Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Όνειρο καλοκαιρινής εσπέρας


Κάπως έτσι είναι η ζωή.




Μαζεύονται τα χρόνια, οι μήνες και οι μέρες και όσο στενεύει ο ορίζοντας, τόσο κυττάει κανείς να αρπάζεται από στιγμές, από ανθρώπους, από αναμνήσεις, ψάχνει να επιβεβαιώνει την παρουσία, το στίγμα που αφήνει το πέρασμά του από τον τόπο, ακολουθάει με τα δάχτυλα το νήμα που δένει το τώρα με το παρελθόν για να σιγουρευτεί πως ο λαβύρινθος είχε, τουλάχιστον, αρχή.


Κάθε κοινωνία, παλιά ή νέα, στέκει ορθή μέσα από πολύπλοκες κι’ ευαίσθητες σχέσεις μεταξύ των μελών της, συνέχεται από την διαρκή προσπάθεια της συμμετοχής τους στα κοινά, της κατάθεσης της γνώμης, της αυτοθέλητης ανάληψης υποχρεώσεων απέναντι στους άλλους.

Ο πολίτης γίνεται κοινωνός των εκδηλώσεων, που φέρνουν κοντά τον ένα με τον άλλον, μειώνουν τις αποστάσεις, δίνουν την ευκαιρία της ισότητας μεταξύ των μελών ανεξαρτήτως πλούτου, ορίζουν την συμμετοχή, την παρουσία και την προσφορά σαν το μέτρο της δύναμης των μελών της κοινωνίας. 

Μοιραζόμαστε την ίδια Γη κι’ απ’ αυτήν την βασική αρχή πηγάζουν οι κοινοί θεοί/τοπικοί άγιοι ή αλλιώς, η αντίληψη και η κατανόηση της θέσης μας μέσα στον χώρο που μας έλαχε να βρεθούμε. O χρόνος μάς υπερβαίνει και αυτό είναι κάτι που οι παραδόσεις προσπαθούν να κάνουν σαφές.

Με αυτήν την αφορμή, και αφού έχουμε αποτυπώσει τις αντιλήψεις μας, τα πιστεύω μας και το οφειλόμενο δέος και σέβας προς τον χώρο με τη μορφή ναών, μικρών και μεγάλων ή και απλών βωμών στους παλιότερους χρόνους, θεσπίζουμε τα χρονικά σημεία όπου θα συναθροιζόμαστε για να τιμούμε, ουσιαστικά, τον τόπο μας.

Ο τοπικός άγιος, εξέλιξη του τοπικού δαίμονα (από το δαήμων = αυτός που γνωρίζει, απ’ όπου και το αδαής) είναι το σημείο που ο συγκεντρωτικός φακός εστιάζει με δύναμη το φως, συμπυκνώνει επάνω του απίστευτη κοινωνική δύναμη και ισχύ, γίνεται το σύμβολο της παράδοσης που έρχεται από πίσω κι’ έχει αφήσει το μέλλον της στα χέρια μας. 

Ειδικά το εξωκκλήσι, έχει το προνόμιο να ξεχωρίζει όπου στέκεται. 
Γίνεται πόλος και στηρίζει τον χώρο, είναι σημείο αναφοράς, υπενθυμίζει τα οφειλόμενα, υπογραμμίζει την υποχρέωση προς την επερχόμενη γενιά, καμμιά φορά μάλιστα, ανακουφίζει από τον κάματο, σωματικό ή ψυχικό.

Οι προύχοντες της κάθε εποχής συνήθως συμμετέχουν στις γιορτές αυτές, χωρίς απαραίτητα και να πιστεύουν στην ανάγκη τους, σε αντίθεση με τους απλούς πολίτες που διαθέτουν το ορμέμφυτο της προσφοράς. 

Είναι οι πρώτοι που θα απεμπολήσουν στην πρώτη ευκαιρία κάθε σέβας με αντάλλαγμα υλικά οφέλη. Η απόσταση, φυσική και ψυχική, από την Γη, την μάνα, τους κάνει πιό σκληρούς και ψυχρούς.

Ο τόπος, η πατρίδα, είναι μερικά χωράφια κάπου παράμερα, πέρα από ‘κει που πιάνει το μάτι, αρκετά λεπτά δρόμο και ακόμη περισσότερα όταν ο δρόμος είναι άσχημος, είναι οι ντόπιοι που βρίσκουν ενδιαφέρον σε εντελώς διαφορετικά, ακατανόητα πράγματα, είναι όλος αυτός ο ανεκμετάλλευτος χώρος που θα μπορούσε κάλλιστα να αποδώσει αν αποφασίζαμε να τον διαθέσουμε σύμφωνα με τα θέλω μας, που πηγάζουν και επηρρεάζονται από τις σχέσεις μας, ακόμη και σαν βιομηχανική ζώνη αν καμμιά άλλη δραστηριότητα δεν ενδείκνυται. 

