Σάββατο 7 Απριλίου 2012

ΠΑΛΑΙΟΚΚΛΗΣΙΑ

«Στην Τήνο συμβαίνει το εξής παράδοξο. 
Ποτέ δεν ξέρεις πού περπατάς πραγματικά.
Τη μιά στιγμή είσαι στην Χώρα και αγοράζεις εφημερίδες και μετά από δέκα λεπτά είσαι στην μέση του βουνού και περπατάς ένα μονοπάτι εκατοντάδων ετών. Κι' όταν λέω μονοπάτι δεν εννοώ έναν δρόμο πατημένο, μια διαδρομή που εξακολουθεί να περνάει ακόμη από 'κει, αλλά, έναν προστατευμένο δρόμο, που δεν έπαψε να είναι σε χρήση από τότε που φτιάχτηκε, τριακόσια, τετρακόσια χρόνια πριν, μέχρι και τις αρχές του ’80, οπότε και άρχισε η μεγάλη εγκατάλειψη, το ρήμαγμα...
 
Μετά πάλι, φτάνεις σε κάποια παραλία όπου μέχρι να φτάσεις εκεί, δεν υπάρχει πιθαμή εδάφους απεριποίητη, άσκαφτη, τα σκαλιά φτάνουν μέχρι την άκρη της θάλασσας κι' αναρωτιέσαι και λες μέσα σου γιατί... 
Και καταλήγεις να βλέπεις το ηλιοβασίλεμα στην άκρη στα Κακόβουλα και ν’ αναρωτιέσαι πόσον χρόνων είναι το κατοικιό πίσω σου και η μάντρα που ακολουθεί το ρέμα στην κατεβασιά του. 
 
Σου λέω, αυτό είναι αίσθηση αλλόκοτη που την έχεις σε πολύ λίγα μέρη, είσαι εδώ και ταυτόχρονα δεν είσαι, έχεις πάει πίσω εξακόσια χρόνια και φυλάγεσαι από τον Βορηά μέσα σε μια καυκάλα που ποιός ξέρει πότε τειχίστηκε για να χρησιμοποιηθεί. 
 
Και όλο αυτό το δίκτυο των δρόμων που σε βεβαιώνει πως εδώ πραγματικά έζησαν άνθρωποι που είχαν σαν σκοπό να μείνουν εδώ κι’ όχι επήλυδες, περαστικοί, διαβατάρηδες. 
 
Βέβαια, στην Τήνο, με τόσο έντονο το στοιχείο της χειροτεχνίας της πέτρας από το περίπλοκο διακοσμητικό μέχρι και το χτίσιμο μιας μάντρας και με τόσο διαδεδομένη την τέχνη της πέτρας σε όλους τους κατοίκους, γιατί μην μου πεις πως φέρνανε κάποιους άλλους για να τους χτίζουν τις μάντρες και δεν ήξεραν οι ίδιοι να δουλεύουν έστω και στοιχειωδώς τη πέτρα, το νησί ουσιαστικά έχει ανασκαφεί δεκάδες φορές. 
Κι' αυτό από μόνο του ναι μεν συγχέει τον αρχαιολόγο και τον ιστορικό, αλλά, αν το δεις υπαρξιακά, κάνει κάπως σαν τα γονίδια του τόπου που αναπλάθονται για να ταιριάξουν στο τώρα.
Και τί να βρει ο αρχαιολόγος να πει μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον;
Δεν έχει τίποτε να πει, αφήνει να του μιλήσει ο τόπος, πρέπει να ανοιχτεί, να προσπαθήσει να νιώσει, γιατί αλλιώς, όπως ήρθε θα φύγει.
Άμα πατήσεις εδώ, δηλαδή και δεν μπορέσεις να σκεφτείς σαν ένας αυτόχθονας των πρώτων χρόνων, που έχει εδώ το σπιτικό του και καλείται να επιβιώσει, να κατοικήσει και να αμυνθεί, θα μείνεις μονον στα στοιχειώδη, που στο κάτω-κάτω δεν χρειαζόμαστε επιστήμονα να μας τα πει, τα ξέρουμε από μόνοι μας, τάχουμε ακούσει είτε στα παραμύθια είτε σε παραδόσεις. 
 
Γι΄αυτό σου λεω, όπου στέκεσαι,να αναρωτιέσαι: τί ήθελε ο ντόπιος από δω, τί γύρευε, γιατί είχε ανέβει ως εδώ ή είχε κατέβει ως εκεί, τί έβλεπε, τί περίμενε.
Δεν είναι απλό, πρέπει να μεταφέρεις τις δομές μιας σημερινής, ζωντανής πόλης στα μέτρα τού τότε, να φανταστείς τις εσχατιές των τότε κοινοτήτων, τους άρχοντες και τους παρίες, τους ναυτικούς και τους ψαράδες και πως αυτοί στέκονταν απέναντι στους γεωργούς και τους χειρώνακτες και μετά πώς όλοι αυτοί γίνονταν κοινωνία και συναλλάσονταν και πήγαιναν κι' ερχόνταν.
Να σκεφτείς τους άρχοντες που ήταν διαφόρων ειδών με διαφορετική επιρροή ο καθένας στον χώρο του, πολλές φορές αφήνοντας στον χώρο και το όνομά τους, που μέσα από τα χρόνια παρεφθείρετο, άλλαζε και πιθανόν να έδινε αφορμή για να φτιαχτούν μύθοι και τοπικοί θρύλοι.

