Τρίτη 17 Απριλίου 2012

ΜΕΣ' ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΑ ΝΗΣΙΑ...

Eκεί πίσω στον Χρόνο, εκατομμύρια χρόνια πριν, η Γη σκεπάζεται από θάλασσα. μια θάλασσα ξένη, διαφορετική από αυτήν που πλέουμε και κολυμπάμε τώρα. Χωρίς κανένα  ζωντανό οργανισμό, γεμάτη από τα δηλητήρια του Σύμπαντος,  


σε διαρκή αναταραχή, ψηλαφίζει τις στεριές και τρυπώνει όπου βρίσκει κενό, γεμίζει τους χώρους, φτιάχνει οροπέδια, λίμνες και κόλπους, που διαρκούν για λίγο και μετά καταποντίζονται για να ξαναγεννηθούν με άλλο σχήμα και μορφή... 


Ο Χρόνος, άμετρος αφού δεν είναι κανείς εκεί για να παρατηρήσει τα φαινόμενα, δένεται με τον Χώρο άρρητα.


Και ‘κει γύρω στα εκατόν σαράντα εκατομμύρια χρόνια πριν, σ’ αυτό που σήμερα λέμε ΚΡΗΤΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ, ενώ τότε ήταν μόλις το υλοποιούμενο Χάος, η Γη αντιδρά. 


Οι στοιβάδες της κινούνται μέσα στα σπλάχνα της σαν αγέννητα μωρά η μια δίπλα στην άλλη, κάνουν τον φλοιό να τρέμει και να ρυτιδώνεται από γιγάντια χάσματα. 


Σε ένα τέτοιο γιγάντιο τίναγμα σηκώνεται ψηλά η ΠΕΛΑΓΟΝΙΚΗ ΟΡΟΣΕΙΡΑ, δηλαδή οι κυριολεκτικές ρίζες της Ανατολικής Μακεδονίας, του Ολύμπου, της Ανατολικής Θεσσαλίας («Θέσις άλατος» ή «Θέσις Αλός») και της Βόρειας Εύβοιας. 


Η ουρά αυτού του αγριεμένου, πέτρινου δράκου είναι η λεγόμενη ΑΤΤΙΚΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗ ΜΑΖΑ, που περιλαμβάνει την Αττική, την Νότια Εύβοια και την καρδιά των  περισσότερων νησιών των Κυκλάδων


Τα χρόνια περνάνε και δεν υπάρχει νους, που να μπορεί να χωρέσει πόσα είναι τα εκατομμύρια χρόνια που μεσολαβούν μέχρι νάρθει η περίοδος που σήμερα καλείται ΜΕΙΟΚΑΙΝΟΣ , οπότε μια τεκτονική αναστάτωση, πτυχώνει και ανορθώνει τον βυθό για να φτιάξει έτσι την Δυτική Ελλάδα. 

Με τον τρόπο αυτόν σχηματίζεται η Αιγαιΐς ή Αιγηΐς, σαν μια ενιαία, αδιαίρετη μάζα ξηράς που καλύπτει τον Ελληνικό χώρο, από το Ιόνιο μέχρι την Μικρά Ασία και τα Νότια της Κρήτης, που στην ενδοχώρα της περιλαμβάνει πολλές λίμνες σχηματισμένες από το εγκλωβισμένο νερό που δεν βρήκε διέξοδο να φύγει. 

Τότε, λειώνει ένα μέρος των πάγων με αποτέλεσμα την ορμητική είσοδο της Μεσογείου στον χώρο της Αιγηΐδος, που κατακερματίζεται και χάνει κάτω απ΄τα νερά ένα μεγάλο μέρος των εδαφών της.


Έξι εκατομμύρια χρόνια κρατάει αυτή η διαδικασία, οπότε και φτάνουμε στο τέλος της ΠΛΕΙΟΚΑΙΝΟΥ. 


Η Μεσόγειος, που δεν σταμάτησε ποτέ να έρχεται ως τα τείχη της Αιγηΐδος, απλώνει μια γιγαντιαία αγκαλιά με έναν τεράστιο βραχίονα που φτάνει από την Ανατολική Κρήτη έως την Προποντίδα κι΄άλλον ένα ανάμεσα Κρήτη και Πελοπόννησο που φτάνει μέχρι την Αττική, την Εύβοια και μέχρι ακόμα τον Θερμαϊκό.

Αυτό είναι το πρώτο Αιγαίο Πέλαγος, που εμφανίζεται στις αρχές του ΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΟΥ. 

 Η θάλασσα εξακολουθεί να πολιορκεί τις στεριές, να χάνει και να κερδίζει έδαφος διαρκώς και τότε, θερμές εποχές αρχίζουν να διαδέχονται κρύες. 


Η  Γή μπαίνει στην εποχή των παγετώνων...


Η θάλασσα χώνεται στα ρήγματα Κρήτης-Δωδεκανήσου και Καφηρέως-Ανδρου και φτιάχνει την Βόρεια και την Νότια λεκάνη του Αιγαίου, που στη μέση του ακριβώς κοιμάται μια υποθαλάσσια οροσειρά, που δεν αργεί να σηκωθεί μέχρι να βγει έξω απ΄το νερό σαν ένα γιγαντιαίο οροπέδιο τριγυρισμένο από ψηλές, πέτρινες μάζες. 


