Ο κυρ Θύμιος ο μπακάλης, λοιπόν, με τον καιρό ανακάλυψε πως και σε άλλα χωριά υπήρχαν κι' άλλοι μεγαλέμποροι, που είχαν φέρει με παρόμοιους τρόπους το χωριό στα μέτρα τους και διαφεντεύανε τις τύχες ολωνών των υποταχτικών τους.
Και ο κυρ-Θύμιος στο μεταξύ, είχε αρχίσει να ψάχνεται, γιατί οι χωρικοί είχαν σταματήσει πιά να καταναλώνουν τα αγαθά του, τα χρήσιμα δηλαδή, γιατί τα άλλα, μόνον αγαθά δεν ήτανε...
Μαζεύει λοιπόν, ο Θύμιος τους εμπόρους του δίπλα χωριού και τους λέει:
«Τί θα λέγατε να τους δανείζαμε εμείς λεφτά για να συνεχίσουν νάχουν και να χαλάνε;»
«Ναι» απάντησαν οι άλλοι, «Μα πώς να τους δανείσουμε άμα δεν έχουν τίποτα πια στην κατοχή τους για να πάρουμε, εξόν απ΄τα λεφτά που κρατούν στα χέρια τους;»
«Α! απλό...», είπε ο κυρ-Θύμιος. «Θα αγοράζουν όσα θένε και θα μας τα πληρώνουν σε βάθος χρόνου, με το αζημίωτο φυσικά. Κάνει η αξίνα δέκα δραχμές; Πάρε τη και κάμε τη δουλειά σου και μου την πληρώνεις μια δραχμή το μήνα, αλλά, όχι για δέκα μήνες μα για δεκατρείς.
Ποιός θα πει όχι...
Ποιός θα πει όχι...
Και άμα χρειάζονται κι΄άλλα λεφτά, τότες, έρχομαι εγώ στο δικό σας το χωριό να κάμω τον καλό και ‘σεις στο δικό μου για να τους δώσουμε λεφτά νάχουν να χαλάνε. Θα βρεθούμε το λοιπό, νάχω εγώ λεφτά δανεισμένα στο δικό σας το χωριό και ‘σεις στο δικό μου. Μεταξύ μας, άμα θέλουμε, θα μπορούμε να ανταλλάσουμε τα χρέη και νάχει ο καθένας του χωριού του στα χέρια του, χωρίς όμως να το γνωρίζουν οι χωριάτες. Πρέπει όμως να δανείζουμε εσείς κι΄εγώ τα ίδια περίπου ποσά στα χωριά μας.»
«Να , αυτό είναι το δύσκολο» είπαν οι άλλοι, «πώς θα τους πείσουμε να ζητήσουν λεφτά, δεν θα θέλουν.»
«Θα θελήσουν. Θα τους κάμωμε εμείς να θελήσουν», είπε ο Θύμιος.
«Κοιτάτε τί θα κάμω εγώ. Θα δώσω σ’ όσους δουλεύουν για μένα μεγαλύτερους μισθούς για νάχουν διαθέσιμα και να ξανοιχτούν και κάθε λίγο θα δίνω και κατιτίς σα δώρο να πούμε, να νιώθουν ασφάλεια. Τότε λοιπόν, θα ξοδεύουν όσα με τον τρόπο μας θα τους λέμε. Αυτοί, να δείτε τότε, θα ξανοιχτούν και θ΄αρχίσουν ν’ αγοράζουν, με δανεικά βέβαια, όσα χωράφια έχουμε και κάθονται ακαλλιέργητα και χωρίς αξία στα δικά σας τα μέρη, να τα χτίζουν και να τα μεγαλώνουν, όλα βέβαια με δανεικά. Το ίδιο και οι δικοί σας στο δικό μου το χωριό.»
«Μα άμα θ΄αρχίσουν νάχουν λεφτά δε θάρχονται πιά για το καθημερινό το μεροκάματο, για τις χοντροδουλειές», αντιγυρίσαν οι άλλοι εμπόροι.
«Όσο γι’ αυτό, μη φοβάστε. Άμα κάνουν πως λιγοστεύουν τα χέρια, έχει κάτι πεινασμένους από τα παραδίπλα, τα ήδη φτωχά χωριά και κάνουν ό,τι τους πούμε για ένα κομμάτι ψωμί.
