είχε μια μονάδα εφοδιασμού και χαζεύαμε τα ελικόπτερα που έρχονταν για να γεμίσουν βενζίνη... Πώς πέρασαν τα χρόνια...


Μετά, άμα κάνουμε κέφι, καθόμαστε να δούμε το ηλιοβασίλεμα, πού'ναι ήσυχη κι' η θάλασσα να το απολαύσουμε.


Μόνο που όταν περνάνε τα "γρήγορα" κάνει κύμα και άμα δεν προσέξεις μπορεί να σου πάρει την πετσέτα...

 Λοιπόν, άκου να σου πω πώς θάρθεις: Κατεβαίνεις Χώρα και μόλις φτάσεις στον Παλαμάρη κάνεις αριστερά, γυρίζεις πάνω απ΄το λιμάνι και στο πλατειάκι κάνεις δεξιά.
Ή μιας και θα βρεθείς από 'κει, ανέβα τον λόφο, έχουν μείνει κάτι όμορφα νεοκλασσικά, αξίζει να τα δεις, δεν ξέρεις πότε θα τα κατεβάσει καμμιά μπουλντόζα...





Μετά θα δεις την θάλασσα, είναι η Αγκάλη, ακολουθείς τον δρόμο δίπλα απ' τη θάλασσα και μόλις δεις τον μυτερό λόφο κάνεις δεξιά, παρκάρεις κι' εκεί θάμαστε κι' εμείς...










Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΠΕΡΙΣΤΕΡΑΚΙ ΘΑ ΓΙΝΟ...

Όταν, λοιπόν, δεν υπήρχε το YouTube, ούτε το Google με αναζήτηση στίχων των τραγουδιών και οι άνθρωποι θέλανε να θυμούνται ένα τραγούδι, κάποιον στίχο που άκουσαν ή ένα στιχάκι που βρήκαν στην πλάτη της ημέρας ενός ημερολογίου, τί έκαναν άραγες;

Τα έγραφαν. Με το λίγα γράμματα που ήξεραν, τα έγραφαν. Βέβαια, εκείνα τα γράμματα, συγκρινόμενα με τα σημερινά μας, όχι μόνον ήτανυπεραρκετά, αλλά, περισσεύουν κιόλας σε συντακτική και νοηματική πληρότητα (εδώ ο Κος Κορίνθιος, σαν ειδήμων, θα μπορούσε να μιλάει ώρες, φαντάζομαι).


Εμείς, σήμερα, συνηθίζουμε να μένουμε στα ορθογραφικά λάθη, τα οποία είναι, κατά την γνώμη μας, άξια όλης της χλεύης μας, εκείνης, δηλαδή, που δεν έχουμε την κριτική ικανότητα να εκτοξεύσουμε προς τους παρουσιαστές των πρωινάδικων και των κουτσομπολίστικων εκπομπών, που χρησιμοποιούν την γλώσσα σαν πατσαβούρι για να εκτελέσουν υπάκουα τον ρόλο του σφογγοκωλάριου που τους έχει ανατεθεί. Ξέφυγα όμως...



Εδώ, λοιπόν, βλέπετε πώς ένας απ' τους παληούς, πήρε μια σελίδα που βρήκε μπροστά του, την έκανε εξώφυλλο και μέσα του 


έραψε με μαύρη κλωστή άδεια φύλλα για να φτιάξει ένα σημειωματάριο, όπου φυλάει τα στιχάκια που του αρέσουν.


Η ανάγκη κινεί τον κόσμο και δίνει το κίνητρο για όλα και αν βγαίνει από μέσα βαθειά, από ανομολόγητες ορμές και επιθυμίες, δεν βρίσκει εμπόδιο ούτε στην έλλειψη στοιχειωδών μέσων, ούτε και στα μορφωτικά κενά. Τα υπερφαλαγγίζει και ολοκληρώνει τον στόχο.



Είχα σκεφτεί να μεταγράψω μερικά από τα στιχάκια για να είναι πιό ευανάγνωστα. Μετά όμως, κατάλαβα ότι θα τα μείωνα κατά πολύ. 