Μα τώρα πιά ο φλοιός δεν έχει την προηγούμενη ρευστότητά του και οι στοιβάδες που κινούνται από κάτω του και η πυρωμένη καρδιά της Γης δεν βρίσκουν διέξοδο και σπρώχνουν, πιέζουν, μετατοπίζουν ηπείρους ολόκληρες για να ξεσπάσουν την δύναμή τους, εκτονώνονται μέσα από βαλβίδες που απόμειναν στον στερεοποιούμενο φλοιό: 
τα Ηφαίστεια.  

Ένα τέτοιο ηφαίστειο, του οποίου τα υπολλείματα είναι στην γειτονιά μας, καταβυθίζει το ασταθές κέντρο του οροπεδίου αφήνοντας απομεινάρια τις τριγύρω κορφές: τις Κυκλάδες.

Παρακαλώ, αυτούς που κατασκευάζουν αυτό το ξενοδοχείο σε μια από τις πιό ευαίσθητες και χαρακτηριστικές περιοχές της Τήνου,

 


πρώτον, να σεβαστούν οι ίδιοι τα αποτυπώματα των φαινομένων και τα ίχνη όλων αυτών των εποχών, που βρίσκονται πολύ κοντά στα τουριστικά καταλύμματα που ετοιμάζουν και δεύτερον και κυριώτερο,να μάθουν τους πελάτες τους να σέβονται τον πολύτιμο αυτό χώρο και να τον αντιμετωπίζουν με δέος για την πορεία και την διάρκειά του μέσα στον Χωροχρόνο. 

Έτσι κι’ αλλιώς, ό,τι κι΄αν συμβεί, εμείς θα φύγουμε και ο Τόπος θα μείνει για πάρα πολύ ακόμη, μέχρι τη μέρα που η Γη θ’αποφασίσει να τινάξει από πάνω της αυτόν τον Ιό που ονομάστηκε άνθρωπος...







ΥΓ. οι φωτογραφίες είναι σε μεγάλη ανάλυση. Κάντε κλικ επάνω τους για να δείτε τις απίστευτες λεπτομέρειες.



Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΑΠ' ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ


Σήκωσε το χέρι του να φυλάξει το πρόσωπό του. 
Η καρδιά του χτύπαγε γρήγορα, ο ιδρώτας πάγωσε στο μέτωπό του, τα μάτια του διάπλατα προσπαθούσαν να προλάβουν το χτύπημα.

Ο άλλος ανάσαινε βαρειά με διεσταλμένα ρουθούνια, τα δάχτυλα στα απλωμένα χέρια ανοιχτά σα νύχια αρπακτικού, το στήθος προτεταμένο, γεμάτο οργή, έβραζε. Είχε πλακώσει με τον ίσκιο του τον γονατισμένο στο χωμάτινο πάτωμα άντρα.

Δυό στιγμές ο χρόνος έπηξε αναμεσά τους, τίποτα δεν κινιόταν, το δωμάτιο ήταν μια σταγόνα αίμα, που σε λίγο θα χτυπήσει στο πάτωμα, οι δύο άντρες ήταν ένας Ιανός με τον φόβο στο ένα πρόσωπο και την οργή στο άλλο.

Ξεφύσηξε αργά, τραβήχτηκε πίσω χωρίς όμως να πάρει το βλέμμα του. Ο άλλος δεν κατέβασε το χέρι.

«Να μου πεις... Θέλω να μου πεις... Γιατί πρόδωσες..;» του πέταξε στα μούτρα σκύβοντας πάνω ακριβώς απ΄το κεφάλι του.

Τα χείλια τού άλλου άρχισαν να τρέμουν σαν έτοιμος να κλάψει. Ανοιγόκλεισε τα μάτια γρήγορα, στηλώθηκε λίγο όρθιος και μετά έγειρε μπροστά καρφώνοντας την ματιά στο πάτωμα.
«Ήθελα... » είπε, «Ήθελα...» ξανάπε σαν δυνατή ανάσα που τράβαγε αθέλητα την κουβέντα μαζί της.

Ο άλλος γύρισε κι' ακούμπησε μ’ ένα χέρι στον τοίχο, σα μεθυσμένος που περιμένει να περάσει η σπιρτάδα για να μπορέσει να ξαναπερπατήσει, μα συνέχισε να τον κυττάει.

«Δεν άντεχα άλλο... Έπρεπε να ‘χε φύγει... Τόβλεπε στα μάτια μου, τόξερε..Γιατί δεν έφευγε να πάει αλλού να κυρήξει, να πει τα μεγάλα λόγια του, να τους κάνει να τρέξουν πίσω του, να βρεί άλλους από όλους εσάς κι΄ από μένα...». 
Ανασηκώθηκε κι’ έκατσε στο χαμηλό σκαμνί. Ένας απότομος λυγμός τον τάραξε για μια στιγμή και κόπηκε αμέσως.

«Πώς είναι να προδίνεις..;» ρώτησε ο άλλος μισοκλείνοντας τα μάτια του ακουμπώντας τη ματιά του στα σανδάλια του.

Ο καταρρακωμένος άντρας σήκωσε το κεφάλι του αργά, σαν αρπακτικό που εντοπίζει ξαφνικά μιάν απρόσμενη λεία: «Ξέρεις... Ξέρεις πώς είναι να προδίνεις...» είπε σιγά αλλά σταθερά καρφώνοντας το βλέμμα του στα χαμηλωμένα βλέφαρα του άλλου.

«Ξέρω..;» σήκωσε την ματιά του και τον βρήκε να τον κυττάει. «Ξέρω..;» ξανάπε με μια κρυφή αγωνία.