Και πάλι θα πουλάμε όσα παράγουν αυτοί για ’μάς στους δικούς μας, σε όποια τιμή θα θέλουμε μεις. Και ποιός θα νοιάζεται για τις τιμές άμα έχει και χαλάει... Και μετά, άμα τελειώσουν τα χωράφια πούχαμε όλοι μας και κάθονταν άχρηστα και ετοιμάστηκαν για πούλημα, σταματάμε τους μεγάλους μισθούς και τα δώρα και λέμε τους:
Και πάλι θα πουλάμε όσα παράγουν αυτοί για ’μάς στους δικούς μας, σε όποια τιμή θα θέλουμε μεις. Και ποιός θα νοιάζεται για τις τιμές άμα έχει και χαλάει... Και μετά, άμα τελειώσουν τα χωράφια πούχαμε όλοι μας και κάθονταν άχρηστα και ετοιμάστηκαν για πούλημα, σταματάμε τους μεγάλους μισθούς και τα δώρα και λέμε τους:
Πληρώστε τώρα 'τά που χρωστάτε!
Μα δε θα μπορούν να πληρώσουν αφού τους μισθούς τους τούς κανονίζουμε εμείς, το πόσα θα παίρνουν και αν θα τα παίρνουν κιόλας.
Και σιγά-σιγά, αν είχαν βάλει και καμιά δεκάρα στην μπάντα με όλα όσα πέρασαν απ΄τα χέρια τους, θα τους τα πάρουμε κι΄αυτά και θα γυρίσουν στην προηγούμενη κατάσταση κι΄ακόμη χειρότερα.
Κι΄όταν πάρετε εσείς στα χέρια σας τα χωράφια του δικού μου χωριού και ‘γω του δικού σας, και μάλιστα αξιοποιημένα και έτοιμα για εκμετάλλευση ή για πώληση σε αληθινούς λεφτάδες, κάνουμε μια σκάντζα και αλλάζουμε τα χωράφια και βρισκόμαστε, με την περιουσία μας φτιαγμένη όπως δεν είχαμε ποτές φανταστεί, ο καθένας βασιλιάς στον τόπο του!!!
Κι’ από πάνω, με όλους τους χωριάτες χωμένους ως τον λαιμό στα χρέη να τους μεταχειριστεί ο καθείς όπως θέλει, να μπορεί πλέον να απλώσει χέρι και σε όσα δεν είναι δικά του, μα δημόσια, χωρίς κανείς να μπορεί να μιλήσει ή να απαιτήσει το δίκιο του.
Γιατί άμα είναι κανείς εξαθλιωμένος τί θα τονε νοιάξει, η φτώχεια του ή τό τι θα κάμω εγώ με τα νταμάρια, τα δέντρα και το νερό..;
Αυτά είχα να σας ειπώ και να μου συχωράτε την ταλαιπωρία, να σας κουβαλάω βραδιάτικο και μεσ' το κρύο, μακρυά απ΄τα σπιτικά σας....»
Συλλογισμένοι τον ακούγαν οι άλλοι, όμως το χαμόγελο, ίσως και μοχθηρό, μα δε πολυφαινόταν μέσα στο μισοσκόταδο του υποφωτισμένου μπακάλικου, είχε αρχίσει να πλαταίνει στα πρόσωπά τους και μόνον ο εγωισμός τους το περιόριζε σ’ ένα αχνό μειδίαμα...
Μετά από πολύ σιωπή, η πόρτα άνοιξε κι΄έκλεισε πολλές φορές και μουρμουριστές καληνύχτες ακούστηκαν, μέχρι που ο κυρ-Θύμιος έμεινε μόνος του ξανά.
Έρριξε μια ματιά στον μεγάλο καθρέφτη της σάλας, που μαζί με τα εμπορεύματα αντανακλούσε και το γεμάτο ανυπομονησία πρόσωπό του με τα γυαλιστερά, μοχθηρά μάτια.
«Υπομονή Θύμιο», είπε στον εαυτό του, «το καλό πράμα αργεί να γίνει...»
Μια σκέψη σαν αστραπή πέρασε απ΄το μυαλό του σαν έστρεψε να βγει απ' το μαγαζί:
Γέλασε άγρια με την αναίδεια του και βγήκε στο σκοτάδι, που τον αγκάλιασε μέσα του πριν πεις κιχ...
Το παραπάνω χειρόγραφο, που έχει τίτλο «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡ-ΘΥΜΙΟΥ ΤΟΥ ΜΠΑΚΑΛΗ» είναι σκισμένο από ‘δω και κάτω και δεν διαβάζεται καλά και ως εκ τούτου, δεν μπορώ να σας πω την συνέχεια και θα πρέπει, πρώτα να σας ζητήσω τη συγγνώμη και μετά, να σας βάλω στην δυσχερή θέση να πρέπει να την φανταστείτε μόνοι σας...