«Αντέλα! Έ, Αντέλα!», έσκυψε απ΄τα περπατιά κάτω η κυρα-Κατερίνα.
«΄Εεε..», σήκωσε το κεφάλι της η Αντέλα.
«Πού εν΄ η Λίζα μας ;»
«Στου λουτρίδ΄μι τα πιδιά, παν΄να γυρίσουν το βόλτο...», είπε η μεγάλη αδελφή. Τί μεγάλη δηλαδή, δέκα η μία και εφτά η άλλη ήτανε...
«Στου λουτρίδ;! ΄γιό πιδί, θα μ΄γυρίσ΄μεσ΄ τ΄μουτζούρα..!»
Η κυρα-Κατερίνα έψαχνε τη Λίζα απ΄το πρωί. Το συνήθιζε το Λιζάκι. Έφευγε το πρωί και γύρναγε όποτε τέλειωνε το παιχνίδι. Σε αντίθεση με την Αντέλα, που όλο γύρω απ΄το σπίτι γύριζε. Τώρα, για παράδειγμα, έπαιζε με την Μαρία την Μπουρμπουνού και την Μαρίνα της Μαριόνκας στο παλιό σχολειό, εκεί που σήμερα είναι δίπατο σπίτι με πανύψηλη αροκάρια στον κήπο.
Χωρίζανε «σπ΄τάκια» και παίζανε. Κάθε λογής γυαλιστερό χαρτάκι ή κομμάτι από σπασμένη πορσελάνη, το μάζευαν με προσοχή και τόκαμαν για σερβίτσιο: «Έλα να σ΄κάμου καφέ, γειτόν΄σσα!», «Μιτά χαράς, γειτόν΄σσα, έλα κι΄από ΄κ΄πέρα να πιούμι τσάϊ!».
Έλα μου όμως που ο μήνας έμπαινε Οκτώβριος και το ελαιοτριβείο είχε αρχίσει να δουλεύει στο φούλ...Και δεν υπήρχε μόνον αυτό, ήταν ακόμη δύο στο Κάτω Κλείσμα κι΄ ένα στον Καρκάδο. Ήταν και καλή χρονιά εφέτος, ευκαιρία να κάνει κανείς κανένα μεροκάματο παραπάνω.
Μόλις, λοιπόν, παίρναν χαμπάρι τα παιδιά πως ο μπάρμπα-Γιωργάκης είχε ανάψει το καζάνι, έτρεχαν στο λιοτρίβι να γυρίσουν τον βόλτο ή την βίδα. Οι εληές, αφού πέρναγαν πρώτα απ΄τον χτιστό βόλτο όπου γινόταν το πρώτο σπάσιμο, έμπαιναν στις πετσέτες, στοιβάζονταν στο πιεστήριο, περιχύνονταν με άφθονο βραστό νερό απ΄ το καζάνι και πιέζονταν με την βοήθεια της βίδας για να βγεί το λάδι.
Η φωτηά του καζανιού έκαιγε ελαιοπυρήνα στην καλύτερη περίπτωση και, στην όχι και τόσο καλή περίπτωση, βοϊδιές...
Πηγαίναν, λοιπόν, τα παιδιά να γυρίσουν το βόλτο ή την βίδα, έτσι, σαν διασκέδαση κι΄όχι για χαρτζηλίκι, αφού ούτε λεφτά περισσεύαν, αλλά, και υπήρχαν εργάτες γι΄αυτήν τη δουλειά.
Βέβαια, όπως και να το κάνει κανείς, κάτι οι καπνιές απ΄το καζάνι, κάτι τα λάδια και η μούργα, που τα παιδιά τα διασκέδαζε ιδιαίτερα να κάθονται και να την χαζεύουν να τρέχει, έβγαιναν όλα μέσ΄ τη λίγδα απ΄το λιοτρίβι.
Τουλάχιστον, να προλάβαινε να την κάνει ένα μπάνιο πριν χωθεί στο σπίτι, αρπάξει κανένα κομμάτι ψωμί με ζάχαρη κι΄άειντε βρες την μετά. Και να γυρίζει μεσ΄το χωριό με τα λερωμένα ρούχα στο μεταξύ...
Όπως, λοιπόν, βγήκε η κυρα-Κατερίνα στην γωνία της τσατσα-Καρμέλας, νάσου και παίρνει το μάτι της την Λίζα να χώνεται στης πεθεράς της τής Αντέλας την πόρτα. Γκρούκ, έτριξε η πόρτα πάνω στο χιλιοπατημένο μάρμαρο κι΄έκλεισε κρύβοντας το παιδί πίσω της.
Γκρουκ η πόρτα δεύτερη φορά, μα μέχρι ν΄ανέβει τα σκαλιά η κυρα-Κατερίνα, άφαντη η Λίζα. Στο μεταξύ η άμια-Αντέλα, πούχε ακούσει την πόρτα ν΄ανοίγει και να κλείνει δυό φορές, βγήκε σκουπίζοντας τα χέρια της ως τον παράσταθα να δεί ποιός ανέβαινε.
«Έ, άμια, πού εν΄η ιμκρή;» κύτταξε κλεφτά η Κατερίνα πάνω απ΄τον ώμο τής πεθεράς της στην κουζίνα.
