Ευτυχώς, δεν γίναμε ευρωπαίοι, τζιέρι μου!
Όσο κι΄αν πασχίσαμε μεταπολεμικώς (όχι μετά από κάποιον
συγκεκριμένο πόλεμο…) να γίνουμε ευρωπαίοι, δεν το πετύχαμε, χρυσαητέ μου!
Δεν έδενε η συνταγή, βρε λεβέντη μου! Τι να σε πω! τόσο το λάδι,
τόσο τ’ αλεύρι, τόση η μαγιά, μόλις το βάζαμε στον φούρνο μας έβγαινε
βαλκάνιος!
Ρε τι του αφαιρέσαμε τα ανατολίτικα μπαχαρικά, τι το βάλαμε να κάνει
ώρες κλασσικό μπαλέτο και να παίζει τένις…
Εκείνο το κατσομουτσούλικο μόλις
έβρισκε κεμπάπ έγλειφε τα δάχτυλά του, μόλις άκουγε συρτό και τσάμικο το
τρώγανε οι πατούσες του και μόλις έβλεπε αλάνα και αλάνια το χάναμε για ώρες.
Τι είπες, φιλτάτη Ντόρις μου; Εσένα κάθεται και διαβάζει με
τις ώρες; Ειδικα όταν βρέχει έξω; (πάντα δηλαδή…)
Αμ πού να το μαντρώσω, κυρα
Ντόρις μου, το δικό μου, που με το που μπαίνει Μάρτης και βάζει η μέρα κομματάκι
Ήλιο παραπάνω δεν το βαστάει το σπίτι!
Αλλά θα μου πεις, σάμπως καθόμαστε
εμείς…
Πού πάμε;
Βόλτα! (άκου πού πάμε…)
Πώς το λέτε στα ευρωπαϊκά το «βόλτα»;
(άσε, δεν θα το θυμάμαι και να μου το πεις…)
Γιατί γράφω το Ήλιος με κεφαλαίο;
Έτσι, από μόνο του μού ’ρχεται, δεν ξέρω γιατί…
Ναι, που λες με το κακορίζικο!
Αμάν και πως κάνω να πάει ο
Ιούνιος είκοσι να το στείλω στο χωριό να λυσσάξει να μ΄αφήσει να κάνω και
καμμιά δουλειά να ηρεμήσει και λίγο το κεφάλι μου.
Τι είναι το χωριό;
Το χωριό,
κυρά Σούζαν μου, είναι εκεί που είναι η καταγωγή μου!
Ναι, από εκεί είναι η
μάνα μου κι΄ο πατέρας μου και ο συχωρεμένος ο πάππος μου, που σκοτώθηκε το ’40
να σας πολεμάει.
Όοοοχι εσάς, όχι κυρα Μπετίνα μου, όοοχι! Τους άλλους, τους
κακούς! Εσείς δεν ξέρατε τίποτε για τα εγκλήματα, είμαι σίγουρη!
Δεν αφήνει αλάνα για αλάνα το παλιόπαιδο, που λες, κυρα
Κάθριν μου! Σκαρφαλώνουν και τα κάγκελα, ποια Άνγκελα;
Κάγκελα, είπα, Κάγκελα,
τι πήγες κι΄άκουσες, βρε Γουίτνι μου!
Εμένα έπρεπε να τρομάζει αυτό το όνομα και
συ τρέμεις; (αμ, εγώ την έχω χεσμένη και έχω και τον τρόπο να της το μηνύσω σιγά-σιγά…).
Καβαλάνε τα κάγκελα που λες και μπαίνουν στο σχολείο και
παίζουν μπάλα μέχρι τις δυό τα ξημερώματα!
Αν φοβούνται τους μετανάστες;
Μα βρε
συ Ροζμαρύ μου, στην παρέα του έχει μετανάστες!
Ξέρεις, εδώ δεν πολυνοιαζόμαστε
αν κάνει παρέα με τους «άλλους»!
Τι;
Τους είδες στην τηλεόραση τους μετανάστες
που βγαίνουν στα νησιά μας και τρόμαξες;
Αμ δεν υπήρξες ποτέ διωγμένη κυρά
Τζόαν μου για να καταλάβεις…
Εμείς όχι μόνο δεν τρομάζουμε αλλά βρίσκουμε και
τρόπο να μην πάνε χαμένα τα καημένα τ΄ανθρωπάκια. Ένα φαγάκι ο ένας, ένα
ρουχαλάκι ο άλλος, ένα παιχνίδι ο τρίτος, κάπως τους μαντάρουμε τον πόνο τους…
Εκείνο που με προβληματίζει βρε μάτια μου Κλαρίς, είναι που
ακόμη και ‘κείνο το Μέγαρο Μουσικής που φτιάξαμε όλο μπουζούκια παίζει…
Νάσου
Ξαρχάκος και πάρε και Χατζιδάκη και δώσε και Μαρκόπουλο και χτύπα κι΄ένα
Θοδωράκη.
