ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΕ ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ
Πάρτην κύριε εργολάβε μου! Πάρτην αυτήν που κάποτε ήταν η πατρίδα μου! Αλλά δος μου κι εμένα έναν τόπο να μείνω. Πάρτην όλην, άσε με όμως να ζήσω. Δεν βγαίνω πιά να κουμαντάρω κοτζάμου τόπο που τον ερήμαξα με τα χέρια μου τα ίδια. Βλέπεις όταν ήταν φουντωμένος απ΄άκρη σ΄άκρη κι έβγαζε του θεού τα καλούδια, έσπευσα, κύριε εργολάβε μου, να ξηλώσω τα πάντα με σκοπό τα λεφτάκια της επιδότησης. Κι από πίσω τρέχαν οι λογαριασμοί… Πάρε το λοιπόν το ερείπιο, γκρέμισέ το και φτιάξε το κατά πως θες εσύ. Μα άσε μου κι εμένα ένα δυαράκι να στεγάσω το τέλος μου! Ξέρεις, έχω γεράσει πιά και νιάτα δεν τρέφω μέσα μου, τα διώχνω να πανε αλλού, στους δικούς σου τόπους, να σου δουλέψουν. Εδώ έχω ξένους πιά να δουλεύουν, έ να μεγάλο στρατόπεδο εργασίας τόχω κάμει το ρημάδι, όπου μαζεύονται όλου του κόσμου οι διωγμένοι και κάνουν ό,τι τους βρεθεί για να επιβιώσουν. Βλέπεις κι εκείνοι σου δώσαν αντιπαροχή την δικιά τους πατρίδα ή τους ξεσπίτωσες με το ζόρι, και τους έχω τώρα φτ