"Ανέβαινε το λοιπό, ο γέρο-γέρο-Μπινιντές, ο Τζώρτζης ο Μπινιντές, πάνω στο δώμα κι΄αρχίνιζεν:
Ακούσατε, ακούστε! Στην Κολυμπήθρα έν΄ καΐκ΄ αραγμένο και κάν΄ πατάτις!
Ή ξέρω ΄γω τί άλλο, ό.τι ήταν της εποχής."
"Και ακουγόταν απ΄το δώμα ως κάτω στο χωριό;"
"Ε, ακουγόταν...Μα ήταν ψηλά το σπίτ΄, στ΄απάνω χωριό, πάνω απ΄τον Άγιο Ζαχαρία, ήκαμιν κι΄αντίλαλο...Και μετά, ένας με τον άλλον το μαθαίναν."
"Κι΄άμα φύσαγε, πώς ακουγόταν..;"
"Ε, άμα φύσαγε, δεν ερχόταν καΐκ΄..!"
Ρούφηξε μιά γουλιά ρακί, δάγκωσε και ένα σύκο ξερό.
"Το καΐκ΄τότε έμενε μιά-δυό μέρες και προλαβαίναμε να κάνουμε ο καθένας ό,τι είχιν. Άλλος πατάτες,
άλλος λεμόνια. Τότες, τα λεμόνια ήταν με το καμμάτ΄. Μέτραγες, τρία, τέσσερα, πέντε, σαράντα, πενήντα κομμάτια και μετά έγινε με την οκά και μετά πάλι, έγινε με το κιλό. Παράξενο δεν έν΄αυτό..;"
"Και πώς γινόταν, πηγαίνατε στην Κολυμπήθρα και τί κάνατε..;"
"Εκεί που έν΄σήμερα τ΄ Βάγ΄ το κατοικιό, στην Κωμ΄τιανή τ΄ν άμμο, που έν΄και πιό σκεπά, ήταν η αποθήκη του μπάρμπα-Γιαννουλάκη. Εκεί πήγαιν΄ ο καθένας αυτά που είχε κι΄έπαιρνε πάλι απ΄αυτά που είχε φέρει το καΐκ΄."
"Τί έφερνε συνήθως..;"
"Ε, όσπρια, τις πιό πολλές φορές. Μα έφερναν και λάδ΄ και σπόρ΄ καμμιά φορά."
"Και τότε που έλεγες, τί ακριβώς έγινε;"
Βήχει, πίνει μια γουλιά ρακί.
"Μα πρι΄ στο πω, να ξέρ΄ς πως τότε είχε και πείνα και φτώχεια και τίποτις δεν είχαμι και όλο κάτι θάλειπε και άμα βρισκόταν καμμιά ευκαιρία, τρέχαμι...." χαμογελάει απολογητικά.
"Γιά λέγε..."
"Ήρθε το λοιπό, το καΐκ΄ κι΄ίφιριν φασόλια και ταχίνι. Τότε το ταχίνι το βάζαμε στο ψωμί και το τρώγαμε κι΄ ήταν χρειαζούμενο σα να λέμε, νάχεις να δίνεις κάτι στο παιδί να μην τρώει σκέτο παξιμάδ΄...
Ανεβαίν΄ που λες ο Μπινιντές, ο γέρο-γέρο-Μπινιντές, στο δώμα κι΄αρχίζει:
Έ, χωριανοί, ακούστε! Ήρθιν καΐκ΄στην Κολυμπήθρα κι΄ίφιριν φασόλια και ταχίν΄ !
Και νομίζαν όλοι, πως το καΐκ΄ είχε φέρει φασόλια και τα χύν΄ , πως τα πετάει στη θάλασσα, πως τα χύνει...!
΄ τα πολ΄ ώρα, νάσου να κατεβαίνουν όλοι με τα γαϊδούρια, περνάν΄απ΄τον Καρκάδο, πού πάτι μαρέ, ίρθιν καΐκ΄ στην Κολυμπήθρα, ίφιριν φασόλια και τα χύν΄...Ίντα λες μαρέ, τάσου νάρθω κι΄γω, τα ίδια και στο Κάτω Κλείσμα, να κατεβαίνουν οι ανθρώπ΄ να προλάβουν τα φασόλια που το καΐκ΄ τάχυνε....
Γελάς τώρα, μα τότες είχε πείνα, το καταλαβαίν΄ς..;
Όλα τούτα που΄ν΄σκαμμένα πα΄στα γκρεμνά και τώρα εν΄γεμάτα βλήστρες, τότε ήταν σπαρμένα. Κι΄ άμα είχε κανείς ένα κομματάκι γή, όσο μικρό και νάτανε, τόβαζε κάτι για νάχει να συμπληρώνει, μα ξερικό θες, μα ό,τι είχε...
Άλλη φορά θα σ΄ πώ για τις γελούδες, να δγείς τί έκαν΄ο κόσμος για να φυλάξει τον καρπό...