«Ήσουν εκεί όταν είπε για τον προδότη, τον κατάλαβες πως εμένα έδειχνε, όλοι το καταλάβατε. Κι΄όταν σηκώθηκα να φύγω δεν έκανες τίποτε, ούτε ‘σύ ούτε κανείς σας... Σωπάσατε, με βλέπατε να φεύγω και τί κάνατε; Τίποτα... Τίποτα... Όπως εσύ θες να μάθεις, έτσι θέλω κι΄εγώ να μου πεις αυτό: γιατί δεν με σταματήσατε εκείνη τη στιγμή πού ‘φευγα...»

Ο άλλος ανάσαινε πολύ βαρειά, τόσο, που οι ώμοι του ανασηκώνονταν σε κάθε αναπνοή. Συνέχισε να τον κυττάει για λίγο. Κατέβασε το χέρι του, ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο και γλύστρησε μέχρι κάτω καθιστός.
«Δεν ξέρω... Αν είχε κάνει ένας μας μια κίνηση, μιά μικρή κίνηση, νάσαι σίγουρος, δεν θάχες φυγει από κει ‘μέσα...»

Ο άλλος σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε από πάνω του: 
«Δεν θάχα φύγει; Έτσι λές..; Και τί θάκανε ο αρχηγός σου τότε, τί θα πρόσταζε νομίζεις; Κρατείστε τον, δέστε τον, κλειδώστε τον; Τί θάλεγε..;»

«Δεν ξέρω...»

«Πάλι δεν ξέρεις! Να σου πω εγώ, που ξέρω! Θάμπαινε ανάμεσά μας και θα μ΄άφηνε να φύγω, να κάνω αυτό που τον έκανε ήρωα, αυτό θάκανε !».
Τραβήχτηκε πίσω και τα πρόσωπό του αυλακώθηκε από ρυτίδες μίσους. "Αυτό ήταν που μισούσα μέχρι την τελευταία στιγμή επάνω του. Την απόφαση, που την κράταγε μέχρι τέλους...» 
Έκανε τρία βήματα και πήγε και στάθηκε στον απέναντι τοίχο: «Μού’ παν πως στον Κήπο έκλαψε, πως λιγοψύχισε και σεις, λέει, κοιμόσασταν... Είναι αλήθεια;»

Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του: «Αλήθεια είναι .... Κοιμόμασταν....»

«Όχι! Δεν θέλω αυτό. Θέλω να μου πεις αν τον είδες να κλαίει, να φοβάται; Αυτό θέλω να μάθω!»

Ο άλλος κούνησε το κεφάλι: «Ποιός να το πει... Κανείς δεν ήταν μπροστά για να τον δεί...»

Το σκαμνί έτριξε κάτω απ΄το βάρος του σαν ξανακάθησε τραβώντας πίσω τον καφέ χιτώνα με τις κουρελιασμένες άκρες.
«Εγώ φοβάμαι. Αυτό έχω να το πώ για σίγουρο. Φοβάμαι πιό πολύ τώρα», είπε με σταθερή φωνή. «Κι΄αυτός ο φόβος είναι ό,τι πιό σίγουρο είχα ποτέ στην ζωή μου». 
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Έστω και γι΄αυτό, άξιζε αυτό πού’ κανα...»

Ο άλλος τον κύτταξε σμίγοντας τα φρύδια σα να μην καταλάβαινε. Στηρίχτηκε στο δεξί του χέρι και σηκώθηκε όρθιος από πάνω του, στάθηκε ακίνητος με κρεμασμένα στα πλάγια τα χέρια: 
«Θα σε είχα μαχαιρώσει από καιρό αν ήξερα τί είσαι...»

Τον αγνόησε και κύτταξε πέρα προς το παράθυρο όπου κρεμόταν ένα κουρελόπανο για να κόβει τον αέρα. «Δεν θάχες κάνει τίποτε...» είπε με σιγουριά. «Ξέρω πως μπορείς να σκοτώσεις, δεν είν’ αυτό...». 
Έγειρε εμπρός και τον κάρφωσε στα μάτια: «Είναι που σας είχε κάνει να μην θέλετε να βλάψετε...» είπε σιγανά. 
«Εγώ έχω οργή μέσα μου. Όχι σαν κι’ αυτήν που έχεις εσύ τώρα δα. Την έχω από πάντα, σαν βάρος, μου κόβει την ανάσα, με παραλύει».

Η πόρτα κουνήθηκε στις βάσεις της από έναν απότομο αέρα.
«Περίμενα να μην υπήρχε τώρα πιά, νάχε φύγει, νάχε σβήσει», συνέχισε, «Μα τη νιώθω ακόμη εδώ μέσα», είπε αγγίζοντας το στήθος του με τ’ ακροδάχτυλα. «Ας με συγχωρέσει όποιος μπορεί, γιατί εγώ δεν είχα ποτέ τέτοια δύναμη».

Ο άλλος κίνησε προς την έξοδο, γύρισε τελευταία στιγμή, τον κύτταξε με οίκτο: «Φύγε. Όσο μπορείς πιό μακρυά. Να φύγεις».

«Για να μη σας θυμίζω τί κάναμε όλοι μαζί..;»

«Για να σκέφτεσαι...» είπε ο άλλος και βγήκε απ΄την πόρτα.

Έτρεξε πίσω του πριν προλάβει ο αέρας να ξανακλείσει την πόρτα: «Άκου! Ήμουν ένας απ΄τους δώδεκα! Μην το ξεχνάτε!»

Ο αέρας πήρε την φωνή του ανάμεσα στους άλλους ήχους που κουβάλαγε πάνω του. 

Ξημέρωνε η πρώτη μέρα απ΄τις τρεις.

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

ΠΑΛΑΙΟΚΚΛΗΣΙΑ

«Στην Τήνο συμβαίνει το εξής παράδοξο. 
Ποτέ δεν ξέρεις πού περπατάς πραγματικά.
Τη μιά στιγμή είσαι στην Χώρα και αγοράζεις εφημερίδες και μετά από δέκα λεπτά είσαι στην μέση του βουνού και περπατάς ένα μονοπάτι εκατοντάδων ετών. Κι' όταν λέω μονοπάτι δεν εννοώ έναν δρόμο πατημένο, μια διαδρομή που εξακολουθεί να περνάει ακόμη από 'κει, αλλά, έναν προστατευμένο δρόμο, που δεν έπαψε να είναι σε χρήση από τότε που φτιάχτηκε, τριακόσια, τετρακόσια χρόνια πριν, μέχρι και τις αρχές του ’80, οπότε και άρχισε η μεγάλη εγκατάλειψη, το ρήμαγμα...
 
Μετά πάλι, φτάνεις σε κάποια παραλία όπου μέχρι να φτάσεις εκεί, δεν υπάρχει πιθαμή εδάφους απεριποίητη, άσκαφτη, τα σκαλιά φτάνουν μέχρι την άκρη της θάλασσας κι' αναρωτιέσαι και λες μέσα σου γιατί... 
Και καταλήγεις να βλέπεις το ηλιοβασίλεμα στην άκρη στα Κακόβουλα και ν’ αναρωτιέσαι πόσον χρόνων είναι το κατοικιό πίσω σου και η μάντρα που ακολουθεί το ρέμα στην κατεβασιά του. 
 
Σου λέω, αυτό είναι αίσθηση αλλόκοτη που την έχεις σε πολύ λίγα μέρη, είσαι εδώ και ταυτόχρονα δεν είσαι, έχεις πάει πίσω εξακόσια χρόνια και φυλάγεσαι από τον Βορηά μέσα σε μια καυκάλα που ποιός ξέρει πότε τειχίστηκε για να χρησιμοποιηθεί. 
 
Και όλο αυτό το δίκτυο των δρόμων που σε βεβαιώνει πως εδώ πραγματικά έζησαν άνθρωποι που είχαν σαν σκοπό να μείνουν εδώ κι’ όχι επήλυδες, περαστικοί, διαβατάρηδες. 
 
Βέβαια, στην Τήνο, με τόσο έντονο το στοιχείο της χειροτεχνίας της πέτρας από το περίπλοκο διακοσμητικό μέχρι και το χτίσιμο μιας μάντρας και με τόσο διαδεδομένη την τέχνη της πέτρας σε όλους τους κατοίκους, γιατί μην μου πεις πως φέρνανε κάποιους άλλους για να τους χτίζουν τις μάντρες και δεν ήξεραν οι ίδιοι να δουλεύουν έστω και στοιχειωδώς τη πέτρα, το νησί ουσιαστικά έχει ανασκαφεί δεκάδες φορές. 
Κι' αυτό από μόνο του ναι μεν συγχέει τον αρχαιολόγο και τον ιστορικό, αλλά, αν το δεις υπαρξιακά, κάνει κάπως σαν τα γονίδια του τόπου που αναπλάθονται για να ταιριάξουν στο τώρα.
Και τί να βρει ο αρχαιολόγος να πει μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον;
Δεν έχει τίποτε να πει, αφήνει να του μιλήσει ο τόπος, πρέπει να ανοιχτεί, να προσπαθήσει να νιώσει, γιατί αλλιώς, όπως ήρθε θα φύγει.
Άμα πατήσεις εδώ, δηλαδή και δεν μπορέσεις να σκεφτείς σαν ένας αυτόχθονας των πρώτων χρόνων, που έχει εδώ το σπιτικό του και καλείται να επιβιώσει, να κατοικήσει και να αμυνθεί, θα μείνεις μονον στα στοιχειώδη, που στο κάτω-κάτω δεν χρειαζόμαστε επιστήμονα να μας τα πει, τα ξέρουμε από μόνοι μας, τάχουμε ακούσει είτε στα παραμύθια είτε σε παραδόσεις. 
 
Γι΄αυτό σου λεω, όπου στέκεσαι,να αναρωτιέσαι: τί ήθελε ο ντόπιος από δω, τί γύρευε, γιατί είχε ανέβει ως εδώ ή είχε κατέβει ως εκεί, τί έβλεπε, τί περίμενε.
Δεν είναι απλό, πρέπει να μεταφέρεις τις δομές μιας σημερινής, ζωντανής πόλης στα μέτρα τού τότε, να φανταστείς τις εσχατιές των τότε κοινοτήτων, τους άρχοντες και τους παρίες, τους ναυτικούς και τους ψαράδες και πως αυτοί στέκονταν απέναντι στους γεωργούς και τους χειρώνακτες και μετά πώς όλοι αυτοί γίνονταν κοινωνία και συναλλάσονταν και πήγαιναν κι' ερχόνταν.
Να σκεφτείς τους άρχοντες που ήταν διαφόρων ειδών με διαφορετική επιρροή ο καθένας στον χώρο του, πολλές φορές αφήνοντας στον χώρο και το όνομά τους, που μέσα από τα χρόνια παρεφθείρετο, άλλαζε και πιθανόν να έδινε αφορμή για να φτιαχτούν μύθοι και τοπικοί θρύλοι.

