Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΠΕΡΙΣΤΕΡΑΚΙ ΘΑ ΓΙΝΟ...

Όταν, λοιπόν, δεν υπήρχε το YouTube, ούτε το Google με αναζήτηση στίχων των τραγουδιών και οι άνθρωποι θέλανε να θυμούνται ένα τραγούδι, κάποιον στίχο που άκουσαν ή ένα στιχάκι που βρήκαν στην πλάτη της ημέρας ενός ημερολογίου, τί έκαναν άραγες;

Τα έγραφαν. Με το λίγα γράμματα που ήξεραν, τα έγραφαν. Βέβαια, εκείνα τα γράμματα, συγκρινόμενα με τα σημερινά μας, όχι μόνον ήτανυπεραρκετά, αλλά, περισσεύουν κιόλας σε συντακτική και νοηματική πληρότητα (εδώ ο Κος Κορίνθιος, σαν ειδήμων, θα μπορούσε να μιλάει ώρες, φαντάζομαι).


Εμείς, σήμερα, συνηθίζουμε να μένουμε στα ορθογραφικά λάθη, τα οποία είναι, κατά την γνώμη μας, άξια όλης της χλεύης μας, εκείνης, δηλαδή, που δεν έχουμε την κριτική ικανότητα να εκτοξεύσουμε προς τους παρουσιαστές των πρωινάδικων και των κουτσομπολίστικων εκπομπών, που χρησιμοποιούν την γλώσσα σαν πατσαβούρι για να εκτελέσουν υπάκουα τον ρόλο του σφογγοκωλάριου που τους έχει ανατεθεί. Ξέφυγα όμως...



Εδώ, λοιπόν, βλέπετε πώς ένας απ' τους παληούς, πήρε μια σελίδα που βρήκε μπροστά του, την έκανε εξώφυλλο και μέσα του 


έραψε με μαύρη κλωστή άδεια φύλλα για να φτιάξει ένα σημειωματάριο, όπου φυλάει τα στιχάκια που του αρέσουν.


Η ανάγκη κινεί τον κόσμο και δίνει το κίνητρο για όλα και αν βγαίνει από μέσα βαθειά, από ανομολόγητες ορμές και επιθυμίες, δεν βρίσκει εμπόδιο ούτε στην έλλειψη στοιχειωδών μέσων, ούτε και στα μορφωτικά κενά. Τα υπερφαλαγγίζει και ολοκληρώνει τον στόχο.



Είχα σκεφτεί να μεταγράψω μερικά από τα στιχάκια για να είναι πιό ευανάγνωστα. Μετά όμως, κατάλαβα ότι θα τα μείωνα κατά πολύ. 

Μεταφέροντας ένα ζωντανό κείμενο στην ψυχρή οθόνη του υπολογιστή, ουσιαστικά το γδύνεις, το απαλλοτριώνεις από την αξία του.


Γιατί όλα συμμετέχουν στην αξία του. Το κιτρινισμένο χαρτί, ο γραφικός χαρακτήρας, η στοίχιση στην σελίδα, η επανάληψη στίχων με διαφορετικές ορισμένες στροφές, η μαύρη κλωστή που φαίνεται σε μερικά σημεία, η διαφορετική μελάνη ή το μολύβι,ο γραφικός χαρακτήρας, όλα αποτυπώνουν την στιγμή κυριολεκτικά, άμεσα και σε μεγέθη απόλυτα.


Δεν ξέρω ποιανού είναι το σημειωματάριο αυτό και δεν έχει καμμία σημασία αν λεγόταν Φραγκίσκος ή Μάρκος ή Θωμάς ή Λορέντζος, Μαρίκα, Θωμαή, Λουκρητία ή Λιζαμπέτα.

Δεν γνωρίζω επίσης, αν πρόκειται για στιχάκια που άκουσε κάποιος να τραγουδιούνται στον καφενέ ή απλώς τα αντέγραψε από κάποιο ημερολόγιο.
Μερικά μπορεί να είναι και δικά του ή δικά της ή τουλάχιστον θάθελα να πιστεύω πως αυτός που κρατάει τέτοιες σημειώσεις, γράφει κιόλας. Δεν με νοιάζει τίποτε απ' όλ' αυτά στην ουσία.


Με νοιάζει πως πιάνω στα χέρια μου το μεράκι κάποιου, τόσα χρόνια μετά που ούτε και 'κείνος θα φανταζόταν, και ακόμη το μεράκι του είναι ζωντανό πάνω σ' ένα τόσο δα κομματάκι χαρτί.



Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟΜΠΟΛΑ ΤΟΥ 1930


«Πού ώρα ελεύθερη, τί, όπως τώρα νομίζεις ήταν...Ένα απόγευμα ελεύθερο είχαν οι γυναίκες, την Κυριακή το απόγευμα. Έ, τι να κάνανε, μαζεύονταν από σπίτι σε σπίτι και παίζανε τόμπολα να περάσει η ώρα. 


Ερχόταν η τσατσα-Κατερίνα, η Ιωάννα, η Λουκία, ε, δε θυμάμαι ποιά άλλη ερχόταν και παίζαν τόμπολα όλοι μαζί. 
Μα δε παίζαν για λεφτά, πού να βρεθούν τα λεφτά...
 
 
Κόβανε και φυλλαράκια απ’ τις μυρτιές και άμα κλείνανε σειρά βάζαν το φυλλαράκι στην άκρη για να φαίνεται πως κλείσανε. 

Και λέγαν, έκλεισα μία σειρά, έκλεισα δύο και άμα έκλεινες και τις τρεις, κέρδιζες. Κι’ όσα περισσεύαν τα βάζανε στη μεγάλη καρτέλλα. Άμα δεις στην πίσω μεριά στη μεγάλη καρτέλλα, γράφει Αντώνιος και Ζάννες Αρμάος του Λορέντζου. 


 
Βάλε τώρα πως, στις πέντε στα Κελλιά είχε νυχτώσει. Ε, να παίζαν μέχρι τί ώρα, μήπως και θυμάμαι... Είχαν και δουλειές το πρωί, δεν αργούσαν όπως τώρα. Πίνανε ένα ρακάκι, άμα υπήρχε κι’ αυτό, τρώγανε κανένα στραγάλι κι΄αυτό ήταν...»
...............................................................................
Το σετάκι έχει ημερομηνία κτήσης 1930, έμεινε πάντα στην οικογένεια και όλα τα νούμερα είναι ανάγλυφα ξύλινα. 
Για τους χαμένους αριθμούς έχει κοπεί κυλινδρικό κομμάτι ξύλου και ο αριθμός έχει γραφτεί με μελάνι.

Ο λόγος που έχω βάλει όλες τις καρτέλλες στην ανάρτηση είναι, να μπορεί, όποιος πιθανόν θελήσει, να τις τυπώσει και να παίξει τόμπολα. 
Για νούμερα μπορείτε να χρησιμοποιήσετε φασόλια γραμμένα στο χέρι.

Βέβαια, δεν μπορώ να φανταστώ ποιά παρέα θα έπαιζε σήμερα τόμπολα χωρίς κίνητρο, έτσι, απλώς για την χαρά της παρέας...











Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Ο Πάπας Γρηγόριος ο Α' ήταν marketeer..;


Μα πώς φτάσαμε ως εδώ βρε παιδί μου;
Πού τα φάγαμε τα λεφτά μας ;
Ή, θα είχαμε φτάσει ως εδώ αν δεν είχαμε τόοοοοσα πολλά καταναλωτικά αγαθά για να σπαταλήσουμε τον παρά μας;

Απλούστατα, όχι.

Πού βρεθήκανε οι ανάγκες μας; Πώς προέκυψαν ξαφνικά; Πριν μερικά χρόνια τάχαμε ανάγκη όλα αυτά που φέραμε τριγύρω μας και τα στιβάζουμε στο υπόγειο, στο πατάρι, στο εξοχικό , στα σκουπίδια;

Απλούστατα, όχι.

Και πώς βρεθήκαμε, ρε κολλητέ, να τα θέλουμε όλα αυτά, να επιθυμούμε να τα αποκτήσουμε;
Επειδή κάποιοι μας έπεισαν πως τα χρειαζόμαστε, πως είναι σημαντικό να τα κατέχουμε, και κυρίως, πως με αυτά θα ξεχωρίσουμε από τους άλλους ή θα συμμετέχουμε μαζί με άλλους σε κάτι.

Και εδώ, αρχίζει το ενδιαφέρον σημείο.

Ο άνθρωπος έχει την βασική ανάγκη να ξεχωρίζει, να στέκεται παραπάνω από τους άλλους.

Και πώς θα ξεχωρίσει;
Με το να ανήκει σε μια ομάδα, ένα clan, μια συνάθροιση και αυτή η ομάδα πρέπει ή να έχει μεγάλη ισχύ ή να αποτελεί ενός είδους άβατου για τους υπολοίπους.
Το οποίο μεταφράζεται : Ή θα παίζεις μπάλα και θα είσαι Ολυμπιακός που έχει τους περισσότερους φιλάθλους ( η ισχύς εν τη ενώσει) ή θα ασχολείσαι με Κουνγκ Φου και θα κάνεις το σπανιότερο σύστημα στον κόσμο που κάνουν σ’ ένα μοναστήρι με δύο καλογέρους (η ισχύς από την γνώση).

