Αγαπητέ μου εμπρηστή,
όποιος κι΄αν είσαι και σε όποια κατηγορία κι’ αν ανήκεις, δηλαδή αν είσαι κάποιος ψυχασθενής ή άλλος ένας περιστασιακός, χρηματιζόμενος εμπρηστής («χρηματιζόμενος», για την περίπτωση που σε δυσκολεύει η λέξη, είναι αυτός που παίρνει χρήματα για να κάνει αυτά που κάνει).
Είναι, βέβαια, πιθανόν και να μην υπάρχεις καν, να είσαι ένα πλάσμα της φαντασίας μου, κι' εγώ να μιλάω σε ένα φάντασμα.
Ή σε έναν επίδοξο, μελλοντικό εμπρηστή.
Πώς πάει; Υποθέτω καλά, για φέτος. Πέντε, έξι ήταν οι φωτιές;
Συν τις απόπειρες που απέτυχαν, καλά πήγε, υπήρξε μια κινητικότητα, βρε αδερφέ!
Και μπήκαν και οι βάσεις για τα χρόνια που έρχονται.
Έχεις δει πλέον και γνωρίζεις το δυναμικό, τους χρόνους αντίδρασης, τις δυνατότητες για την μετέπειτα διερεύνηση του συμβάντος, ξέρεις τέλος πάντων πού βαδίζεις και τι μπορεί να πετύχεις απέναντι στον εχθρό σου που λέγεται Τήνος.
Εσένα σκέφτηκα τη μέρα που ερχόμουν στην Τήνο. Ξέρεις, ακριβώς μετά το Στενό,
...σ’ αυτό το σημείο περίπου,
Σε φαντάστηκα να σκύβεις, να ανάβεις τον αναπτήρα, να βοηθάς τη φωτιά με κάτι εύφλεκτο και μετά να φεύγεις γρήγορα γρήγορα.
Σε φαντάστηκα στις παρέες σου την επόμενη μέρα να ακούς μια είδηση που για σένα δεν ήταν κάτι καινούργιο (μιας και την ήξερες από την πλευρά του δημιουργού) να κάνεις τον έκπληκτο, ακόμη ίσως και να αναθεματίζεις τον εμπρηστή.
Σε σκέφτηκα έτσι ακριβώς, λοιπόν, λίγο μετά το Στενό.
Είναι εκεί που αρχίζει και μυρίζει Τήνος.
Εκεί που ο αέρας φέρνει, εκτός απ’ τον αφρό των κυμάτων, και τη μυρωδιά του νησιού μου.
Που μπορεί κάποτε να ήταν και δικό σου νησί, αλλά τώρα πιά δεν είναι.
Στην πραγματικότητα, δεν έχεις καν πατρίδα πλέον.
Μυρίζουν, που λες, τα φρύγανα με μια γλυκειά μυρωδιά τόσο που η ανάσα δεν φτάνει να χωρέσει.
Θα σου φανεί παράξενο, αλλά η ευωδιά ξεκινάει με το που πιάνεις Τήνο.
Δεν υπάρχει κανένα υπερβατικό γεγονός, απλώς, θες το ανάγλυφο του νησιού, θες το καράβι που περνάει ξυστά απ’ τις ακτές, θες η θερμοκρασία που κάνει να αναβλύζουν τα αιθέρια έλαια των φυτών, το νησί μυρίζει χαρακτηριστικά φρύγανο.
Λέει η μεγάλη ιντερνετική εγκυκλοπαίδεια:
Τα φρύγανα έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
1.Αναπτύσσονται σε φτωχά, άγονα και υποβαθμισμένα από πυρκαγιά ή υπερβόσκηση εδάφη.
2.Παρουσιάζουν εποχικό διμορφισμό, δηλαδή τα μεγάλα φύλλα του χειμώνα μετατρέπονται σε μικρά και χνουδωτά φύλλα το καλοκαίρι. Η ιδιότητα τους αυτή τα βοηθάει να εξοικονομήσουν νερό.
3.Προσαρμόζονται εύκολα σε ξηρό και θερμό περιβάλλον.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά αποτελούν τον ξηρανθεκτικό χαρακτήρα των φρυγάνων, ο οποίος τα καθιστά κατάλληλη άμυνα της φύσης για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης.
