"Ε, τρεχάτε, ανάψτε γρήγορα! Καράβια έρχονται! Στείλτε μαντάτο γρήγορα ναρθούν να πιάσουν τα πόστα! Ανάψτε, λέω! Γρήγορα!".
Ο ήλιος πήγαινε να πέσει όταν, στην άκρη του ορίζοντα, εκεί που η θαμπή άκρη του ουρανού ακουμπάει στην θάλασσα, φάνηκαν κατάρτια το 'να πίσω απ΄τ' άλλο.
Το έμπειρο μάτι του βιγλάτορα είχε διακρίνει έγκαιρα τον μικρό στολίσκο και, μη βλέποντας σημάδια φίλιων φρύκτων, τα σημάδια δηλαδή που έκαναν οι ναύτες των φιλικών καραβιών υψώνοντας αναμμένους πυρσούς για να μην ανησυχήσουν τους δικούς τους, είχε σημάνει συναγερμό.
Η πλαγιά απ' τον πύργο μέχρι κάτω, όσο έβλεπε το μάτι, ήταν γυμνή από κάθε εμπόδιο που θα μπορούσε να κρύψει τον εχθρό. Αυτό δεν είχε γίνει ηθελημένα, αλλά όταν χρειάστηκαν ξύλα για να χτιστούν καράβια και να κάψουν τα καμίνια, σκεπτόμενοι σωστά, εξεκίνησαν από 'δω να κόβουν τα πολύ παληά χρόνια.
Η φρουρά από ' κει που δεν φαινόταν πουθενά, χωμένη μέσα στον πύργο και στα τριγύρω καταλύμματα, έξαφνα γέμισε τον τόπο, κινήθηκε προς την μία από τις δύο στίβες ξύλων, την ξεσκέπασε με βιάση και φάνηκαν τα χοντρά ξερά ξύλα σωριασμένα με τάξη, αφήνοντας κενά για τον αερισμό και για τα προσανάμματα.
Συνάμα, από ένα χαμηλό καταστέγι κουβάλησαν χέρι με χέρι μικρά δεμάτια προσανάμματα και τα σφήνωσαν στις προκαθορισμένες θέσεις. Η διπλανή στίβα θάμενε άθικτη, αφού τα ξύλα της ήταν εμποτισμένα με εύφλεκτα υλικά για δημιουργία καπνού και προοριζόταν για σήματα ημέρας.
Ο φρυκτωρός άρπαξε ένα δαδί και πλησίασε στην φωτιά, που σιγόκαιγε ακατάπαυστα, μέρα και νύχτα σε προφυλαγμένο από αέρα και βροχή σημείο, έγειρε και αμέσως τράβηξε πίσω το ξύλο που είχε αρπάξει αστραπιαία φωτιά και με γρήγορες, ψύχραιμες κινήσεις άναψε την φρυκτωρία. Η φωτιά απλώθηκε ομοιόμορφα σε όλη την στίβα και σε λίγα λεπτά οι φλόγες εστελναν μήνυμα σε εχθρούς και φίλους, πως υπήρχαν άγρυπνα μάτια και πως καλούσαν στα όπλα κι' άλλους, να' ρθουν να προστατέψουν το νησί.
Πολλές φορές τα εχθρικά καράβια με το που έβλεπαν τα σήματα φωτιάς, άλλαζαν αμέσως ρότα, αφού οι νησιώτες έδειχναν όχι μόνον ότι τους είχαν αντιληφθεί, αλλά και ότι, ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν, που σήμαινε πως ήταν αρκετοί και οπλισμένοι και πως τακτικός στρατός έδρευε στο νησί.
Στο μεταξύ, για να μην περάσει ούτε λεπτό χαμένο, άλλος φρυκτωρός έστελνε προς τον ενδιάμεσο σταθμό των Αμμωνιών σημάδι με πολέμιους φρύκτους, κινώντας δεξιά-αριστερά ένα αναμμένο δαυλό.
Στα Αμμώνια, που έπαιρναν την ονομασία τους τόσο από τον βράχο που είχε χαρακτηριστικό σχήμα, όσο και από την γειτνίασή του με τον παληό ναό του Άμμωνα Δία, υπήρχε επίσης ένα μικρό φυλάκιο, ένα πολυάνδριο, που κατέλυε σε φυσικούς βραχώδεις σχηματισμούς, ελαφρά οχυρωμένους, περισσότερο για προφύλαξη από τα καιρικά φαινόμενα, παρά από τις επιθέσεις εχθρικών μονάδων.
Η θέση δεν είχε καμμία αμυντική δυνατότητα, αλλά, εξασφάλιζε την ροή των σημάτων προς το Κάστρο και προς την φρυκτωρία στου Πολέμου τον Κάμπο.