(Η ισχύς αυτή με την σειρά της, επιμερίζεται στην κάλυψη αρχέγονων ορμέμφυτων, που έχουν να κάνουν με το σεξ και με το χρήμα, όπως είπε και ο παππούλης Φρόυντ.
Ή, όπως καταδεικνύει η Ελληνική Μυθολογία, στα αρχέτυπα του Ουρανού και του Κρόνου. Ο πρώτος είχε ξαπλώσει επάνω στην Γη (σε διαρκή συνουσία μαζί της) και δεν την άφηνε να καρπίσει και ο δεύτερος, αφού έκοψε τα γεννητικά όργανα του πατέρα του και πήρε την θέση του, έτρωγε τα παιδιά του για να μην χάσει την εξουσία..!).

Και εδώ, πριν καν το καταλάβουμε έχει μπει στη μέση η Αλαζονεία.
Αυτομάτως, όλοι οι άλλοι υστερούν, μπαίνουν χαμηλότερα από μας, δεν μετέχουν της ισχύος.
Όσο για εκείνους που δεν μπαίνουν σε αντιπαράθεση μαζί μας για να αναμετρηθούμε, δεν κάνουν για την παρέα μας, δεν επαληθεύουν την υπεροχή μας .

Και τώρα νάσου και χώνεται στη μέση και ο πάπας Γρηγόριος ο Α’.
Μα τί δουλειά έχει ο παπάς εδώ πέρα;
Χα! Ήταν ο πρώτος που προσδιόρισε τα βασικά αμαρτήματα σε επτά συγκεκριμένα, από τα οποία πηγάζουν και όλα τα υπόλοιπα. Χωρίς να θεολογώ ή να κανοναρχώ, μου φαίνονται παράξενα μερικά πράγματα.

Όπως το ότι, η καταναλωτική κοινωνία έχει καταφέρει να στηθεί ακριβώς επάνω σε αυτά και εξακολουθεί να μας πουλάει και να μας κάνει να θέλουμε τα πάντα, χρησιμοποιώντας τις  εκφάνσεις τους.

Πατάει πάνω στη Λαγνεία, ακόμη και για να μας πουλήσει γιαούρτια ή δραπανοκατσάβιδα, αφού μπορεί να δημιουργεί όποιο υπονοούμενο θέλει.

Πατάει επάνω στην Απληστία μας, για να μας προτείνει όχι μόνον το καλύτερο, αλλά και το επιπλέον (ετυμολογικά κοντά με το επιπόλαιο), το περιττό, το αχρείαστο, αυτό που θα μας κάνει να ψάξουμε να βρούμε και δεύτερη δουλειά για να μπορέσουμε να τόχουμε.

Πατάει επάνω στην Λαιμαργία μας, και φτιάχνει κάθε χρόνο νέα σκατολοΐδια που πλημμυρίζουν τα ράφια των σουπερμάρκετ με κάθε είδους γεύση και με πολύχρωμες συσκευασίες τους κάδους σκουπιδιών μας.

Πατάει επάνω στην Οκνηρία μας και μας τηλεπουλάει το τραπεζάκι που δεν θέλει ξεσκόνισμα, το αυτοταϊζόμενο παιδί και το κωλόχαρτο που σκουπίζει μόνο του (η παιδική ταινία WALL-E δείχνει τέτοιους ανθρώπους στο μέλλον).

Πατάει επάνω στη ζηλοφθονία μας για να μην προλαβαίνουμε να αλλάζουμε κινητό και αυτοκίνητο.

Πατάει επάνω στην Οργή μας, για να μπουκώνει τα παιδικά μυαλά με εικόνες, σκέψεις και ενδεχόμενα βίας, μέσα από παιχνίδια υπολογιστών και παιχνιδομηχανών, μέσα από απαράδεκτες παιδικές σειρές, μέσα από εκτρωματικά παιχνίδια.

Και εμείς, χαμένοι στην άβυσσο της καθημερινής ρουτίνας, παθητικοί δέκτες των μηνυμάτων, κάνουμε όσα μας προστάζουν και μάλιστα, χωρίς να καταλαβαίνουμε πως όντας σκλάβοι, νομιζόμαστε ελεύθεροι.

