Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ

"Μια φορά κι΄έναν καιρό ήταν μια γριά και γύρναγε μές τα χωράφια και στους δρόμους και όλο νόμιζες πως μιλάει, μα 'κείνη είχε μισανοικτό το στόμα σα να ανάσαινε και δεν έλεγε τίποτε.

Άμα ήσουνα πάνω στο βουνό θα τύχαινε να την δεις να διαβαίνει και να κουνάει τα χέρια της σαν να σπέρνει κι΄άμα ήσουν κάτω στο χωριό θα την έβλεπες να κουνάει τα χέρια της σα να σκουπίζει τους δρόμους και τα μονοπάτια.

Γρια την λέγαμε γιατί ήταν όλη γκρίζα, μα τα μαλλιά της ήταν τόσο γκρίζα όσο και 'κείνων των τουριστών πού 'ρχονται καλοκαίρι και χορταίνουν ήλιο και ρουφάει το κεφάλι τους φως και ξανθαίνουν τόσο που μοιάζουν σα γκρίζοι γέροι.   

Και γκρίζα θάλαγες και τα ρούχα της, μα δεν μπορούσες να πεις αν ήταν γκρίζα από μαύρο που ξέβαψε ή γκρίζα από λευκό που λερώθηκε. 

Δε την φοβόταν κανένας και ούτε τα παιδιά παραμέριζαν, μα ούτε την πειράζαν γιατί ανιώθαν τον αέρα που σάλευε στο πέρασμά της και περιμέναν να καταλαγιάσει για να συνεχίσουν το παιχνίδι. 

Μετά, είπαν πως έναν χειμώνα που έβαλε κρύο πολύ, σαν αυτό που πάει να βάλει τώρα πάλι, χάθηκε η γριά και πως είχε παγώσει και δεν θα ξαναρχόταν ποτέ πιά, και να μη φοβόταν κανείς, λέγαν.

Μα αποκριθήκαν οι ανθρώποι πως έτσι κι΄αλλιώς δεν την φοβόνταν και είπαν να πάνε να την βρουν πριν χαθεί στ΄αλήθεια. Δρόμο πήραν δρόμο αφήκαν και γυρνάγαν στα βουνά και στις παραγγεριές και στους κάλαμους μέσα και κυττάζαν στα καυκάλες και μέσα σε καταστέγια και κατ’κιά και πουθενά δεν ήταν. 

Κι΄άμα πήραν να κατηφορίζουν, μόνο τότε είδαν τη γριά να είναι όρθια μέσα σ΄ένα αλώνι και να κουνάει τα χέρια της σα να αλωνέβγει και γύρω τριγύρω χορεύαν τούφες από ένα άσπρο σιτάρι που δεν έλεγε να κατακαθίσει κι΄έπειτα με μιάς έδωσε μια με τα χέρια και όλο το λευκό σιτάρι σηκώθηκε ψηλά μές τον αέρα και το πήρε και το στρουφογύρισε και το καμε δυό φορές τόσο και τρεις φορές τόσο και μετά γέμισαν οι ουρανοί με λευκές τούφες. 

Τότε η γριά μάζεψε τη μακρυά φούστα της γύρω στα ποδάρια της, την έζωσε στις κάλτσες της κι΄άρχισε να πέφτει το χιόνι και κείνη να περπατάει σαν πάντα, και τράβηξε για τα χωριά κι΄όπου πήγαινε το χιόνι ακολούθαγε μέχρι που την σκέπασε και την σήκωσε ψηλά και τότε οι χωρικοί καταλάβαν πως αυτή ήταν η κυρά του χιονιού... 

...που όλο τον χρόνο γυρνάει αμίλητη κι΄άμα έρθει ο χειμώνας καβαλάει το κρύο και καμει τη δουλειά που ξέρει να κάμει: να γκρεμίζει και να χτίζει. 
Να γκρεμίζει μαθές όσα απομείναν αφρόντιστα και να χτίζει όσα η γης μπορεί να θρέψει."




σημείωση: οι φωτογραφίες είναι οι μισές από τον φίλο που δεν θέλει να φαίνεται και οι άλλες μισές απ΄τον φίλο που σκαρφαλώνει στα κατσάβραχα. Τους ευχαριστώ και τους δύο. 


Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

ΠΟΥ ΓΥΡΝΑΓΕΣ..;

Βρήκα μια ρωγμή στον χρόνο και χώθηκα ΄κει μέσα. Κι΄ είπα μέσα μου: 
"Τώρα θα δεις όσα έχασες περιμένοντας το μέλλον!"
Κάπου απ΄το βάθος έφευγαν από μένα τρεις παληές συμμαθήτριες...

...και το σπίτι πού 'μενε ένας συμμαθητής της πρώτης δημοτικού ήταν αγνώριστο.

Φώς που ποτέ δεν είχα προσέξει, είχε μείνει ακόμα εκεί, ανάμεσα σε φρεσκαρισμένα κεραμίδια...

..και το ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ της πρώτης Λυκείου δεν είχε καν βιτρίνα.

Ένα κινηματογραφικό κίτρινο ανέμιζε στην απέναντι γωνία, σωσμένο απ΄το κίτρινο της κατεδάφισης...

...και μια λευκή σημαία σήμαινε την ανακωχή με τις γιορτές που μόλις πέρασαν.

Δεν θυμάμαι... Υπήρχαν πεινασμένοι και τότε..; 

Και τούτο το μεταλλικό κέντημα πρέπει νά 'ταν από πάντα εδώ, μα εγώ πέρναγα γεμάτος εγωισμό, πλήρης από άρνηση για το ταπεινό τώρα.

Ώσπου απ΄τον τοίχο κατρακύλησε ένα αθέλητο πράσινο και πήγε κι΄ενώθηκε με ΄κείνο του πεζοδρομίου...

Ύστερα οι άνθρωποι ονομάτισαν ξανά τα πράγματα κι΄έβαλαν το ίδιο όνομα δυό φορές, σα να μην ήταν από τότε σίγουροι για την ταυτότητα των πραγμάτων.

Είναι αλήθεια: υπάρχουν μερικοί που τους αρέσουν τα παληά σπίτια και πάνε και τα ζούν. Μέσα σε χρώματα από παληά φίλμ...

...πάνω και κάτω σε αχρείαστες πλέον σκάλες υπηρεσίας...

...που ξέρουν πως κάποια στιγμή ο σοβάς θα τους προδώσει...

..και πως μόνον αν έχεις την τοπική Θεά με το μέρος σου μπορεί και να τα βγάλεις πέρα.

Κι' έπειτα, πάλι το κίτρινο. Αδυσώπητη οθόνη ξέλαμπρη, που πάνωθέ της προβάλλεται η γειτονιά. 

Έχει κι΄εδώ καφενεία γεμάτα κόσμο, που δεν ξέρουν πως "ΝΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΤΟΥΣ"...

...έχει εκείνη την ισοπεδωτική ομοιομορφία, την τόσο απαραίτητη στις μεγαλουπόλεις...


...έχει κολλάζ...

...και πίνακες μεικτής τεχνικής...

...και κάδρα άλλων εποχών.

Έχει εκείνη την παραπαίουσα απορία για την διάρκεια των πραγμάτων...

...που δεν κρατάει όμως πολύ, γιατί το παράδοξο καραδοκεί να σε σωπάσει.

Είναι κι' ο λόφος, που έχει τ΄όνομα εκείνου του αρχαίου πάππου και που δεσπόζει στην περιοχή...

Ε, λοιπόν, ναι! 
Είχα πεταχτεί μια βόλτα ως εδώ:

..να βάλω πέντε τυχαίες νότες σ΄ένα από τα τεμπέλικα μεσημέρια μου.






Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία.

Εκατέβηκε την σκάλα, να κλείσει την εξώθυρα με το μάνταλο. Στο ανέβασμα, σε κάθε σκαλί στήριζε το σώμα της με το δεξί χέρι στο δεξί γόνατο ενώ με το αριστερό στηριζόταν στην ξύλινη κουπαστή τής σκάλας και σκέφτηκε πως τα χρόνια είχαν πραγματικά περάσει, δεν ήταν η ιδέα της, πρέπει νάχε μεγαλώσει. Μόλις πέρυσι σα να ήταν που ανεβοκατέβαινε τούτη την ίδια σκάλα με σβελτάδα, σα να πέταγε, σαν κάθε σκαλί να την επέταγε προς τα επάνω, σα να γύρναγε απ΄το σχολείο και να ήτανε απόγεμα Παρασκευής…

Έφτασε στο πλατύσκαλο. Απ΄την τζαμόπορτα, φαίνονταν η λάμψη των φώτων του δέντρου, που ερχόταν κι΄έφευγε, σαν μια μεγάλη πολύχρωμη φωτιά που έκαμε κόπο να μη σβήσει, σα τζάκι με λιγοστό αέρα. Άνοιξε και πέρασε στη σαλοτραπεζαρία. “Άντε, μάνα, καληνύχτα” είπε στην φωτογραφία τής μάνας της πάνω απ΄το μπουφέ, “κοιμήσου ‘συ, εγώ ‘χω να πάω κάπου”, συμπλήρωσε, χωρίς ν΄αφήσει να φανεί στη φωνή της πως ήξερε ότι η μάνα δεν την άκουγε.