«Η Λίζα, μαρέ;», σάστισε η τσατσα-Αντέλα και βγήκε στην αυλή,
«Μα, μη μ΄κάν΄ς που δε ξέρ΄ς !» έκανε ν΄αγριέψει η Κατερίνα.
«Μα πού έν΄μαρέ η Λίζα,δεν την ίδγια απ΄του προυί...»...
«Άμια! Ισύ μ΄τη χαλάς! Όλο παστρικιά έν΄ μ΄λες κι΄ όλο μεσ΄ ζ΄ λάσπες γυρνά !»
«Μα δεν ντ΄νίδγια σ΄ λέω..!»
«Μα ιδώ ανέβηκιν, ηνταμό δεν ντ΄ν΄ίδγιες..!» έκανε κρατώντας το θυμό της η Κατερίνα και ανέβηκε τρία-τέσσερα σκαλιά προς την ταράτσα να δεί μήπως η μικρή είχε ανέβει εκεί για να γλυτώσει το πλύσιμο.
«Δεν εν ηφτού, σ΄λέου, δεν ανιβαίν΄ ηκεί...»
«Καλά...», γύρισε η κυρα-Κατερίνα και κατέβηκε τα σκαλιά φουντωμένη μή θέλοντας να δώσει συνέχεια, «καλά, άμια, μα ιγώ ντ΄ν ίδγια, δεν κάν΄ς καλά που την κρύβ΄ς...» συμπλήρωσε και φουριόζα, κατέβηκε στο δρόμο.
«Έλα, Παναΐγια μ΄, ιφτή η γυναίκα...» έμεινε να κυττάει από τα περπατιά η τσατσα-Αντέλα με αληθινή σαστισμάρα την Κατερίνα να στρίβει στη γωνία.
Και τότε, πριν προλάβει να κάνει ένα βήμα προς την κουζίνα, ένα τρίξιμο ακούστηκε από πίσω της κι΄ένα κεφαλάκι με δυό μπαγαπόντικα ματάκια έσκασε μύτη κάτω απ΄το μεγάλο κοφίνι της μπουγάδας, που στράγγιζε αναποδογυρισμένο στη γωνιά, κάτω απ΄τη θυρίδα.
«Ιδώ ίσι, μουρή κι δε μ΄λείς; Μ΄ακούς που τσακώνουμι μι ντ΄μάνα σ΄ κι δε μ΄λείς; » χτύπησε τα χέρια της στην ποδιά της η τσατσα-Αντέλα κρύβοντας με δυσκολία τα γέλια της και κάνοντας την θυμωμένη.
«Δε θέλου να μι πλύν΄, καθαρή ίμι...» βγήκε μπουσουλώντας η Λίζα απ΄το κοφίνι.
«Ήντα μουρδάρ΄κο πιδί έν΄ηφτό! Μα ποιανού ήμοιασις, μαρέ..;» κούνησε το δεξί της χέρι μ΄ανοιχτά τα δάχτυλα, δήθεν απειλητικά, προς το μέρος του παιδιού.
«Έ, γιαγιά, δε θέλου να μι πλύν΄, καθαρή ίμι...» ξαναείπε το Λιζάκι κυττάζοντας κάτω.
Τί να κάνει όμως η τσατσ΄Αντέλα, απ΄την μιά το λάτρευε το παιδί και δεν ήθελε να το στεναχωρεί κι΄απ΄την άλλη, έπρεπε να λύσει και το διπλωματικό επεισόδιο που είχε προκύψει με την Κατερίνα, την νύφη της.
Μιά και δυό παίρνει το παιδί και το πάει δίπλα στου Ζάννε, τό και τό και να μην την μαλώσει, δε θα το ξανακάνει...
Η Κατερίνα πάλι, απ΄τη μιά ήθελε να γελάσει κι΄απ΄την άλλη δεν ήθελε να δώσει θάρρος στο σκανταλιάρικο Λιζάκι.
Ζέστανε νερό, τόβαλε στο βρυσάκι, έβαλε τη μικρή μέσα στη σκάφη και μ΄ένα πανί και με μια πλάκα σαπούνι με αλισίβα άρχισε να τρίβει το λιγδωμένο κορμάκι τής μικρής, που δεν έβγαλε άχνα, ακόμη κι΄όταν τα σαπούνια μπήκαν στα μάτια της. Περίμενε τη γαλόσουπα με τ΄αστρουλάκι που θ΄ακολουθούσε και σώπαινε.
Κι΄αύριο μέρα ήταν, το λιοτρίβι εκεί θα ήταν και από εληές, είχε ο Θεός...
.................................................
3 σχόλια:
Γουστόζικο, Όφιε και γεμάτο ρυθμό. Με τα κείμενά σου ξαναφρεσκάρω τα ντηνιακά μ΄. Αλλά πίσω από το ψευδώνυμό σου δεν μπορώ να αντιληφτώ την ταυτότητά σου. Δε νταγιαντώ αυτό το φιδίσιο προσωπείο σου.
Το σχόλιό σου με τιμάει ιδιαίτερα.
Το e-mail μου είναι nikosatta@gmail.com
Α! καλά, υπέροχη γραφή και ιστορία.
Ταξίδια στο χρόνο μας δίνεις και ελπίδα.
Κι' ας είμαστε με μαυρισμένη την ψυχή.
Δημοσίευση σχολίου