Ετσι ο τόπος γινεται το μέσον, γίνεται τρόπος για να τοποθετηθούμε καλύτερα στην κονωνία των ονείρων μας, που είναι όμως εντελώς άλλη από την κοινωνία των υπολοίπων.


Στον Άγιο Πέτρο, λοιπόν, στην βιομηχανική ζώνη της Χαλακιάς, έγινε και φέτος, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, το πανηγύρι που πάει να ξαναζωντανέψει μετά από χρόνια σιωπής. Πέντε με έξι χιλιόμετρα χωματόδρομου, που σε αρκετά σημεία είναι άσχημος, σε φέρνουν σ΄ένα από τα πιό όμορφα σημεία της Τήνου. 

Για πολλούς το τοπίο είναι άγριο, άλλοι όμως, κι' εγώ μαζί, νιώθουν σπίτι τους...

Το εξωκκλήσι δεν διαφέρει σε τίποτε από τα άλλα εξωκκλήσια της Τήνου. Απλό και λιτό, στέκεται στην ήπια πλαγιά του βουνού πάνω από την θάλασσα, το Βαθύ. Απέναντι απ' τον Άγιο Πέτρο μπορεί να δει κανείς τα σημάδια της ανθρώπινης δραστηριότητας. 
Το θέαμα είναι μοναδικό.

Εκεί, λοιπόν, σ' ένα αχρησιμοποίητο για χρόνια καταστέγι, δίπλα στον Άγιο Πέτρο, μαζεύτηκαν εκείνοι από εμάς που έχουν, μάλλον, την πιό ουσιαστική αγάπη για τον τόπο κι' έκαναν την απαραίτητη προετοιμασία για να δεχτούν τους υπόλοιπους. 
Η αλήθεια είναι ότι, υπάρχουν μερικοί από εμάς, που δεν λένε πολλά λόγια κι' αυτά τα λίγα που λένε, δεν είναι μεγάλα. Αγαπάνε και νιώθουν τον τόπο χωρίς ίσως να το ξέρουν, απλώς γιατί αυτό που βγαίνει από μέσα τους είναι αυθόρμητο, χωρίς σκέψη πριν, χωρίς απολογισμούς μετά. 
Η όλη προετοιμασία είναι διαδικασία με απαιτήσεις, υλικές και οργανωτικές, θέλει χέρια και ώρες. Κι' όλο αυτό γίνεται χωρίς κανέναν προφανή σκοπό, μόνον για να δουν τον κόσμο να έρχεται και να περνάει καλά, να ευχαριστιέται, να βλέπει πως όλα γίνονται. 
 
Και όσο ο κόσμος έφτανε, τόσο η ικανοποίησή τους μεγάλωνε, μοναδική ανταμοιβή μαζί με την καλή κουβέντα όλων.
Μας υποδέχτηκαν όλοι με χαμόγελο, με ένα ξώφαλτσο κέρασμα πριν την λειτουργία, ένα κλεφτό ρακί στο χέρι κι' ένα μικρό μεζέ για να μας προϊδεάσουν για όσα θα ακολουθούσαν.
Ένα κανονικό πανηγυράκι, σαν τα παληά, τα ξεχασμένα πανηγύρια, που οι άνθρωποι είχαν μεγαλύτερη σημασία απ' την μάρκα των ρούχων που φορούν.

Με τα παιδιά να τρέχουν στα χωράφια, τον κόσμο απλωμένο γύρω απ' το κατάλευκο ναΐδριο, με το ελαφρύ αεράκι να σείει τα ξερά χόρτα, με τη χαρακτηριστική, γεμάτη μελωδία ντοπιολαλιά των Κάτω Μερών ν' ακούγεται παντού, σα δωδεκάχρονο που πηδάει από πέτρα σε πέτρα, είχε κανείς την εντύπωση πως όλα είναι δυνατά, πως ένα έτσι να κάνουμε, μπορούμε να διορθώσουμε όλα τα στο μεταξύ κακοφτιαγμένα.