Μπήκε στην κουζίνα, άμα είχε νοτιά η πόρτα έτριζε λίγο περισσότερο, γκρινιάρα θείτσα που την πιάσαν τα ρευματικά και ” ΄ποφέρει και δε νταγιαντά πλιό”.

Έσκυψε στην στόφα, άνοιξε την πόρτα και τράβηξε το μεγάλο ταψί έξω. Το γαλόπουλο είχε ροδίσει και οι πατάτες το πολιορκούσαν από παντού, δεν θα τ΄άφηναν να κινηθεί ακόμη κι΄αν τόθελε, ακόμη κι΄αν μπορούσε.

Ακούμπησε το ταψί απάνου στην “τράπεζα, βρε Μαριγώ κι΄ίσα, έλάτε να φάμε! Μόν΄πιάσε μ΄κι του κρασί μ΄κι φέρι κι δυό κούπις να τονε σχωρέσουμε τον παληόν τον χρόνον..!”

Ο πατέρας είχε φύγει πρώτος, πριν τη μάνα, τάφαγε τα πλεμόνια το κάρβουνο σαράντα χρόνους θερμαστής στα Λίμπερτυ. Η φωνή του όμως, δεν είχε φύγει ποτές από τα αυτιά της. Και ποτές μεσ΄τη μνήμη της δεν έβηχε ο πατέρας της, η φαντασία της τον είχε γιατρέψει μετά θάνατον. Η φωτογραφία του ήταν δίπλα στης μάνας, μα είχε την ιδέα πως εκεινού του άρεσε η ησυχία, δεν ήθελε πολλά-πολλά.

Σερβιρίστηκε, έκατσε στο πλάϊ του τραπεζιού, λογούσε τις δυό κεφαλές του τραπεζιού δικαίωμα των γονιών της. Άντρα δεν γνώρισε. Μη και ποτές της έλειψε η παρουσία του αντρού, θεός σχωρέσει το αμάρτημά της, γιατί Εκείνος ήθελε άντρα και γυναίκα μαζί, μόνο να, εκεινής δεν της επήγαινε η αντρικιά παρέα, σα να ντρεπότουνε, σα να μην άντεχε το βλέμμα τους επάνω της.

Έφαγε με μικρές μπουκιές, ήπιε και δυό γουλιές κρασί απ΄το νησί, της τόχε φερμένο το ανήψι της, ο Φραγκίσκος που είχε μαγαζί στην παραλία και που δεν θυμότανε τί είδος μαγαζί ήτανε και έκαμε πως ξέρει και πάντα ρώταγε πώς πάνε οι δουλειές. Το κρασί είχε κάτι απ΄τον αέρα του νησιού, που είχε χρόνους πολλούς να δει. Δεν ήθελε ν΄αφήσει το σπίτι έρημο ούτε για τρεις μέρες. Γιατί μία να πάς και μία ναρθείς, μία να τους δεις λιγουλάκι, νάτες οι τρεις οι μέρες. Δεν άντεχε.

Μόλις απόφαγε έβαλε γρήγορα-γρήγορα το πιάτο στον μαρμάρινο νεροχύτη κι΄άνοιξε το νερό να τρέξει. Ξέπλυνε πρόχειρα τα χέρια της και έφτασε στο ψηλό ράφι τέσσερα δοχεία φαγητού και τ΄άπλωσε στη σειρά πάνω στο τραπέζι. Πήρε το μεγάλο μαχαίρι απ΄το συρτάρι και μοίρασε στα τέσσερα το γαλόπουλο και τόβαλε στα δοχεία, συμπλήρωσε πατάτες και μπόλικη σάλτσα στο καθένα.