Διαβάζουν οι marketeers Πάπα Γρηγόριο τον Α’..;  

Εντύπωση μου κάνει...

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Ο κυρ-Θύμιος ο μπακάλης (μέρος 2ο και τελευταίο)


Ο κυρ Θύμιος ο μπακάλης, λοιπόν, με τον καιρό ανακάλυψε πως και σε άλλα χωριά υπήρχαν κι' άλλοι μεγαλέμποροι, που είχαν φέρει με παρόμοιους τρόπους το χωριό στα μέτρα τους και διαφεντεύανε τις τύχες ολωνών των υποταχτικών τους.


Και ο κυρ-Θύμιος στο μεταξύ, είχε αρχίσει να ψάχνεται, γιατί οι χωρικοί είχαν σταματήσει πιά να καταναλώνουν τα αγαθά του, τα χρήσιμα δηλαδή, γιατί τα άλλα, μόνον αγαθά δεν ήτανε... 
 

Μαζεύει λοιπόν, ο Θύμιος τους εμπόρους του δίπλα χωριού και τους λέει:
«Τί θα λέγατε να τους δανείζαμε εμείς λεφτά για να συνεχίσουν νάχουν και να χαλάνε;» 
 

«Ναι» απάντησαν οι άλλοι, «Μα πώς να τους δανείσουμε άμα δεν έχουν τίποτα πια στην κατοχή τους για να πάρουμε, εξόν απ΄τα λεφτά που κρατούν στα χέρια τους;»


«Α! απλό...», είπε ο κυρ-Θύμιος. «Θα αγοράζουν όσα θένε και θα μας τα πληρώνουν σε βάθος χρόνου, με το αζημίωτο φυσικά. Κάνει η αξίνα δέκα δραχμές; Πάρε τη και κάμε τη δουλειά σου και μου την πληρώνεις μια δραχμή το μήνα, αλλά, όχι για δέκα μήνες μα για δεκατρείς. 
Ποιός θα πει όχι...
Και άμα χρειάζονται κι΄άλλα λεφτά, τότες, έρχομαι εγώ στο δικό σας το χωριό να κάμω τον καλό και ‘σεις στο δικό μου για να τους δώσουμε λεφτά νάχουν να χαλάνε. Θα βρεθούμε το λοιπό, νάχω εγώ λεφτά δανεισμένα στο δικό σας το χωριό και ‘σεις στο δικό μου. Μεταξύ μας, άμα θέλουμε, θα μπορούμε να ανταλλάσουμε τα χρέη και νάχει ο καθένας του χωριού του στα χέρια του, χωρίς όμως να το γνωρίζουν οι χωριάτες. Πρέπει όμως να δανείζουμε εσείς κι΄εγώ τα ίδια περίπου ποσά στα χωριά μας.» 
 

«Να , αυτό είναι το δύσκολο» είπαν οι άλλοι, «πώς θα τους πείσουμε να ζητήσουν λεφτά, δεν θα θέλουν.» 
 

«Θα θελήσουν. Θα τους κάμωμε εμείς να θελήσουν», είπε ο Θύμιος. 
«Κοιτάτε τί θα κάμω εγώ. Θα δώσω σ’ όσους δουλεύουν για μένα μεγαλύτερους μισθούς για νάχουν διαθέσιμα και να ξανοιχτούν και κάθε λίγο θα δίνω και κατιτίς σα δώρο να πούμε, να νιώθουν ασφάλεια. Τότε λοιπόν, θα ξοδεύουν όσα με τον τρόπο μας θα τους λέμε. Αυτοί, να δείτε τότε, θα ξανοιχτούν και θ΄αρχίσουν ν’ αγοράζουν, με δανεικά βέβαια, όσα χωράφια έχουμε και κάθονται ακαλλιέργητα και χωρίς αξία στα δικά σας τα μέρη, να τα χτίζουν και να τα μεγαλώνουν, όλα βέβαια με δανεικά. Το ίδιο και οι δικοί σας στο δικό μου το χωριό.»


«Μα άμα θ΄αρχίσουν νάχουν λεφτά δε θάρχονται πιά για το καθημερινό το μεροκάματο, για τις χοντροδουλειές», αντιγυρίσαν οι άλλοι εμπόροι.


«Όσο γι’ αυτό, μη φοβάστε. Άμα κάνουν πως λιγοστεύουν τα χέρια, έχει κάτι πεινασμένους από τα παραδίπλα, τα ήδη φτωχά χωριά και κάνουν ό,τι τους πούμε για ένα κομμάτι ψωμί. 


Και πάλι θα πουλάμε όσα παράγουν αυτοί για ’μάς στους δικούς μας, σε όποια τιμή θα θέλουμε μεις. Και ποιός θα νοιάζεται για τις τιμές άμα έχει και χαλάει... Και μετά, άμα τελειώσουν τα χωράφια πούχαμε όλοι μας και κάθονταν άχρηστα και ετοιμάστηκαν για πούλημα, σταματάμε τους μεγάλους μισθούς και τα δώρα και λέμε τους:   

Πληρώστε τώρα 'τά που χρωστάτε!

Μα δε θα μπορούν να πληρώσουν αφού τους μισθούς τους τούς κανονίζουμε εμείς, το πόσα θα παίρνουν και αν θα τα παίρνουν κιόλας.

Και σιγά-σιγά, αν είχαν βάλει και καμιά δεκάρα στην μπάντα με όλα όσα πέρασαν απ΄τα χέρια τους, θα τους τα πάρουμε κι΄αυτά και θα γυρίσουν στην προηγούμενη κατάσταση κι΄ακόμη χειρότερα.
Κι΄όταν πάρετε εσείς στα χέρια σας τα χωράφια του δικού μου χωριού και ‘γω του δικού σας, και μάλιστα αξιοποιημένα και έτοιμα για εκμετάλλευση ή για πώληση σε αληθινούς λεφτάδες, κάνουμε μια σκάντζα και αλλάζουμε τα χωράφια και βρισκόμαστε, με την περιουσία μας φτιαγμένη όπως δεν είχαμε ποτές φανταστεί, ο καθένας βασιλιάς στον τόπο του!!! 
 
Κι’ από πάνω, με όλους τους χωριάτες χωμένους ως τον λαιμό στα χρέη να τους μεταχειριστεί ο καθείς όπως θέλει, να μπορεί πλέον να απλώσει χέρι και σε όσα δεν είναι δικά του, μα δημόσια, χωρίς κανείς να μπορεί να μιλήσει ή να απαιτήσει το δίκιο του. 
Γιατί άμα είναι κανείς εξαθλιωμένος τί θα τονε νοιάξει, η φτώχεια του ή τό τι θα κάμω εγώ με τα νταμάρια, τα δέντρα και το νερό..; 
   
Αυτά είχα να σας ειπώ και να μου συχωράτε την ταλαιπωρία, να σας κουβαλάω βραδιάτικο και μεσ' το κρύο, μακρυά απ΄τα σπιτικά σας....»


Συλλογισμένοι τον ακούγαν οι άλλοι, όμως το χαμόγελο, ίσως και μοχθηρό, μα δε πολυφαινόταν μέσα στο μισοσκόταδο του υποφωτισμένου μπακάλικου, είχε αρχίσει να πλαταίνει στα πρόσωπά τους και μόνον ο εγωισμός τους το περιόριζε σ’ ένα αχνό μειδίαμα... 
 

Μετά από πολύ σιωπή, η πόρτα άνοιξε κι΄έκλεισε πολλές φορές και μουρμουριστές καληνύχτες ακούστηκαν, μέχρι που ο κυρ-Θύμιος έμεινε μόνος του ξανά. 

Έρριξε μια ματιά στον μεγάλο καθρέφτη της σάλας, που μαζί με τα εμπορεύματα αντανακλούσε και το γεμάτο ανυπομονησία πρόσωπό του με τα γυαλιστερά, μοχθηρά μάτια. 
 

«Υπομονή Θύμιο», είπε στον εαυτό του, «το καλό πράμα αργεί να γίνει...»
Μια σκέψη σαν αστραπή πέρασε απ΄το μυαλό του σαν έστρεψε να βγει απ' το μαγαζί:
«Βρε, εγώ αν είχα τρόπο θα πούλαγα και την Ελλάδα ούλη...». 

Γέλασε άγρια με την αναίδεια του και βγήκε στο σκοτάδι, που τον αγκάλιασε μέσα του πριν πεις κιχ...


Το παραπάνω χειρόγραφο, που έχει τίτλο «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡ-ΘΥΜΙΟΥ ΤΟΥ ΜΠΑΚΑΛΗ» είναι σκισμένο από ‘δω και κάτω και δεν διαβάζεται καλά και ως εκ τούτου, δεν μπορώ να σας πω την συνέχεια και θα πρέπει, πρώτα να σας ζητήσω τη συγγνώμη και μετά, να σας βάλω στην δυσχερή θέση να πρέπει να την φανταστείτε μόνοι σας...

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗΝ ΝΗΣΟ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ


Το μεγάλο κήτος μας άφησε να μπούμε στην σκοτεινή κοιλιά του...

Ένα σκοτεινό πέπλο καλύπτει τις ώρες μέχρι το επόμενο πρωί οπότε, ο ύπουλος γάτος υπάκουσε στις νοερές μου οδηγίες και στις επτά και δέκα ακριβώς προσέγγισε την εξώπορτα. 

Ξύπνησε το ανυποψίαστο παιδί της πόλης νούμερο ένα και προσποιήθηκε τον πεινασμένο.
Παράλληλα, η καφετιέρα ολοκλήρωσε τον συνωμοτικό κύκλο: με αργές, υπό άλλες συνθήκες βασανιστικές, σταγόνες, εκχύλισε ποσότητα καφέ ικανή για να ξυπνήσει το παιδί της πόλης νούμερο δύο.
Ανεβήκαμε στο αυτοκίνητο, που είχαμε στα χέρια μας από το προηγούμενο βράδυ. Κρεμ. Το χρώμα του αυτοκινήτου ήταν Κρεμ. Το λέγανε Αλίκη.

Κυλίσαμε στον άδειο δρόμο.

Αριστερά μας το λιβάδι παρέμενε και περίμενε, αν και για μια στιγμή μου φάνηκε πως ανέμενε και απόμενε...μα προσπαθώντας να φτάσω στην άκρη του νήματος μ΄έπιασε φτάρνισμα από τα χνούδια και σταμάτησα δεξιά.

Στο μεταξύ ο ήλιος είχε βγει και μάλιστα, κατέβηκε λίγο πιό χαμηλά για να μπορέσουμε να τον φωτογραφήσουμε.
Μια περαστική μέλισσα άρπαξε την ευκαιρία και τού σκασε ένα φιλί στο μάγουλο.

Παρακάτω, παρακάτω και λίγο πιό παρακάτω και ενώ όλα πήγαιναν απρόσμενα καλά, ο καθρέφτης της Αλίκης κατέστησε σαφές πως, θα επενέβαινε σε όλη την βόλτα και ενώ προσπαθούσαμε να θαυμάσουμε τον μεγάλο Δράκο που φυλάει το νησί από Βορρά, ο καθρέφτης επέμενε να μας θυμίζει την έρημη Αγαπιανή άμμο. 
Πήραμε να ανηφορίζουμε πάνω από την κολυμπήθρα όπου έχουν βαφτιστεί σχεδόν όλοι οι Τηνιακοί.

Τα σύννεφα ενοχλημένα μαζεύτηκαν πάνω μας να δουν τους παράξενους, εκτός ορθού χρόνου επισκέπτες. 

Πείσμωσα.
Έσυρα με τα δυό μου χέρια λίγο, μα τόσο δα μόνον, πιό μπροστά το κοντινό βουνό και κράτησα τα άλλα στον ίσκιο του σύννεφου.
Η φωτογραφία βγήκε όπως την ήθελα. 
Τώρα, στο φωτεινό της κομμάτι χώραγαν οι υπότιτλοι, που θα περιέγραφαν την θέα στο χαζό μυαλό μου.

Ο δρομος ανηφόρισε. Ο καθρέφτης εξακολουθεί να χώνεται εκεί που δεν τον σπέρνουν: ενώ ένα θορυβώδες πράσινο μας είχε τραβήξει την προσοχή, εκείνος επέμενε να μας δέιχνει τον πίσω μας δρόμο.
"Είναι το ψόφιο αρνί που είδαμε και αφήσαμε ασχολίαστο”, ερμήνευσε το παιδί νούμερο ένα. Ο καθρέφτης ηρέμησε. "Είδατε που σας τόπα", είπε θριαμβευτικά.

Συνεχίσαμε στον δρόμο για το "Χωριό-ανάμεσα-στις-στρογγυλές πέτρες". 
Δίχως να καταλάβουμε πώς, βρεθήκαμε σ' ένα κάστρο όπου ο αγρότης/αυλικός μας κέρασε ρακί.
 
Ο βασιλιάς, ανήσυχος για την τόσο πρωινή επίσκεψη, ήρθε κοντά στην πόρτα με ορισμένες από τις παλλακίδες του, δεν ήξερε αν έπρεπε να μας καλωσορίσει ή να μας διώξει με τρόπο.

Περπατήσαμε στο βασίλειο. Από δω φάγαμε ψωμάκι, είπε ο αγρότης και μας έστειλε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων να ψάξουμε να βρούμε πότε ήταν η τελευταία φορά, που τα αμπελοφάσουλα έγιναν πρώτο θέμα. Του χρόνου θα βάλουμε πάλι την μπουλντόζα και θα ξαναφυτέψουμε. Πότε ακριβώς είναι αυτό, με τί συμπίπτει για να έχω μια καλή δικαιολογία, που δεν θα παραβρεθώ στο φύτεμα, σκέφτηκα...

Φτάσαμε.
Στην παιδική χαρά του χωριού έπαιζαν γελούδες και ζούδια, που μόλις μας είδαν μας καλωσόρισαν και μας κάλεσαν να παίξουμε μαζί τους, μα είναι γνωστό πως δεν μπορείς να παίζεις με τα ξωτικά γιατί θα σε κρατήσουνε για περισσότερο απ΄όσο λογαριάζεις και θα κρυώσει στο μεταξύ ο καφές σου στου Νατάλε.

Στην φωτογραφία τα ξωτικά δεν φαίνονται γιατί έχω προνοήσει να χρησιμοποιήσω φίλμ ειδικό να εξαιρεί τρομακτικές για μερικούς φυσιογνωμίες.

Σκέφτηκα: πρώτη φορά που ήρθα χειμώνα στην Βωλάξ ήταν το 1990. 
Μα πόσων χρονών ήμουν τότε; η απάντηση ζωγραφίστηκε αυτομάτως στον τοίχο...

Το χωριό ήταν έρημο, μόνο κάποιες ομιλίες εκφωνητών ραδιοφώνου (ευτυχώς όχι τηλεόρασης, την τρέμω την τηλεόραση) ακούγονταν από ανοιχτά παράθυρα. 
Ευτυχώς, που οι εκφωνητές δεν πεινάνε ποτέ όπου φιλοξενούνται, αλλιώς, πρώτον θα ήθελαν του κόσμου το φαί και δεύτερον θα πάχαιναν απίστευτα γρήγορα.

Για μια στιγμή με πάγωσε το άδειο χωριό. 
Ούτε άνθρωπος τριγύρω...
Το παιδί της πόλης νούμερο δύο με σκούντηξε στον ώμο δείχνοντάς μου τον τοίχο.


Ησύχασα, ο Αλέκος ήταν επάνω για την περίπτωση που χρειαζόμασταν κάτι...

Κατεβήκαμε στην βρύση του χωριού.
Δυστυχώς, για μένα που δεν είχα πιεί καφέ και έπρεπε να γκρινιάξω, εδώ όλα ταίριαζαν . 
Τα εφήμερα πλαστικά δίπλα στις πέτρες και το νερό. Τα σκουπόξυλα και ο ανινιγματικός λευκός σκουπιδοτενεκές, που αναιρούσε τον εαυτό του χωρίς να το ξέρει, μιας και πλαστικός και τενεκές δεν γίνεται.

Η ώρα πέρναγε ανελέητη. 

Χρειαζόμασταν επειγόντως ένα ξόρκι χρόνου. Πλησιάσαμε με δέος στην μπλε πόρτα του μεγάλου μπλέ νάνου, χτυπήσαμε απαλά, μα η πόρτα παρέμεινε κλειστή, ο μεγάλος νάνος δεν βγήκε ποτέ. 
Ο χρόνος μας θα τελείωνε στην προαγορασμένη ποσότητα: ένα Σαββατοκύριακο και μόνον αυτό...

Η στενοχώρια δεν κράτησε για πολύ.
Ένα παράξενο πλάσμα στεκόταν εμπρός μας.
"Τί είσαι εσύ;" ρώτησα και μεμιάς δυό φωνές μαζί ακούστηκαν: "Κιούπι", "Κιούπι". 
"Και γιατί στέκεστε κώλο με κώλο;
"Για να στεκόμαστε", μου απάντησαν. 
"Και γιατί βάλατε το χερούλι κάτω;"
"Για να μπορούν να πιάνονται τα ξωτικά του κάτω κόσμου και να βγαίνουν", μου απάντησαν.

Αμέσως σκεφτήκαμε πως ήταν ώρα να πηγαίνουμε.
Επόμενη στάση, στο κάστρο του Λεοντόκαρδου, εκείνου που μιλάει με το σίδερο κι΄ έχει στημένο το εργαστήρι του ψηλά στο βουνό.
Φτάσαμε.

Στάθηκα έκπληκτος δίπλα στο παράθυρο, η θέα με κοκκάλωσε κυριολεκτικά, όπως μπορείτε να δείτε καθαρά και στην φωτογραφία.


Το κυκλαδίτικο φως με τύφλωσε, ενώ το τελευταίο πράγμα που πρόλαβα να δω πριν σωριαστώ στο χώμα, ήταν το μέτρο στο πεζούλι...

Το μήνυμα ήταν σαφές: μετρείστε κάτι...

Μετά από πέντε ή έξι ρακιά καταφέραμε να μετρήσουμε τελικώς τον ουρανό. Είναι απλό: ξεκινάς από ένα μικρό κομμάτι, το οποίο μετράς με ακρίβεια και μετά, πολλαπλασιάζεις με τον ημερήσιο αριθμό ηλιαχτίδων που είναι απαραίτητες για να παραμείνεις άνθρωπος.

Μόλις τελειώσαμε με αυτό, ο Λεοντόκαρδος μας είπε πως περίμενε κι' άλλον έναν φίλο: τον Κάπτεν Νέμο, που αυτήν την εποχή αφήνει τις ανοιχτές θάλασσες και περνάει που και που για καμμιά κουβεντούλα. Το υποβρύχιο αναδύθηκε αργά-αργά προσέχοντας μην χτυπήσει στο νεοφυτεμένο δέντρο.

Δεν προλάβαμε να αλλάξουμε δυό κουβέντες κι' ένα σύννεφο ήρθε και κάθησε εμπρός στον ήλιο και, παρά τις παρακλήσεις μας, δεν έλεγε να κουνηθεί. Αποφασίσαμε να δράσουμε.

Φορτώσαμε στο καροτσάκι το νησί και ξεκινήσαμε. Μόλις φύγαμε από το σύννεφο που μας είχε θέσει υπό τον έλεγχό του και μας κρατούσε στον ίσκιο, εκείνο δικαιολογήθηκε πως, το έκανε για να μην ζαρώνουμε τα μάτια μας και κάνουμε πρόωρες ρυτίδες. 
Δεν πείστηκε κανείς. 

Ξεφορτώσαμε στον ήλιο το νησί και συνεχίσαμε την κουβέντα μας για τον σύγχρονο κινηματογράφο.

Ο Πήτερ Γκρίναγουεη έμενε δύο σκαλιά παρακάτω, πράγμα που αρχικώς δυσκολεύτηκα να το πιστέψω, αλλά, η κοιλιά του αρχιτέκτονα ήταν εμφανέστατη, ξεπρόβαλε εμβληματικά μέσα από την εκκλησία. 

Στην πρόσοψη της εκκλησίας υπήρχε και σαφής εξήγηση για το τί απέγιναν οι δράκοι του νησιού. Ο Αγηος Δεμιτριος είχε σκοτώσει τον τελευταίο, άτυχο δράκο.


Η ώρα πέρναγε...
Όσο και αν φλυαρούσαμε επιτηδευμένα άσκοπα για να μείνουμε για λίγο ακόμη μαζί, ο ενοχλητικός καθρέφτης εξακολουθούσε να μας πιέζει. 
Τώρα προσπαθούσε, και αποτύγχανε, να αντιληφθεί το άπειρο μετά από εσφαλμένη κατανόηση των οδηγιών τού Λεοντόκαρδου, αντί μέσα από καθρέφτες, μέσα από υαλοπίνακες αυτοκινήτων. 

Το μόνο που κατάφερε να εντοπίσει, ήταν ο Λεοντόκαρδος που επέστρεφε στο κάστρο του...




Γυρίσαμε σπίτι.
Νύσταξα, έγειρα στον καναπέ κι' έβαλα όλη μου την προσοχή στα λόγια του επίμονου αέρα.

Ώρα πέρασε. 
Τόση, ώστε να χωρέσει στο διάστημα ανάμεσα σε δύο βλεφαρίσματα γριππιασμένου πενηντάχρονου.

Ένα κούνημα με ξύπνησε. 

Κύτταξα έξω απ΄το παράθυρο: 

το βουνό είχε αντικατασταθεί από θάλασσα και ένα καράβι με περιέβαλε σε κάθε μου βήμα.

Ευχήθηκα να μας έκλεινε ο καιρός καταμεσίς στην θάλασσα και να έπρεπε να χτιστεί επι τόπου ένα λιμάνι για να μας προστατεύσει και τριγύρω του ένα νησί, αλλά αυτό θα έπαιρνε απίστευτα πολύ χρόνο και την Δευτέρα είχαμε δουλειά.

Σκέφτηκα την Αλίκη. 

Παρέμενε στο λιμάνι παρκαρισμένη με τα κλειδιά επάνω περιμένοντας τον επόμενο μισθωτή, που δεν θα ήξερε πως την λένε Αλίκη.


ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...