Πολλοί είχαν να έρθουν στα λημέρια αυτά των νεώτερών τους χρόνων, από τότε που έκαναν τρείς και τέσσερεις ώρες δρόμο για να έρθουν να κυνηγήσουν στην Χαλακιά. Συναντήθηκαν παλιοί και νέοι κυνηγοί, θυμήθηκαν τα περάσματα, το φύλαμα για αγριοπερίστερα, τα ξενύχτια με τραγούδι στο κατοικιό του μπάρμπα-Μάρκου και της Πασάδαινας, τις καντάδες με τον Μπέμπη και τον Αβραάμ στο κατοικιό της Ματίνας. 


Η λειτουργία φέτος τελέστηκε από τον καταλληλότερο και ίσως τον μόνο που "δικαιούται" πραγματικά να ιερουργεί σ' αυτόν τον χώρο, τον πατηρ-Αντώνη. 

Άνθρωπος που έχει περπατήσει κι' έχει δεθεί με την ενδοχώρα του νησιού όσο λίγοι, με τεράστια συνεισφορά στην καταγραφή και την περιγραφή στοιχείων του νησιού που χάνονται, έχει ζήσει τον Άγιο Πέτρο από τις παλιές του δόξες μέχρι σήμερα.


Κι' όταν το πανηγύρι τελείωσε, εκείνοι που το ετοίμασαν, ήταν και εκείνοι που τα μάζεψαν και τα συγύρισαν όλα.









Ησύχασε ο γύρω τόπος, το εξωκκλήσι γύρισε στην γνωστή του ηρεμία, 

..η σημαία στην αυλή του συνέχισε να πλαταγίζει απαλά, οι φωνές χάθηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ, σαν να ήταν όλο αυτό ένα όνειρο μιας καλοκαιρινής εσπέρας.




Μια βόλτα από το κατοικιό της Πασάδαινας, έτσι, για να βουτήξουμε λίγο το ψωμάκι μας στην γλυκόπικρη σάλτσα των παιδικών μας χρόνων, και μετά συνέχεια για ένα κέρασμα στο πανέμορφο κατοικιό του Πέτρου. 

Μια φέτα δροσερό καρπούζι κι΄ένα τελευταίο ρακί για τον δρόμο, δυο τρεις κουβέντες για τα σταφύλια που δεν έχει φέτος, για τις ντομάτες που έχουν αρρώστεια και σαπίζουν πάνω στην ντοματιά, για το γάλα και τον κόπο που έχει, για τα πολύτιμα καθημερινά του νησιού.




Ήταν όλοι εκεί...











Κι' ύστερα, ξαφνικά οι διακοπές τελείωσαν και γύρισα στην μεγάλη πόλη και βρέθηκα σε μια παρέα, όπου ο καθένας μίλαγε για το καλοκαίρι του. 
Ξεδιάλεξα αυτό το απόγευμα στην Χαλακιά και τούς το περιέγραψα. Με ρώτησε τότε κάποιος  "Σε ποιό νησί..;"


Έψαξα τις φωτογραφίες στη μηχανή, βρήκα αυτή που ήθελα και του είπα: 


"Το νησί μου είναι αυτό που βλέπεις σ' αυτήν εδώ την φωτογραφία..."










Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Κελλιά - Καρδιανή


Πηγαίνοντας από τα Κελλιά προς τον Πύργο από την γνωστή, πανέμορφη διαδρομή από Αγία Μαρίνα, μου γεννιόταν πάντα μια περιέργεια για το πώς να είναι όλο αυτό το βουνό από πάνω. 
Πώς να είναι η διαδρομή από την ενδοχώρα, το ομορφότερο και το πιό αυθεντικό κομμάτι του νησιού.

Ένα ωραίο απόγευμα λοιπόν, με μόνον επτά μποφόρ, είπα να ξεκινήσω κατά τις πέντε, πράγμα που αποδείχτηκε λάθος γιατί θάπρεπε να έφευγα στις τέσσερεις τουλάχιστον, για νάχω αρκετό ήλιο μπροστά μου.
Σκέφτηκα την προσφιλή μου διαδρομή προς Αγία Υπακοή κι΄από ‘κει προς Μεσοβούνι και μετά, βλέποντας και κάνοντας.

Πάλι λάθος, γιατί έπρεπε να έχω διαλέξει την Καστέλλα απ' όπου πήγαινε και το παλιό μονοπάτι, αλλά μου φάνηκε απότομο το ανέβασμα...

