Πάνω στο πάτωμα του σπιτιού, στο πατημένο χώμα που ισώθηκε με μύριους κόπους, πού έπαιζα σκάβοντας κρυφά τρυπούλες γιά να γεμίσω το πλαστικό φορτηγάκι μου, να φτιάσω τα παιδικά μου όνειρα, πάνω’κεί ακούμπαγε η μάνα μου, σαραντάρα τότε, τον σιδερένιο κουβά, τον γυαλιστερό, που έκανε έναν ξερό θόρυβο όταν άφηνες το χερούλι του να χτυπήσει στα πλευρά του, τα γεμάτα με νερό από την βρύση στον πλάτανο, στο Αη Γιάννη.
Ολόφρεσκο, θάλεγες, ζωντανό νερό.
Έσκυβα πλάι στον κουβά με λαχτάρα και δέος, ακούμπαγα τα χέρια του δεκάχρονου εαυτού μου στο χείλος κι’ έβλεπα κύκλους να φεύγουν απ’ το μέταλλο προς το κεντρο του νερού σε κάθε μου χτύπημα, οσο απαλο και νάταν.
Μετά, έφτανε η μεγάλη στιγμή΄ έφερνα το πρόσωπό μου παράλληλα με την επιφάνεια γιά να μην μπει το νερό στην μύτη μου και με τσούξει και σπρώχνοντας τα χείλη μου όσο πιό έξω μπορούσα, έδινα το πιό ζουμερό φιλί της ζωής μου στο νερό.
Και ρούφαγα, ρούφαγα, ρούφαγα ώσπου να μην έχω πιά ανάσα και τότε σήκωνα το κεφάλι με μιά εκπνοή ευχαρίστησης και κύτταζα στις πλαινές ριγες του κουβά να δώ πόσο ήπια, πόσο το κατέβασα.
Θυμάμαι δυό κούβάδες, έναν γιά να πίνουμε και έναν γιά το μεταλλικό βρυσάκι που τόχε βάψει με φυστικί λαδομπογιά ο θείος μου ο Λωράν και το είχαμε κρεμασμένο στο πίσω αυλιδάκι και που όσο τελείωνε το νερό, τόσο αδυνάτιζε και η ροή του.
Την βρυση στον πλάτανο στον Αη Γιάννη την σπάσανε οταν έκοψαν ένα κλαδί που εμπόδιζε στο χτίσιμο και ‘κείνο έπεσε πάνω της και την τσάκισε.
Φάνηκαν τότε, οι από μέσα πέτρες , της αχρείαστης πιά βρύσης.
Τρεχάμενο νερό , τρεχάμενες ζωές.
Κανένα νερό δεν είχε πιά εκείνη την γεύση , δεν κουβάλαγε την σαγήνη της τελετουργιας του νερού σαν τόφερνε η μάνα μου , καλή της ώρα , τρείς τέσσερεις φορές την ημέρα.
Πολύτιμο από τον κόπο που κουβάλαγε μέσα του, την αγάπη και την φροντίδα της μάνας , της γιαγιάς, των δικών, απ’ ό,τι χάθηκε γιά πάντα.
03/9/04
1 σχόλιο:
Πόση νοσταλγία υπάρχει Οδυσσέα;
Δημοσίευση σχολίου