Περπάτα το το νησί, αυτό έχω να σου πω, περπάτα το και βλέπε. Βλέπε τριγύρω σου, είναι απίστευτη η σοφία με την οποία ο Τηνιακός έχει διαμορφώσει τον χώρο του. Ακόμη κι΄αν δεν το καταλαβαίνεις εσύ, το μυαλό σου μέσα-μέσα πιάνει αυτά που πρέπει να πιάσει, την αρχέγονη γνώση που είναι παντού τριγύρω υλοποιημένη, καμωμένη τοίχοι και μάντρες και όλα όσα στέκουν εδώ.
Μη κυττάς τους ντόπιους, ο καθημερινός μόχθος δεν σ’ αφήνει να δεις, είναι η αγωνία για το καθημερινό που στα θολώνει όλα στα κάνει επίπεδα, σαν τηλεόραση δισδιάστατη, μη ζητάς από τους ντόπιους να εμβαθύνουν, έχουν παιδιά, έχουν καιρό, έχουν σοδειά να σκεφτούν, τί θες, να μένει απούλητη η ντομάτα και να πουλιέται το γάλα 35 λετπά και να σκέφτονται την δομή της κοινωνίας των προγόνων; 
 
Δε γίνονται αυτά τα πράγματα, αυτά είναι ιστορίες του Μυνχάουζεν. Εδώ μιλάνε οι ρόζοι στα χέρια και οι γυναίκες οι γερασμένες απ΄τα σαράντα τους απ΄το καρίκι και την τσάπα, πού' χουν γεννήσει τρία τέσσερα παιδιά και τα μεγαλώνουν μεσ' τους δρόμους, στην αγάπη των γειτόνων και στην τύχη του φτωχού θεού. Εδώ είναι η ζωή η αληθινή, δες γύρω σου, ό,τι βλέπεις, αυτό είναι η ζωή. Μη πας παραπέρα απ' όσα μπορείς να βλέπεις, μα πάνω σ΄αυτά να στοχάζεσαι διαρκώς. Κι' αυτό είν' ο Θεός ο αληθινός, ο αδογμάτιστος κι' ο πανταχού παρών, που είναι παντού και τα γεμίζει όλα».


Βρέθηκα τις προάλλες στην Παλαιοκκλησιά, πέρα, στη Ζωδεμένη και 'κει αυθόρμητα μού'ρθε στο νου η κουβέντα που είχα πριν από χρόνια μ' έναν φίλο αρχαιολόγο, μεγάλο στα χρόνια, που αρεσκόταν να ανεβαίνει σε άκρες του νησιού και να αγναντεύει ώρες ατέλειωτες τριγύρω. 
Δεν χόρταινε το νησί, τον τρέλλαινε, ασφυκτιούσε από "τις εικόνες, την μιά επάνω στην άλλη" που τον γέμιζαν, τον τελείωναν. 

Θεώρησα, λοιπόν, πιό ταιριαστό να βάλω τα λόγια του που μου σημάδεψαν τον τρόπο να κυττάω, παρά να σας περιγράψω τί ακριβώς βλέπετε στις φωτογραφίες. 
Περιληπτικά, είναι η Παλαιοκκλησιά και ο αμυντήριος σχηματισμός τριγύρω. Προσέξτε πώς μερικές πλάκες είναι ένθετες στον τοίχο και δεν εξέχουν απ΄αυτόν. Είναι αυτές που χρησίμευαν και σαν "ρεπάρο" για τα ζώα κυρίως. Δείτε επίσης, πώς το χτίσιμο των σκαλιών εξέχει πάνω από το επίπεδο του χωραφιού που καλείται να υποστηρίξει. Η Παλαιοκκλησιά η ίδια, μάλλον είναι επάλληλα κτίσματα, με διαφορετικές κατά εποχή χρήσεις.


Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΚΑΙ ΛΕΥΚΟΙ

 Είμαστε γαλάζιοι και λευκοί,
κρεμάμενοι 
σε λευκή και γαλάζια κόγχη
 αρχαίου ιστού.
Κι' άτονοι παραμένουμε, 
αξεδίπλωτοι
όταν οι άλλοι περιμένουν από μας ν' ανεμίσουμε,
να κυματίσουμε στην άκρη του σκοινιού,
που μας κρατάει στον αιώνιο ιστό.
......μα, Αέρας πουθενά...
.............................................
Χέρια μαθητικά δεν έρχονται
να μας τραντάξουν, 
να ξυπνήσουμε
και μεις και όλοι.
Σαν κουρελόπανο του άτιμου εαυτού μας
κρεμόμαστε,
πτώματα πριν καν πεθάνουμε,
σα ζωντανοί στον θάνατό μας.
Άλλες σημαίες περνούν βηματιστά 
εμπρός από γραββάτες και κουστούμια,
εμπρός από δοσίλογους κι' Εφιάλτες.
Άλλες σημαίες, με μάτια κλειστά, 
ντροπιασμένες,
φτηνές φτιαγμένες,
φοβισμένες.

Κι΄εδώ, Αέρας καθόλου...
Χέρια μαθητικά
σταυρώνονται στο στήθος,
ενώ ποθούμε 
να μας ανεμίσουν
να ξυπνήσουν και μας και όλους,
που είμαστε γαλάζιοι και λευκοί...


Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

ΟΧΙ ΠΑΛΙ ΧΟΥΝΤΑ, ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ...

Ώστε πάμε για εκλογές, λοιπόν...
Και μας κάνει εντύπωση, που φέρονται σαν να μην έχει γίνει τίποτε και σαν να πρόκειται για τους παραστρατημένους σωτήρες, που μόλις τώρα θυμήθηκαν τον λαό και τρέχουν να τον σώσουν...

Και μας κρεμάει το σαγόνι και χάσκουμε σαν χάνοι με το απύθμενο θράσος τους, που μας λένε πως ξανακάνανε λάθος που, και αυτό, εμείς πρέπει να πληρώσουμε...

Μα και παληά γίνονταν εκλογές και κάποιοι άλλοι ζητάγανε την ψήφο μας. 


Και λέω την ψήφο "μας", γιατί ο λαός δεν αλλάζει. Εμείς είμασταν και τότε και τώρα ο λαός.  
Και η ψήφος τών τότε επηρρεάζει τον λαό, δηλαδή εμάς, σήμερα, αλλά και η ψήφος του λαού, δηλαδή η δική μας, ορίζεται από τις επιλογές εκείνων, όπως οι δικές μας επιλογές θα ορίσουν τις μελλοντικές επιλογές αυτών που έρχονται και απέναντι στους οποίους έχουμε χρέος και ευθύνη.
Άρα, ο λαός είναι κάτι διαρκές, πέρα από στενά χρονικά και ατομικά όρια και μόνον αν δεχτούμε να κυττάξουμε τους εαυτούς μας με αυτόν τον τρόπο θα πράξουμε το σωστό.

Και τότε, υπήρχε Κράτος που κάποιοι το έκλεβαν ή το εξαπατούσαν και τότε, η μπάλα έπαιρνε και  'κείνους που δεν έφταιγαν και έπρεπε να δηλώνουν γραπτώς ότι, ναι, ήταν ζωντανοί και ναι, έμεναν εκεί και ότι, ναι, αν τύχαινε και άλλαζε κατιτίς τόσο δα, θα έσπευδαν αν το κοινοποιήσουν στο Κράτος...

Και τότε, συνέτασσαν υπεύθυνες δηλώσεις, σχετικά με το πόσοι και ποιοί διέμεναν σε ποιό σπίτι και μάλιστα, και ποιά ήταν η ηλικία τους...

Και τότε, το Κράτος απευθυνόταν στον πολίτη του σαν να πρόκειται για εγκληματία του κοινού ποινικού δικαίου και ακόμη και για μία απλή κλήση, χρησιμοποιούσε λέξεις και εκφράσεις τρομακτικές, απειλητικές, εχθρικές, πλήρεις από την αλαζονεία των κρατούντων...
 
(κάντε κλικ και διαβάστε)
 ...και πόσο μάλλον, όταν θίγονταν τα συμφέροντά του, οπότε και απειλούσε με"κατάσχεση, μήνυση, προσωποκράτηση" αλλά και με "σημαντικά έξοδα".

Την επόμενη ακριβώς στιγμή όμως, βάραγε τις καμπάνες, σήμαινε συναγερμό, έσειε σημαίες (τις ίδιες που με περισσό θράσος έσειε και στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις, προσπαθώντας να καμουφλάρει έτσι τον βρωμερό του χαρακτήρα) και καλούσε τους Έλληνες να σώσουν την πατρίδα...
Και πώς έστελνε το μήνυμα αυτό; 
Με σφραγίδα επάνω σε λογοκριθείσα επιστολή...
Λες και οι Έλληνες δεν είχαν αρκετή Ελλάδα μέσα τους για να θελήσουν να την σώσουν και περίμεναν την σφραγιδούλα στο πίσω μέρος μιάς επιστολής, για να κάνουν αυτό, που το αίμα τους από μόνο του τους έστελνε να κάνουν...
 
Και έσπευδε ο πρόεδρος της Κοινότητος Κελλίων να πιστοποιήσει ότι, υπήρχαν και μερικοί που δεν μπορούσαν να στρατευτούν γιατί η κλάση τους είχε ήδη κληθεί σε προηγούμενο ταβατούρι...

Μα πότε οι πολιτικοί και τα κομματόσκυλα είχαν αντίληψη του πώς ένιωθε ο λαός...

Απλώς, έκαναν πάντοτε άκαιρες κινήσεις, υπογραμμίζοντας άθελά τους την απόστασή τους από το εκλεκτορικό σώμα...

Κι΄ όταν τελικώς οι νυν και αεί βάρβαροι πέρναγαν τις Θερμοπύλες του λαού μέσα από την Κερκόπορτα των πολιτικών, το Κράτος έσπευδε να φροντίσει τους πολίτες του με δελτία τροφίμων, σαν κι' αυτά, με τα οποία πρόσφατα μας απείλησε ο δοτός πρωθυπουργός της πιό εξευτελισμένης δημοκρατίας της Ευρώπης...




..καλώντας μας κι' αυτός με την σειρά του σε μια συστράτευση ενάντια, μάλλον, στον αξιοπρεπή εαυτό μας...

Και τότε ο λαός τάφερνε δύσκολα βόλτα και κράταγε πρόχειρες σημειώσεις για τα χρέη και τα κουμάντα του, θυμίζοντας στον εαυτό του πόσα επήρε, πόσα έδωσε για λίπασμα και πόσα χρωστάει...
Και τότε ο κόσμος δανειζόταν και αργούσε να τα επιστρέψει και ερχόταν στα λόγια και προσπαθούσε να βρει λύση ο ένας με τον άλλον, όσο αυτό ήταν δυνατόν...