Είπα λοιπόν να ακολουθήσω όλους τους κανόνες μιας οργανωμένης, σόλο πεζοπορίας και έτσι, ντύθηκα με το πιό λεπτό μπλουζάκι που είχα, πήρα το πιό φαρδύ και μακρύ μέχρι τα γόνατα μπουφάν με κουμπιά, έβαλα άλλο ένα μπλουζάκι στο σακκίδιο, το δεύτερο λεπτότερο που είχα, έρριξα μέσα και το ξεφόρτιστο κινητό μου, έβαλα κι’ ένα ΜΙΚΡΟ μπουκαλάκι με νερό και ήμουν έτοιμος για το εγχείρημα.
Λίγα έλειπαν.
Φόρεσα ΚΟΝΤΕΣ κάλτσες, έβαλα ΧΑΜΗΛΑ αθλητικά παπούτσια με κορδόνια μακριά σαν τους κάβους του Σούπερ Φέρυ, έβαλα και το ΚΟΝΤΟ μου παντελονάκι και κίνησα.
Δεν πήρα μαχαίρι (δεν είμαι καθόλου επιθετικός τύπος...), ούτε γάζες και χανζαπλάστ (τί διάολο, στον πόλεμο πάμε...), ούτε καν το ειδικό στικ για τα τσιμπήματα των μελισσών (φύσαγε και θα είχαν κάτσει σπίτι τους...). Καλάμι επίσης δεν πήρα, γιατί δεν βρήκα...
Πήρα όμως την φωτογραφική μου μηχανή με δύο αλλαξιές μπαταρίες. Οργανωμένος και προνοητικός, όχι παίζουμε...

Μέχρι την Αγία Υπακοή το μόνο στενάχωρο ήταν οι βλήστρες που έχουν πολλαπλασιαστεί. Βέβαια, παραδοσιακά, έχασα το μονοπάτι γιατί έστριψα στο πρώτο δεξιά και όχι στο δέυτερο που είναι το σωστό, αλλά, η στενάχωρη διαπίστωση εξακολουθεί να ισχύει.
Οι κυνηγοί ας σημειώσουν πως, δυό σκαλιά κάτω απ’ την εκκλησία, μου πετάχτηκε λαγός στα τρία μέτρα που μούκοψε τα ήπατα γιατί τον πέρασα για πολύ μεγάλο, πολύ στρουμπουλό και πολύ γρήγορο φίδι. 
Σας δείχνω μερικές φωτογραφίες από τον περιβάλλοντα χώρο της Αγίας Υπακοής όπου φαίνονται καθαρά υπολλείματα παλαιών κτισμάτων.




Κι' από 'δω και πέρα η διάθεση αρχίζει και αλλάζει σιγά-σιγά, το βουνό διεκδικεί την θέση του στις σκέψεις μου και την προσοχή μου.


Το μονοπάτι ανηφορίζει απότομα, αλλά, δεν έχει καμμία σχέση με την μέχρι τώρα διαδρομή και είναι πανέμορφο.

Έχει κανείς την αίσθηση πως περπατάει σε αρχαίο μονοπάτι, απάτητο για πολλά-πολλά χρόνια.
Οι πέτρες, οι πλάκες και τα μάρμαρα που είναι στρωμένο, σε μεταφέρουν σε άλλες εποχές, θολές, ασαφείς. Το βουνό ανεβαίνει μαζί μου, μουρμουράει ακατάληπτες φράσεις, στρατιώτες με δόρατα και τις ασπίδες περασμένες στις πλάτες, πολίτες με χοντρά, σκούρα ρούχα, ζαλωμένοι βαρειά σακκίδια κι' εργαλεία ανηφορίζουν μπροστά μου μιλώντας παράξενες γλώσσες, γελώντας με ακατανόητες λέξεις, τα ζώα, βαρυφορτωμένα, δυσκολεύονται στα απότομα, σχεδόν κάθετα γυρίσματα του μονοπατιού, κάποιος πάει μπροστά και κάποιος με ακολουθάει, δεν είμαι μόνος μου, ο πίσω χρόνος είναι εδώ και εγώ είμαι στην προηγούμενή μου ύπαρξη.

Το μονοπάτι μετά από λίγο στρίβει δεξιά και πάει παράλληλα με μια μάντρα. Νερό υπάρχει παντού, το χώμα είναι νοτισμένο και αν περπατήσεις προσεκτικά, θα προλάβεις κατσίκια να πετάγονται τρομαγμένα από τις λακκούβες τις γεμάτες με νερό. Μια μικρή γούρνα στη μέση του δρόμου κρατάει νερό και ο τόπος τριγύρω της είναι ολοζώντανος.


