ΠΕΣ "ΑΛΕΥΡΙ"

Αλεύρι!

Εύκολο. Πετάγομαι απέναντι στο μίνι-μάρκετ και παίρνω όσο αλεύρι θέλω, σιγά το πράμα...
Και έχει αλεύρι για να φτιάξεις ό,τι σου κατέβει στο κεφάλι ή ό,τι είδες στην τηλεόραση να φτιάχνουν εκείνοι με τα τατουάζ...

Τώρα ποιός έσπειρε (Οκτώβριος), ποιός θέρισε (Ιούνιος), ποιός αλώνισε (Ιούλιος), λίγο μας ενδιαφέρει, το ράφι νάχει αλεύρι όποτε χρειαστώ και τί με κόφτει εμένανε ποιός έκαμε ποιά δουλειά...

Τα σκαλιά στην Τήνο τάχεις δει, υποθέτω. 
Σήμερα μπορεί να έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα, τότε όμως τα περισσότερα σκαλιά (πεζούλες) που διασχίζουν την Τήνο ήταν σπαρμένα με δημητριακά, ειδάλλως, πού να βρεθεί αλεύρι και κυρίως, ποιός μπορούσε να το πληρώσει και εδώ που τα λέμε, γιατί να το πληρώσει όταν τόφτιαχνε μόνος του από τότε που θυμόταν τον εαυτό του παιδί.


Ας πούμε λοιπόν, πως άντε και έσπειρες, άντε και έβρεξε Μάρτιο με Μάιο που θέλει νερό για να καλαμώσει το σιτάρι, το κριθάρι ή το μιγάδι, άντε και θέρισες.
Τί να το κάνεις όλο αυτό που μάζεψες αν δεν το περάσεις από το αλώνι;

Γεμάτη η Τήνος αλώνια, όπου γυρίσεις το μάτι σου θα δεις αλώνια. Όσα έχουν μείνει όρθια δηλαδή, όσα έχουν τον άζουρα ακόμη γύρω γύρω να τα τειχίζει, να οριοθετεί τον χώρο του αλωνιού με τις όρθιες πλάκες του.

Που ο χώρος του αλωνιού δεν μπορούσε να είναι μεγάλος, ίσα να φέρνουν βόλτα δύο αγελάδες ζεμένες στη λαιμαριά, και πάντα στρωμένος με μεγάλες πλάκες σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ελλάδας που το πάτωμα του αλωνιού ήταν από πατημένο αργιλόχωμα. Σε πολλές περιπτώσεις ο χτίστης εκμεταλλευόταν φυσικούς σχηματισμούς του εδάφους.

Στο αλώνι λοιπόν κατέληγαν τα δεμάτια με τα χερόβολα που προέκυπταν από το θέρισμα του καρπού. 

Το χερόβολο (χείρ+βάλλω) θέλει πέντε χεριές περίπου για να γίνει, και η χεριά είναι η δέσμη από στάχυα που χωράει σε ένα χέρι ενόσω το άλλο κρατάει το δρεπάνι και κόβει.

Μετά ακούμπαγαν κάτω το χερόβολο με τα στάχυα γυρισμένα στην την ίδια κατεύθυνση, και από αυτά γίνονται τα δεμάτια, και από τα δεμάτια γίνονταν οι θημωνιές.
Άμα τα χερόβολα δεν ήταν σωστά,  αυτός που τα έδενε, δεν θα τα έκανε καλά δεμάτια.

Έτσι βγήκε και η παροιμία 
«Εσείς κακό χερόβολο και εμείς κακό δεμάτι»
που ουσιαστικά είναι μια παροιμία περί συλλογικής ευθύνης, οπότε σταματάω την ανάλυση εδώ, καλοκαιριάτικα, μην αρχίσουμε τους παραλληλισμούς και χαλάσουμε ό,τι απέμεινε από το καλοκαίρι.

Θυμάται λοιπόν η μάνα μου το αλώνισμα εκεί λίγο μετά την κατοχή:

"Έπρεπε να είναι μια μέρα με πολύ ζέστη για να μπορέσουν να κάνουν πολλά πετάγματα.