Κατέβηκε προσεχτικά την γυριστή σκάλα με την μεγάλη τσάντα στο χέρι, ξεκλείδωσε, αλήθεια, τί της ήρθε και κλείδωσε πριν, ξεχάστηκε, η συνήθεια είναι τρένο που δεν μπορεί ν΄ αλλάξει δρόμο. Βγήκε στο κρύο και τράβηξε πίσω της την πόρτα. Είχε τον λαιμό της καλά τυλιγμένο στο σάλι, που τής είχε φερμένο από το Κάρντιφ ο πατέρας της κι΄ήτανε διπλή η ζέστα του.

Περπάτησε γρήγορα, να φτάσει ζεστό το φαΐ ΄κει πούπρεπε. Περνάγανε σαν από παντού τ΄αυτοκίνητα, φώτα πάνω και κάτω, θαρρείς και ανάψανε όλα μονομιάς, θαρρείς και ψάχνανε να βρουν τον κλέφτη του χρόνου.

Έφτασε στην χαμηλή θύρα, έκρουσε απαλά κι΄ύστερα περίμενε.

Μετ΄από λίγο μια χαραμάδα φως βγήκε δειλά στο πεζοδρόμιο, ένα μαυριδερό κεφάλι πρόβαλε κι΄αμέσως χαμογέλασε “γκειά, Μαριγκώ ! ” Μέχρις εκεί ήταν τα ελληνικά. Άπλωσε τα σκούρα χέρια και πήρε το δοχείο σα να κράταγε νερό στη μέση της ερήμου, είπε ευχαριστώ υψώνοντας το δοχείο πάνω απ΄το κεφάλι της, η Μαριγώ είχε ήδη ανέβει τα τρία σκαλιά χαιρέταγε με βιάση και πήγαινε για το άλλο καλυβάκι.

Σε μιά ώρα παρά εφτά λεπτά είχε τελειώσει και ήταν τυλιγμένη με την κουβέρτα της πλάι στο παραθύρι, όπου θα την έπαιρνε ο ύπνος όπως κάθε πρωτοχρονιά και θα ξύπναγε με το πρώτο φως να πει καλή χρονιά στις φωτογραφίες των γονιών της.

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Πού είναι τα Χριστούγεννα..;

Κρυμμένα μέσα στο γκρίζο της πόλης, ίσως στέκονται για λίγο σ΄ένα κοινόχρηστο Χριστουγεννιάτικο δέντρο...

...μπορεί ν' ακολουθούν τα βήματα των παιδιών που λένε τα κάλαντα...

...ή να παρατηρούν έναν αδέξιο Αγιοβασίλη που εισβάλλει σε κάποιο ρετιρέ...

...ή πάλι, μπορεί να προσπαθούν να κυττάξουν έξω από κρύες σχολικές αίθουσες, να ομορφύνουν την ενήλικη ζωή μας...

Όπως και νάχει, άμα θέλεις πολύ να βρεις τα Χριστούγεννα, φτάνει να κυττάξεις προσεκτικά και θα δεις να στέκουν τριγύρω σου δεκάδες Χριστουγεννιάτικα δέντρα...

...στολισμένα με φανταχτερά πορτοκαλιά λαμπιόνια...

...ακόμη και με ανέλπιστες μαβιές κορδέλλες...

...ακόμη και με απαγορεύσεις για τα πρέπει και τα δεν πρέπει των ημερών.

Άμα θες, μπορεί να διακρίνεις λίγη αγάπη γραμμένη με σπρέυ στον τοίχο...

...και να δεις ελπίδα ανάμεσα σε κάγκελα...

...να διακρίνεις την μοναξιά των ημερών...

...και την ξενοιασιά μιας ηλιόλουστης μέρας...

Κι΄ όλα αυτά μαζί φτιάχνουν τα χαμένα Χριστούγεννα...

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΜΑΝΤΑΛΟ ΤΗΣ ΠΡΟΓΙΑΓΙΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΙΠΛΑ ΜΑΝΤΡΑ...

Πιό πολύ απ΄όλα φοβάμαι την απώλεια της μνήμης.
Δεν μιλάω για την δική μου, την προσωπική μου μνήμη, που κάποια στιγμή θα βαρύνει έτσι κι΄ αλλιώς.

Λέω για την Συλλογική Μνήμη, που είναι απαραίτητο συστατικό, έστω και κρυφό, του αύριο που έρχεται.