Αστοιβές, γαλατσίδες, κρίταμα, ρείκια, αστραγγούρια, φλόμοι, χινοπόδια, αλίφονες, ασμπαλήροι, θυμάρι, θρούμπι, φασκόμηλο, ρίγανη. Αυτά εννοούμε όταν λέμε φρύγανα.
Αυτό που καις, δηλαδή, είναι πολλά φυτά μαζί.
Εσύ βέβαια, τα καίς αδιακρίτως.
Όπως οι τζιχαντιστές σκοτώνουν αδιακρίτως.
Αν το καλοσκεφτείς, έχεις ανέβει κατηγορία με την πράξη σου αυτή.
Έγινες ένας τζιχαντιστής του τόπου σου, με όχι πρωτότυπο τρόπο, αλλά, έγινες κάτι τέλος πάντων. Ποιός ξέρει τί ήσουνα πριν…
Μετά σε ξανασκέφτηκα κατεβαίνοντας απ΄το Ξώμποργο που είχα πάει για έναν περίπατο.
Είδα στ’ αριστερά μου έναν βράχο, που στα δικά μου μάτια μοιάζει πανέμορφος,
...κύτταξα το ρολόι, είδα πως προλάβαινα και είπα να ανέβω να ρίξω μια ματιά.
Ανέβηκα που λες, από μια πλευρά που πριν καμμιά οκταετία είχε καεί (όχι, δεν πρέπει να ήσουν εσύ).
Ούτε που το θυμόμουν πως είχε καεί η περιοχή, ένας φίλος μου το θύμισε, και δεν θα το καταλάβαινα κιόλας, και δεν θα ρώταγα, αν δεν έβλεπα ανάμεσα στα καταπράσινα φρύγανα (ναι, η Τήνος έχει νερά) τα αποκαΐδια.
Δες κι εσύ (αν και θα σου είναι απογοητευτικό να βλέπεις νάχουν βλαστήσει αυτά που έκαψες πέρυσι):
Άκου, λοιπόν, το κόλπο: την πρώτη χρονιά αμέσως μετά τη φωτιά, μούπε ο φίλος, το φρύγανο μένει κοιμισμένο, κάνει τον ψόφιο κοριό. Χρησιμοποιεί όλο το διαθέσιμο νερό και τα θρεπτικά συστατικά για να δυναμώσει το ριζικό του σύστημα, να επεκταθεί, να πάει βαθύτερα, να σταθεροποιήσει το έδαφος και (άκου σοφία το φρύγανο) να αποφύγει την τροφοπενία που η στάχτη θα δημιουργήσει και θα το εξαντλήσει αν βλαστήσει αμέσως.
Περιμένει λοιπόν έναν χρόνο να ξεπλυθεί το δηλητήριο, να ανοίξουν οι πόροι στο χώμα που έχουν φρακάρει απ΄ τη στάχτη και μετά, τσουπ, ξεπετιέται.
Τσάμπα κόπος δηλαδή…
Όχι και τελείως τσάμπα κόπος, θα πεις, μιας και φέτος έκαψες και δέντρα.
Αυτά ήταν οι δικοί σου Δίδυμοι Πύργοι.
Με συνέπειες, δηλαδή, που δεν μπορείς να φανταστείς...
Τέλος, σε ξανασκέφτηκα όταν μ’ έφερε ο δρόμος εδώ, σ’ αυτά που έκαψες:
Κι’ αναρωτήθηκα αν είχες ποτέ το κουράγιο να περπατήσεις στα καμένα μετά τη φωτιά που έβαλες.
Εγώ, να σου πω την αλήθεια, περπάτησα αρκετά.
Ξέρεις ποιά είναι η πρώτη μου εντύπωση;
Το πόσο δύσκολα φεύγει από τις σόλες η μαυρίλα της καμένης Γής.
Τρίβεις, τινάζεις, χτυπάς, τίποτα, η μαυρίλα εκεί, σε κάθε βήμα να αφήνει ίχνος πίσω σου στην άσφαλτο.
Φαντάστηκα για μια στιγμή πως το ίδιο ίχνος μένει και μέσα σε σένα, μετά όμως θυμάμαι πως δύσκολα άνθρωποι σαν εσένα γυρίζουν να κοιτάξουν μέσα τους και απόρησα γιατί...