...υπενθυμίζοντας τα 
"6 χρόνια που πέρασαν που σου έδωσα μετρητά δρχ 50 και έκτοτε μου τα καθυστερείτε
κάνοντας ένα απλό μάθημα πληθωρισμού  
"τότε που σας τα έδωσα ήτο το νόμισμα διαφορετικό από σήμερα και με ζημιώνεται
και κλείνοντας απευθυνόμενοι στο αίσθημα δικαίου του συντοπίτη: "να φροντίσετε διότι είναι κρίμα"...

Και τότε, οι άνθρωποι είχαν την ανάγκη να στρέφονται σε κάτι αγνότερο και υπήρχαν "αποκλειστικοί αντιπρόσωποι" του Θεού επί της Γης, διεκδικώντας μερίδιο από τις προσευχές των πιστών με το "ΟΡΓΑΝΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ", που όποιος κατάλαβε τί σημαίνει ο τίτλος, ας μου το εξηγήσει και μένα του φτωχού...


Και τότε, μετά από τόσους κόπους και αίμα και θυσίες, βρέθηκαν τελικώς κάποιοι "σωτήρες" για να μας βάλουν σε μια τάξη, στολίζοντας το έργο τους με βαρύγδουπες ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ, που κάποιοι και τότε, είχαν καλωσορίσει σαν την μόνη λύση στο χάος που είχε δημιουργηθεί...


Και τότε, όπως και τώρα, υπήρχαν μερικοί που τά 'χαν ψυλλιαστεί τα σκούρα που έρχονταν και αναφωνούσαν με απογοήτευση:
 
ΟΧΙ ΠΑΛΙ ΧΟΥΝΤΑ, ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ..!





Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

ΑΦΗΓΗΣΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΖΑΡΜΠΑΝΗ (μέρος 2ο)


(Για όποιον θέλει το πρώτο μέρος της συζήτησης, μπορεί να το βρεί κάνοντας κλικ εδώ).
 
"Ύστερα που και που ανοίξανε οι δ'λειές άμα σταματήσαν οι πολέμ'. 
Κατ' αρχήν ήταν οι πολυκατοικίες, που παγαίναμε που φεύγαμε. Πλερώναμε άλλος πενήντα, άλλος εξήντα χιλιάδες, άλλος εβδομήντα, αναλόγως την πολυκατοικία. 
Για να πάνε θυρωροί, μέσα για να τρώνε και να δ'λέβγουν. 
Να γραφτεί ένας μέσα κι' ο άλλος να δουλεύει όξω. 
Εκείνη την εποχή ήταν εξήντα χιλιάδες. Αν ήταν πολλά λεφτά; 
Ε, αμή, και πούν 'τα τα λεφτά, δανειζόνταν για να βρουν τα λεφτά για να παν σε πολυκατοικια θυρωροί. Δίναν αναλόγως την πολυκατοικία, αναλόγως τα δωμάτια. Αμέ...

Ύστερα αρχίσαν οι οικοδομές και φέυγαν ούλοι, απ' ούλα τα χωριά αδειάζαν, όταν βρήκαν δουλειές που χτίζαν, που κάναν σπίτια που κάναν πολυκατοικίες κι' ύστερα που χτίζαν, κι' 'ιβγαζιν το κράτος , ίβγαζιν ο μηχανικός, εκμεταλλευόταν και κάναν τη δουλειά τους αυτοί. 
Ύστερα δουλεύαν όπως οι Αλβανοί. Πηγαίναν σ'ν οικοδομή κι' ύστερα πηγαίναν σ' άλλη μέχρι το βράδυ. 
Γι' αυτό άδειασεν ο κόσμος και φύγαν όλοι. Τα 'γκαταλείψαν όλα, τα παρατήσαν όλα γιατί γυρέβγαν αλλού λεφτά, εδώ δεν βγαίναν... 
Σ' όλα τα χωριά π' αδειάσαν, παντού...Το χρήμα αγρίεψεν... 

Στην κατοχή ερχόνταν οι ξωμερίτες για δουλειά. Ε, οι ξωμερίτες ζουν από μάς. Οι ξωμερίτες το λεν όλοι, οι πιό παληοί που δεν έχουν πεθάνει, ε, κι' ό,τι κάναν οι παληοί οι νέοι δε το ξέρουν. Ερχόταν, φέρναν έπιπλα, φέρναν και 'μεις τους δίναμε είδος, πατάτες, κριθάρι, λάδια...Ε, δε φυτεύγαν, ε, δε βάζαν... 
Στα καράβια ήταν παγαιμένοι πολλοί, ύστερα πηγαίναν στα καράβια. Ήτανε μαρμαράδ' που μαθαίναν. Κι΄έχει και νερά από 'κει μα δε φυτεύγαν... Εμείς δ'λέβγαμε από πολύ πιό νύχτα. 
Εγώ σ'κωνόμουν το πρωί πήγαινα στο Μαρλά με τον Μαγ... Πηγαίναμε για πέτρες που ήταν τα μωσαϊκά. 
Έχει νταμάρια, μαρμαράδ',  έχει πολλά νταμάρια... 
Τώρα ετελειώσαν τα μάρμαρα, τώρα μωσαϊκά δεν κάνουν. Θέλει ειδικό μάρμαρο για το μωσαϊκό. Από πίσω απ΄το Μαρλά έχει δρόμο και πάει κάτω στα Μάρμαρα. Παγαίναμε με τον Μαγ.. και φορτώναμε πέτρες και τις πήγαινε στην Αθήνα, στο Μαρούσι τα πήγαινε, πού'ταν οι μαρμαράδ' που χτίζαν, εργοστάσια ήταν και τ' αλέθαν, τα κάνανε ψιλό για μωσαϊκό.