Μεταφέροντας ένα ζωντανό κείμενο στην ψυχρή οθόνη του υπολογιστή, ουσιαστικά το γδύνεις, το απαλλοτριώνεις από την αξία του.


Γιατί όλα συμμετέχουν στην αξία του. Το κιτρινισμένο χαρτί, ο γραφικός χαρακτήρας, η στοίχιση στην σελίδα, η επανάληψη στίχων με διαφορετικές ορισμένες στροφές, η μαύρη κλωστή που φαίνεται σε μερικά σημεία, η διαφορετική μελάνη ή το μολύβι,ο γραφικός χαρακτήρας, όλα αποτυπώνουν την στιγμή κυριολεκτικά, άμεσα και σε μεγέθη απόλυτα.


Δεν ξέρω ποιανού είναι το σημειωματάριο αυτό και δεν έχει καμμία σημασία αν λεγόταν Φραγκίσκος ή Μάρκος ή Θωμάς ή Λορέντζος, Μαρίκα, Θωμαή, Λουκρητία ή Λιζαμπέτα.

Δεν γνωρίζω επίσης, αν πρόκειται για στιχάκια που άκουσε κάποιος να τραγουδιούνται στον καφενέ ή απλώς τα αντέγραψε από κάποιο ημερολόγιο.
Μερικά μπορεί να είναι και δικά του ή δικά της ή τουλάχιστον θάθελα να πιστεύω πως αυτός που κρατάει τέτοιες σημειώσεις, γράφει κιόλας. Δεν με νοιάζει τίποτε απ' όλ' αυτά στην ουσία.


Με νοιάζει πως πιάνω στα χέρια μου το μεράκι κάποιου, τόσα χρόνια μετά που ούτε και 'κείνος θα φανταζόταν, και ακόμη το μεράκι του είναι ζωντανό πάνω σ' ένα τόσο δα κομματάκι χαρτί.



Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟΜΠΟΛΑ ΤΟΥ 1930


«Πού ώρα ελεύθερη, τί, όπως τώρα νομίζεις ήταν...Ένα απόγευμα ελεύθερο είχαν οι γυναίκες, την Κυριακή το απόγευμα. Έ, τι να κάνανε, μαζεύονταν από σπίτι σε σπίτι και παίζανε τόμπολα να περάσει η ώρα. 


Ερχόταν η τσατσα-Κατερίνα, η Ιωάννα, η Λουκία, ε, δε θυμάμαι ποιά άλλη ερχόταν και παίζαν τόμπολα όλοι μαζί. 
Μα δε παίζαν για λεφτά, πού να βρεθούν τα λεφτά...
 
 
Κόβανε και φυλλαράκια απ’ τις μυρτιές και άμα κλείνανε σειρά βάζαν το φυλλαράκι στην άκρη για να φαίνεται πως κλείσανε. 

Και λέγαν, έκλεισα μία σειρά, έκλεισα δύο και άμα έκλεινες και τις τρεις, κέρδιζες. Κι’ όσα περισσεύαν τα βάζανε στη μεγάλη καρτέλλα. Άμα δεις στην πίσω μεριά στη μεγάλη καρτέλλα, γράφει Αντώνιος και Ζάννες Αρμάος του Λορέντζου. 


 
Βάλε τώρα πως, στις πέντε στα Κελλιά είχε νυχτώσει. Ε, να παίζαν μέχρι τί ώρα, μήπως και θυμάμαι... Είχαν και δουλειές το πρωί, δεν αργούσαν όπως τώρα. Πίνανε ένα ρακάκι, άμα υπήρχε κι’ αυτό, τρώγανε κανένα στραγάλι κι΄αυτό ήταν...»
...............................................................................
Το σετάκι έχει ημερομηνία κτήσης 1930, έμεινε πάντα στην οικογένεια και όλα τα νούμερα είναι ανάγλυφα ξύλινα. 
Για τους χαμένους αριθμούς έχει κοπεί κυλινδρικό κομμάτι ξύλου και ο αριθμός έχει γραφτεί με μελάνι.