Αυτό που σε σταματάει από το να κοιτάξεις μέσα σου λέγεται φόβος.
Και δεν φοβάσαι το μέσα σου.
Όχι, αυτό είναι ένα πολύ μικρό σκοταδάκι, το αντιμετωπίζεις εύκολα σχετικά.
Σχετικά με το Μεγάλο Σκοτάδι εννοώ.
Ξέρεις, εκείνο το τεράστιο σκοτάδι που μας περιμένει όλους στο τέλος της πορείας.
Το αντιλαμβάνεσαι κάθε στιγμή που κοιτάς τριγύρω σου και συνειδητοποιείς πως όλα αυτά θα είναι εδώ όταν εσύ θάχεις φύγει.
Και πως τίποτε δεν θα αλλάξει στην πορεία των πραγμάτων απ΄το φευγιό σου.
Αυτό μάλιστα και είναι σκοτάδι πραγματικά μεγάλο και αβέβαιο.
Κι΄ όσο το αποφεύγεις, τόσο δυναμώνει.
Σε καταλαβαίνω.
Καταλαβαίνω τον φόβο σου και δεν σε κατηγορώ που δεν βρίσκεις άλλον τρόπο να τον κατευνάσεις από το να προξενείς κακό τριγύρω σου, γιατί μη μου πεις πως ενώ βάζεις φωτιές είσαι και ένας υπέροχος οικογενειάρχης και φίλος…
Σε καταλαβαίνω γιατί το ίδιο σκοτάδι το αντιμετωπίζουν κι’ άλλοι, σχεδόν όλοι μας.
Οι περισσότεροι το κρύβουν πίσω από εθισμούς και συνήθειες, αθώες φαινομενικά ρουτίνες που τις ρίχνουν σαν βαριές κουρτίνες για να κρύβουν το σκοτάδι.
Υπάρχουν κι’ άλλοι όμως, που όσο το σκοτάδι τους φοβίζει, τόσο το κοιτάνε στο πιο βαθύ, στο πιο μελανό κέντρο του.
Τους ερεθίζει το ότι δεν μπορούν να το κατανοήσουν, τους χαλάει να στο πω απλά, το να υπάρχει εκεί κάτι που τους φοβίζει τόσο και που δεν έχει εξήγηση.
Και ψάχνουν τρόπο να βγάλουν από μέσα τους τον φόβο τους αυτόν.
Για την ακρίβεια, προσπαθούν να ερμηνέψουν αυτή την άγνοια, αυτό το κενό, το αδυσώπητο χάος, το μεγάλο ερώτημα "Γιατί να υπάρχει αυτό το κενό εκεί".
Πιάνουν τότε καλέμια και σκαλίζουν μάρμαρα, ελευθερώνουν μορφές μέσα απ΄αυτό...
...μαλακώνουν τον πηλό...
...και πλάθουν ανθρώπους...
...πιάνουν μολύβια...
...και μπογιές...
...και απλώνουν τον κόσμο...
...όπως αυτοί τον βλέπουν πάνω στο χαρτί...
...άλλοι στήνουν ποιήματα, άλλοι γράφουν ιστορίες, άλλοι παίζουν μουσική, γράφουν νότες, άλλοι ερμηνεύουν ρόλους, άλλοι χτίζουν για να στεγάσουν το βιός τους,
...όλοι κάτι κάνουν για να βάλουν ένα αντίβαρο στο κενό που καταποντίζει τη ζυγαριά μονόπατα.
Άκου κάτι, παλλήκαρε: η απάντηση στον φόβο είναι η Τέχνη.
Όλες οι Τέχνες έχουν σαν κίνητρο το να μπορέσεις κάποια στιγμή να σταθείς όρθιος απέναντι στο κενό, όλες αδιακρίτως.
Όλες οι Τέχνες ζητάνε από σένα ένα πράγμα:
να πεις την γνώμη σου στους άλλους για το κενό αυτό,
να τους κάνεις να βρουν ένα νόημα,
να βοηθήσεις όπως χρωστάς τους δίπλα σου να φοβούνται λιγότερο.
