Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ιστορίες

Στου Μπερνίτσα το ζαχαροπλαστείο...

«....Λέει ο Θωμάς, ν ανέβεις στην Αθήνα, όλο και κάποια δουλειά θάβρεις. Δέκα ώρες Τήνο-Αθήνα έκανε το καράβι τότε. Κατάστρωμα, βροχή, δεν άντεχα την κλεισούρα του αμπαριού, μαθημένος απ΄το έξω. Φτάνω στον Πειραιά, κόσμος κακό , φασαρία, σάστισα, μούρθε να ξαναμπώ στο καράβι τα μπρος πίσω για το νησί. Με τα πολλά κατέβηκα, πάτησα πόδι στην προκυμαία, βρήκα ένα κάρρο με πήγε ως το σαπουνάδικο που ήταν στην Πειραιώς, από ΄κει τόκοψα με τα πόδια, έφτασα στου Φρατζέσκου τον καφενέ στην Κουμουνδούρου.  Τι χαμπέρια μου λέει, δουλειά του λέω δεν έχω και δεν θέλω να φύγω για πέρα, γιατί τότε όλοι φεύγαν για την Πόλη ή για τη  Σμύρνη να πα΄ να δουλέψουνε σε σπίτια μαγέροι και καμαριέρες. Δεν άντεχα να φύγω, έβλεπα διαβατήριο και μ΄έπιανε τρέμουλο, να θέλω σφραγίδα για ναρθω πίσω, ν΄ακούω βιολί νησώτικο και να τρέχουν ποτάμι τα μάτια μου, δεν ήθελα.  Είπα πάω στην Αθήνα κι΄ας κάμω ό,τι βρω, θα σούρνομαι, μα στα ξένα δεν πάω. Ο Φρατζέσκος είχε γνωριμίες, μου λέει άσε τον μπόγο κει στη γωνία, μ

Φασόλια και ταχίνι...

"Ανέβαινε το λοιπό, ο γέρο-γέρο-Μπινιντές, ο Τζώρτζης ο Μπινιντές, πάνω στο δώμα κι΄αρχίνιζεν: Ακούσατε, ακούστε! Στην Κολυμπήθρα έν΄ καΐκ΄ αραγμένο και κάν΄ πατάτις! Ή ξέρω ΄γω τί άλλο, ό.τι ήταν της εποχής." "Και ακουγόταν απ΄το δώμα ως κάτω στο χωριό;" "Ε, ακουγόταν...Μα ήταν ψηλά το σπίτ΄, στ΄απάνω χωριό, πάνω απ΄τον Άγιο Ζαχαρία, ήκαμιν κι΄αντίλαλο...Και μετά, ένας με τον άλλον το μαθαίναν." "Κι΄άμα φύσαγε, πώς ακουγόταν..;" "Ε, άμα φύσαγε, δεν ερχόταν καΐκ΄..!" Ρούφηξε μιά γουλιά ρακί, δάγκωσε και ένα σύκο ξερό. "Το καΐκ΄τότε έμενε μιά-δυό μέρες και προλαβαίναμε να κάνουμε ο καθένας ό,τι είχιν. Άλλος πατάτες, άλλος λεμόνια. Τότες, τα λεμόνια ήταν με το καμμάτ΄. Μέτραγες, τρία, τέσσερα, πέντε, σαράντα, πενήντα κομμάτια και μετά έγινε με την οκά και μετά πάλι, έγινε με το κιλό. Παράξενο δεν έν΄αυτό..;" "Και πώς γινόταν, πηγαίνατε στην Κολυμπήθρα και τί κάνατε..;" "Εκεί που έν΄σήμερα τ΄ Βάγ΄

No life mister, no life...

Το παρακάτω κείμενο είναι από το podilates.gr και το αναρτώ γιατί μου το θύμισε το άρωμα του λεμονανθού, που έρχεται σιγά-σιγά και μπορεί και ομορφαίνει ακόμη και το τσιμέντο που μέσα τοου ζούμε. Το βλέμμα σπρωχνότανε κάτω, δεν πέρναγε πέρα από τις μύτες των παπουτσιών του και τα βαρειά του φρύδια δεν άφηναν να δω τα μάτια του, καταλάβαινα όμως την σκοτεινιά στην ψυχή του και πιό πολύ ένοιωθα την βαρειά του ανάσα, παρά που την άκουγα. Πώς βρέθηκα μέσα σε τούτο τον καφενέ, τον βγαλμένο από κάποιο βιβλίο του Καραγάτση, ούτε που κατάλαβα. Θυμήθηκα πως κάποτε είχα ταξιδέψει ως την Μυτιλήνη μόνο και μόνο για να πιώ καφέ σ’ έναν από κείνους τους παληούς καφενέδες που είχα δει στην τηλεόραση πως υπήρχαν ακόμη και τώρα, σ’ έναν ακόμη πιό παλιό απ’ όλους όσους είχα γνωρίσει, βρισκόμουν εδώ, στο Πέραμα. Έβαλα με το μυαλό μου πως θάπρεπε να θυμηθώ να ξανάρθω χειμώνα, νάναι αναμμένη και η μαντεμένια ξυλόσομπα, να βρέχει έξω και να κάτσω σε μια γωνιά να βλέπω διακριτικά τα γερόντια

Στο λιοτρίβι...

«Αντέλα! Έ, Αντέλα!», έσκυψε απ΄τα περπατιά κάτω η κυρα-Κατερίνα. «΄Εεε..», σήκωσε το κεφάλι της η Αντέλα. «Πού εν΄ η Λίζα μας ;» «Στου λουτρίδ΄μι τα πιδιά, παν΄να γυρίσουν το βόλτο...», είπε η μεγάλη αδελφή. Τί μεγάλη δηλαδή, δέκα η μία και εφτά η άλλη ήτανε... «Στου λουτρίδ;! ΄γιό πιδί, θα μ΄γυρίσ΄μεσ΄ τ΄μουτζούρα..!» Η κυρα-Κατερίνα έψαχνε τη Λίζα απ΄το πρωί. Το συνήθιζε το Λιζάκι. Έφευγε το πρωί και γύρναγε όποτε τέλειωνε το παιχνίδι. Σε αντίθεση με την Αντέλα, που όλο γύρω απ΄το σπίτι γύριζε. Τώρα, για παράδειγμα, έπαιζε με την Μαρία την Μπουρμπουνού και την Μαρίνα της Μαριόνκας στο παλιό σχολειό, εκεί που σήμερα είναι δίπατο σπίτι με πανύψηλη αροκάρια στον κήπο.  Χωρίζανε «σπ΄τάκια» και παίζανε. Κάθε λογής γυαλιστερό χαρτάκι ή κομμάτι από σπασμένη πορσελάνη, το μάζευαν με προσοχή και τόκαμαν για σερβίτσιο: «Έλα να σ΄κάμου καφέ, γειτόν΄σσα!», «Μιτά χαράς, γειτόν΄σσα, έλα κι΄από ΄κ΄πέρα να πιούμι τσάϊ!». Έλα μου όμως που ο μήνας έμπαινε Οκτώβριος και το ελαιοτριβείο είχε αρχίσει

Ο Γιακουμής, ο γάταρος...

“Ραμπιλίτσα, ε, Ραμπιλίτσα! Ου Φρατζέσκους ίπισιν, μουρή, μεσ΄του χουράφ΄κι δεν μπουρεί να σ΄κουθεί, φουνάζ΄πως πουνεί η μέση τ΄ !” Η φωνή της τσατσα-Μαριόνκας πέρασε από το ανοικτό πάνω φύλλο της πόρτας, διέσχισε το σαλό και βγήκε απ΄το παράθυρο της κάμαρας στο πίσω αυλιδάκι όπου η τσατσα-Ραμπέλα άπλωνε δυό παληόπανα πούχε για την λάτρα του σπιτιού. Δεν καλοκατάλαβε τί έλεγε η φωνή, μα σαν κάτι να της φάνηκε για τον Φρατζέσκο και τη μέση του. Ανέβηκε γρήγορα-γρήγορα το σκαλοπατάκι και σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της, πέρασε απ΄το σαλό να βγεί στα περπατιά και λίγο έλειψε να πέσει φαρδειά-πλατειά κάτω εξαιτίας του Γιακουμή , του γάταρου που είχε μαζευτεί στο σπίτι εδώ και τρείς μήνες και δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί. “Αααααα! Μουρδάρ΄ ! Δε νταγιαντώ πλιό, μεσ΄τα πόδια μ΄ ουλ΄ ντ΄ ν΄ώρα..!” και σκύβοντας κάτω φώναξε “Ε! Μαριόνκα, ήντα...” “Ου Φρατζέσκους μουρή, ίπισιν ικ΄πέρα μεσ΄ του χουράφ κι΄δεν μπουρεί. Να παρ΄ς του Ν΄κόλα ζ΄ Λίζας κι να πάς να τουν φερς, μουρή!” “Ίπισιν;

