Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο χώρος. 
Η ανάγκη για χώρο κινεί τους πάντες. Για προσωπικό χώρο, χώρο ασφαλή, χώρο που μελλοντικά θα γίνει τόπος. 
Ο τόπος μας. 
Ο τόπος μου. 

Μέσα κει θα καλύπτω τις ανάγκες και τις προσδοκίες μου. 
Σαν πρωτόγονος, Νεάντερνταλ, πρόσφυγας, μετανάστης, το πρώτο που ψάχνω είναι ένας χώρος. 

Μια στέγη. 
Ο άστεγος δεν λέγεται ανέστιος
Λέγεται άστεγος

Και η στέγη στέκεται πάνω σε τοίχους που περικλείουν κάτι που μέχρι πριν ήταν κενό.
Αυτός ο ερεθισμός της περιέργειας να γνωρίσουμε άλλους χώρους/τόπους έρχεται από τότε που το κάναμε αναγκαστικά, σε αγέλες, για να επιβιώσουμε. Εξερευνούσαμε τον άγνωστο χώρο/τόπο μέχρι να βρούμε τον κατάλληλο για μόνιμη κατοικία. 


Φυσικοί χώροι, σπήλαια, κουφάλες δέντρων, χώροι φτιαχτοί, καλύβες με κενά στις σανίδες, κατασκευαστικές ατέλειες από τις οποίες παρατηρούσαμε το περιβάλλον σχεδόν ασφαλείς κυρίως από την φύση την ίδια μέσα στην οποία κινούμασταν, χαραμάδες που έγιναν παράθυρα, αλαζονικές επιβεβαιώσεις της παρουσίας μας στον χώρο, πόρτες που διαβαίνουν μόνον όσοι είναι στον κύκλο εμπιστοσύνης μας, που αποκτάται μέσω μιας σειράς επαληθεύσεων που, εν μέρει, δημιουργεί αυτό που λέμε φυλή, ράτσα, γένος, είδος. 

Και μετά, ο διπλανός, ο κοντινός. 

Ο οποίος δίπλα μου, κοντά μου, εγκλωβίζει το δικό του κενό και φτιάχνει τον χώρο του. Ανάμεσα στον δικό μου και τον δικό του χώρο δημιουργείται αυτομάτως ο κοινός μας χώρος, δρόμος, πλατεία, ακάλυπτος, κήπος. 

Και γύρω από τους προσωπικούς χώρους της ομάδας/αγέλης φτιάχνεται για προστασία ένα τείχος οριοθετώντας τον οικισμό. Και ο ιστός μεγαλώνει και γίνεται χωριό, κωμόπολη, πόλη, χώρα, ύστερα τα κοινά χαρακτηριστικά συνθέτουν το έθνος, ύστερα η ανάγκη διαχείρισης γεννάει το κράτος.

Ο χώρος όμως, ό,τι κι αν κάνουμε πάνω του, παραμένει ακατανόητος για τον άνθρωπο. 

Και αυτό κυρίως γιατί αναγνωρίζει ότι μέσα σε αυτόν τον χώρο θα τελειώσει τις μέρες του, και το χειρότερο; ο χώρος θα συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς αυτόν. 

Φροντίζει, λοιπόν, με άπλετη αλαζονεία, να καλύπτει την έλλειψη κατανόησης του φαινομένου του χώρου με το να τον καταλαμβάνει, να τον οριοθετεί και μετά να αφήνει επάνω του το σημάδι του. 

Όπως το σκυλί κατουράει τα όρια της επικράτειάς του, όπως οι γκραφιτάδες αφήνουν το όνομά τους σε όσο το δυνατόν πιο απομακρυσμένες περιοχές διεκδικώντας τες από άλλους, έτσι ο ιδιοκτήτης ενός χώρου αφήνει το αποτύπωμά του σε αυτόν, τον οικειοποιείται αφού προηγουμένως τον ιδιοποιήθηκε.

Οι χώροι που μας είναι οικείοι, κοντινοί, γνώριμοι, αναγνωρίσιμοι, μας ενώνουν. 

Ρωτάμε τους άλλους για την καταγωγή τους, αν έχουν πάει στο τάδε μέρος, αν έχουν δει το τάδε μαγαζί, αν έχουν κάνει μπάνιο στην τάδε παραλία και αν απαντήσουν θετικά, τότε ερχόμαστε πιο κοντά με κείνους. 

Για κανέναν σοβαρό λόγο, απλώς, ενωνόμαστε μέσω ενός ελάχιστου κοινού τόπου. 

Στην συνέχεια προτείνουμε παραλίες, μέρη διακοπών, μαγαζιά όπου περάσαμε καλά, προσπαθούμε να ισχυροποιήσουμε τους δεσμούς μας με αυτούς με τους οποίους έχουμε ήδη κάτι κοινό. 

Στην ουσία ταυτιζόμαστε μερικώς με τα βιώματα του άλλου και προσπαθούμε να ταυτιστούμε όσο γίνεται περισσότερο. 


Αυτή η ταύτιση δεν μπορεί να γίνει με κάποιον για οποιονδήποτε λόγο ανέστιο. Ο πρόσφυγας, ο μετανάστης, ο διωγμένος, ο εξόριστος, ακόμη και αν στον τόπο τους υποθέτουμε πως είχαν έναν χώρο δικό τους, δεν έχουν κοινά μαζί μας. 