Αυτός είναι και ο Λόγος που η Τέχνη εκτίθεται και δεν μένει στα συρτάρια και στα ντουλάπια.
Όποιος ασχολείται μαζί της, χρωστάει να εκτίθεται στους τριγύρω του.
Έχεις ιδέα πώς είναι να απλώνεις την ψυχή σου σε τοίχους και σε βάθρα, σε σελίδες βιβλίων, εμπρός από ανοιχτές αυλαίες, σε ασύμμετρους στίχους, σε χορδές και τύμπανα, και να στήνεσαι σε μια γωνιά να ακούσεις τις κριτικές των άλλων;
Είναι μια ατέλειωτη αγωνία που δεν εξοφλείται ποτέ και με κανέναν τρόπο, όση δόξα κι΄αν μαζέψεις, ένα άγχος που σε τρώει και σε τρέφει ταυτόχρονα.
Είναι, αγαπητέ μου εμπρηστή, το κενό το ίδιο που μπήκε μέσα σου χωρίς να το αντιληφθείς και σε βάζει, θες δε θες, σε αέναη κίνηση, για να μην καταρρεύσεις τώρα που το είδες καταπρόσωπα.
Απ’ ό,τι κατάλαβες, σε σκέφτηκα άλλη μια φορά στην έκθεση έργων των μαθητών της Σχολής Καλών Τεχνών Πανόρμου.
Ήταν αναπόφευκτη η αντιπαράθεση των δημιουργών με τον καταστροφέα.
Κι' ακόμη, η απλή, απλούστατη αντιπαράθεση των παληών, γεμάτων αξιοπρέπεια, ανθρώπων του νησιού...
...με σένα.
Κλείνοντας, να σου ζητήσω συγγνώμη για τις πολλές άγνωστες λέξεις του κειμένου που θα σε δυσκόλεψαν, και να διευκρινίσω ότι την προσφώνηση «Αγαπητέ» στην απευθύνω όπως ένας πολιτικός στους ψηφοφόρους του, χωρίς δηλαδή να το εννοώ, χάριν ευφωνίας και μόνον.
Δεν είναι από μίσος, δεν είναι καν ειρωνεία.
Απλώς, δεν σε καταλαβαίνω.
Ακριβώς όπως ένας πολιτικός τους ψηφοφόρους του, αγαπητέ μου εμπρηστή.
όποιος κι΄αν είσαι και σε όποια κατηγορία κι’ αν ανήκεις, δηλαδή αν είσαι κάποιος ψυχασθενής ή άλλος ένας περιστασιακός, χρηματιζόμενος εμπρηστής («χρηματιζόμενος», για την περίπτωση που σε δυσκολεύει η λέξη, είναι αυτός που παίρνει χρήματα για να κάνει αυτά που κάνει).
Είναι, βέβαια, πιθανόν και να μην υπάρχεις καν, να είσαι ένα πλάσμα της φαντασίας μου, κι' εγώ να μιλάω σε ένα φάντασμα.
Ή σε έναν επίδοξο, μελλοντικό εμπρηστή.
Πώς πάει; Υποθέτω καλά, για φέτος. Πέντε, έξι ήταν οι φωτιές;
Συν τις απόπειρες που απέτυχαν, καλά πήγε, υπήρξε μια κινητικότητα, βρε αδερφέ!
Και μπήκαν και οι βάσεις για τα χρόνια που έρχονται.
Έχεις δει πλέον και γνωρίζεις το δυναμικό, τους χρόνους αντίδρασης, τις δυνατότητες για την μετέπειτα διερεύνηση του συμβάντος, ξέρεις τέλος πάντων πού βαδίζεις και τι μπορεί να πετύχεις απέναντι στον εχθρό σου που λέγεται Τήνος.
Εσένα σκέφτηκα τη μέρα που ερχόμουν στην Τήνο. Ξέρεις, ακριβώς μετά το Στενό,
...σ’ αυτό το σημείο περίπου,
...σε θυμήθηκα.
Σε φαντάστηκα στις παρέες σου την επόμενη μέρα να ακούς μια είδηση που για σένα δεν ήταν κάτι καινούργιο (μιας και την ήξερες από την πλευρά του δημιουργού) να κάνεις τον έκπληκτο, ακόμη ίσως και να αναθεματίζεις τον εμπρηστή.