Ποιόν Σταύρο; Όχι βρε Σαρλότ μου!
Αυτός ο Θοδωράκης που λες εσύ έχει
«Μπομπολάκης» για κανονικό του επώνυμο!
Ναι, σου λέω άλλος είναι, άλλος…
Γιατι
δεν διαμαρτυρόμεθα αγαπητή μου Ελιζαμπεθ περί της παρακμής ταύτης του Μεγάρου
μας;
Να σου πω.
Όλοι τούτοι που σου είπα οι συνθέτες έχουν μελοποιήσει Έλληνες
ποιητές!
Α, μου διέφυγε και πώς μου διέφυγε, Βαλερί μου!
Οι Έλληνες είναι ο
μόνος λαός που έχει μελοποιήσει ΟΛΟΥΣ τους ποιητές του!
Γιατί με μπουζούκι;
Γιατί αγαπητή μου Ηλέιν, το μπουζούκι είναι όργανο που έρχεται από τους αρχαίους
χρόνους, πανδούρα το λέγανε τότε και ταμπουρά αργότερα, γιατί σε προβληματίζει
το μπουζούκι; Αααα… Δεν έχει ευρωπαϊκό ήχο και σε ξενίζει, μάααστα, μάαααστα…..
Και τα ρεμπέτικα σε κάνουν και φοβάσαι;
Αγαπημένη μου
Βανέσα, είναι λογικό, έχουν να κάνουν με τον πόνο του λαού (τώρα θα ρωτήσεις τι
είναι λαός και θα γίνουμε μπουκλάκια…), πώς να το καταλάβεις;
Νόμιζες είναι
τούρκικο και θάπρεπε να το μισούμε;
Μα και τούρκικο νάτανε όχι δεν θα λέγαμε σε
κάτι καλό!
Σταυροδρόμι ήταν πάντα ο τόπος μας κυρά Κέρστιν μου, και γι΄αυτό
μείναμε ανοιχτά μυαλά και θέλαμε να τους ακούμε όλους και έτσι γεννήσαμε τη
Δημοκρατία!
Δεν μπορεί, ακουστά θα την έχεις τη Δημοκρατία! Την έκανες στην τετάρτη δημοτικού (και μετά χαθήκατε…ξέρω…), μπράβο, μπράβο!
Όχι, δεν λέω για
το πολίτευμα κυρά Μαργκό μου, για την ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ λέω!
Τι άλλο να σου ‘μολογήσω, κυρά Λιζαμπέτα μου, για να δω...
Να!
Άμα διαβάζει για εκείνα τα δικά σας στις Αφρικές με τις γενοκτονίες και την
αποικιοκρατία και τα ματωμένα διαμάντια και τα Αλγέρια και τα Μαρόκα και τις
Ινδίες και τους Ολλανδούς Μπόερς και το Απαρτχάιντ, όλο βρίζει! Ναι κυρά Νταϊάν
μου, βρίζει!
Κάτι λέει για τράπεζες και υποκρισία και πως ο μεγαλύτερος
εγκληματίας της υφηλίου ήταν πάντα η Ευρώπη και ‘γω δεν ξέρω τι να του πώ!
Τι
να απαντήσω που μου δείχνει κάτι φωτογραφίες να σε πιάνει η ψυχή σου κυρά
Ντέμπι μου!
Αααααχ, τι να πω η δόλια που δεν θα μου γίνει ποτές
ευρωπαίος!
Τι πόνο θαχω εγώ να με τυρρανάει την έρμη τη μάνα σα δεν αξιωθώ να
το δω ευρωπαίο σωστό με τα ούλα του!
Μ΄αυτόν τον πόνο θα ξεψυχήσω κυρά Μάρτζορύ
μου, μαζί μου θα τον επάρω τον πόνο!
Που θέλησα να το κάνω ευρωπαίο και ΄κεινού
δεν του ταίριαζε και μου τόλεγε σε κάθε ευκαιρία και ΄γω δεν τ’ άκουγα!
Μ΄αυτόν
τον πόνο θα με θάψουν, που τόβαλα να κοιτάζει στην ευρώπη και ‘κείνο το δύστυχο
ήθελε να χαίρεται τον τόπο του!
Έτσι θα φύγω!
Απολογούμενη σε όλες εσάς τις
ευρωπαίες που σας πίστεψα καλύτερές μου και είσασταν ένας φόβος όλος κι΄όλος!
Ένα συφέρο πάντα πάνω απ΄τους λαούς σας!
Ένας διχασμός να θρέφει τ΄αφεντικά
σας!
Και ‘γω να σας γροικάω καλύτερές μου!
Άκαπνες!