Ο πύργος στη Σαμάντλα, γι' άλλη μια φορά, είχε κάνει αυτό για το οποίο είχε σχεδιαστεί.
Σε λίγο κάρρα και άλογα θα 'φταναν φορτωμένα στρατιώτες που θα επάνδρωναν το φυλάκιο στα Πυργιά και όλα τα περάσματα.
Κάθε σκαλί και κάθε πεζούλα θα γινόταν γραμμή άμυνας, να σταματήσει τον ξένο, να σώσει το νησί από την επιβουλή των εχθρών.
Όλα τα χτισίματα στην βορεινή μεριά του νησιού έκλειναν μέσα τους τον φόβο για τον εισβολέα και βαρειές, πλατειές πέτρες παρεμβάλλονταν ένθετες μέσα στις μάντρες,, να προεξέχουν όσο ακριβώς χρειάζεται για να κρυφτεί ένας άντρας και να σταθεί να ρίξει, να φέρνει την αμφιβολία στο μυαλό των επιτιθέμενων, αν δηλαδή, σε κάθε πέτρα αντιστοιχούσε κι' ένας ένοπλος. Πέτρες που με μια γερή σπρωξιά θα μπορούσαν να σωριαστούν πάνω στους επιτιθέμενους...
...και που στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, θα έμοιαζαν έργα τέχνης, μόνες στη μέση χωραφιών, έρημες από νόημα πέρα από τον άχθο που τις είχε τοποθετήσει εκεί.
Στα χρόνια που περίμεναν την σειρά τους στα βάθη του Χρόνου για να περάσουν πάνω απ' το νησί, ένα μαντρί θα φτιαχνόταν εκεί όπου πριν στρατιώτες στάλιζαν, νυσταγμένοι, βαριεστημένοι, οκνοί, μέχρι την στιγμή που η καρδιά πετάριζε στο άκουσμα της κραυγής του σκοπού.
Στα χρόνια που ήρθαν πολλές φορές από 'κει και μετά κι' έφερναν μαζί τους κάθε φορά κι' από έναν πόλεμο, οι Τηνιακοί ήταν πάντα εκεί, όρθιοι, γελαστοί, περήφανοι και στάθηκαν στον τόπο τους.
Ανάμεσά τους και ο παππούς μου Ζάννες Αρμάος του Λορέντζου, που ένα κομμάτι του κουβαλάω περήφανα μέσα μου κι' εγώ.
Ο ήλιος πήγαινε να πέσει όταν, στην άκρη του ορίζοντα, εκεί που η θαμπή άκρη του ουρανού ακουμπάει στην θάλασσα, φάνηκαν κατάρτια το 'να πίσω απ΄τ' άλλο.
Το έμπειρο μάτι του βιγλάτορα είχε διακρίνει έγκαιρα τον μικρό στολίσκο και, μη βλέποντας σημάδια φίλιων φρύκτων, τα σημάδια δηλαδή που έκαναν οι ναύτες των φιλικών καραβιών υψώνοντας αναμμένους πυρσούς για να μην ανησυχήσουν τους δικούς τους, είχε σημάνει συναγερμό.
Η πλαγιά απ' τον πύργο μέχρι κάτω, όσο έβλεπε το μάτι, ήταν γυμνή από κάθε εμπόδιο που θα μπορούσε να κρύψει τον εχθρό. Αυτό δεν είχε γίνει ηθελημένα, αλλά όταν χρειάστηκαν ξύλα για να χτιστούν καράβια και να κάψουν τα καμίνια, σκεπτόμενοι σωστά, εξεκίνησαν από 'δω να κόβουν τα πολύ παληά χρόνια.
Η φρουρά από ' κει που δεν φαινόταν πουθενά, χωμένη μέσα στον πύργο και στα τριγύρω καταλύμματα, έξαφνα γέμισε τον τόπο, κινήθηκε προς την μία από τις δύο στίβες ξύλων, την ξεσκέπασε με βιάση και φάνηκαν τα χοντρά ξερά ξύλα σωριασμένα με τάξη, αφήνοντας κενά για τον αερισμό και για τα προσανάμματα.
Συνάμα, από ένα χαμηλό καταστέγι κουβάλησαν χέρι με χέρι μικρά δεμάτια προσανάμματα και τα σφήνωσαν στις προκαθορισμένες θέσεις. Η διπλανή στίβα θάμενε άθικτη, αφού τα ξύλα της ήταν εμποτισμένα με εύφλεκτα υλικά για δημιουργία καπνού και προοριζόταν για σήματα ημέρας.