Σε σκέφτηκα έτσι ακριβώς, λοιπόν, λίγο μετά το Στενό.
Είναι εκεί που αρχίζει και μυρίζει Τήνος.
Εκεί που ο αέρας φέρνει, εκτός απ’ τον αφρό των κυμάτων, και τη μυρωδιά του νησιού μου.
Που μπορεί κάποτε να ήταν και δικό σου νησί, αλλά τώρα πιά δεν είναι.
Στην πραγματικότητα, δεν έχεις καν πατρίδα πλέον.
Μυρίζουν, που λες, τα φρύγανα με μια γλυκειά μυρωδιά τόσο που η ανάσα δεν φτάνει να χωρέσει.
Θα σου φανεί παράξενο, αλλά η ευωδιά ξεκινάει με το που πιάνεις Τήνο.
Δεν υπάρχει κανένα υπερβατικό γεγονός, απλώς, θες το ανάγλυφο του νησιού, θες το καράβι που περνάει ξυστά απ’ τις ακτές, θες η θερμοκρασία που κάνει να αναβλύζουν τα αιθέρια έλαια των φυτών, το νησί μυρίζει χαρακτηριστικά φρύγανο.
Λέει η μεγάλη ιντερνετική εγκυκλοπαίδεια:
Τα φρύγανα έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
1.Αναπτύσσονται σε φτωχά, άγονα και υποβαθμισμένα από πυρκαγιά ή υπερβόσκηση εδάφη.
2.Παρουσιάζουν εποχικό διμορφισμό, δηλαδή τα μεγάλα φύλλα του χειμώνα μετατρέπονται σε μικρά και χνουδωτά φύλλα το καλοκαίρι. Η ιδιότητα τους αυτή τα βοηθάει να εξοικονομήσουν νερό.
3.Προσαρμόζονται εύκολα σε ξηρό και θερμό περιβάλλον.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά αποτελούν τον ξηρανθεκτικό χαρακτήρα των φρυγάνων, ο οποίος τα καθιστά κατάλληλη άμυνα της φύσης για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης.
Αστοιβές, γαλατσίδες, κρίταμα, ρείκια, αστραγγούρια, φλόμοι, χινοπόδια, αλίφονες, ασμπαλήροι, θυμάρι, θρούμπι, φασκόμηλο, ρίγανη. Αυτά εννοούμε όταν λέμε φρύγανα.
Αυτό που καις, δηλαδή, είναι πολλά φυτά μαζί.
Εσύ βέβαια, τα καίς αδιακρίτως.
Όπως οι τζιχαντιστές σκοτώνουν αδιακρίτως.
Αν το καλοσκεφτείς, έχεις ανέβει κατηγορία με την πράξη σου αυτή.
Έγινες ένας τζιχαντιστής του τόπου σου, με όχι πρωτότυπο τρόπο, αλλά, έγινες κάτι τέλος πάντων. Ποιός ξέρει τί ήσουνα πριν…
Μετά σε ξανασκέφτηκα κατεβαίνοντας απ΄το Ξώμποργο που είχα πάει για έναν περίπατο.
Είδα στ’ αριστερά μου έναν βράχο, που στα δικά μου μάτια μοιάζει πανέμορφος,
...κύτταξα το ρολόι, είδα πως προλάβαινα και είπα να ανέβω να ρίξω μια ματιά.
Ανέβηκα που λες, από μια πλευρά που πριν καμμιά οκταετία είχε καεί (όχι, δεν πρέπει να ήσουν εσύ).
Ούτε που το θυμόμουν πως είχε καεί η περιοχή, ένας φίλος μου το θύμισε, και δεν θα το καταλάβαινα κιόλας, και δεν θα ρώταγα, αν δεν έβλεπα ανάμεσα στα καταπράσινα φρύγανα (ναι, η Τήνος έχει νερά) τα αποκαΐδια.