Πρώτα λοιπόν ρίχνανε τους χεροβόλους στο αλώνι, γύρω στους δέκα κάθε φορά,  και μετά έμπαιναν οι αγελάδες δεμένες στον ζυγό. 
Οι αγελάδες που για να μην τρώνε τον καρπό φόραγαν στο στόμα ένα φίμωτρο πλεγμένο από βούρλα που λεγόταν χυμός.

Ένας γύριζε τις αγελάδες και άλλος με το σκάλεθρο άπλωνε τα στάχυα στο αλώνι.
Κάθε πέντε γύρους έπρεπε να αλλάζει η φορά του κύκλου για να μην ζαλίζονται τα ζώα.

Το συνηθισμένο παράγγελμα στα ζώα για να γυρίσουν ήταν "άλλαξε μεστέ!" ακαταλαβίστικη κουβέντα σήμερα πλέον, αλλά τα περισσότερα παραγγέλματα έχουν πολύ παλιά προέλευση και για τα περισσότερα δεν υπάρχει και κάποια λογική ετυμολογία.



Τα άχερα απομακρύνονταν σταδιακά από το αλώνι μέσα σε σεντόνια, σπανίως υπήρχαν τσουβάλια, και πήγαιναν στα καταστέγια για μελλοντική χρήση σαν ζωοτροφή. 
Τα χερόβολα εξακολουθούσαν να πέφτουν στο αλώνι μέχρι να γεμίσει καρπό.

Οι οικογένειες είχαν όλες το δικό τους αλώνι. Εκείνες που είχαν μεγάλη παραγωγή μπορεί να χρειαζόταν να αλωνεύουν για πολλές μέρες. 


Η μεταφορά της παραγωγής στο αλώνι ήταν και αυτή μια διαδικασία χρονοβόρα και επίπονη. 


Δεν έπρεπε να πάει τίποτε χαμένο και αν τα ζώα στην διαδρομή ακούμπαγαν στις μάντρες και έπεφταν στάχυα στον δρόμο αυτός που ερχόταν από πίσω τα μάζευε. 


Όταν τελείωνε το αλώνισμα βγάζανε τις αγελάδες έξω.

Σειρά είχε το λίχνισμα, οπότε περίμεναν να φυσήξει για να λιχνίσουν και δεν ήταν λίγες οι φορές που έπρεπε να κοιμηθούν στο αλώνι για να πιάσουν τον αέρα για το λίχνισμα.

Εξ ου και το "Όποιος θέλει να λιχνίσει κάθεται στον άζουρα".


Ο καρπός στην συνέχεια έμπαινε σε τσουβάλια, φορτωνόταν στα ζώα και πήγαινε στα κατώγια για να πάρει από εκεί τον δρόμο τους για τον μύλο σταδιακά, όταν υπήρχε ανάγκη για αλεύρι.

Τα κριθάρια τα έπαιρνε ο ΦΙΞ για την μπύρα, οι ντόπιοι συνήθιζαν περισσότερο το μιγάδι (μίγμα δημητριακών που περιείχε και σίκαλη) που όμως ήταν πολύ πιο σκληρό και έπρεπε να έχει πολύ ζέστη για να τριφτεί καλά.

Να πούμε ότι, αν το αλώνι ήταν κοντά στον δρόμο οι γυναίκες έπρεπε να φοράνε κάλτσες για να μην φαίνονται τα πόδια τους...

Τέλος, σημειώστε ότι, ένα ακόμη προβληματάκι ήταν το ότι τα ζώα όταν τους έρχονταν η ανάγκη τους την έκαναν εκεί που ήταν... 
Οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις μόλις έβλεπαν την αγελάδα να σηκώνει την ουρά της έβαζαν από κάτω ένα παληό καρίκι ή μια παληά κατσαρόλα για να μην λερώσει η αγελάδα τον καρπό. 

Αν η αγελάδα ήθελε το χοντρό της, τότε κρατάγανε πίσω της ένα μάτσο άχερα και μόλις το ζώο τελείωνε τα πετάγαν έξω απ' το αλώνι την "παραγωγή"…

Για τους μύλους των Κάτω Μερών μπορείτε να δείτε πατώντας εδώ:



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΕΝΑ ΝΗΣΙ ΓΕΜΑΤΟ ΒΛΑΚΕΣ...

ΚΟΥΚΛΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ...

Άγιος Πέτρος και Χαλακιά