Η φάτσα μου στο νερό...

                   Πάνω στο πάτωμα του σπιτιού, στο πατημένο χώμα που ισώθηκε με μύριους κόπους, πού έπαιζα σκάβοντας κρυφά τρυπούλες γιά να γεμίσω το πλαστικό φορτηγάκι μου, να φτιάσω τα παιδικά μου όνειρα, πάνω’κεί ακούμπαγε η μάνα μου, σαραντάρα τότε, τον σιδερένιο κουβά, τον γυαλιστερό, που έκανε έναν ξερό θόρυβο όταν άφηνες το χερούλι του να χτυπήσει στα πλευρά του, τα γεμάτα με νερό από την βρύση στον πλάτανο, στο Αη Γιάννη. Ολόφρεσκο, θάλεγες , ζωντανό νερό. Έσκυβα πλάι στον κουβά με λαχτάρα και δέος, ακούμπαγα τα χέρια του δεκάχρονου εαυτού μου στο χείλος κι’ έβλεπα κύκλους να φεύγουν απ’ το μέταλλο προς το κεντρο του νερού σε κάθε μου χτύπημα, οσο απαλο και νάταν. Μετά, έφτανε η μεγάλη στιγμή΄ έφερνα το πρόσωπό μου παράλληλα με την επιφάνεια γιά να μην μπει το νερό στην μύτη μου και με τσούξει και σπρώχνοντας τα χείλη μου όσο πιό έξω μπορούσα, έδινα το πιό ζουμερό φιλί της ζωής μου στο νερό. Και ρούφαγα, ρούφαγα, ρούφαγα ώσπου να μην έχω πιά ανάσα και τότε σήκωνα το κεφάλι

"άνδρες γαρ πόλις..."

"....και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί " (Θουκυδίδης Η-77) Μεταφέρω από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ το παρακάτω κείμενο, καλό ή όχι, θ ατο διασπιστώσετε μόνοι σας. Απλώς, σαν επαλήθευση του κειμένου και της πικρής πραγματικότητας, κάντε μια αναζήτηση στο google πληκτρολογώντας "πλατεία Καρύτση" για να δείτε ποιές εικόνες θα σας βγάλει... Μικρή αγρυπνία στου Καρύτση Tου Nικου Γ. Ξυδακη Ο ναός του Αγίου Γεωργίου Καρύτση είναι τρίκλιτος βασιλική μετά τρούλου, προφυλαγμένη από το βουητό της οδού Σταδίου σε μια εξαίσια αθηναϊκή πλατεία, την ομώνυμη. Το αρχιτεκτονικό της στυλ είναι αθηναϊκό, δηλαδή νεοκλασικό ανάμεικτο, με βυζαντινές και ρωμανικές επιρροές· φέρει την υπογραφή του σπουδαίου Λύσανδρου Καυταντζόγλου, αλλά δεν ακολουθεί το αμιγές νεωτεριστικό ύφος άλλων έργων του, λ.χ. της Αγίας Ειρήνης επί της Αιόλου, του Αγίου Κωνσταντίνου της Ομονοίας, του Αρσακείου κ.λπ. Κατά τούτο, κατά το ανάμεικτο του ύφους και κατά την κλίμακα του μικρού μεγέθους του, τού