Αναρτήσεις

Παίξτε ΤΗΝΟΠΟΛΗ !!!

Εικόνα
Σύντομα κοντά σας και με τις κάρτες τού παιχνιδιού, για να μπορέσετε και ΄σεις να διαλύσετε την δική σας Τήνο !!!

Φασόλια και ταχίνι...

"Ανέβαινε το λοιπό, ο γέρο-γέρο-Μπινιντές, ο Τζώρτζης ο Μπινιντές, πάνω στο δώμα κι΄αρχίνιζεν: Ακούσατε, ακούστε! Στην Κολυμπήθρα έν΄ καΐκ΄ αραγμένο και κάν΄ πατάτις! Ή ξέρω ΄γω τί άλλο, ό.τι ήταν της εποχής." "Και ακουγόταν απ΄το δώμα ως κάτω στο χωριό;" "Ε, ακουγόταν...Μα ήταν ψηλά το σπίτ΄, στ΄απάνω χωριό, πάνω απ΄τον Άγιο Ζαχαρία, ήκαμιν κι΄αντίλαλο...Και μετά, ένας με τον άλλον το μαθαίναν." "Κι΄άμα φύσαγε, πώς ακουγόταν..;" "Ε, άμα φύσαγε, δεν ερχόταν καΐκ΄..!" Ρούφηξε μιά γουλιά ρακί, δάγκωσε και ένα σύκο ξερό. "Το καΐκ΄τότε έμενε μιά-δυό μέρες και προλαβαίναμε να κάνουμε ο καθένας ό,τι είχιν. Άλλος πατάτες, άλλος λεμόνια. Τότες, τα λεμόνια ήταν με το καμμάτ΄. Μέτραγες, τρία, τέσσερα, πέντε, σαράντα, πενήντα κομμάτια και μετά έγινε με την οκά και μετά πάλι, έγινε με το κιλό. Παράξενο δεν έν΄αυτό..;" "Και πώς γινόταν, πηγαίνατε στην Κολυμπήθρα και τί κάνατε..;" "Εκεί που έν΄σήμερα τ΄ Βάγ΄

ΜΠΟΥΓΑΔΑ...

Πρωί-πρωί Δευτέρα, μόλις τα παιδιά μαζεύτηκαν στο σχολείο των Κελλιών, μονοθέσιο με πάνω από εβδομήντα παιδιά απ΄ τα τέσσερα χωριά, η Φρατζέσκα με την Μαριέττα συναντήθηκαν εμπρός στο τσαγκαριό τού Αλμπέρτη και άρχισαν ν΄ανηφορίζουν προς το ξυνάρι με τo κοφίνι γεμάτο με ασπρόρουχα για πλύσιμο. Κάθε είκοσι με τριάντα μέρες που μαζεύονταν τα άσπρα, βάζανε και μια καλή μπουγάδα. Μεγάλη μπουγάδα κάνανε κι΄όταν ερχόταν άνοιξη κι΄έπρεπε να φυλάξουν τα πιό βαρειά χειμωνιάτικα στην ναφθαλίνη. Γιατί τα καθημερινά, τα σκούρα, αυτά που λερώνονταν στις δουλειές, τα έπλεναν με την πρώτη ευκαιρία στην κοντινότερη πλύστρα τού χωριού, όπου υπήρχε και πηγάδι. Μέχρι και σήμερα, σε πολλά σπίτια των Κελλιών μπορεί να βρει κανείς πηγάδι στο περιβόλι τους, σημάδι ότι το χωριό ανέκαθεν είχε πολλά νερά. Ακόμη και τώρα, μεσ΄το κατακαλόκαιρο, αν γυρίσεις να κυττάξεις προς την Αγία Υπακοή, μπορείς να δεις τις δράφες να μωβίζουν μεσ΄τα λαγκάδια, κι΄αν κάνεις τον κόπο ν΄ανέβεις ως τού Πολέμου τον Κάμπο, δεν θ

No life mister, no life...

Το παρακάτω κείμενο είναι από το podilates.gr και το αναρτώ γιατί μου το θύμισε το άρωμα του λεμονανθού, που έρχεται σιγά-σιγά και μπορεί και ομορφαίνει ακόμη και το τσιμέντο που μέσα τοου ζούμε. Το βλέμμα σπρωχνότανε κάτω, δεν πέρναγε πέρα από τις μύτες των παπουτσιών του και τα βαρειά του φρύδια δεν άφηναν να δω τα μάτια του, καταλάβαινα όμως την σκοτεινιά στην ψυχή του και πιό πολύ ένοιωθα την βαρειά του ανάσα, παρά που την άκουγα. Πώς βρέθηκα μέσα σε τούτο τον καφενέ, τον βγαλμένο από κάποιο βιβλίο του Καραγάτση, ούτε που κατάλαβα. Θυμήθηκα πως κάποτε είχα ταξιδέψει ως την Μυτιλήνη μόνο και μόνο για να πιώ καφέ σ’ έναν από κείνους τους παληούς καφενέδες που είχα δει στην τηλεόραση πως υπήρχαν ακόμη και τώρα, σ’ έναν ακόμη πιό παλιό απ’ όλους όσους είχα γνωρίσει, βρισκόμουν εδώ, στο Πέραμα. Έβαλα με το μυαλό μου πως θάπρεπε να θυμηθώ να ξανάρθω χειμώνα, νάναι αναμμένη και η μαντεμένια ξυλόσομπα, να βρέχει έξω και να κάτσω σε μια γωνιά να βλέπω διακριτικά τα γερόντια

Στο λιοτρίβι...