Πήγαινα εκεί και πήγαινα και στα χωράφια. Πήγαινα και σ'ν Αθήνα. Ένα χρόνο δούλευα με το Ντουάρ απ΄τη Στενή, δεν τον ξέρ'ς 'συ τώρα πούχεν τα ταξιά. Ναι, ειχεν ταξί, όχι αυτός με την ταβέρνα, ο άλλος. Τον είχε απάνω οδηγό ο Μαγ.. για να μην τον κλέβουν, ένα χρόνο και παγαίναμε και φορτώναμε πέτρες κι' από 'κει πηγαίναμε στην Αθήνα τα ξεφορτώναμε στο Μαρούσι, κι από 'κει παγαίναμε στα εργοστάσια να φορτώσουμε μπακαλικής, εφορτώναμε ούλ' την Τήνο. 
Χώρα, Αγάπ' Στενή, Φαλατάδο, στα Δυό Χωριά, Τριαντάρο, ούλα τα χωριά. 
Τα ξεφορτώναμε και γραμμή πάλι πηγαίναμε και φορτώναμε πέτρες. Ύστερα μπήκε ένας Αλέκος, λέγονταν Ψάρρος, δούλευε στα λεωφορεία, και πάει απάνω και κάθεται άλλον ένα χρόνο. 

Καΐκια; Τα καΐκια στην Κολυμπήθρα ήταν την εποχή που φορτώναμε άμμο. Φορτώναμε σ'ν Κολυμπήθρα την δικιά μας άμμο και παγαίναμε στον Μαρλά για να κόβουν σ΄ πέτρες, με σύρμα σ΄κόβγαν. Ήταν κάτω 'κει στον Μαρλά 'κει από πίσω. Ήταν με ρεύμα Ήταν με ρεύμα το σύρμα, με το σύρμα το κόβγαν το μάρμαρο, επαγαίναμε άμμο και βάζαν άμμο μέσα για να κόβει και για να σέρνει.

Ήμουνα στα Τ.Ε.Α. κι' έρχετ' η αστυνομία απ΄την Κώμη να μας σταματήσει να μην φορτώνουμε άμμο. Γιατί πως εν' τις Κωμ'τιανοί η άμμος, η άλλη η άμμο η απέναντι. Η μεγάλη άμμο είναι δική μας. Ήρθε η αστυνομία να μας σταματήσει.
Είμασταν εγώ, ο Μανώλης ο Γανωτζής, ο Φράγκαρος, ο Μπέμπης κι' ιφορτώναμε το καΐκ' . Ήταν ένα ιμκρό βαρκάκ΄με κουπιά, τρία βαρέλια είχιν, γιμώζαμε τα βαρέλια κι' ηπήγαινεν στο καΐκ' που ταν πιό βαθειά, είχεν ένα γάντζο κι' είχαν τα βαρέλια τρύπες πάνω επαιρνούσαν ένα σίδερο μέσα, τα σήκωνε κι' άδειαζε μέσ' το καΐκι την άμμο. Κι' ύστερα ξανάρχονταν πάλι και τα γιμώζαμε. 
Απ' το πρωί μέχρι σ΄δυό, σ΄τρεις η ώρα. Ε, δεν ξέρω πόση άμμο ήθελε γιανα δουλέψει, έπαιρνε καμπόσο, συμπλήρωνε το καΐκι άμμο, πολλά βαρέλια. 

Κι' έρχεται η αστυνομία να μας βγάζ' να μη ξαναφορτώσουμε. Έρχεται ΄κει ο ΄νωματάρχης μ΄ένα χωροφύλακα. Ε, τι κάν΄τε 'δω, να φύγετε από 'δω, λέμε γιατί να φύγουμε από 'δω, για ποιό λόγο; Λέει, δεν είν' ιθ'κιά σας η άμμο είν' της Κώμης. 
Να μη στα πολυλογώ, ήταν ο Μανώλης ο Γανωτζής, ανάλαβεν το λόγο, τα χόντρυνεν με το 'νωματάρχη, διατάζ' ο 'νωματάρχης να τον συλλάβει ο χωροφύλακας τον Μανώλη. 
Εγώ ήμουνα στα Τ.Ε.Α., είχα τον τρόπο, είχα εφτά χρόνια υπερεσία, λέω για σταμάτα , με ποιό δικαίωμα λες να τον συλλάβει, πού το βρήκες το δικαίωμα. 
Ε, να μη στα πολυλογώ, λεώ τράβα φύγ'τε από δω χάμω, και δεν έν' της Κωμ΄τιανής η άμμο, η άμμο της Κωμ΄τιανής εν΄ απέναντι, τουτ' εν' δικιά μας, σ΄ Καλλονής. 
Λέω, πήγαινε στην Καλλονή, στα Κελλιά, Κελλιά ήταν τότε, στο γραφείο της Κοινότητας να βρεις πού' ναι γραμμένο στην Κοινότητα την δικιά μας. 
Σ'κώθκιν κ' ίφυγιν, ούτε ξανάρθε..."


ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...