Ο λόγος που έχω βάλει όλες τις καρτέλλες στην ανάρτηση είναι, να μπορεί, όποιος πιθανόν θελήσει, να τις τυπώσει και να παίξει τόμπολα. 
Για νούμερα μπορείτε να χρησιμοποιήσετε φασόλια γραμμένα στο χέρι.

Βέβαια, δεν μπορώ να φανταστώ ποιά παρέα θα έπαιζε σήμερα τόμπολα χωρίς κίνητρο, έτσι, απλώς για την χαρά της παρέας...











Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Ο Πάπας Γρηγόριος ο Α' ήταν marketeer..;


Μα πώς φτάσαμε ως εδώ βρε παιδί μου;
Πού τα φάγαμε τα λεφτά μας ;
Ή, θα είχαμε φτάσει ως εδώ αν δεν είχαμε τόοοοοσα πολλά καταναλωτικά αγαθά για να σπαταλήσουμε τον παρά μας;

Απλούστατα, όχι.

Πού βρεθήκανε οι ανάγκες μας; Πώς προέκυψαν ξαφνικά; Πριν μερικά χρόνια τάχαμε ανάγκη όλα αυτά που φέραμε τριγύρω μας και τα στιβάζουμε στο υπόγειο, στο πατάρι, στο εξοχικό , στα σκουπίδια;

Απλούστατα, όχι.

Και πώς βρεθήκαμε, ρε κολλητέ, να τα θέλουμε όλα αυτά, να επιθυμούμε να τα αποκτήσουμε;
Επειδή κάποιοι μας έπεισαν πως τα χρειαζόμαστε, πως είναι σημαντικό να τα κατέχουμε, και κυρίως, πως με αυτά θα ξεχωρίσουμε από τους άλλους ή θα συμμετέχουμε μαζί με άλλους σε κάτι.

Και εδώ, αρχίζει το ενδιαφέρον σημείο.

Ο άνθρωπος έχει την βασική ανάγκη να ξεχωρίζει, να στέκεται παραπάνω από τους άλλους.

Και πώς θα ξεχωρίσει;
Με το να ανήκει σε μια ομάδα, ένα clan, μια συνάθροιση και αυτή η ομάδα πρέπει ή να έχει μεγάλη ισχύ ή να αποτελεί ενός είδους άβατου για τους υπολοίπους.
Το οποίο μεταφράζεται : Ή θα παίζεις μπάλα και θα είσαι Ολυμπιακός που έχει τους περισσότερους φιλάθλους ( η ισχύς εν τη ενώσει) ή θα ασχολείσαι με Κουνγκ Φου και θα κάνεις το σπανιότερο σύστημα στον κόσμο που κάνουν σ’ ένα μοναστήρι με δύο καλογέρους (η ισχύς από την γνώση).

(Η ισχύς αυτή με την σειρά της, επιμερίζεται στην κάλυψη αρχέγονων ορμέμφυτων, που έχουν να κάνουν με το σεξ και με το χρήμα, όπως είπε και ο παππούλης Φρόυντ.
Ή, όπως καταδεικνύει η Ελληνική Μυθολογία, στα αρχέτυπα του Ουρανού και του Κρόνου. Ο πρώτος είχε ξαπλώσει επάνω στην Γη (σε διαρκή συνουσία μαζί της) και δεν την άφηνε να καρπίσει και ο δεύτερος, αφού έκοψε τα γεννητικά όργανα του πατέρα του και πήρε την θέση του, έτρωγε τα παιδιά του για να μην χάσει την εξουσία..!).

Και εδώ, πριν καν το καταλάβουμε έχει μπει στη μέση η Αλαζονεία.
Αυτομάτως, όλοι οι άλλοι υστερούν, μπαίνουν χαμηλότερα από μας, δεν μετέχουν της ισχύος.
Όσο για εκείνους που δεν μπαίνουν σε αντιπαράθεση μαζί μας για να αναμετρηθούμε, δεν κάνουν για την παρέα μας, δεν επαληθεύουν την υπεροχή μας .