Μαζεύω παληά χαρτιά, εφημερίδες του ’50, ξύλινες κουτάλες σπασμένες, τεράστια καρφιά και κομμάτια ξύλου από παληά σπίτια, 

...ξεχαρβαλωμένες κλειδαριές,

...ένα διαλυμένο σκαμνί από κάποιο γκρεμισμένο κατοικιό, 

 ...ένα μπουκαλάκι από άρωμα από ένα φαρμακείο που δεν υπάρχει πιά, μπουκάλια από ποτά που δεν υπάρχουν πιά.

Και απλώς, προσπαθώ να βρω επάνω τους τα ίχνη των ανθρώπων, την φθορά από την καθημερινή χρήση, να εντοπίσω το πώς και το γιατί ενός ασυνήθιστου σχήματος, 


μα πιό πολύ, προσπαθώ να αναπαραστήσω μέσα μου την εποχή, να την ανασυνθέσω ταιριάζοντας μικρές ιστορίες, αφηγήσεις, ακούσματα, αυτά τα ίδια τα αντικείμενα, σκόρπια διαβάσματα.

"Ποιός ο λόγος", θα πει κανείς.
Δεν εξηγιέται ο λόγος.
Θάλεγα πως είναι, σε μικρότερη ασφαλώς κλίμακα, σαν να ανεβαίνεις στην Ακρόπολη. 
 
Δεν εξηγείται το τί σε μαγεύει σ’ αυτήν την επαφή και είναι πολύ πέρα από το νόημα αυτής της ανάρτησης το να αναλύσουμε τα δέκα μάρμαρα και το νόημά τους.








Καιρό τώρα, λοιπόν, η μάνα μου, κάθε φορά που πέρναγε έξω απ΄το σπίτι της γιαγιάς της τής Αντέλας, έδινε μιά στο μάνταλο της πόρτας του ερειπωμένου σπιτιού.  


«Ακούω τον ήχο και σκέφτομαι», μου είπε, «πόσα χρόνια ανεβοκατεβαίναμε και πατάγαμε αυτό το μάνταλο. Μετά σκέφτομαι πόσοι τόχουν πιάσει αυτό το χερούλι... Η γιαγιά μου, ο παππούς μου ο Λορέντζος, ο θείος μου ο Αντώνιος και ποιός ξέρει και ποιοί άλλοι ακόμη...»

Είπα τότε πως το ζεμπερέκι (το μάνταλο δηλαδή μαζί με το πόμολο) της προγιαγιάς μου της Αντέλας έχει στα μάτια τής μάνας μου μιάν άλλη αξία. 

Είναι ένα ταξίδι στην παιδική ηλικία, είναι μια νοερή καλημέρα σ’ όσους φύγαν, είναι ένας ήχος που θα κάναμε τα πάντα για να έφτανε μέχρι πίσω, μέχρις εκείνα τα χρόνια, να μπορούσε ακόμη-ακόμη να τον άκουγε και ΄κείνη η ίδια μικρή. 

Κι΄έπειτα ταιριάζω αυτή την σκέψη με τη ματιά μου όταν κυττάζω με δέος τις Τηνιακές μάντρες και τις ξερολιθιές. Πάντα το μάτι μου πάει στην κάτω-κάτω σειρά.

Η πρώτη μου σκέψη πάει σε ‘κείνον που έβαλε την πρώτη πέτρα κι΄έπειτα ακολούθησαν οι άλλες. 

 Η δική μου «Ακρόπολη» της Τήνου είναι αυτές οι μάντρες, αυτά τα κατοικιά και τα καταστέγια, αυτές οι ξερολιθιές και οι τεράστιοι μονόλιθοι στα ορεινά του νησιού.

Ο μόχθος των ανθρώπων, η τέχνη τους, που σαν υπέροχη πατίνα είχε αποτεθεί στα γονίδιά τους, η φροντίδα για ν' αντέξουν όλα αυτά για όσο γίνεται περισσότερο και τέλος, η αδυναμία μας σήμερα να επαναλάβουμε κάτι παρόμοιο σε μεγέθος και σημασία.

Γι΄αυτό, το μάνταλο της προγιαγιάς μου της Αντέλας και η παραδίπλα μάντρα έχουν την ίδια τεράστια αξία: κουβαλάνε πάνω τους το νησί, μας φέρνουν σε επαφή (έστω και ασυνείδητη), με την ιστορία του τόπου μας.

Κατά κάποιον τρόπο, μας δείχνουν τον δρόμο για το πώς οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε το νησί: με τα μάτια στο μέλλον, με την καρδιά στο παρελθόν, με την ψυχή στο τώρα.

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...