Δεν ταυτιζόμαστε με κάποιον που φοράει φωσφοριζέ σωσίβιο και βρίσκεται μέσα σε μια βάρκα μαζί με άλλους πενήντα όταν η βάρκα βουλιάζει και πάνε όλοι χαμένοι.

Δεν ταυτιζόμαστε με τον Σύριο ή τον Λίβυο που θρηνεί στα συντρίμμια του σπιτιού του, δεν ταυτιζόμαστε με τον Παλαιστίνιο που κλαίει πάνω από τα δολοφονημένα του παιδιά, δεν ταυτιζόμαστε με τον Αφρικανό θύμα αντίπαλης φυλής. 

Αυτό που συνήθως νιώθουμε είναι μια μακρινή, ανέξοδη συμπόνια για τον πόνο τους, μια ανάγκη να αποδώσουμε την ευθύνη όσο γίνεται πιο γρήγορα σε κάποιον, να ερμηνεύσουμε τα συμβάντα και τέλος, να ελπίσουμε, πράγμα ανώδυνο και πανεύκολο.

Οι νεκροί της ανατολικής Αττικής στην ουσία μας φοβίζουν, και μας φοβίζουν γιατί πέθαναν κοντά μας, δίπλα μας. 

Σε χώρους αναγνωρίσιμους, σε δρόμους και διασταυρώσεις που κάποτε διασχίσαμε, σε παραλίες που κάποτε περάσαμε καλά και όπου μόνον από τύχη δεν βρισκόμασταν εκεί όταν συνέβη το κακό ή όταν βρεθήκαμε εκεί δεν συνέβη κάτι ανάλογο. 

Μας τρομάζει, επιπλέον, μας πανικοβάλει το ότι ο χώρος, ο κοινός μας χώρος, δεν υπάρχει πλέον. 

Ότι στον χώρο που βρίσκεται μέσα στον κοινωνικό ιστό, όχι σε κάποιο κορφοβούνι, όχι στην κοίτη κάποιου ποταμού, όχι στις όχθες μιας λίμνης, μέσα εκεί, σε συνθήκες παρόμοιες με αυτές που εμείς ζούμε, συνέβη αυτό.


Κολλάμε τότε στην τηλεόραση, στις εφημερίδες, απομυζούμε τις λεπτομέρειες, πασχίζουμε να μείνουμε θλιμμένοι, πασχίζουμε να μοιραστούμε λίγο από τον πόνο τους, να πάρουμε ένα ανέξοδο μερίδιο από αυτόν, να συμμετέχουμε σαν ελάχιστο χρέος στην απώλειά τους, διεκδικώντας ενδόμυχα μια ανάλογη αντιμετώπιση για την περίπτωση που. 

Και το κάνουμε αυτό για μερικές μέρες. 

Όταν παρέλθει ο χρόνος που θεωρούμε ότι τους αντιστοιχούσε, επιστρέφουμε δυνατοί και με ορμή στην καθημερινότητά μας, πιο απαιτητικοί από αυτήν, μιας και αντιληφθήκαμε μέσα από την καταστροφή κάποιου άλλου το ότι η ζωή είναι μικρή και πρέπει να την γλεντάμε, να περνάμε καλά.

Διαστροφή

Απόλυτη διαστροφή της νοητικής διαδικασίας που ξεκινήσαμε οι ίδιοι με λάθος τρόπο. 

Πρώτα δενόμαστε με τους παθόντες ακόμη κι αν δεν έχουμε κάποιον γνωστό που κάτι του συνέβη, ακόμη κι αν δεν έτυχε να φιλοξενηθούμε κάποτε σε κάποιο από αυτά τα σπίτια που περίμεναν για χρόνια, για δεκαετίες, με τα κλαδέματα και τα ξεχορταριάσματα μαζεμένα κάτω από ένα πεύκο, με τα ξύλα για το τζάκι σωρευμένα κολλητά στο σπίτι, με τους δρόμους που οδηγούν σε αυτά σχεδόν αδιάβατους, περίμεναν υπομονετικά να έρθει η στιγμή να καούν. 


Μετά, αντιδρούμε όπως και πριν. 


Και αμβλύνεται η αίσθηση του πόνου που διαθέτουμε απέναντι σε άλλους που εκείνη την στιγμή ζούν το δικό τους μαρτύριο. Αμβλύνεται γιατί είναι η λάθος αίσθηση. Αν πήγαζε από το σωστό σημείο της ψυχής θα είχε διάρκεια, βάθος και ουσία. Τώρα, απλώς είναι βολική, ανακουφιστική, ανέξοδη, και κυρίως, αθωωτική για εμάς τους ίδιους. 
Και ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε την διαστροφή.


Διαστροφή που επιβεβαιώνεται από τα παιχνίδια που παίζουμε, τις ταινίες που βλέπουμε, τα θέματα που αρεσκόμαστε να ακούμε. 

Σπίτια γκρεμίζονται, μειονότητες εκτοπίζονται, άμαχοι βομβαρδίζονται, στρατιώτες παιδιά κάποιου σκοτώνονται.
Ναι, αλλά είναι ταινία, ψεύτικη, δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια, κι αν είναι αλήθεια έγινε κάποτε τόσο βαθειά στο παρελθόν που όσο κι αν θέλουμε δεν μπορούμε να το μεταφέρουμε εδώ, στον χώρο/τόπο μας. 

Και όταν μια παρόμοια αλήθεια έρχεται δίπλα μας με την μορφή ενός βίαιου συνήθως γεγονότος, τότε σαστίζουμε.

Ανεξαρτήτως, του ότι αν ζούσαμε στην Συρία για παράδειγμα, θα ήταν άμεσα κατανοητό στο πετσί μας. 

Η Συρία όμως, είναι ένας άλλος τόπος, που οι περισσότεροι μόνον φωτογραφίες του έχουμε δει. 

Η τηλεόραση του εκεί τόπου δίνει περισσότερο χρόνο στα εκεί συμβάντα. Η τηλεόραση του εδώ τόπου δίνει μόνον όσον οφείλει και όσος της απομένει από τα εδώ γεγονότα. Είναι, θα πει κανείς, αδύνατον κάθε μέρα να ασχολείται με την δυστυχία όλου του κόσμου, δεν θα ζούσε ο ίδιος από τον πόνο. 


Η ανάγκη για βίωση του πόνου όμως, όσο το δυνατόν πιο κοντά στα μέτρα μας, στις απαιτήσεις μας, στα μέτρα και στα σταθμά μας, στα βιώματά μας, είναι που μας κάνει να μιλάμε για αυτό το κοντινό συμβάν, να θέλουμε να λέμε κάτι, να εξηγούμε ο ένας στον άλλον τις αιτίες, να παίρνουμε το μέρος του ενός ή του άλλου. 

Ανατριχιάζουμε με το ότι κάποιος γνωστός μας πέρασε δίπλα από την καταστροφή και παρολίγο να γίνει αυτό και εκείνο. Και ανατροφοδοτούμε τους εαυτούς μας με όλο και περισσότερες πληροφορίες, εμποτιζόμαστε με το συμβάν, συντηρούμαστε και επιβεβαιωνόμαστε σαν ζωντανοί απέναντι στους άτυχους. 

Συνειδητοποιούμε την ζωή μας την ίδια σαν απουσία της δυστυχίας που βρήκε τους άλλους. 

Συνήθως γελάμε στις κηδείες, άλλοτε φανερά και άλλοτε πιο κρυφά, στις πίσω σειρές που ακολουθούν το φέρετρο, για αυτόν ακριβώς τον λόγο. 

Που η αιτία του βρίσκεται βαθειά μέσα στο ασυνείδητό μας, κρυμμένη στο εγκεφαλικό στέλεχος, στον πρωτόγονο εγκέφαλο, στην αιώνια αμυγδαλή που εξομοιώνει ένα μέρος μας με όλα τα σπονδυλωτά που κατοικούν τον πλανήτη. 

Τα ζώα αδυνατούν να κατανοήσουν τον θάνατο. 
Μπορούν μόνον να θρηνήσουν τον θανόντα. Μέχρις εκεί.


Όπως, δεν υπάρχει καμία κατανόηση για τον θάνατο στις σύγχρονες κοινωνίες. Αυτό είναι το δεύτερο. 


Τον θάνατο τον αντιμετωπίζουμε σαν συμβάν μοναδιαίο, μόνο του, αυθύπαρκτο, αυτοαιτιούμενο. Ο θάνατος έρχεται κάποια στιγμή. Και η στιγμή αυτή είναι μέσα στον χρόνο. 

Που για να συνειδητοποιήσουμε τον χρόνο θα πρέπει να περάσουμε από τον κρανίου τόπο, τον χώρο όπου θα αντιμετωπίσουμε την καταστροφή και σαν μέγεθος απολεσθέντος χρόνου. 

Του χρόνου που χρειάστηκε για να δημιουργηθούν όλα αυτά που πλέον δεν υπάρχουν, και του χρόνου που θα χρειαστεί για να ξαναγίνουν. 

Να ξαναγίνουν, για εμάς που δεν μας άγγιξε η καταστροφή, κυρίως για να πάψει να υπάρχει η εικόνα που θα μας θυμίζει την καταστροφή. Να επουλωθεί όχι η πληγή, αλλά η μνήμη, όχι ο τρόπος, αλλά ο χώρος. 

Να πλησιάσει, όσο είναι δυνατόν, ο χρόνος θλίψης που θεωρούμε ότι τους ανήκει στον χρόνο ανάπλασης του χώρου. Όσο είναι εφικτό οι δύο χρόνοι να προσεγγίσουν, όσο γίνεται να μικρύνει το μεταξύ τους διάστημα, να συμπέσουν ει δυνατόν. 

Αλλά δεν είναι δυνατόν, αυτό το ξέρουμε καλά. Μέχρι τότε θα αποφεύγουμε να περνάμε από εκεί. 

Ή, αν περνάμε από εκεί θα πρέπει οπωσδήποτε να καταλήγουμε σε συμπεράσματα, να αποδίδουμε ευθύνες, να εξάγουμε διδαχές. Γιατί αν μένουμε άφωνοι υπάρχει ο κίνδυνος να φανεί η πραγματική μας φύση απέναντι στην ουσία των όσων αντικρίζουμε. 

Ένοχοι μέχρι το κόκαλο. 