Δες κι εσύ (αν και θα σου είναι απογοητευτικό να βλέπεις νάχουν βλαστήσει αυτά που έκαψες πέρυσι):
Άκου, λοιπόν, το κόλπο: την πρώτη χρονιά αμέσως μετά τη φωτιά, μούπε ο φίλος, το φρύγανο μένει κοιμισμένο, κάνει τον ψόφιο κοριό. Χρησιμοποιεί όλο το διαθέσιμο νερό και τα θρεπτικά συστατικά για να δυναμώσει το ριζικό του σύστημα, να επεκταθεί, να πάει βαθύτερα, να σταθεροποιήσει το έδαφος και (άκου σοφία το φρύγανο) να αποφύγει την τροφοπενία που η στάχτη θα δημιουργήσει και θα το εξαντλήσει αν βλαστήσει αμέσως.
Περιμένει λοιπόν έναν χρόνο να ξεπλυθεί το δηλητήριο, να ανοίξουν οι πόροι στο χώμα που έχουν φρακάρει απ΄ τη στάχτη και μετά, τσουπ, ξεπετιέται.
Τσάμπα κόπος δηλαδή…
Όχι και τελείως τσάμπα κόπος, θα πεις, μιας και φέτος έκαψες και δέντρα.
Αυτά ήταν οι δικοί σου Δίδυμοι Πύργοι.
Με συνέπειες, δηλαδή, που δεν μπορείς να φανταστείς...
Τέλος, σε ξανασκέφτηκα όταν μ’ έφερε ο δρόμος εδώ, σ’ αυτά που έκαψες:
Κι’ αναρωτήθηκα αν είχες ποτέ το κουράγιο να περπατήσεις στα καμένα μετά τη φωτιά που έβαλες.
Εγώ, να σου πω την αλήθεια, περπάτησα αρκετά.
Ξέρεις ποιά είναι η πρώτη μου εντύπωση;
Το πόσο δύσκολα φεύγει από τις σόλες η μαυρίλα της καμένης Γής.
Τρίβεις, τινάζεις, χτυπάς, τίποτα, η μαυρίλα εκεί, σε κάθε βήμα να αφήνει ίχνος πίσω σου στην άσφαλτο.
Φαντάστηκα για μια στιγμή πως το ίδιο ίχνος μένει και μέσα σε σένα, μετά όμως θυμάμαι πως δύσκολα άνθρωποι σαν εσένα γυρίζουν να κοιτάξουν μέσα τους και απόρησα γιατί...
Φόβος.
Και δεν φοβάσαι το μέσα σου.
Όχι, αυτό είναι ένα πολύ μικρό σκοταδάκι, το αντιμετωπίζεις εύκολα σχετικά.
Σχετικά με το Μεγάλο Σκοτάδι εννοώ.
Ξέρεις, εκείνο το τεράστιο σκοτάδι που μας περιμένει όλους στο τέλος της πορείας.
Το αντιλαμβάνεσαι κάθε στιγμή που κοιτάς τριγύρω σου και συνειδητοποιείς πως όλα αυτά θα είναι εδώ όταν εσύ θάχεις φύγει.
Και πως τίποτε δεν θα αλλάξει στην πορεία των πραγμάτων απ΄το φευγιό σου.
Αυτό μάλιστα και είναι σκοτάδι πραγματικά μεγάλο και αβέβαιο.
Κι΄ όσο το αποφεύγεις, τόσο δυναμώνει.
Σε καταλαβαίνω.
Καταλαβαίνω τον φόβο σου και δεν σε κατηγορώ που δεν βρίσκεις άλλον τρόπο να τον κατευνάσεις από το να προξενείς κακό τριγύρω σου, γιατί μη μου πεις πως ενώ βάζεις φωτιές είσαι και ένας υπέροχος οικογενειάρχης και φίλος…
Σε καταλαβαίνω γιατί το ίδιο σκοτάδι το αντιμετωπίζουν κι’ άλλοι, σχεδόν όλοι μας.
Οι περισσότεροι το κρύβουν πίσω από εθισμούς και συνήθειες, αθώες φαινομενικά ρουτίνες που τις ρίχνουν σαν βαριές κουρτίνες για να κρύβουν το σκοτάδι.
Υπάρχουν κι’ άλλοι όμως, που όσο το σκοτάδι τους φοβίζει, τόσο το κοιτάνε στο πιο βαθύ, στο πιο μελανό κέντρο του.
Τους ερεθίζει το ότι δεν μπορούν να το κατανοήσουν, τους χαλάει να στο πω απλά, το να υπάρχει εκεί κάτι που τους φοβίζει τόσο και που δεν έχει εξήγηση.