Ο φρυκτωρός άρπαξε ένα δαδί και πλησίασε στην φωτιά, που σιγόκαιγε ακατάπαυστα, μέρα και νύχτα σε προφυλαγμένο από αέρα και βροχή σημείο, έγειρε και αμέσως τράβηξε πίσω το ξύλο που είχε αρπάξει αστραπιαία φωτιά και με γρήγορες, ψύχραιμες κινήσεις άναψε την φρυκτωρία. Η φωτιά απλώθηκε ομοιόμορφα σε όλη την στίβα και σε λίγα λεπτά οι φλόγες εστελναν μήνυμα σε εχθρούς και φίλους, πως υπήρχαν άγρυπνα μάτια και πως καλούσαν στα όπλα κι' άλλους, να' ρθουν να προστατέψουν το νησί.
Πολλές φορές τα εχθρικά καράβια με το που έβλεπαν τα σήματα φωτιάς, άλλαζαν αμέσως ρότα, αφού οι νησιώτες έδειχναν όχι μόνον ότι τους είχαν αντιληφθεί, αλλά και ότι, ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν, που σήμαινε πως ήταν αρκετοί και οπλισμένοι και πως τακτικός στρατός έδρευε στο νησί.
Στο μεταξύ, για να μην περάσει ούτε λεπτό χαμένο, άλλος φρυκτωρός έστελνε προς τον ενδιάμεσο σταθμό των Αμμωνιών σημάδι με πολέμιους φρύκτους, κινώντας δεξιά-αριστερά ένα αναμμένο δαυλό.
Στα Αμμώνια, που έπαιρναν την ονομασία τους τόσο από τον βράχο που είχε χαρακτηριστικό σχήμα, όσο και από την γειτνίασή του με τον παληό ναό του Άμμωνα Δία, υπήρχε επίσης ένα μικρό φυλάκιο, ένα πολυάνδριο, που κατέλυε σε φυσικούς βραχώδεις σχηματισμούς, ελαφρά οχυρωμένους, περισσότερο για προφύλαξη από τα καιρικά φαινόμενα, παρά από τις επιθέσεις εχθρικών μονάδων.
Η θέση δεν είχε καμμία αμυντική δυνατότητα, αλλά, εξασφάλιζε την ροή των σημάτων προς το Κάστρο και προς την φρυκτωρία στου Πολέμου τον Κάμπο.
Ο πύργος στη Σαμάντλα, γι' άλλη μια φορά, είχε κάνει αυτό για το οποίο είχε σχεδιαστεί.
Σε λίγο κάρρα και άλογα θα 'φταναν φορτωμένα στρατιώτες που θα επάνδρωναν το φυλάκιο στα Πυργιά και όλα τα περάσματα.
Κάθε σκαλί και κάθε πεζούλα θα γινόταν γραμμή άμυνας, να σταματήσει τον ξένο, να σώσει το νησί από την επιβουλή των εχθρών.
Όλα τα χτισίματα στην βορεινή μεριά του νησιού έκλειναν μέσα τους τον φόβο για τον εισβολέα και βαρειές, πλατειές πέτρες παρεμβάλλονταν ένθετες μέσα στις μάντρες,, να προεξέχουν όσο ακριβώς χρειάζεται για να κρυφτεί ένας άντρας και να σταθεί να ρίξει, να φέρνει την αμφιβολία στο μυαλό των επιτιθέμενων, αν δηλαδή, σε κάθε πέτρα αντιστοιχούσε κι' ένας ένοπλος. Πέτρες που με μια γερή σπρωξιά θα μπορούσαν να σωριαστούν πάνω στους επιτιθέμενους...
...και που στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, θα έμοιαζαν έργα τέχνης, μόνες στη μέση χωραφιών, έρημες από νόημα πέρα από τον άχθο που τις είχε τοποθετήσει εκεί.
Στα χρόνια που περίμεναν την σειρά τους στα βάθη του Χρόνου για να περάσουν πάνω απ' το νησί, ένα μαντρί θα φτιαχνόταν εκεί όπου πριν στρατιώτες στάλιζαν, νυσταγμένοι, βαριεστημένοι, οκνοί, μέχρι την στιγμή που η καρδιά πετάριζε στο άκουσμα της κραυγής του σκοπού.
Στα χρόνια που ήρθαν πολλές φορές από 'κει και μετά κι' έφερναν μαζί τους κάθε φορά κι' από έναν πόλεμο, οι Τηνιακοί ήταν πάντα εκεί, όρθιοι, γελαστοί, περήφανοι και στάθηκαν στον τόπο τους.
Ανάμεσά τους και ο παππούς μου Ζάννες Αρμάος του Λορέντζου, που ένα κομμάτι του κουβαλάω περήφανα μέσα μου κι' εγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου