Όταν, λοιπόν, δεν υπήρχε το YouTube, ούτε το Google με αναζήτηση στίχων των τραγουδιών και οι άνθρωποι θέλανε να θυμούνται ένα τραγούδι, κάποιον στίχο που άκουσαν ή ένα στιχάκι που βρήκαν στην πλάτη της ημέρας ενός ημερολογίου, τί έκαναν άραγες;
Τα έγραφαν. Με το λίγα γράμματα που ήξεραν, τα έγραφαν. Βέβαια, εκείνα τα γράμματα, συγκρινόμενα με τα σημερινά μας, όχι μόνον ήτανυπεραρκετά, αλλά, περισσεύουν κιόλας σε συντακτική και νοηματική πληρότητα (εδώ ο Κος Κορίνθιος, σαν ειδήμων, θα μπορούσε να μιλάει ώρες, φαντάζομαι).
Εμείς, σήμερα, συνηθίζουμε να μένουμε στα ορθογραφικά λάθη, τα οποία είναι, κατά την γνώμη μας, άξια όλης της χλεύης μας, εκείνης, δηλαδή, που δεν έχουμε την κριτική ικανότητα να εκτοξεύσουμε προς τους παρουσιαστές των πρωινάδικων και των κουτσομπολίστικων εκπομπών, που χρησιμοποιούν την γλώσσα σαν πατσαβούρι για να εκτελέσουν υπάκουα τον ρόλο του σφογγοκωλάριου που τους έχει ανατεθεί. Ξέφυγα όμως...
Εδώ, λοιπόν, βλέπετε πώς ένας απ' τους παληούς, πήρε μια σελίδα που βρήκε μπροστά του, την έκανε εξώφυλλο και μέσα του
έραψε με μαύρη κλωστή άδεια φύλλα για να φτιάξει ένα σημειωματάριο, όπου φυλάει τα στιχάκια που του αρέσουν.
Η ανάγκη κινεί τον κόσμο και δίνει το κίνητρο για όλα και αν βγαίνει από μέσα βαθειά, από ανομολόγητες ορμές και επιθυμίες, δεν βρίσκει εμπόδιο ούτε στην έλλειψη στοιχειωδών μέσων, ούτε και στα μορφωτικά κενά. Τα υπερφαλαγγίζει και ολοκληρώνει τον στόχο.
Είχα σκεφτεί να μεταγράψω μερικά από τα στιχάκια για να είναι πιό ευανάγνωστα. Μετά όμως, κατάλαβα ότι θα τα μείωνα κατά πολύ.
Μεταφέροντας ένα ζωντανό κείμενο στην ψυχρή οθόνη του υπολογιστή, ουσιαστικά το γδύνεις, το απαλλοτριώνεις από την αξία του.
Γιατί όλα συμμετέχουν στην αξία του. Το κιτρινισμένο χαρτί, ο γραφικός χαρακτήρας, η στοίχιση στην σελίδα, η επανάληψη στίχων με διαφορετικές ορισμένες στροφές, η μαύρη κλωστή που φαίνεται σε μερικά σημεία, η διαφορετική μελάνη ή το μολύβι,ο γραφικός χαρακτήρας, όλα αποτυπώνουν την στιγμή κυριολεκτικά, άμεσα και σε μεγέθη απόλυτα.
Δεν ξέρω ποιανού είναι το σημειωματάριο αυτό και δεν έχει καμμία σημασία αν λεγόταν Φραγκίσκος ή Μάρκος ή Θωμάς ή Λορέντζος, Μαρίκα, Θωμαή, Λουκρητία ή Λιζαμπέτα.
Δεν γνωρίζω επίσης, αν πρόκειται για στιχάκια που άκουσε κάποιος να τραγουδιούνται στον καφενέ ή απλώς τα αντέγραψε από κάποιο ημερολόγιο.
Μερικά μπορεί να είναι και δικά του ή δικά της ή τουλάχιστον θάθελα να πιστεύω πως αυτός που κρατάει τέτοιες σημειώσεις, γράφει κιόλας. Δεν με νοιάζει τίποτε απ' όλ' αυτά στην ουσία.
Με νοιάζει πως πιάνω στα χέρια μου το μεράκι κάποιου, τόσα χρόνια μετά που ούτε και 'κείνος θα φανταζόταν, και ακόμη το μεράκι του είναι ζωντανό πάνω σ' ένα τόσο δα κομματάκι χαρτί.
Τα έγραφαν. Με το λίγα γράμματα που ήξεραν, τα έγραφαν. Βέβαια, εκείνα τα γράμματα, συγκρινόμενα με τα σημερινά μας, όχι μόνον ήτανυπεραρκετά, αλλά, περισσεύουν κιόλας σε συντακτική και νοηματική πληρότητα (εδώ ο Κος Κορίνθιος, σαν ειδήμων, θα μπορούσε να μιλάει ώρες, φαντάζομαι).
Εμείς, σήμερα, συνηθίζουμε να μένουμε στα ορθογραφικά λάθη, τα οποία είναι, κατά την γνώμη μας, άξια όλης της χλεύης μας, εκείνης, δηλαδή, που δεν έχουμε την κριτική ικανότητα να εκτοξεύσουμε προς τους παρουσιαστές των πρωινάδικων και των κουτσομπολίστικων εκπομπών, που χρησιμοποιούν την γλώσσα σαν πατσαβούρι για να εκτελέσουν υπάκουα τον ρόλο του σφογγοκωλάριου που τους έχει ανατεθεί. Ξέφυγα όμως...
Εδώ, λοιπόν, βλέπετε πώς ένας απ' τους παληούς, πήρε μια σελίδα που βρήκε μπροστά του, την έκανε εξώφυλλο και μέσα του
έραψε με μαύρη κλωστή άδεια φύλλα για να φτιάξει ένα σημειωματάριο, όπου φυλάει τα στιχάκια που του αρέσουν.
Η ανάγκη κινεί τον κόσμο και δίνει το κίνητρο για όλα και αν βγαίνει από μέσα βαθειά, από ανομολόγητες ορμές και επιθυμίες, δεν βρίσκει εμπόδιο ούτε στην έλλειψη στοιχειωδών μέσων, ούτε και στα μορφωτικά κενά. Τα υπερφαλαγγίζει και ολοκληρώνει τον στόχο.
Είχα σκεφτεί να μεταγράψω μερικά από τα στιχάκια για να είναι πιό ευανάγνωστα. Μετά όμως, κατάλαβα ότι θα τα μείωνα κατά πολύ.
Μεταφέροντας ένα ζωντανό κείμενο στην ψυχρή οθόνη του υπολογιστή, ουσιαστικά το γδύνεις, το απαλλοτριώνεις από την αξία του.
Δεν ξέρω ποιανού είναι το σημειωματάριο αυτό και δεν έχει καμμία σημασία αν λεγόταν Φραγκίσκος ή Μάρκος ή Θωμάς ή Λορέντζος, Μαρίκα, Θωμαή, Λουκρητία ή Λιζαμπέτα.
Δεν γνωρίζω επίσης, αν πρόκειται για στιχάκια που άκουσε κάποιος να τραγουδιούνται στον καφενέ ή απλώς τα αντέγραψε από κάποιο ημερολόγιο.
Μερικά μπορεί να είναι και δικά του ή δικά της ή τουλάχιστον θάθελα να πιστεύω πως αυτός που κρατάει τέτοιες σημειώσεις, γράφει κιόλας. Δεν με νοιάζει τίποτε απ' όλ' αυτά στην ουσία.
Με νοιάζει πως πιάνω στα χέρια μου το μεράκι κάποιου, τόσα χρόνια μετά που ούτε και 'κείνος θα φανταζόταν, και ακόμη το μεράκι του είναι ζωντανό πάνω σ' ένα τόσο δα κομματάκι χαρτί.