Και τώρα νάσου και χώνεται στη μέση και ο πάπας Γρηγόριος ο Α’.
Μα τί δουλειά έχει ο παπάς εδώ πέρα;
Χα! Ήταν ο πρώτος που προσδιόρισε τα βασικά αμαρτήματα σε επτά συγκεκριμένα, από τα οποία πηγάζουν και όλα τα υπόλοιπα. Χωρίς να θεολογώ ή να κανοναρχώ, μου φαίνονται παράξενα μερικά πράγματα.

Όπως το ότι, η καταναλωτική κοινωνία έχει καταφέρει να στηθεί ακριβώς επάνω σε αυτά και εξακολουθεί να μας πουλάει και να μας κάνει να θέλουμε τα πάντα, χρησιμοποιώντας τις  εκφάνσεις τους.

Πατάει πάνω στη Λαγνεία, ακόμη και για να μας πουλήσει γιαούρτια ή δραπανοκατσάβιδα, αφού μπορεί να δημιουργεί όποιο υπονοούμενο θέλει.

Πατάει επάνω στην Απληστία μας, για να μας προτείνει όχι μόνον το καλύτερο, αλλά και το επιπλέον (ετυμολογικά κοντά με το επιπόλαιο), το περιττό, το αχρείαστο, αυτό που θα μας κάνει να ψάξουμε να βρούμε και δεύτερη δουλειά για να μπορέσουμε να τόχουμε.

Πατάει επάνω στην Λαιμαργία μας, και φτιάχνει κάθε χρόνο νέα σκατολοΐδια που πλημμυρίζουν τα ράφια των σουπερμάρκετ με κάθε είδους γεύση και με πολύχρωμες συσκευασίες τους κάδους σκουπιδιών μας.

Πατάει επάνω στην Οκνηρία μας και μας τηλεπουλάει το τραπεζάκι που δεν θέλει ξεσκόνισμα, το αυτοταϊζόμενο παιδί και το κωλόχαρτο που σκουπίζει μόνο του (η παιδική ταινία WALL-E δείχνει τέτοιους ανθρώπους στο μέλλον).

Πατάει επάνω στη ζηλοφθονία μας για να μην προλαβαίνουμε να αλλάζουμε κινητό και αυτοκίνητο.

Πατάει επάνω στην Οργή μας, για να μπουκώνει τα παιδικά μυαλά με εικόνες, σκέψεις και ενδεχόμενα βίας, μέσα από παιχνίδια υπολογιστών και παιχνιδομηχανών, μέσα από απαράδεκτες παιδικές σειρές, μέσα από εκτρωματικά παιχνίδια.

Και εμείς, χαμένοι στην άβυσσο της καθημερινής ρουτίνας, παθητικοί δέκτες των μηνυμάτων, κάνουμε όσα μας προστάζουν και μάλιστα, χωρίς να καταλαβαίνουμε πως όντας σκλάβοι, νομιζόμαστε ελεύθεροι.

Διαβάζουν οι marketeers Πάπα Γρηγόριο τον Α’..;  

Εντύπωση μου κάνει...

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Ο κυρ-Θύμιος ο μπακάλης (μέρος 2ο και τελευταίο)


Ο κυρ Θύμιος ο μπακάλης, λοιπόν, με τον καιρό ανακάλυψε πως και σε άλλα χωριά υπήρχαν κι' άλλοι μεγαλέμποροι, που είχαν φέρει με παρόμοιους τρόπους το χωριό στα μέτρα τους και διαφεντεύανε τις τύχες ολωνών των υποταχτικών τους.


Και ο κυρ-Θύμιος στο μεταξύ, είχε αρχίσει να ψάχνεται, γιατί οι χωρικοί είχαν σταματήσει πιά να καταναλώνουν τα αγαθά του, τα χρήσιμα δηλαδή, γιατί τα άλλα, μόνον αγαθά δεν ήτανε... 
 

Μαζεύει λοιπόν, ο Θύμιος τους εμπόρους του δίπλα χωριού και τους λέει:
«Τί θα λέγατε να τους δανείζαμε εμείς λεφτά για να συνεχίσουν νάχουν και να χαλάνε;» 
 

«Ναι» απάντησαν οι άλλοι, «Μα πώς να τους δανείσουμε άμα δεν έχουν τίποτα πια στην κατοχή τους για να πάρουμε, εξόν απ΄τα λεφτά που κρατούν στα χέρια τους;»


«Α! απλό...», είπε ο κυρ-Θύμιος. «Θα αγοράζουν όσα θένε και θα μας τα πληρώνουν σε βάθος χρόνου, με το αζημίωτο φυσικά. Κάνει η αξίνα δέκα δραχμές; Πάρε τη και κάμε τη δουλειά σου και μου την πληρώνεις μια δραχμή το μήνα, αλλά, όχι για δέκα μήνες μα για δεκατρείς. 
Ποιός θα πει όχι...
Και άμα χρειάζονται κι΄άλλα λεφτά, τότες, έρχομαι εγώ στο δικό σας το χωριό να κάμω τον καλό και ‘σεις στο δικό μου για να τους δώσουμε λεφτά νάχουν να χαλάνε. Θα βρεθούμε το λοιπό, νάχω εγώ λεφτά δανεισμένα στο δικό σας το χωριό και ‘σεις στο δικό μου. Μεταξύ μας, άμα θέλουμε, θα μπορούμε να ανταλλάσουμε τα χρέη και νάχει ο καθένας του χωριού του στα χέρια του, χωρίς όμως να το γνωρίζουν οι χωριάτες. Πρέπει όμως να δανείζουμε εσείς κι΄εγώ τα ίδια περίπου ποσά στα χωριά μας.» 
 

«Να , αυτό είναι το δύσκολο» είπαν οι άλλοι, «πώς θα τους πείσουμε να ζητήσουν λεφτά, δεν θα θέλουν.» 
 

«Θα θελήσουν. Θα τους κάμωμε εμείς να θελήσουν», είπε ο Θύμιος. 
«Κοιτάτε τί θα κάμω εγώ. Θα δώσω σ’ όσους δουλεύουν για μένα μεγαλύτερους μισθούς για νάχουν διαθέσιμα και να ξανοιχτούν και κάθε λίγο θα δίνω και κατιτίς σα δώρο να πούμε, να νιώθουν ασφάλεια. Τότε λοιπόν, θα ξοδεύουν όσα με τον τρόπο μας θα τους λέμε. Αυτοί, να δείτε τότε, θα ξανοιχτούν και θ΄αρχίσουν ν’ αγοράζουν, με δανεικά βέβαια, όσα χωράφια έχουμε και κάθονται ακαλλιέργητα και χωρίς αξία στα δικά σας τα μέρη, να τα χτίζουν και να τα μεγαλώνουν, όλα βέβαια με δανεικά. Το ίδιο και οι δικοί σας στο δικό μου το χωριό.»


«Μα άμα θ΄αρχίσουν νάχουν λεφτά δε θάρχονται πιά για το καθημερινό το μεροκάματο, για τις χοντροδουλειές», αντιγυρίσαν οι άλλοι εμπόροι.


«Όσο γι’ αυτό, μη φοβάστε. Άμα κάνουν πως λιγοστεύουν τα χέρια, έχει κάτι πεινασμένους από τα παραδίπλα, τα ήδη φτωχά χωριά και κάνουν ό,τι τους πούμε για ένα κομμάτι ψωμί. 


Και πάλι θα πουλάμε όσα παράγουν αυτοί για ’μάς στους δικούς μας, σε όποια τιμή θα θέλουμε μεις. Και ποιός θα νοιάζεται για τις τιμές άμα έχει και χαλάει... Και μετά, άμα τελειώσουν τα χωράφια πούχαμε όλοι μας και κάθονταν άχρηστα και ετοιμάστηκαν για πούλημα, σταματάμε τους μεγάλους μισθούς και τα δώρα και λέμε τους:   

Πληρώστε τώρα 'τά που χρωστάτε!