Περπάτα το το νησί, αυτό έχω να σου πω, περπάτα το και βλέπε. Βλέπε τριγύρω σου, είναι απίστευτη η σοφία με την οποία ο Τηνιακός έχει διαμορφώσει τον χώρο του. Ακόμη κι΄αν δεν το καταλαβαίνεις εσύ, το μυαλό σου μέσα-μέσα πιάνει αυτά που πρέπει να πιάσει, την αρχέγονη γνώση που είναι παντού τριγύρω υλοποιημένη, καμωμένη τοίχοι και μάντρες και όλα όσα στέκουν εδώ.
Μη κυττάς τους ντόπιους, ο καθημερινός μόχθος δεν σ’ αφήνει να δεις, είναι η αγωνία για το καθημερινό που στα θολώνει όλα στα κάνει επίπεδα, σαν τηλεόραση δισδιάστατη, μη ζητάς από τους ντόπιους να εμβαθύνουν, έχουν παιδιά, έχουν καιρό, έχουν σοδειά να σκεφτούν, τί θες, να μένει απούλητη η ντομάτα και να πουλιέται το γάλα 35 λετπά και να σκέφτονται την δομή της κοινωνίας των προγόνων; 
 
Δε γίνονται αυτά τα πράγματα, αυτά είναι ιστορίες του Μυνχάουζεν. Εδώ μιλάνε οι ρόζοι στα χέρια και οι γυναίκες οι γερασμένες απ΄τα σαράντα τους απ΄το καρίκι και την τσάπα, πού' χουν γεννήσει τρία τέσσερα παιδιά και τα μεγαλώνουν μεσ' τους δρόμους, στην αγάπη των γειτόνων και στην τύχη του φτωχού θεού. Εδώ είναι η ζωή η αληθινή, δες γύρω σου, ό,τι βλέπεις, αυτό είναι η ζωή. Μη πας παραπέρα απ' όσα μπορείς να βλέπεις, μα πάνω σ΄αυτά να στοχάζεσαι διαρκώς. Κι' αυτό είν' ο Θεός ο αληθινός, ο αδογμάτιστος κι' ο πανταχού παρών, που είναι παντού και τα γεμίζει όλα».


Βρέθηκα τις προάλλες στην Παλαιοκκλησιά, πέρα, στη Ζωδεμένη και 'κει αυθόρμητα μού'ρθε στο νου η κουβέντα που είχα πριν από χρόνια μ' έναν φίλο αρχαιολόγο, μεγάλο στα χρόνια, που αρεσκόταν να ανεβαίνει σε άκρες του νησιού και να αγναντεύει ώρες ατέλειωτες τριγύρω. 
Δεν χόρταινε το νησί, τον τρέλλαινε, ασφυκτιούσε από "τις εικόνες, την μιά επάνω στην άλλη" που τον γέμιζαν, τον τελείωναν. 

Θεώρησα, λοιπόν, πιό ταιριαστό να βάλω τα λόγια του που μου σημάδεψαν τον τρόπο να κυττάω, παρά να σας περιγράψω τί ακριβώς βλέπετε στις φωτογραφίες. 
Περιληπτικά, είναι η Παλαιοκκλησιά και ο αμυντήριος σχηματισμός τριγύρω. Προσέξτε πώς μερικές πλάκες είναι ένθετες στον τοίχο και δεν εξέχουν απ΄αυτόν. Είναι αυτές που χρησίμευαν και σαν "ρεπάρο" για τα ζώα κυρίως. Δείτε επίσης, πώς το χτίσιμο των σκαλιών εξέχει πάνω από το επίπεδο του χωραφιού που καλείται να υποστηρίξει. Η Παλαιοκκλησιά η ίδια, μάλλον είναι επάλληλα κτίσματα, με διαφορετικές κατά εποχή χρήσεις.


Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΚΑΙ ΛΕΥΚΟΙ

 Είμαστε γαλάζιοι και λευκοί,
κρεμάμενοι 
σε λευκή και γαλάζια κόγχη
 αρχαίου ιστού.
Κι' άτονοι παραμένουμε, 
αξεδίπλωτοι
όταν οι άλλοι περιμένουν από μας ν' ανεμίσουμε,
να κυματίσουμε στην άκρη του σκοινιού,
που μας κρατάει στον αιώνιο ιστό.
......μα, Αέρας πουθενά...
.............................................
Χέρια μαθητικά δεν έρχονται
να μας τραντάξουν, 
να ξυπνήσουμε
και μεις και όλοι.
Σαν κουρελόπανο του άτιμου εαυτού μας
κρεμόμαστε,
πτώματα πριν καν πεθάνουμε,
σα ζωντανοί στον θάνατό μας.
Άλλες σημαίες περνούν βηματιστά 
εμπρός από γραββάτες και κουστούμια,
εμπρός από δοσίλογους κι' Εφιάλτες.
Άλλες σημαίες, με μάτια κλειστά, 
ντροπιασμένες,
φτηνές φτιαγμένες,
φοβισμένες.

Κι΄εδώ, Αέρας καθόλου...
Χέρια μαθητικά
σταυρώνονται στο στήθος,
ενώ ποθούμε 
να μας ανεμίσουν
να ξυπνήσουν και μας και όλους,
που είμαστε γαλάζιοι και λευκοί...


Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

ΟΧΙ ΠΑΛΙ ΧΟΥΝΤΑ, ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ...

Ώστε πάμε για εκλογές, λοιπόν...
Και μας κάνει εντύπωση, που φέρονται σαν να μην έχει γίνει τίποτε και σαν να πρόκειται για τους παραστρατημένους σωτήρες, που μόλις τώρα θυμήθηκαν τον λαό και τρέχουν να τον σώσουν...

Και μας κρεμάει το σαγόνι και χάσκουμε σαν χάνοι με το απύθμενο θράσος τους, που μας λένε πως ξανακάνανε λάθος που, και αυτό, εμείς πρέπει να πληρώσουμε...

Μα και παληά γίνονταν εκλογές και κάποιοι άλλοι ζητάγανε την ψήφο μας. 


Και λέω την ψήφο "μας", γιατί ο λαός δεν αλλάζει. Εμείς είμασταν και τότε και τώρα ο λαός.  
Και η ψήφος τών τότε επηρρεάζει τον λαό, δηλαδή εμάς, σήμερα, αλλά και η ψήφος του λαού, δηλαδή η δική μας, ορίζεται από τις επιλογές εκείνων, όπως οι δικές μας επιλογές θα ορίσουν τις μελλοντικές επιλογές αυτών που έρχονται και απέναντι στους οποίους έχουμε χρέος και ευθύνη.
Άρα, ο λαός είναι κάτι διαρκές, πέρα από στενά χρονικά και ατομικά όρια και μόνον αν δεχτούμε να κυττάξουμε τους εαυτούς μας με αυτόν τον τρόπο θα πράξουμε το σωστό.

Και τότε, υπήρχε Κράτος που κάποιοι το έκλεβαν ή το εξαπατούσαν και τότε, η μπάλα έπαιρνε και  'κείνους που δεν έφταιγαν και έπρεπε να δηλώνουν γραπτώς ότι, ναι, ήταν ζωντανοί και ναι, έμεναν εκεί και ότι, ναι, αν τύχαινε και άλλαζε κατιτίς τόσο δα, θα έσπευδαν αν το κοινοποιήσουν στο Κράτος...

Και τότε, συνέτασσαν υπεύθυνες δηλώσεις, σχετικά με το πόσοι και ποιοί διέμεναν σε ποιό σπίτι και μάλιστα, και ποιά ήταν η ηλικία τους...

Και τότε, το Κράτος απευθυνόταν στον πολίτη του σαν να πρόκειται για εγκληματία του κοινού ποινικού δικαίου και ακόμη και για μία απλή κλήση, χρησιμοποιούσε λέξεις και εκφράσεις τρομακτικές, απειλητικές, εχθρικές, πλήρεις από την αλαζονεία των κρατούντων...
 
(κάντε κλικ και διαβάστε)
 ...και πόσο μάλλον, όταν θίγονταν τα συμφέροντά του, οπότε και απειλούσε με"κατάσχεση, μήνυση, προσωποκράτηση" αλλά και με "σημαντικά έξοδα".

Την επόμενη ακριβώς στιγμή όμως, βάραγε τις καμπάνες, σήμαινε συναγερμό, έσειε σημαίες (τις ίδιες που με περισσό θράσος έσειε και στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις, προσπαθώντας να καμουφλάρει έτσι τον βρωμερό του χαρακτήρα) και καλούσε τους Έλληνες να σώσουν την πατρίδα...
Και πώς έστελνε το μήνυμα αυτό; 
Με σφραγίδα επάνω σε λογοκριθείσα επιστολή...
Λες και οι Έλληνες δεν είχαν αρκετή Ελλάδα μέσα τους για να θελήσουν να την σώσουν και περίμεναν την σφραγιδούλα στο πίσω μέρος μιάς επιστολής, για να κάνουν αυτό, που το αίμα τους από μόνο του τους έστελνε να κάνουν...
 
Και έσπευδε ο πρόεδρος της Κοινότητος Κελλίων να πιστοποιήσει ότι, υπήρχαν και μερικοί που δεν μπορούσαν να στρατευτούν γιατί η κλάση τους είχε ήδη κληθεί σε προηγούμενο ταβατούρι...

Μα πότε οι πολιτικοί και τα κομματόσκυλα είχαν αντίληψη του πώς ένιωθε ο λαός...

Απλώς, έκαναν πάντοτε άκαιρες κινήσεις, υπογραμμίζοντας άθελά τους την απόστασή τους από το εκλεκτορικό σώμα...

Κι΄ όταν τελικώς οι νυν και αεί βάρβαροι πέρναγαν τις Θερμοπύλες του λαού μέσα από την Κερκόπορτα των πολιτικών, το Κράτος έσπευδε να φροντίσει τους πολίτες του με δελτία τροφίμων, σαν κι' αυτά, με τα οποία πρόσφατα μας απείλησε ο δοτός πρωθυπουργός της πιό εξευτελισμένης δημοκρατίας της Ευρώπης...




..καλώντας μας κι' αυτός με την σειρά του σε μια συστράτευση ενάντια, μάλλον, στον αξιοπρεπή εαυτό μας...

Και τότε ο λαός τάφερνε δύσκολα βόλτα και κράταγε πρόχειρες σημειώσεις για τα χρέη και τα κουμάντα του, θυμίζοντας στον εαυτό του πόσα επήρε, πόσα έδωσε για λίπασμα και πόσα χρωστάει...
Και τότε ο κόσμος δανειζόταν και αργούσε να τα επιστρέψει και ερχόταν στα λόγια και προσπαθούσε να βρει λύση ο ένας με τον άλλον, όσο αυτό ήταν δυνατόν...

...υπενθυμίζοντας τα 
"6 χρόνια που πέρασαν που σου έδωσα μετρητά δρχ 50 και έκτοτε μου τα καθυστερείτε
κάνοντας ένα απλό μάθημα πληθωρισμού  
"τότε που σας τα έδωσα ήτο το νόμισμα διαφορετικό από σήμερα και με ζημιώνεται
και κλείνοντας απευθυνόμενοι στο αίσθημα δικαίου του συντοπίτη: "να φροντίσετε διότι είναι κρίμα"...

Και τότε, οι άνθρωποι είχαν την ανάγκη να στρέφονται σε κάτι αγνότερο και υπήρχαν "αποκλειστικοί αντιπρόσωποι" του Θεού επί της Γης, διεκδικώντας μερίδιο από τις προσευχές των πιστών με το "ΟΡΓΑΝΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ", που όποιος κατάλαβε τί σημαίνει ο τίτλος, ας μου το εξηγήσει και μένα του φτωχού...


Και τότε, μετά από τόσους κόπους και αίμα και θυσίες, βρέθηκαν τελικώς κάποιοι "σωτήρες" για να μας βάλουν σε μια τάξη, στολίζοντας το έργο τους με βαρύγδουπες ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ, που κάποιοι και τότε, είχαν καλωσορίσει σαν την μόνη λύση στο χάος που είχε δημιουργηθεί...


Και τότε, όπως και τώρα, υπήρχαν μερικοί που τά 'χαν ψυλλιαστεί τα σκούρα που έρχονταν και αναφωνούσαν με απογοήτευση:
 
ΟΧΙ ΠΑΛΙ ΧΟΥΝΤΑ, ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ..!





Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

ΑΦΗΓΗΣΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΖΑΡΜΠΑΝΗ (μέρος 2ο)


(Για όποιον θέλει το πρώτο μέρος της συζήτησης, μπορεί να το βρεί κάνοντας κλικ εδώ).
 
"Ύστερα που και που ανοίξανε οι δ'λειές άμα σταματήσαν οι πολέμ'. 
Κατ' αρχήν ήταν οι πολυκατοικίες, που παγαίναμε που φεύγαμε. Πλερώναμε άλλος πενήντα, άλλος εξήντα χιλιάδες, άλλος εβδομήντα, αναλόγως την πολυκατοικία. 
Για να πάνε θυρωροί, μέσα για να τρώνε και να δ'λέβγουν. 
Να γραφτεί ένας μέσα κι' ο άλλος να δουλεύει όξω. 
Εκείνη την εποχή ήταν εξήντα χιλιάδες. Αν ήταν πολλά λεφτά; 
Ε, αμή, και πούν 'τα τα λεφτά, δανειζόνταν για να βρουν τα λεφτά για να παν σε πολυκατοικια θυρωροί. Δίναν αναλόγως την πολυκατοικία, αναλόγως τα δωμάτια. Αμέ...

Ύστερα αρχίσαν οι οικοδομές και φέυγαν ούλοι, απ' ούλα τα χωριά αδειάζαν, όταν βρήκαν δουλειές που χτίζαν, που κάναν σπίτια που κάναν πολυκατοικίες κι' ύστερα που χτίζαν, κι' 'ιβγαζιν το κράτος , ίβγαζιν ο μηχανικός, εκμεταλλευόταν και κάναν τη δουλειά τους αυτοί. 
Ύστερα δουλεύαν όπως οι Αλβανοί. Πηγαίναν σ'ν οικοδομή κι' ύστερα πηγαίναν σ' άλλη μέχρι το βράδυ. 
Γι' αυτό άδειασεν ο κόσμος και φύγαν όλοι. Τα 'γκαταλείψαν όλα, τα παρατήσαν όλα γιατί γυρέβγαν αλλού λεφτά, εδώ δεν βγαίναν... 
Σ' όλα τα χωριά π' αδειάσαν, παντού...Το χρήμα αγρίεψεν... 

Στην κατοχή ερχόνταν οι ξωμερίτες για δουλειά. Ε, οι ξωμερίτες ζουν από μάς. Οι ξωμερίτες το λεν όλοι, οι πιό παληοί που δεν έχουν πεθάνει, ε, κι' ό,τι κάναν οι παληοί οι νέοι δε το ξέρουν. Ερχόταν, φέρναν έπιπλα, φέρναν και 'μεις τους δίναμε είδος, πατάτες, κριθάρι, λάδια...Ε, δε φυτεύγαν, ε, δε βάζαν... 
Στα καράβια ήταν παγαιμένοι πολλοί, ύστερα πηγαίναν στα καράβια. Ήτανε μαρμαράδ' που μαθαίναν. Κι΄έχει και νερά από 'κει μα δε φυτεύγαν... Εμείς δ'λέβγαμε από πολύ πιό νύχτα. 
Εγώ σ'κωνόμουν το πρωί πήγαινα στο Μαρλά με τον Μαγ... Πηγαίναμε για πέτρες που ήταν τα μωσαϊκά. 
Έχει νταμάρια, μαρμαράδ',  έχει πολλά νταμάρια... 
Τώρα ετελειώσαν τα μάρμαρα, τώρα μωσαϊκά δεν κάνουν. Θέλει ειδικό μάρμαρο για το μωσαϊκό. Από πίσω απ΄το Μαρλά έχει δρόμο και πάει κάτω στα Μάρμαρα. Παγαίναμε με τον Μαγ.. και φορτώναμε πέτρες και τις πήγαινε στην Αθήνα, στο Μαρούσι τα πήγαινε, πού'ταν οι μαρμαράδ' που χτίζαν, εργοστάσια ήταν και τ' αλέθαν, τα κάνανε ψιλό για μωσαϊκό.

Πήγαινα εκεί και πήγαινα και στα χωράφια. Πήγαινα και σ'ν Αθήνα. Ένα χρόνο δούλευα με το Ντουάρ απ΄τη Στενή, δεν τον ξέρ'ς 'συ τώρα πούχεν τα ταξιά. Ναι, ειχεν ταξί, όχι αυτός με την ταβέρνα, ο άλλος. Τον είχε απάνω οδηγό ο Μαγ.. για να μην τον κλέβουν, ένα χρόνο και παγαίναμε και φορτώναμε πέτρες κι' από 'κει πηγαίναμε στην Αθήνα τα ξεφορτώναμε στο Μαρούσι, κι από 'κει παγαίναμε στα εργοστάσια να φορτώσουμε μπακαλικής, εφορτώναμε ούλ' την Τήνο. 
Χώρα, Αγάπ' Στενή, Φαλατάδο, στα Δυό Χωριά, Τριαντάρο, ούλα τα χωριά. 
Τα ξεφορτώναμε και γραμμή πάλι πηγαίναμε και φορτώναμε πέτρες. Ύστερα μπήκε ένας Αλέκος, λέγονταν Ψάρρος, δούλευε στα λεωφορεία, και πάει απάνω και κάθεται άλλον ένα χρόνο. 

Καΐκια; Τα καΐκια στην Κολυμπήθρα ήταν την εποχή που φορτώναμε άμμο. Φορτώναμε σ'ν Κολυμπήθρα την δικιά μας άμμο και παγαίναμε στον Μαρλά για να κόβουν σ΄ πέτρες, με σύρμα σ΄κόβγαν. Ήταν κάτω 'κει στον Μαρλά 'κει από πίσω. Ήταν με ρεύμα Ήταν με ρεύμα το σύρμα, με το σύρμα το κόβγαν το μάρμαρο, επαγαίναμε άμμο και βάζαν άμμο μέσα για να κόβει και για να σέρνει.

Ήμουνα στα Τ.Ε.Α. κι' έρχετ' η αστυνομία απ΄την Κώμη να μας σταματήσει να μην φορτώνουμε άμμο. Γιατί πως εν' τις Κωμ'τιανοί η άμμος, η άλλη η άμμο η απέναντι. Η μεγάλη άμμο είναι δική μας. Ήρθε η αστυνομία να μας σταματήσει.
Είμασταν εγώ, ο Μανώλης ο Γανωτζής, ο Φράγκαρος, ο Μπέμπης κι' ιφορτώναμε το καΐκ' . Ήταν ένα ιμκρό βαρκάκ΄με κουπιά, τρία βαρέλια είχιν, γιμώζαμε τα βαρέλια κι' ηπήγαινεν στο καΐκ' που ταν πιό βαθειά, είχεν ένα γάντζο κι' είχαν τα βαρέλια τρύπες πάνω επαιρνούσαν ένα σίδερο μέσα, τα σήκωνε κι' άδειαζε μέσ' το καΐκι την άμμο. Κι' ύστερα ξανάρχονταν πάλι και τα γιμώζαμε. 
Απ' το πρωί μέχρι σ΄δυό, σ΄τρεις η ώρα. Ε, δεν ξέρω πόση άμμο ήθελε γιανα δουλέψει, έπαιρνε καμπόσο, συμπλήρωνε το καΐκι άμμο, πολλά βαρέλια. 

Κι' έρχεται η αστυνομία να μας βγάζ' να μη ξαναφορτώσουμε. Έρχεται ΄κει ο ΄νωματάρχης μ΄ένα χωροφύλακα. Ε, τι κάν΄τε 'δω, να φύγετε από 'δω, λέμε γιατί να φύγουμε από 'δω, για ποιό λόγο; Λέει, δεν είν' ιθ'κιά σας η άμμο είν' της Κώμης. 
Να μη στα πολυλογώ, ήταν ο Μανώλης ο Γανωτζής, ανάλαβεν το λόγο, τα χόντρυνεν με το 'νωματάρχη, διατάζ' ο 'νωματάρχης να τον συλλάβει ο χωροφύλακας τον Μανώλη. 
Εγώ ήμουνα στα Τ.Ε.Α., είχα τον τρόπο, είχα εφτά χρόνια υπερεσία, λέω για σταμάτα , με ποιό δικαίωμα λες να τον συλλάβει, πού το βρήκες το δικαίωμα. 
Ε, να μη στα πολυλογώ, λεώ τράβα φύγ'τε από δω χάμω, και δεν έν' της Κωμ΄τιανής η άμμο, η άμμο της Κωμ΄τιανής εν΄ απέναντι, τουτ' εν' δικιά μας, σ΄ Καλλονής. 
Λέω, πήγαινε στην Καλλονή, στα Κελλιά, Κελλιά ήταν τότε, στο γραφείο της Κοινότητας να βρεις πού' ναι γραμμένο στην Κοινότητα την δικιά μας. 
Σ'κώθκιν κ' ίφυγιν, ούτε ξανάρθε..."


Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

'Εφυγε ένας Κελλιανός λεβέντης...

Λίγα λόγια.

Έφυγε ο Νίκος Ρουγγέρης, Κελλιανός.
Μεγάλη καρδιά, μπεσαλής πέρα για πέρα, πραγματικός λεβέντης σε όλα του.

Ο Νίκος είχε κουβαλήσει στα χέρια του τη μισή Τήνο κι' ολόκληρο το χωριό του, 
βιοπαλαιστής από την παληά ράτσα, έπιανε την πέτρα και την έστιβε.

Γλεντζές, γελαστός, ζωντανός, ένα κομμάτι χρώμα μέσα στα Κελλιά.

Ανήκει σε 'κείνους που θα τους σκεφτόμαστε έπειτ' από λίγο και θα λέμε "Οι παλιοί", εννοώντας μιάν άλλη πάστα, ένα άλλο ήθος στην απλή καθημερινότητα, έναν χωριανό που κουβάλαγε πάνω του όλα τα χαρακτηριστικά της ράτσας του βέρου Τηνιακού.


Νικόλα, καλό δρόμο! Η φωνή σου θ' ακούγεται στ΄αυτιά μας όσα χρόνια κι' αν περάσουν.

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

ΚΑΘ' ΟΔΟΝ Ο ΗΡΟΣΤΡΑΤΟΣ

Του ΣΤΑΘΗ (από το enikos.gr)

Η πατρίδα δεν είναι μόνον το παρελθόν, δεν είναι μόνον όσα ξέρεις για αυτήν, η πατρίδα είναι και το μέλλον.


Και εις ό,τι αφορά το παρελθόν, ο γέγονεν γέγονεν, όμως εξ αυτού του γεγονότος, εξ αυτού του συντελεσθέντος πέπρωται
nα συντελεσθεί και το μέλλον (καθώς επίσης μας διδάσκει η γλώσσα μας με την ποιητική του ανάλογου χρόνου για τα ρήματα, του «τετελεσμένου μέλλοντος»).

Αλλά, αν εκ του παρελθόντος «ερρύει και τα φαύλα και τα κρείττω», αυτό που σήμερα δημιουργούμε εδώ στην Ελλάδα ως παρελθόν του αύριο είναι μόνον φαύλο.

Σήμερα ένας νεαρός Ελληνας μπορεί να μπει στην αγορά εργασίας (αν ανήκει στο «τυχερό» 49% και όχι στο «άτυχο» 51%) με 427 Ευρώ μισθό αν είναι κάτω από 25 ετών και με 476 Ευρώ μισθό αν είναι μεγαλύτερος.

Τι μέλλον - δηλαδή τι πατρίδα έχει μπροστά του αυτός ο νέος;

Αν είναι πάλι «τυχερός» και συνεχίσει εργαζόμενος στην ίδια δουλειά, χωρίς να απολυθεί, χωρίς η επιχείρηση που τον απασχολεί να χρεωκοπήσει, χωρίς, χωρίς, χωρίς
σε δέκα χρόνια θα βγάζει 650 Ευρώ και ύστερα από δέκα ακόμα (αν δεν του πέσει ο ουρανός στο κεφάλι) θα βγάζει 750-800 Ευρώ.

Θα είναι δηλαδή μετά είκοσι έτη εργασίας στο ίδιο επίπεδο μισθού που διεκτραγωδούσαμε ήδη όταν, πριν από πέντε χρόνια, αρχίζαμε να ομιλούμε για τη «γενιά των 700 Ευρώ» - μάλιστα με φρίκη, επειδή διαπιστώναμε ότι εκείνη η γενιά ήταν η πρώτη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που οι προδιαγραφές και οι προοπτικές της για το μέλλον ήταν χειρότερες από των γονέων τους.

Μιλούσαμε τότε με απόγνωση για μια γενιά που της αφαιρείται από χέρι η ελπίδα του καλύτερου του «άμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρωνες».

Τώρα, μόλις πέντε χρόνια μετά, πήγαμε ακόμα πιο πίσω, πριν από την εποχή του Ντίκενς, κι ακόμα πιο πριν, πριν από τη βιομηχανική επανάσταση, σήμερα δεν μπορούμε πια να μιλάμε για εργάτες, αλλά για κολίγους, για σκλάβους. Αυτοί που επί τριάντα χρόνια ευφημισμών και παρασιωπήσεων μας γάνωναν το μυαλό ότι «εργατική τάξη» δεν υπάρχει, εν τέλει τα κατάφεραν να την «εξαφανίσουν», όχι επειδή η εργατική τάξη έπαψε επί στιγμήν έστω να υπάρχει, όχι επειδή συρρικνώνονταν (αντιθέτως, όλα αυτά τα χρόνια διευρύνονταν), αλλά διότι την υποβάθμισαν σε επίπεδο σκλάβων, στον πάτο της τροφικής αλυσίδας του καπιταλισμού.

Πώς θα ζήσει ένας εργαζόμενος, όταν ξεκινάει τον εργασιακό του βίο με 427 ή 476 Ευρώ και όταν στην εργασιακή του ακμή θα βγάζει 650-700 Ευρώ;

Πώς θα κάνει οικογένεια; πώς θα αναθρέψει παιδιά; πώς;

Ποιοι πολιτικοί ηγέτες αφαίρεσαν από τους νέους το μέλλον τους, δηλαδή την πατρίδα τους; Κι όσοι διέπραξαν τέτοιο έγκλημα, δεν διέπραξαν εσχάτη προδοσία;
Αν η πονηρία του κ. Σημίτη με τη δημιουργική λογιστική, η αβελτηρία του κ. Καραμανλή με την υποταγή του στους «νταβατζήδες», η ανοησία του κ. Παπανδρέου με την αιχμαλωσία της χώρας και την υποταγή της στην Τρόικα δεν συνιστούν καταστροφή του μέλλοντος των νέων, δηλαδή καταστροφή της πατρίδας, τι συνιστούν; Στην πολιτική το λάθος είναι χειρότερο από έγκλημα.

Κι αν το έγκλημα (είτε ως εσκεμμένο λάθος είτε ως ασύγγνωστο) έχει ως αποτέλεσμα τη δήωση και τη λεηλασία της πατρίδας, σαν να έχασε πόλεμο μάλιστα με βαριά ήττα, τι έγκλημα είναι; πταίσμα ή πλημμέλημα;

Eίναι σκαστή εσχάτη προδοσία!

Και τα κλισέ τύπου Ντόρας κι άλλων, ότι δηλαδή «ουδείς είναι πιο πατριώτης απ’ τον άλλον», προσωπικώς τα ακούω βερεσέ. Δεν πρόκειται περί καλλιστείων πατριωτισμού, αλλά περί πολιτικής που (όπως πάντα) κρίνεται εκ του αποτελέσματος.

Και το αποτέλεσμα της πολιτικής των κυβερνήσεων Σημίτη - Καραμανλή - Παπανδρέου - Παπαδήμου είναι απτό: η Ελλάδα ευρέθη και είναι υπό Κατοχήν!

Ενας από τους λόγους που πολλοί προπαγανδιστές του συστήματος προσπαθούσαν να εξορίσουν όλα αυτά τα χρόνια τη λέξη «πατριώτης» απ’ το πολιτικό λεξιλόγιο, ένας από τους λόγους που ταύτιζαν οι πονηροί τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό ήταν για να μην μπορούμε σήμερα να μιλήσουμε για «εθνική προδοσία».

Αλλά τι είναι τα 427 Ευρώ μισθός και η υπακοή, η υποταγή στις Υπαγορεύσεις της Τρόικας; Δεν είναι αποκοπή των πολιτών απ’ την ελευθερία τους; Δεν είναι ταξική κατοχή των Δυνατών πάνω στο συνανήκειν όλων; Δεν είναι κατάλυση του Αυτεξούσιου του Λαού; Κι αν δεν είναι όλα αυτά εσχάτη προδοσία, τι είναι;

«Oυ μόνον επ’ άρτω ζήσηται άνθρωπος» έλεγε ο Απόστολος Παύλος, θέλει κι άλλα: πολιτισμό, ελπίδα, έρωτα, σκοπό, ιδανικά, ιδέες, πόσω μάλλον αν αυτά τα άθλια 427 Ευρώ δεν φθάνουν ούτε για τον «άρτον».

Και δεν είναι αυτό εσχάτη προδοσία;

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Κυρ' βουλευτή μου !


Κυρ’ βουλευτή μου, εγώ είμαι! 
Δε με θυμάσαι, έ;
Τόξερα πως δεν θα με θυμόσουνα... 

Μα δεν με θυμόσουνα ούτε τότε, όταν με χαιρέταγες στο χωριό με ‘κείνο το κόλπο, που ξαφνικά πλάταινε το χαμόγελό σου και μας έκανες να πιστεύουμε πως μας είχες έναν-έναν ξεχωριστά στο μυαλό σου και λέγαμε και 'μεις:
"Τί ξεχωριστό χάρισμα είναι πού 'χει αυτός ο άνθρωπος! Σίγουρα τού πρέπει μια τιμή, να τονε βγάλουμε βουλευτή, να πάει ο τόπος μας έναν άξιο στην Βουλή"

Θυμάσαι; 
Πρώτα, πριν εκλεγείς, ερχόσουνα με ‘κείνο το τζην και το τζάκετ με τις βαρυφορτωμένες κλειδιά και τσιγάρα τσέπες, με ένα φτηνό νοικιάρικο Φιατάκι, με ξεκούμπωτο πουκάμισο και ένα πακέτο ΚΑΡΕΛΙΑ στην τσέπη του.
Λέγαμε και μεις "Δικός μας είναι, του λαού, αυτόνα θέλουμε!"

Μετά, έγιναν οι εκλογές και μας έβαζες και γυρνάγαμε από χωριό σε χωριό να κολλάμε αφίσσες και να μοιράζουμε ένα πρόγραμμα που ούτε εμείς καταλαβαίναμε τί έλεγε και σα μας ρωτάγανε, λέγαμε εκείνα που μας είχαν δασκαλέψει οι άνθρωποι της τοπικής οργάνωσης του κόμματος.

Όπου δεν κόλλαγε αφίσσα, εμείς παίρναμε σπρέυ και βάφαμε το μήνυμα σε στηθαία, σε μάντρες και σε τοίχους. 
Κι΄άμα βγήκε το κόμμα, ποιός μας έπιανε... 
Ξενυχτήσαμε γυρνώντας και κορνάροντας από χωριό σε χωριό, περήφανοι για τον κόπο μας που καταφέραμε και πείσαμε κι’ όλους τους άλλους πως ήσασταν οι καλύτεροι, οι άνθρωποι του λαού οι ίδιοι και πως είχαν άδικο που δε το νιώσαν σαν κι΄εμάς...

Μετά, βγήκες βουλευτής και σε είδαμε πίσω απ΄τον πρωθυπουργό και είπαμε "Να οι ελπίδες μας, αυτός θα είναι η φωνή μας μέσ' το λιμάνι της δημοκρατίας!". 
Φτάσαμε όμως, νάμαστε εμείς η φωνή του κόμματος στο νησί...

Μετά, ήρθες μια φορά να μας δεις , πάλι πριν από εκλογές θάτανε, δεν είμαι σίγουρος, αλλά, εκλογές θάτανε, γιατί άλλο λόγο δεν είχες νάρθεις να μας δεις πιά..

Τούτη τη φορά είχες δύο μηχανές με αναμμένα φανάρια να πηγαίνουν μπροστά και μια μαύρη λιμουζίνα που περικυκλώσαμε όλοι για να σε δούμε. 
Ήταν η φρουρά σου όμως, εσύ ερχόσουνα στην πραγματική, την μεγάλη, θωρακισμένη λιμουζίνα, παραπίσω. Είμαι σίγουρος πως ήξερες πως δεν είχες φόβο, κανένας μας δεν είχε σκοπό να σε ντουφεκίσει, τουλάχιστον τότε... 

Ανάμεσά μας μπήκαν οι φρουροί σου και από πίσω εσύ χαιρέταγες  πάνω από τις πλάτες των μπρατσωμένων με τα μαύρα γυαλιά, τον κόσμο που είχε έρθει να σε καλωσορίσει. 
Μα πού να σε πλησιάσουμε... 
Ήρθες, λοιπόν, πήγαμε στο σχολείο στην αίθουσα που είχαμε καθαρίσει και φροντίσει για νά σε δεχτούμε, και συ ανέβηκες στο βήμα. 

Πουθενά το τζην , πουθενά το μπουφάν και μια γραββάτα ακριβή στόλιζε τον ακριβό σου λαιμό απ΄όπου θάβγαινε ο λόγος του λαού για τον λαό...

Και ξεκίνησες να μιλάς κι΄ αφού δεν καταλαβαίναμε και πολλά, είπαμε όλοι "Ε, βέβαια, στην κυβέρνηση δε θα μιλάνε όπως ο αγράμματος κόσμος, πρέπει να γίνανε και τούτοι όλοι γραμματιζούμενοι και να πρέπει να μάθουν και 'μας τους μικρούς να καταλαβαίνουμε τα μεγάλα λόγια και τις μεγάλες ιδέες".

Μίλαγες, μίλαγες, μίλαγες, μα δεν ρώτησες τίποτε, τίποτε απολύτως...
Ούτε πώς τα βγάζουμε πέρα, ούτε τί γίνεται με τις ψεύτικες επιδοτήσεις που μας είχες στουμπώσει στη συνείδηση, ούτε πώς πάνε τα παιδιά μας στα σχολειά, ούτε αν φτάνει ο σπόρος, ούτε αν το καράβι έρχεται τον χειμώνα, ούτε αν το κέντρο υγείας που χτίστηκε μέσα σ΄ένα χρόνο σαν το τσαντήρι του τρελλού έφτανε μόνο σαν κτίριο ή έπρεπε νάχει και γιατρούς μέσα...

Μόνον όταν προφτάσαμε και φωνάξαμε λίγο πριν σε ξεπροβοδίσουμε στο αυτοκίνητο, πίσω από τους μπράβους σου, αυτά που είχαμε να σου πούμε με κραυγές για να ακουστεί του καθενός το δικό του, γύρισες , κι άπλωσες κυματίζοντας το χέρι αντιγράφοντας τον αρχηγό σου και είπες: 
"Ήρεμα, ήρεμα, μη φωνάζετε, με τις φωνές δε βγαίνει τίποτε, όλα θα τα κάνουμε όλα θα γίνουν, πρέπει νάχετε υπομονή και να θυμάστε πως η αλλαγή θέλει χρόνο γιατί οι προηγούμενοι άφησαν καμμένη γή..."

Κάναμε πως σε πιστέψαμε και μείναμε παγωμένοι από αυτά που είχαμε δει... 
Άλλος ήσουνα κι΄’ αλλος ήρθες. 
Σοσιαλιστή σε ξέραμε, σα βασιλιάς μας ήρθες...
 
Μετά στο καφενείο έγινε το έλα να δεις...
Οι περισσότεροι έλεγαν πως έχεις δίκιο, δεν γίνονται όλα σε μια μέρα, μα αυτοί ήταν οι βολεμένοι που, πεντάχρονα παιδιά στον πόλεμο, είχαν πάρει συντάξεις αντιστασιακών, μερικοί με θηριώδεις επιδοτήσεις και σίγουρα εκείνοι που είχαν βάλει τα παιδιά τους στο Δήμο, ή σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες του νησιού.

Είμασταν και ‘μεις οι άλλοι, που δε μας άφηνε κανείς να μιλήσουμε γιατί δεν κάναμε με κανένα κόμμα, μόνο φωνάζαμε το δίκιο του τόπου μας και των παιδιών μας. 