Και ψάχνουν τρόπο να βγάλουν από μέσα τους τον φόβο τους αυτόν.
Για την ακρίβεια, προσπαθούν να ερμηνέψουν αυτή την άγνοια, αυτό το κενό, το αδυσώπητο χάος, το μεγάλο ερώτημα "Γιατί να υπάρχει αυτό το κενό εκεί".
Πιάνουν τότε καλέμια και σκαλίζουν μάρμαρα, ελευθερώνουν μορφές μέσα απ΄αυτό...
...μαλακώνουν τον πηλό...
...και πλάθουν ανθρώπους...
...πιάνουν μολύβια...
...και μπογιές...
...και απλώνουν τον κόσμο...
...όπως αυτοί τον βλέπουν πάνω στο χαρτί...
...άλλοι στήνουν ποιήματα, άλλοι γράφουν ιστορίες, άλλοι παίζουν μουσική, γράφουν νότες, άλλοι ερμηνεύουν ρόλους, άλλοι χτίζουν για να στεγάσουν το βιός τους,
...όλοι κάτι κάνουν για να βάλουν ένα αντίβαρο στο κενό που καταποντίζει τη ζυγαριά μονόπατα.
Άκου κάτι, παλλήκαρε: η απάντηση στον φόβο είναι η Τέχνη.
Όλες οι Τέχνες έχουν σαν κίνητρο το να μπορέσεις κάποια στιγμή να σταθείς όρθιος απέναντι στο κενό, όλες αδιακρίτως.
Όλες οι Τέχνες ζητάνε από σένα ένα πράγμα:
να πεις την γνώμη σου στους άλλους για το κενό αυτό,
να τους κάνεις να βρουν ένα νόημα,
να βοηθήσεις όπως χρωστάς τους δίπλα σου να φοβούνται λιγότερο.
Αυτός είναι και ο Λόγος που η Τέχνη εκτίθεται και δεν μένει στα συρτάρια και στα ντουλάπια.
Όποιος ασχολείται μαζί της, χρωστάει να εκτίθεται στους τριγύρω του.
Έχεις ιδέα πώς είναι να απλώνεις την ψυχή σου σε τοίχους και σε βάθρα, σε σελίδες βιβλίων, εμπρός από ανοιχτές αυλαίες, σε ασύμμετρους στίχους, σε χορδές και τύμπανα, και να στήνεσαι σε μια γωνιά να ακούσεις τις κριτικές των άλλων;
Είναι μια ατέλειωτη αγωνία που δεν εξοφλείται ποτέ και με κανέναν τρόπο, όση δόξα κι΄αν μαζέψεις, ένα άγχος που σε τρώει και σε τρέφει ταυτόχρονα.
Είναι, αγαπητέ μου εμπρηστή, το κενό το ίδιο που μπήκε μέσα σου χωρίς να το αντιληφθείς και σε βάζει, θες δε θες, σε αέναη κίνηση, για να μην καταρρεύσεις τώρα που το είδες καταπρόσωπα.
Απ’ ό,τι κατάλαβες, σε σκέφτηκα άλλη μια φορά στην έκθεση έργων των μαθητών της Σχολής Καλών Τεχνών Πανόρμου.
Ήταν αναπόφευκτη η αντιπαράθεση των δημιουργών με τον καταστροφέα.
Κι' ακόμη, η απλή, απλούστατη αντιπαράθεση των παληών, γεμάτων αξιοπρέπεια, ανθρώπων του νησιού...
...με σένα.
Κλείνοντας, να σου ζητήσω συγγνώμη για τις πολλές άγνωστες λέξεις του κειμένου που θα σε δυσκόλεψαν, και να διευκρινίσω ότι την προσφώνηση «Αγαπητέ» στην απευθύνω όπως ένας πολιτικός στους ψηφοφόρους του, χωρίς δηλαδή να το εννοώ, χάριν ευφωνίας και μόνον.
Δεν είναι από μίσος, δεν είναι καν ειρωνεία.
Απλώς, δεν σε καταλαβαίνω.
Ακριβώς όπως ένας πολιτικός τους ψηφοφόρους του, αγαπητέ μου εμπρηστή.