Ένοχοι που δεν έχουμε τον τρόπο να μπούμε μέσα στον εαυτό μας και να αντικρίσουμε το τέρας που κρύβεται εκεί πέρα και που είναι ένα αξιοπρόσεκτο κομμάτι από αυτό που είμαστε εμείς οι ίδιοι, που όση ώρα θα το κοιτάμε εκείνο θα συνεχίζει να τρώει, να καταναλώνει ψυχή, σάρκα, ιδέες, στάσεις, συμπεριφορές, αδιάφορο και ατάραχο στην παρουσία μας, σίγουρο πως αποκλείεται ποτέ να του κάνουμε κακό εφ’ όσον πρόκειται για τον εαυτό μας τον ίδιο. 

Σκέφτομαι πως αν υπήρχε ένα μαγικός μηχανισμός ανάπλασης πληγέντων περιοχών στον λιγότερο δυνατόν χρόνο θα γινόμασταν ακόμη χειρότεροι άνθρωποι, θα μπορούσαμε να ζούμε εντελώς έξω από τις συνέπειες των πράξεών μας. 

Φανταστείτε έναν χώρο όπου ό,τι καταστρεφόταν θα μπορούσε να επανέρχεται στην προηγούμενη κατάστασή του σύντομα. Ότι το Μάτι, η Κινέτα, η Νέα Μάκρη σε δύο μήνες μέσα, σε έναν μήνα μέσα, σε μια εβδομάδα μέσα θα ήταν όπως και πριν. 

Σαν να μην χάθηκε τίποτε εκτός από τις ζωές. Θα έβλεπες τότε μνημεία θανόντων, σημαίες και αγήματα και εξέχουσες φυσιογνωμίες να αποδίδουν τον χρόνο τους, τίποτε άλλο, τον χρόνο τους σε κάθε επέτειο της καταστροφής ευχόμενοι και υποσχόμενοι πως δεν θα ξανασυμβεί, τουλάχιστον εδώ, σε αυτόν τον χώρο, κάτι παρόμοιο. 

Αυτό όμως θα γίνει και τώρα.

Τώρα, που στην υπόλοιπη Ελλάδα υπάρχουν δεκάδες, εκατοντάδες άλλα Μάτια, Κινέτες και Νέες Μάκρες που περιμένουν να τα βρει το κακό, και που κάποια στιγμή θα τα βρει, δεν μπορεί να γίνει τίποτε γι’ αυτό πλέον.


Οι ρίζες πάνε σε πίσω δεκαετίες, όπως οι ρίζες όσων σήμερα σπέρνουμε θα φτάσουν να κάνουν το κακό τους σε μελλοντικές γενιές, σε αυτό που λέμε βάθος χρόνου, που τελικώς, αυτός ο χρόνος, δεμένος άρρηκτα με τον χώρο, αδυνατεί να μας σώσει, και αντίθετα, καταφέρνει σαν απαιτητός από τα πράγματα και τις καταστάσεις, να μας σώζει από την οριστική αποκτήνωσή μας. Έστω και χωρίς να τον κατανοούμε, παρά μόνον σαν φθορά και θάνατο.

Ας κρατήσουμε, τελικώς, όπως κάνουν και οι επίσημοι, ενός λεπτού σιγή.

Αν πιστεύουμε πως αλλάζει κάτι, ας το κάνουμε.

Αλλά, να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την σιγή που ακολουθεί μετά. 




Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

ΜΠΗΤΣ ΜΠΑΡ...


Μια σύγχυση την έχω, αυτό είναι αλήθεια, παραδέχομαι την αδυναμία κατανόησης των «εξελίξεων» που τρέχουν στο νησί.

Είδα αυτήν την ανάρτηση για ένα νέο μπητσόμπαρο στην Άγια Θάλασσα:



Από κάποιον κύριο που δεν τον έχω ούτε καν φίλο στο «Μεγάλο Βιβλίο Της Μούρης Μας»

Ο άνθρωπος απορεί πώς είναι δυνατόν ένα από τα πιο αγνά κομμάτια της Τήνου να δίνεται για τέτοια δραστηριότητα. 

Απορία δεν υπάρχει καμία, ξένος είναι ο άνθρωπος, στην χώρα του δεν υπάρχουν διατηρητέα κτίρια γιατί κανείς δεν έδωσε τα παραδοσιακά κτίρια για αντιπαροχή, δεν καταλαβαίνει πως εδώ πρώτα θα κάνουμε την ματσακονιά και μετά θα τρέξουμε να στοκάρουμε/βάψουμε/κουκουλώσουμε/δικαιολογήσουμε. 

Δεν καταλαβαίνει ο άνθρωπος ότι η διαδικασία είναι απλή: 

χρειαζόμαστε λεφτά, 
τα χρειαζόμαστε τώρα, 
παραλίες έχουμε, 
νοικιάστε τες, 
μαζέψτε λεφτά, 
επαναλάβετε μέχρι να νοικιαστούν όλες οι παραλίες

Πιο ματσωμένοι, πιο μοδάτοι, πιο τρέντυ, ακολουθώντας το παράδειγμα των άλλων, τουριστικών νησιών, νισάφι πιά με την Παναγία! Αυτά ο Δήμος. 
Τα αναμενόμενα δηλαδή, γιατί από πού αλλού να περιμένει; 
Και, μεταξύ μας, προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρατήσει το νησί ζωντανό, να μην φεύγει ο κόσμος. 

Αλλά, θα υπάρχει πάντα το ρημάδι το αλλά που θα ρωτάει μέχρι πού θα φτάσει αυτό, πόση ανάπτυξη μπορείς να έχεις με μη παραγωγικές δραστηριότητες. 

Γιατί ο Μαμαλάκης μαγείρεψε με Τηνιακό τυράκι που όμως, λυπάμαι, είναι φτιαγμένο με γάλα φερτό απ΄αλλού, μιας και η ντόπια παραγωγή δεν επαρκεί. 

Και σερβιρίστηκε Τηνιακή μπύρα που μόνον το νερό της έχει Τηνιακό και τίποτε άλλο. Μεγάλη η λίστα της απαξίωσης της ντόπιας παραγωγής, σταματάω.

Αυτά από τον Δήμο λοιπόν και ειλικρινώς, μπράβο του.

Οι υπόλοιποι δεν καταλαβαίνω γιατί χαιρόμαστε. 

Γιατί χαιρόμαστε με τον γάμο του Χρανιώτη, την παρουσία του Ντάνου, το ρομαντικό δείπνο του Λιάγκα, τα βαφτίσια της Σκορδά;

Προφανώς έχουμε ανάγκη την αναγνώριση από αυτή την κατηγορία ανθρώπων. 

Των σχολιαστών του μηδενός, των αναπαραγωγών του τίποτε, των επικριτών του μήκους της φούστας της τάδε μοντέλας, των πρωταθλητών του σερβάιβορ, των δημιουργών του αντιπολιτισμού δηλαδή, της εύπεπτης χλαπάτσας που μας σερβίρουν και μεις την δεχόμαστε γιατί «Μωρέ και τι έγινε δηλαδή; Πάθαμε τίποτε τόσο καιρό που τα βλέπουμε;» 

Όχι. Ούτε μπιμπίκι βγάλαμε, ούτε στα χάπια πέσαμε.


Μόνον που χάσαμε κάθε έννοια αξιοπρέπειας και κριτικής ικανότητας, διάκρισης του καλού και του επικίνδυνου. 
Θεωρούμε φυσιολογικό να βλέπουν τα παιδιά μας αυτά τα σκουπίδια και να τα έχουν σαν πρότυπα.

Κι αυτό κατανοητό στην τελική όμως. 


Για χάρη όλων των πρωταθλητών στην κατινιά μπερδέψαμε την ψυχαγωγία με την διασκέδαση

Ούτε που ξέρουμε την διαφορά του ενός από το άλλο. 

Οπότε χαιρόμαστε που αυτοί που μέχρι χτες επισκέπτονταν άλλα νησιά και «τα έβγαζαν από την αφάνεια», σήμερα επισκέπτονται το δικό μας σαν σωτήρες, οι «εξωραϊστές» από τη μια και οι ιθαγενείς από την άλλη.

Από Μαυρογιαλούρο και δώθε δεν αλλάξανε και πολλά στην τελική. 

Σαν τους πολιτευτές των παλαιότερων χρόνων που σηκωνόμαστε όταν περνάγανε και αναγκαστικά χαμογελαστοί τους δίναμε το χέρι, στα μηδενικά που κατέστρεφαν τον τόπο, που ερήμωναν με τις αποφάσεις τους την ελληνική επαρχία εμείς καταθέταμε τα σέβη μας και την δουλοπρέπειά μας. 
Αναγκαστικά.

Το ίδιο και στους σελέμπριτιζ σήμερα. 
Σέλφι με τα αφεντικά της παρακουλτούρας. 
Βοθροκάναλα αυτοί; 
Παλαμάκια εμείς. 
Αναγκαστικά. 
Αλλιώς, το νησί "θα μείνει στην αφάνεια..." 

Τις κατίνες της γειτονιάς που κοροϊδεύαμε και μας ενοχλούσαν όταν άπλωναν την αδιακρισία τους στην αυλή μας, όχι μόνον τις παρακολουθούμε ανελλιπώς στα πρωινάδικα, αλλά και τις θεωρούμε απαραίτητες για την άνοδο της κοινωνικής υποστάθμης του νησιού.

Ειλικρινά, αυτή είναι η ανάπτυξη που είχαμε στο μυαλό μας;

Ας αναρωτηθούμε αυτό μόνον. 
Αν μας δινόταν η ευκαιρία να επιλέξουμε ανάπτυξη θα επιλέγαμε τις υποκλίσεις στις τηλεκατίνες και στα τηλεμηδενικά, ή κάτι άλλο; 

Γιατί αν επιλέγαμε από μόνοι μας την θέση του οσφυοκάμπτη, τότε κάτι δεν πάει καλά…

Η αλλαγή της ταυτότητας του νησιού είναι βίαιη. 

Τόσο βίαιη που δεν έχουμε καν δρόμους, δεν υπάρχει πρόσβαση στις πολυδιαφημισμένες παραλίες (για πάτε μέχρι Κολυμπήθρα ντάλα Αύγουστο...), και όταν φτάσουμε εκεί δεν έχει πού να παρκάρεις. 

Και θα αναγκαστούμε να σχεδιάσουμε εκ των υστέρων, ρωμαίικα, παραδοσιακά, πρόχειρα και με διαδικασίες αρπακτικών, δρόμους και πάρκινγκ και θα τα κάνουμε χειρότερα από ότι είναι τώρα. 

Αλλά, στο μεταξύ θα έχουμε βγάλει λεφτά, οπότε ας πάει και το παληάμπελο.
Ξεκαθαρίζω ότι δεν έχω κάτι με τους ιδιοκτήτες του μπητσόμπαρου στην Άγια Θάλασσα, αφορμή για μερικές σκέψεις ήταν, εύχομαι μόνον να έχουν συνείδηση της ιδιαιτερότητας του νησιού, να είναι συνεπείς προς τον τόπο και να κάνουν την μικρότερη δυνατή ζημιά.
Με αυτή την προϋπόθεση εύχομαι ειλικρινώς, καλές δουλειές!



Τρίτη 22 Μαΐου 2018

ΜΟΝΟΝ ΑΝ ΓΙΝΟΥΜΕ ΚΛΕΦΤΕΣ...



Περνάει δίπλα μου μια μηχανή μεγάλου κυβισμού, κράνος, μπουφάν, γάντια. 

Σκέφτομαι πως ο αναβάτης τηρεί όλους τους κανόνες ασφαλείας, υπάρχει όμως και κάτι άλλο που θεωρεί δεδομένο, λαμβάνει υπ όψιν του σαν σίγουρο: 
ότι εγώ, ο πλησίον οδηγός, δεν θα κάνω καμιά τρέλα, δεν θα στρίψω απρόσεκτα, δεν θα έχω αλλού το νου μου παρά στο τιμόνι, δεν θα περιφρονήσω την παρουσία του.
Και αυτά τα κάνω όχι μόνον γιατί υπάρχει νόμος, αλλά, γιατί ακόμη και αν πάψει να υπάρχει ο νόμος θα συνεχίσω να τα κάνω από σεβασμό στην ανθρώπινη παρουσία

Ο αναβάτης μπορεί να είναι εγκληματίας, ληστής, κλέφτης, βιαστής, φασίστας, ναζιστής. 
Δεν ζητάω ούτε πιστοποιητικό φρονημάτων ούτε προτέρου εντίμου βίου για να τον σεβαστώ. Τα θέματά του θα αντιμετωπιστούν από εκείνους που πρέπει, εκεί που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει. Στον δρόμο είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη και σαν τέτοια απολαμβάνει τον σεβασμό που απαιτώ και εγώ από τους άλλους.

Κάπως έτσι, σαν έναν αναβάτη μηχανής, βλέπω το παιδί μου. 
Έτσι προσπαθώ να δω τα παιδιά όλων μας. 

Σκέφτομαι πως τους οφείλουμε να μεγαλώσουν σε μια κοινωνία όπου θα σέβεται ο ένας τον άλλον, θα συνδιαλέγεται μαζί του με μέγιστο σκοπό (πίσω από τον εκάστοτε σκοπό) να μείνουν ενωμένοι σαν κοινωνία. 

Αν αύριο διαφωνήσουν για το αν ο δρόμος θα περάσει πάνω από το χωριό ή κάτω από το χωριό...


...θα πρέπει να έχουν στο μυαλό τους ότι η διαφωνία θα πρέπει να γίνει με τρόπο ώστε στο τέλος της συζήτησης, να μην έχουν διχαστεί, να είναι και πάλι ενωμένοι σε μια κοινωνία. 

Φοβάμαι τα παιδιά των φασιστών, των «πατριωταράδων»...
 ...των «φυλετικά ανώτερων»...


....των φανατικών γαυροβάζελων...


....τρέμω τα παιδιά των κομματόσκυλων...

 
...τα παιδιά των βολεμένων, τα παιδιά με το «σωστό» χρώμα, τα παιδιά τα γεννημένα με «κυριαρχικά δικαιώματα» επάνω σε υπηρέτριες, σοφέρ, εργάτες, τα παιδιά με «βαρειές κληρονομιές».


Κοντολογίς, φοβάμαι τα παιδιά που γαλουχήθηκαν με την εντύπωση ότι υπερέχουν των άλλων παιδιών... 
 
...για κάποιον απροσδιόριστο, αυτοπροσδιοριζόμενο λόγο.

Φοβάμαι το κακό που μπορούν να κάνουν στα παιδιά των άλλων που μη έχοντας τέτοιες προσλαμβάνουσες θα τα αντιμετωπίσουν χωρίς φόβο. 

Τον «ανώτερο» όμως, τον «ξεχωριστό», τον «γεννημένο για να νικάει»...



...θα πρέπει να τον αντιμετωπίζουν με προσοχή

Γιατί αν νιώθει έτσι, σημαίνει ότι το μυαλό μέσα στο κεφάλι του είναι κλειστό, νεκρό από νωρίς. 

Ποιος να φταίει άραγε… Τα πρότυπά μας, οι γονιοί μας οι ίδιοι, η κοινωνία "η άτιμη";

Αυτό που ξέρω με σιγουριά είναι πως όλο αυτό αντιμετωπίζεται μόνον αν γίνουμε κλέφτες.

Υπάρχουν τόσα πράγματα εκεί έξω να κλέψει κανείς: ιδέες, σκέψεις, στάσεις ζωής, απόψεις, λέξεις, μουσική, ήχοι, χρώματα, ζωγραφιές, γλυπτά, εικόνες, καθημερινότητα. 

Πώς να πεις σε έναν φανατικό να ανοίξει ένα βιβλίο, να διαβάσει λογοτεχνία; 

Μα του έχει δώσει γραμμή ο αρχηγός, του έχει θέσει τα όρια...

 ...μέσα στα οποία θα «καλλιεργείται».

Πώς θα πείσεις έναν φασίστα να πάει σε μια έκθεση ζωγραφικής; 


Μα αν ο πίνακας είναι έξω από την κατανόηση που έχει για την φύση και την αναγκαιότητα της Eλεύθερης Tέχνης 
ακόμη και όταν δεν την καταλαβαίνουμε και απλώς την αντιλαμβανόμαστε...


...γιατί και η τέχνη γι’ αυτόν θα πρέπει να εξυπηρετεί κάποιον «ανώτερο σκοπό»...

 ...απλώς θα φύγει με τις ιδέες του ακόμη πιο σκληρές, πέτρες, βράχους θεόρατους. 

Πώς θα πείσεις έναν γαυροβάζελο να δει μια καλή ταινία; 

Αφού το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η γραμμή αποκτήνωσης που του δίνει ο δικός του αρχηγός. 

Ο φόβος είναι ο εχθρός της ελευθερίας. 

Της ελευθερίας να επιθυμώ βαθειά μέσα μου να σέβομαι τον άλλον
να ζω σε κοινωνίες με ισότιμα μέλη 
και αυτή η ισοτιμία να προκύπτει από τον απλό λόγο του σεβασμού της ανθρώπινης φύσης.

Κλέψτε όσο είναι νωρίς, και μάθετε και τα παιδιά να κλέβουν. 
Να ανοίγουν τα βιβλία... 


...και να κλέβουν λέξεις, εκφράσεις, σκέψεις, στίχους, ομορφιά, την άλλη άποψη. 

Να βλέπουν πίνακες και να κλέβουν τα χρώματα, τα σχήματα, το διαφορετικό και καμιά φορά ακαταλαβίστικο...


...την άλλη ματιά, την άλλη άποψη.

Να κλέβουν από ταινίες που θα τα κάνουν να σκέφτονται, να προβληματίζονται... 


...να θέλουν να μιλάνε για την άλλη άποψη, για αυτό που δεν φαντάζονταν ότι υπάρχει.

Να παθιάζονται με την γνώση, να θέλουν να την κλέβουν από όλους. 

Από την γιαγιά που μαντάρει μια κάλτσα, που κονταίνει ένα παντελόνι, τον παππού που μπολιάζει ένα δέντρο, που φυτεύει πατατιές, την γειτόνισσα που ζυμώνει και φουρνίζει, τον μάστορα που χτίζει μια ξερολιθιά, τον αρχιτέκτονα που ενσωματώνει το έργο του στο τοπίο, τον γλύπτη που βγάζει τη μορφή μέσα από την πέτρα, τον μάγειρα, τον χτίστη, τον αγρότη, τον εργάτη, τον μουσικό, τον χορευτή, τον επιστήμονα, από όλους έχει κάτι να κλέψει. 

Να το κάνει όχι γιατί του το επιβάλλει κάποιος, 
να το κάνει για να είναι το μυαλό του πάντα ανοικτό, για να μεγαλώσει αλλά να μην γεράσει...

...γιατί αν δεν το κάνει θα είναι νεκρό από τα είκοσι... 



...γιατί καμία κοινωνία δεν θα το σηκώνει και σε καμία κοινωνία δεν θα μπορέσει να ανήκει, θα καταλήξει στα χάλια του πατέρα του...


...να αναπαράγει ένα στείρο είδος κατάλληλο μόνον για μίσος. Απεριόριστο μίσος. 

Γιατί το αντίθετο του μίσους δεν είναι η αγάπη, αλλά ο σεβασμός.



Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

Ο ΦΑΡΟΣ ΣΤΗ ΛΙΒΑΔΑ

Καμιά φορά νιώθω άσχημα που ό,τι γράφω εδώ μέσα είναι γκρίνια.

Ανησυχία, δηλαδή, αλλά μέσα σε όλα τα χαρούμενα που διαβάζω τριγύρω για το νησί, για άλλους τομείς, ακούγονται σαν γκρίνια.

Ευτυχώς γκρινιάζουν κι' άλλοι. 

Να, βρήκα πρόσφατα τον Μάρκο τον Αλβέρτη, άγνωστος εντελώς για μένα και θα παρέμενε άγνωστος αν δεν γκρίνιαζε για κάτι, νάναι καλά.

Ο Μάρκος λοιπόν (και μαζί του και κάποιος Αργύρης Μωραΐτης, ούτε αυτόν τον γνωρίζω τον άνθρωπο) γκρινιάζει για τον Φάρο στη Λιβάδα, που όπου νάναι, θα τον βλέπουμε μόνον στις φωτογραφίες. 

Γιατί; 

Μα γιατί ο Φάρος στη Λιβάδα δεν είναι παραλία να πάς να ανοίξεις μπιτσόμπαρο να χώσεις και μια σαραντάδα ομπρέλες και να κονομάς. Δεν είναι καν μεζεδοπωλείο ή παραδοσιακή ταβέρνα να στείλεις κόσμο να γνωρίσει την κουζίνα του νησιού.

Φάρος είναι πανάθεμά τον και μάλιστα παλιός, κι ας είναι και δέκα μέτρα ψηλός, σαν δεύτερος όροφος αστικής πολυκατοικίας περίπου για να πάρετε τα ίσα. 

Βρίσκεται απέναντι από τη Μύκονο (είπα Μύκονος και σας τράβηξα την προσοχή), στο ακρωτήριο Παπάργυρος και είναι ο μόνος φάρος στην Τήνο που είναι προσβάσιμος από την ξηρά. 


Χτίστηκε το 1910, εφτά χρόνια μετά το αδερφάκι του στο Δύσβατο (στενό Άνδρου-Τήνου), που το αδερφάκι του όμως είναι πιό τυχερό γιατί ανακαινίστηκε πρόσφατα. Ο Φάρος είναι διώροφος και μέχρι το 1972 είχε φαροφύλακα. Ποιός νάταν, ποιό το όνομά του, αγνοώ. Σήμερα λειτουργεί με φωτοσυλλέκτες. Ναι, λειτουργεί, άμα δεν ήταν λειτουργικός θα τρέχαμε να τον επισκευάσουμε. 

Τώρα όμως είναι απλώς ετοιμόρροπος. 


Να θυμηθούμε όταν με το καλό πέσει να πάμε να κλάψουμε πάνω από την τοπική ιστορία που χάνεται. 
Δεν ειρωνεύομαι καθόλου, απλώς προτείνω να κάνουμε το ίδιο που κάναμε και με τους περιστεριώνες, τους πύργους, τα σπίτια, και τα ολόκληρα χωριά. 


Α! ξέχασα! μπορούμε όταν με το καλό πέσει ο Φάρος να πάμε να κάνουμε μια συναυλία ή μια εικαστική παρέμβαση
Αυτό να κάνουμε! Και αυτό τόχουμε κάνει. 
Θέλω να πω, έχουμε την εμπειρία του πώς αφήνουμε κάτι να παρακμάσει, να καταστραφεί και μετά να του αποδώσουμε φόρο τιμής.   


 Από δώ και κάτω ξέρω πως έχω ήδη χάσει τους μισούς αναγνώστες της ανάρτησης.

Αντί να γράψω για υπέροχες παραλίες, συγκλονιστικούς μεζέδες, μοναδικά ηλιοβασιλέματα και παραδοσιακά στενοσόκακα που ενδιαφέρουν τους τουρίστες, πάω και γράφω για Φάρους στην άκρη του κόσμου. 

Συνεχίζω όμως, απαριθμώντας μερικές από τις ζημιές που αν θέλουμε να μην έχουμε πού να κάνουμε εικαστική παρέμβαση ή συναυλία μνήμης, θα κάνουμε την βλακεία να μαζέψουμε λεφτά και να πάμε να τις επισκευάσουμε (οι φωτογραφίες είναι σε τυχαία σειρά):

1. έχουν πέσει τα επιχρίσματα των οροφών και των πλευρικών τοίχων του φάρου, οι σοβάδες δηλαδή.



2. έχουν καταρρεύσει τμήματα της λιθοδομής στις όψεις του φάρου και πάνω από το πρέκι της εισόδου.


3. υπάρχει ρωγμή πλάτους ενός εκατοστού, που διατρέχει αρκετά μέτρα στην επιφάνεια του κτιρίου.




4. όλα τα ξύλινα πρέκια των κουφωμάτων έχουν σαπίσει και έχουν πάθει ζημιές τα υπέρθυρα.



5. το δώμα του φαρόσπιτου έχει ρήγματα και σε μερικά σημεία έχει καθήσει.



6. η οροφή του παράσπιτου έχει καταρρεύσει.


7. η περίφραξη έχει και αυτή καταρρεύσει.



8. ο φάρος δεν έχει τζάμια γιατί έχουν σπάσει.



9. το κιγκλίδωμα του κλωβού του φάρου έχει καταστραφεί από την σκουριά.




Σπεύδω να καταδικάσω τους παλαιούς του νησιού που δεν έκαναν καθόλου καλή δουλειά με αποτέλεσμα να πρέπει εμείς σήμερα να τρέχουμε να διορθώνουμε τις τσαπατσουλιές τους για να μην πέσει ο Φάρος στην Λιβάδα. 


Που για να λέμε την αλήθεια τί μας κόφτει εμάς αν πέσει, οι περισσότεροι δεν έχουμε πάει ποτέ μέχρις εκεί και θα μας δοθεί μια καλή ευκαιρία άν πέσει και κάνουμε καμιά εκδήλωση με κανέναν καλλιτέγνη.


Αφήνω τον Μάρκο Αλβέρτη και τον Αργύρη Μωραΐτη στην προσπάθειά τους να μας καταστρέψουν την προοπτική μιας τέτοιας διασκέδασης με την σελίδα τους στο facebook:



και με την προσπάθεια που κάνουν να μαζέψουν κανένα φραγκάκι με συναυλίες και άλλες εκδηλώσεις.


Τέλος πλάκας. 
Αν δεν νιώσατε ντροπή με τις φωτογραφίες που είδατε, τότε ετοιμάστε τα καλά σας για συναυλία και εικαστική παρέμβαση.







ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...