Μα δε θα μπορούν να πληρώσουν αφού τους μισθούς τους τούς κανονίζουμε εμείς, το πόσα θα παίρνουν και αν θα τα παίρνουν κιόλας.

Και σιγά-σιγά, αν είχαν βάλει και καμιά δεκάρα στην μπάντα με όλα όσα πέρασαν απ΄τα χέρια τους, θα τους τα πάρουμε κι΄αυτά και θα γυρίσουν στην προηγούμενη κατάσταση κι΄ακόμη χειρότερα.
Κι΄όταν πάρετε εσείς στα χέρια σας τα χωράφια του δικού μου χωριού και ‘γω του δικού σας, και μάλιστα αξιοποιημένα και έτοιμα για εκμετάλλευση ή για πώληση σε αληθινούς λεφτάδες, κάνουμε μια σκάντζα και αλλάζουμε τα χωράφια και βρισκόμαστε, με την περιουσία μας φτιαγμένη όπως δεν είχαμε ποτές φανταστεί, ο καθένας βασιλιάς στον τόπο του!!! 
 
Κι’ από πάνω, με όλους τους χωριάτες χωμένους ως τον λαιμό στα χρέη να τους μεταχειριστεί ο καθείς όπως θέλει, να μπορεί πλέον να απλώσει χέρι και σε όσα δεν είναι δικά του, μα δημόσια, χωρίς κανείς να μπορεί να μιλήσει ή να απαιτήσει το δίκιο του. 
Γιατί άμα είναι κανείς εξαθλιωμένος τί θα τονε νοιάξει, η φτώχεια του ή τό τι θα κάμω εγώ με τα νταμάρια, τα δέντρα και το νερό..; 
   
Αυτά είχα να σας ειπώ και να μου συχωράτε την ταλαιπωρία, να σας κουβαλάω βραδιάτικο και μεσ' το κρύο, μακρυά απ΄τα σπιτικά σας....»


Συλλογισμένοι τον ακούγαν οι άλλοι, όμως το χαμόγελο, ίσως και μοχθηρό, μα δε πολυφαινόταν μέσα στο μισοσκόταδο του υποφωτισμένου μπακάλικου, είχε αρχίσει να πλαταίνει στα πρόσωπά τους και μόνον ο εγωισμός τους το περιόριζε σ’ ένα αχνό μειδίαμα... 
 

Μετά από πολύ σιωπή, η πόρτα άνοιξε κι΄έκλεισε πολλές φορές και μουρμουριστές καληνύχτες ακούστηκαν, μέχρι που ο κυρ-Θύμιος έμεινε μόνος του ξανά. 

Έρριξε μια ματιά στον μεγάλο καθρέφτη της σάλας, που μαζί με τα εμπορεύματα αντανακλούσε και το γεμάτο ανυπομονησία πρόσωπό του με τα γυαλιστερά, μοχθηρά μάτια. 
 

«Υπομονή Θύμιο», είπε στον εαυτό του, «το καλό πράμα αργεί να γίνει...»
Μια σκέψη σαν αστραπή πέρασε απ΄το μυαλό του σαν έστρεψε να βγει απ' το μαγαζί:
«Βρε, εγώ αν είχα τρόπο θα πούλαγα και την Ελλάδα ούλη...». 

Γέλασε άγρια με την αναίδεια του και βγήκε στο σκοτάδι, που τον αγκάλιασε μέσα του πριν πεις κιχ...


Το παραπάνω χειρόγραφο, που έχει τίτλο «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡ-ΘΥΜΙΟΥ ΤΟΥ ΜΠΑΚΑΛΗ» είναι σκισμένο από ‘δω και κάτω και δεν διαβάζεται καλά και ως εκ τούτου, δεν μπορώ να σας πω την συνέχεια και θα πρέπει, πρώτα να σας ζητήσω τη συγγνώμη και μετά, να σας βάλω στην δυσχερή θέση να πρέπει να την φανταστείτε μόνοι σας...

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...