Μα άλλ΄ φορά, όχι τώρα..."
Ακούσατε, ακούστε! Στην Κολυμπήθρα έν΄ καΐκ΄ αραγμένο και κάν΄ πατάτις!
Ή ξέρω ΄γω τί άλλο, ό.τι ήταν της εποχής."
"Και ακουγόταν απ΄το δώμα ως κάτω στο χωριό;"
"Ε, ακουγόταν...Μα ήταν ψηλά το σπίτ΄, στ΄απάνω χωριό, πάνω απ΄τον Άγιο Ζαχαρία, ήκαμιν κι΄αντίλαλο...Και μετά, ένας με τον άλλον το μαθαίναν."
"Κι΄άμα φύσαγε, πώς ακουγόταν..;"
"Ε, άμα φύσαγε, δεν ερχόταν καΐκ΄..!"
Ρούφηξε μιά γουλιά ρακί, δάγκωσε και ένα σύκο ξερό.
"Το καΐκ΄τότε έμενε μιά-δυό μέρες και προλαβαίναμε να κάνουμε ο καθένας ό,τι είχιν. Άλλος πατάτες,
άλλος λεμόνια. Τότες, τα λεμόνια ήταν με το καμμάτ΄. Μέτραγες, τρία, τέσσερα, πέντε, σαράντα, πενήντα κομμάτια και μετά έγινε με την οκά και μετά πάλι, έγινε με το κιλό. Παράξενο δεν έν΄αυτό..;"
"Και πώς γινόταν, πηγαίνατε στην Κολυμπήθρα και τί κάνατε..;"
"Εκεί που έν΄σήμερα τ΄ Βάγ΄ το κατοικιό, στην Κωμ΄τιανή τ΄ν άμμο, που έν΄και πιό σκεπά, ήταν η αποθήκη του μπάρμπα-Γιαννουλάκη. Εκεί πήγαιν΄ ο καθένας αυτά που είχε κι΄έπαιρνε πάλι απ΄αυτά που είχε φέρει το καΐκ΄."
"Τί έφερνε συνήθως..;"
"Ε, όσπρια, τις πιό πολλές φορές. Μα έφερναν και λάδ΄ και σπόρ΄ καμμιά φορά."
"Και τότε που έλεγες, τί ακριβώς έγινε;"
Βήχει, πίνει μια γουλιά ρακί.
"Μα πρι΄ στο πω, να ξέρ΄ς πως τότε είχε και πείνα και φτώχεια και τίποτις δεν είχαμι και όλο κάτι θάλειπε και άμα βρισκόταν καμμιά ευκαιρία, τρέχαμι...." χαμογελάει απολογητικά.
"Γιά λέγε..."
"Ήρθε το λοιπό, το καΐκ΄ κι΄ίφιριν φασόλια και ταχίνι. Τότε το ταχίνι το βάζαμε στο ψωμί και το τρώγαμε κι΄ ήταν χρειαζούμενο σα να λέμε, νάχεις να δίνεις κάτι στο παιδί να μην τρώει σκέτο παξιμάδ΄...
Ανεβαίν΄ που λες ο Μπινιντές, ο γέρο-γέρο-Μπινιντές, στο δώμα κι΄αρχίζει:
Έ, χωριανοί, ακούστε! Ήρθιν καΐκ΄στην Κολυμπήθρα κι΄ίφιριν φασόλια και ταχίν΄ !
Και νομίζαν όλοι, πως το καΐκ΄ είχε φέρει φασόλια και τα χύν΄ , πως τα πετάει στη θάλασσα, πως τα χύνει...!
΄ τα πολ΄ ώρα, νάσου να κατεβαίνουν όλοι με τα γαϊδούρια, περνάν΄απ΄τον Καρκάδο, πού πάτι μαρέ, ίρθιν καΐκ΄ στην Κολυμπήθρα, ίφιριν φασόλια και τα χύν΄...Ίντα λες μαρέ, τάσου νάρθω κι΄γω, τα ίδια και στο Κάτω Κλείσμα, να κατεβαίνουν οι ανθρώπ΄ να προλάβουν τα φασόλια που το καΐκ΄ τάχυνε....
Γελάς τώρα, μα τότες είχε πείνα, το καταλαβαίν΄ς..;
Όλα τούτα που΄ν΄σκαμμένα πα΄στα γκρεμνά και τώρα εν΄γεμάτα βλήστρες, τότε ήταν σπαρμένα. Κι΄ άμα είχε κανείς ένα κομματάκι γή, όσο μικρό και νάτανε, τόβαζε κάτι για νάχει να συμπληρώνει, μα ξερικό θες, μα ό,τι είχε...
Άλλη φορά θα σ΄ πώ για τις γελούδες, να δγείς τί έκαν΄ο κόσμος για να φυλάξει τον καρπό...
Μα άλλ΄ φορά, όχι τώρα..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου