«Στην Τήνο συμβαίνει το εξής παράδοξο.
Ποτέ δεν ξέρεις πού περπατάς πραγματικά.
Τη μιά στιγμή είσαι στην Χώρα και αγοράζεις εφημερίδες και μετά από δέκα λεπτά είσαι στην μέση του βουνού και περπατάς ένα μονοπάτι εκατοντάδων ετών. Κι' όταν λέω μονοπάτι δεν εννοώ έναν δρόμο πατημένο, μια διαδρομή που εξακολουθεί να περνάει ακόμη από 'κει, αλλά, έναν προστατευμένο δρόμο, που δεν έπαψε να είναι σε χρήση από τότε που φτιάχτηκε, τριακόσια, τετρακόσια χρόνια πριν, μέχρι και τις αρχές του ’80, οπότε και άρχισε η μεγάλη εγκατάλειψη, το ρήμαγμα...
Μετά πάλι, φτάνεις σε κάποια παραλία όπου μέχρι να φτάσεις εκεί, δεν υπάρχει πιθαμή εδάφους απεριποίητη, άσκαφτη, τα σκαλιά φτάνουν μέχρι την άκρη της θάλασσας κι' αναρωτιέσαι και λες μέσα σου γιατί...
Και καταλήγεις να βλέπεις το ηλιοβασίλεμα στην άκρη στα Κακόβουλα και ν’ αναρωτιέσαι πόσον χρόνων είναι το κατοικιό πίσω σου και η μάντρα που ακολουθεί το ρέμα στην κατεβασιά του.
Και καταλήγεις να βλέπεις το ηλιοβασίλεμα στην άκρη στα Κακόβουλα και ν’ αναρωτιέσαι πόσον χρόνων είναι το κατοικιό πίσω σου και η μάντρα που ακολουθεί το ρέμα στην κατεβασιά του.
Σου λέω, αυτό είναι αίσθηση αλλόκοτη που την έχεις σε πολύ λίγα μέρη, είσαι εδώ και ταυτόχρονα δεν είσαι, έχεις πάει πίσω εξακόσια χρόνια και φυλάγεσαι από τον Βορηά μέσα σε μια καυκάλα που ποιός ξέρει πότε τειχίστηκε για να χρησιμοποιηθεί.
Και όλο αυτό το δίκτυο των δρόμων που σε βεβαιώνει πως εδώ πραγματικά έζησαν άνθρωποι που είχαν σαν σκοπό να μείνουν εδώ κι’ όχι επήλυδες, περαστικοί, διαβατάρηδες.
Βέβαια, στην Τήνο, με τόσο έντονο το στοιχείο της χειροτεχνίας της πέτρας από το περίπλοκο διακοσμητικό μέχρι και το χτίσιμο μιας μάντρας και με τόσο διαδεδομένη την τέχνη της πέτρας σε όλους τους κατοίκους, γιατί μην μου πεις πως φέρνανε κάποιους άλλους για να τους χτίζουν τις μάντρες και δεν ήξεραν οι ίδιοι να δουλεύουν έστω και στοιχειωδώς τη πέτρα, το νησί ουσιαστικά έχει ανασκαφεί δεκάδες φορές.
Κι' αυτό από μόνο του ναι μεν συγχέει τον αρχαιολόγο και τον ιστορικό, αλλά, αν το δεις υπαρξιακά, κάνει κάπως σαν τα γονίδια του τόπου που αναπλάθονται για να ταιριάξουν στο τώρα.
Κι' αυτό από μόνο του ναι μεν συγχέει τον αρχαιολόγο και τον ιστορικό, αλλά, αν το δεις υπαρξιακά, κάνει κάπως σαν τα γονίδια του τόπου που αναπλάθονται για να ταιριάξουν στο τώρα.
Δεν έχει τίποτε να πει, αφήνει να του μιλήσει ο τόπος, πρέπει να ανοιχτεί, να προσπαθήσει να νιώσει, γιατί αλλιώς, όπως ήρθε θα φύγει.
Άμα πατήσεις εδώ, δηλαδή και δεν μπορέσεις να σκεφτείς σαν ένας αυτόχθονας των πρώτων χρόνων, που έχει εδώ το σπιτικό του και καλείται να επιβιώσει, να κατοικήσει και να αμυνθεί, θα μείνεις μονον στα στοιχειώδη, που στο κάτω-κάτω δεν χρειαζόμαστε επιστήμονα να μας τα πει, τα ξέρουμε από μόνοι μας, τάχουμε ακούσει είτε στα παραμύθια είτε σε παραδόσεις.
Γι΄αυτό σου λεω, όπου στέκεσαι,να αναρωτιέσαι: τί ήθελε ο ντόπιος από δω, τί γύρευε, γιατί είχε ανέβει ως εδώ ή είχε κατέβει ως εκεί, τί έβλεπε, τί περίμενε.
Δεν είναι απλό, πρέπει να μεταφέρεις τις δομές μιας σημερινής, ζωντανής πόλης στα μέτρα τού τότε, να φανταστείς τις εσχατιές των τότε κοινοτήτων, τους άρχοντες και τους παρίες, τους ναυτικούς και τους ψαράδες και πως αυτοί στέκονταν απέναντι στους γεωργούς και τους χειρώνακτες και μετά πώς όλοι αυτοί γίνονταν κοινωνία και συναλλάσονταν και πήγαιναν κι' ερχόνταν.
Να σκεφτείς τους άρχοντες που ήταν διαφόρων ειδών με διαφορετική επιρροή ο καθένας στον χώρο του, πολλές φορές αφήνοντας στον χώρο και το όνομά τους, που μέσα από τα χρόνια παρεφθείρετο, άλλαζε και πιθανόν να έδινε αφορμή για να φτιαχτούν μύθοι και τοπικοί θρύλοι.
Περπάτα το το νησί, αυτό έχω να σου πω, περπάτα το και βλέπε. Βλέπε τριγύρω σου, είναι απίστευτη η σοφία με την οποία ο Τηνιακός έχει διαμορφώσει τον χώρο του. Ακόμη κι΄αν δεν το καταλαβαίνεις εσύ, το μυαλό σου μέσα-μέσα πιάνει αυτά που πρέπει να πιάσει, την αρχέγονη γνώση που είναι παντού τριγύρω υλοποιημένη, καμωμένη τοίχοι και μάντρες και όλα όσα στέκουν εδώ.
Μη κυττάς τους ντόπιους, ο καθημερινός μόχθος δεν σ’ αφήνει να δεις, είναι η αγωνία για το καθημερινό που στα θολώνει όλα στα κάνει επίπεδα, σαν τηλεόραση δισδιάστατη, μη ζητάς από τους ντόπιους να εμβαθύνουν, έχουν παιδιά, έχουν καιρό, έχουν σοδειά να σκεφτούν, τί θες, να μένει απούλητη η ντομάτα και να πουλιέται το γάλα 35 λετπά και να σκέφτονται την δομή της κοινωνίας των προγόνων;
Δε γίνονται αυτά τα πράγματα, αυτά είναι ιστορίες του Μυνχάουζεν. Εδώ μιλάνε οι ρόζοι στα χέρια και οι γυναίκες οι γερασμένες απ΄τα σαράντα τους απ΄το καρίκι και την τσάπα, πού' χουν γεννήσει τρία τέσσερα παιδιά και τα μεγαλώνουν μεσ' τους δρόμους, στην αγάπη των γειτόνων και στην τύχη του φτωχού θεού. Εδώ είναι η ζωή η αληθινή, δες γύρω σου, ό,τι βλέπεις, αυτό είναι η ζωή. Μη πας παραπέρα απ' όσα μπορείς να βλέπεις, μα πάνω σ΄αυτά να στοχάζεσαι διαρκώς. Κι' αυτό είν' ο Θεός ο αληθινός, ο αδογμάτιστος κι' ο πανταχού παρών, που είναι παντού και τα γεμίζει όλα».
Βρέθηκα τις προάλλες στην Παλαιοκκλησιά, πέρα, στη Ζωδεμένη και 'κει αυθόρμητα μού'ρθε στο νου η κουβέντα που είχα πριν από χρόνια μ' έναν φίλο αρχαιολόγο, μεγάλο στα χρόνια, που αρεσκόταν να ανεβαίνει σε άκρες του νησιού και να αγναντεύει ώρες ατέλειωτες τριγύρω.
Δεν χόρταινε το νησί, τον τρέλλαινε, ασφυκτιούσε από "τις εικόνες, την μιά επάνω στην άλλη" που τον γέμιζαν, τον τελείωναν.
Θεώρησα, λοιπόν, πιό ταιριαστό να βάλω τα λόγια του που μου σημάδεψαν τον τρόπο να κυττάω, παρά να σας περιγράψω τί ακριβώς βλέπετε στις φωτογραφίες.
Περιληπτικά, είναι η Παλαιοκκλησιά και ο αμυντήριος σχηματισμός τριγύρω. Προσέξτε πώς μερικές πλάκες είναι ένθετες στον τοίχο και δεν εξέχουν απ΄αυτόν. Είναι αυτές που χρησίμευαν και σαν "ρεπάρο" για τα ζώα κυρίως. Δείτε επίσης, πώς το χτίσιμο των σκαλιών εξέχει πάνω από το επίπεδο του χωραφιού που καλείται να υποστηρίξει. Η Παλαιοκκλησιά η ίδια, μάλλον είναι επάλληλα κτίσματα, με διαφορετικές κατά εποχή χρήσεις.