«Αντέλα! Έ, Αντέλα!», έσκυψε απ΄τα περπατιά κάτω η κυρα-Κατερίνα. «΄Εεε..», σήκωσε το κεφάλι της η Αντέλα. «Πού εν΄ η Λίζα μας ;» «Στου λουτρίδ΄μι τα πιδιά, παν΄να γυρίσουν το βόλτο...», είπε η μεγάλη αδελφή. Τί μεγάλη δηλαδή, δέκα η μία και εφτά η άλλη ήτανε... «Στου λουτρίδ;! ΄γιό πιδί, θα μ΄γυρίσ΄μεσ΄ τ΄μουτζούρα..!» Η κυρα-Κατερίνα έψαχνε τη Λίζα απ΄το πρωί. Το συνήθιζε το Λιζάκι. Έφευγε το πρωί και γύρναγε όποτε τέλειωνε το παιχνίδι. Σε αντίθεση με την Αντέλα, που όλο γύρω απ΄το σπίτι γύριζε. Τώρα, για παράδειγμα, έπαιζε με την Μαρία την Μπουρμπουνού και την Μαρίνα της Μαριόνκας στο παλιό σχολειό, εκεί που σήμερα είναι δίπατο σπίτι με πανύψηλη αροκάρια στον κήπο.  Χωρίζανε «σπ΄τάκια» και παίζανε. Κάθε λογής γυαλιστερό χαρτάκι ή κομμάτι από σπασμένη πορσελάνη, το μάζευαν με προσοχή και τόκαμαν για σερβίτσιο: «Έλα να σ΄κάμου καφέ, γειτόν΄σσα!», «Μιτά χαράς, γειτόν΄σσα, έλα κι΄από ΄κ΄πέρα να πιούμι τσάϊ!». Έλα μου όμως που ο μήνας έμπαινε Οκτώβριος και το ελαιοτριβείο είχε αρχίσει

ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΛΕΡΟ...

«Το πρωί μόλις ανοίξαμε τις τηλεοράσεις ακούσαμε ότι, οι Τούρκοι πήραν την Λέρο. Παγώσαμε, τρομάξαμε, μαζευτήκαμε...Θυμήθηκα άλλες εποχές που μας έπιανε ιερή μανία όταν κάποιος άγγιζε κάτι απ΄την πατρίδα και τώρα ούτε που τόλμαγες να πεις την λέξη. Δεν υπήρχαν πιά πατρίδες και σημαίες... Και τώρα; Σκέφτηκα...Τώρα ποιό νησί έχει σειρά, πού θα πάνε ν΄ακουμπήσουν τα βρωμόχερά τους οι καλοί γειτόνοι και κουμπάροι..; Είχαν βγεί στις τηλεοράσεις κι΄όλοι οι σφογγοκωλάριοι και πετάγαν τις ευθύνες στους άλλους, μα ποιός τους άκουγε...Μερικά κανάλια έβαλαν και τραγούδια του περασμένου πολέμου και στο ίντερνετ φωνάζαν όλοι πως τα έλεγαν καιρό και κανείς δεν τους άκουγε, τους είχαν στήσει στον τοίχο και τους έβριζαν πολεμοκάπηλους και ξενοφοβικούς. Την αλήθεια δεν την μάθαμε παρά μετά από πέντε μέρες. Οι Τούρκοι είχαν ησυχάσει για καμπόσο καιρό, μας είχαν κοιμίσει τού καλού καιρού, νομίσαμε πως δεν τους ένοιαζε πιά και μετά κάναν ένα μπραφ και πήραν το νησί. Στρατός γερός δεν υπήρχε να κάμει κ

Η Αλέκα κι΄ο Αλέκος...

"Άκου να δείς Αλέκα μου...  Δεν θ΄αλλάξεις ούτε το σφυροδρέπανο, ούτε την διαλεκτική σου, ούτε τα  πιστεύω σου, τουλάχιστον   όπως τα παρουσιάζεις στους ηλιθίους που σε παρακολουθούν/ακολουθούν,  ασχέτως τού πώς διάγεις τον  καθημερινό σου βίο.  Δεν θα πάρεις πίσω τίποτε από το παρελθόν του  κόμματος, δεν θα ζητήσεις συγγνώμη για κανένα  ατόπημα και δεν θα παραδεχτείς πως μπορεί και να  φταίει το κόμμα σε κάτι.  Εσύ, Αλέκο μου, θα συνεχίσεις να συσπειρώνεις αριστεροαπροσδιόριστους στο κομματάκι σου και θα  αναφέρεσαι για το υπόλοιπο του λαού που δεν συμφωνούν με τις θέσεις σου σαν "ρατσιστές,  ξενόφοβους, συντηρητικούς και οπισθοδρομικούς".  Θα είσαι εμφανώς με το μέρος των εκάστοτε ταραξιών και θα καταφεύγεις στον όρο "προβοκάτσια",  όποτε κάτι πάει να πέσει στις πλάτες σου και των ομοίων σου.  Επίσης, τρίτο και σημαντικώτερο, θα παραμείνετε κομμένοι στα δυό και ποτέ δεν θα σχηματίσετε μια  ενιαία αριστερά. Συμφωνείτε;"  ...........................