Ποιός να σ’ ακούσει όμως, άμα ξέρει πως δεν ψηφίζεις και κυρίως, άμα τούχει δείξει ο αρχηγός του, δηλαδή εσείς, πώς να μην ακούς, πώς να φιμώνεις και να λασπώνεις τον αντίπαλο, πώς να τον βλέπεις σαν εχθρό κι΄όχι σαν κάποιον με διαφορετική γνώμη... 

Τέλος πάντων, τα χρόνια περάσαν και κάθε φορά πριν τις εκλογές σε βλέπαμε, σε ακούγαμε, σε φροντίζαμε για ‘κείνο το λίγο που πέρναγες απ΄τον τόπο μας, μη τύχει και σε αγριέψουμε και μας περιφρονήσεις ακόμα χειρότερα...

Εσύ όμως, ούτε μας έβλεπες, ούτε μας άκουγες, ούτε μας φρόντισες ποτέ κι' από περιφρόνηση, είχες πάντα μπόλικη για όλους μας...

Αργήσαμε να καταλάβουμε πως με τα ψίχουλα απ΄το τραπέζι σου φρόντιζες την επανεκλογή σου, με τα δικά μας τα δικαιούμενα εσύ έχτιζες παλάτια και άφηνες για μας κάτι δρόμους που στην πρώτη νεροποντή τους έπαιρνε το νερό, όπως ακριβώς ο αέρας έπαιρνε τα λόγια σου, τόσο εύκολα...

Μετά, είδαμε δρόμους στη βορεινή μεριά του νησιού και χαρήκαμε, είπαμε "Να, ο δικός μας άνθρωπος μας νοιάστηκε, δίκιο είχαν οι άλλοι κι’ άδικα τους βρίζαμε , κρίμα τόσος σπαραγμός μεταξύ μας, ο άνθρωπος τόκανε αυτό που δεν τού ζήτησε κανείς, αλλά τέλος πάντων, κάτι έκανε στον τόπο..."

Μετά, μάθαμε πως εκεί που είχες κανονίσει να περάσουν οι δρόμοι ήταν ακριβώς εκείνη η περιοχή, που αποφάσισες νύχτα να προτείνεις και νύχτα να ψηφίσεις σαν βιομηχανική περιοχή και μας κρέμασαν τα σαγόνια από την έκπληξη, πώς γίνεται άνθρωπος του τόπου, να μην έχει σταλιά πόνο για τα παιδικάτα του, να βλέπει το νησί μόνο νταμάρι και τσιμέντο κι’ άσφαλτο...

Όταν ξανάρθες, ξαναήσουνα σοσιαλιστής, στο ντύσιμο όμως μόνον. 
Βλέπεις, είχαν μεσολαβήσει και κάποιοι άλλοι σαν κι΄εσένα μα με διαφορετικό χρώμα σημαίας κάτω απ΄το μπαλκόνι κι’ έπρεπε να κρύψεις την αλαζονεία σου. 
Θυμάσαι που τότε, όταν έφτασες στο χωριό, εμείς πάλι σηκωθήκαμε και σε χαιρετήσαμε παρά την αδιαφορία και τους τρόπους σου τους ανάγωγους. 

Να σου πω για να μην αναρωτιέσαι και μας πάθεις τίποτε: Σηκωθήκαμε και δώσαμε το χέρι γιατί οι μανάδες και οι πατεράδες μας, μάς έχουν μάθει πως τον ξένο των καλοδέχεσαι και μετά του λες αυτά που έχεις να του πεις και κάνεις και τα νιτερέσα σου σαν μπεσαλής άνθρωπος.

Εσύ όμως, το παρεξήγησες και νόμισες πως δεν είχαμε καταλάβει τίποτε και πως, σαν κορόιδα που είμασταν, δεν σε είχαμε πάρει χαμπάρι ακόμη. 
Δεν είδες όμως, κυρ' βουλευτάκο μου, πώς σε κυττάγανε οι νεώτεροι από τις πίσω σειρές, με τα μάτια κουκουλωτά, τα φρύδια σμιγμένα και τις άκρες των χειλιών να δείχνουν όλη την αηδία τους... 
Δεν τόδες γιατί δεν έχεις μάθει να κυττάς τον κόσμο και να τον βλέπεις , έχεις μάθει μόνον να βαριέσαι και να σιχαίνεσαι μέχρι θανάτου όλο αυτό το συνάφι, που μυρίζει δουλειά και μόχθο και χώμα και κοπριά και πίτουρο. 
Μα "Ο καλός, καλό δε βλέπει", έλεγε η γιαγιά μου, ελαφρύ το χώμα που την αγκάλιασε.

Τώρα, ακούσαμε πως ήσουν σύμφωνος για το γδάρσιμο που μας κάνατε όλοι μαζί οι βουλευτάδες. 
Δεν δίστασες ούτε στιγμή να σηκώσεις το τρυφερό χεράκι σου, που από τότε που με χαιρέταγες και τό 'νοιωθα μαλακό και άψυχο στην απαλάμη μου κάτι μέσα μου φώναζε πως δεν είσαι δικός μας, δεν δίστασες λοιπόν, να το σηκώσεις κα να θάψεις τα παιδιά όλων μας. 

Κοράκι, λοιπόν, ο Βαλές του νησιού μας, κοράκι με νύχια γαμψά που τ΄ακόνισες σε κότερα εφοπλιστών και τα δοκιμάζεις στις πλάτες μας. 
Κοράκι των ανθρώπων γιατι το κοράκι του αγρού κάμει όπως του προστάζει η φύση του και άλλο συμφέρον δεν έχει.

Ξέρεις κάτι; 
Κάνε ένα καλό και μην ξαναπατήσεις εδώ τριγύρω. 
Κάνε μου τη χάρη, σε παρακαλώ, γιατί υπάρχουν και μερικοί θερμόαιμοι που δε τόχουν σε τίποτε να σηκώσουν το δίκανο και να δοκιμάσουν μιάν ασκαγιά πάνω στο πρώτο περαστικό κοράκι, έτσι, πριν αρχινίσει το κανονικό κυνήγι...

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...