Ο ανήφορος μαλακώνει μα ο αέρας μοιάζει δυνατότερος από πριν.
Ξαποσταίνω σε μια καυκάλα και αλλάζω μπλουζάκι, χρησιμοποιώ το πρώτο σαν φουλάρι για να προφυλάξω τον λαιμό μου απ΄τον αέρα.
Για τους λάτρεις του Άρχοντα των Δακτυλιδιών, εδώ πάνω υπάρχουν όλες, μα όλες οι αντιστοιχίες, όλες οι αποτυπώσεις της φαντασίας, όλα τα σημεία αναφοράς.

Τεράστιοι ογκόλιθοι που σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται σαν πύλες εισόδου σε χωράφια,
κτίσματα επάνω σε προεξοχές του εδάφους, να προσπαθείς να μπεις στο μυαλό του τεχνίτη και να μην μπορείς, η σκέψη του να σε ξεπερνάει τόσα χρόνια μετά, να μην καταλαβαίνεις τον λόγο ή την σκοπιμότητα της επιλογής.


Απίστευτοι γρανιτικοί και σχιστολιθικοί σχηματισμοί που πάνω τους αναγνωρίζεις μυθικά τέρατα που αλλάζουν όψη ανάλογα με το ποιά πλευρά τους κυττάζεις.
Για μια στιγμή όλη η μυθολογία ερμηνεύεται μέσα στο μυαλό σου, χίμαιρες, σφίγγες, κύκλωπες, εκατόγχειρες, νύμφες και δρυάδες εδώ αποκρυσταλλώνονται, γίνονται ξεκάθαροι, σαφείς.

Λάβα ακινητοποιημένη σε απρόσμενα σημεία, σε οριακές ισορροπίες αιώνων, αέρας που κάθε μικροδιάστημα χρόνου αφαιρεί απειροελάχιστα τεμάχια σκόνης από πάνω της, θρυψαλλίζει το παιδί της τον βράχο απαρατήρητος, ανεπαίσθητος, άχρονος, βροχή και αρμύρα της θάλασσας που ποτίζει τα τέρατα μόνο και μόνο για να χαλαρώσει την αντίσταση τους στον αέρα, ρίζες της χαμηλής βλάστησης που υπομονετικά σπρώχνονται όλο και παραμέσα στο σκληρό κορμί, αναζητώντας τροφή και νερό κρατημένο στο πορώδες σώμα του, μέχρι, που μιάν ατελείωτα μεγάλη στιγμή, όλα τα στοιχειά μαζί σε αθέλητη συνέργια θα τού κόψουν ένα κομμάτι, θα τον σωριάσουν κάτω με πάταγο και 'μεις δεν θάμαστε ποτέ εκεί για να δούμε πως όλα, μα όλα, ξαναγίνονται χώμα, να γίνουμε σοφότεροι, μαλακότεροι...

Μάντρες φτιαγμένες από πλάκες μεγάλες σαν τραπέζια, που κτυπάνε σαν καμπάνες μόλις πατήσεις πάνω τους, φρύγανα με χίλια χρώματα και σχήματα και διαρκής, δυνατός, θορυβώδης αέρας.
Και ξαφνικά, συνειδητοποιείς πως εδώ και λίγο το τοπίο έχει αλλάξει. 
Ο αέρας έχει δυναμώσει αισθητά. Δεν υπάρχει σημείο που να μην σε πιάνει, στιγμή που να μην σε τραντάζει, να μην σου στριγγλίζει μέσ’ τα μούτρα, να μην σου κόβει την διάθεση και την ορμή.
Ξεχνάς οποιοδήποτε άλμα, μικρό ή μεγάλο και κινείσαι προσεκτικά ζυγιάζοντας τα βήματά σου πριν πατήσεις.
Η χαμηλή βλάστηση είναι πυκνή και απρόσμενα ψηλή, ψάχνεις να βρεις πάτημα και το πόδι σου βουλιάζει μέχρι το γόνατο.

                                                         Σηκώνεις το βλέμμα.
                                     Του Πολέμου ο Κάμπος είναι παντού τριγύρω σου...


Ο χρόνος είναι εντελώς σταματημένος. Δεν υπάρχει ούτε ένα ίχνος σύγχρονης ανθρώπινης παρουσίας, είναι όλα ακουμπισμένα όπως πολύ καιρό πριν. Ο ορίζοντας κρύβεται και κανένα σύγχρονο ή έστω νεώτερο κτίσμα δεν είναι ορατό από εδώ πάνω. Αν δεν φύσαγε, θα ένιωθε κανείς πως είναι μεσ’ τη μέση του μεγάλου σαλονιού τής πεθαμένης γιαγιάς που έχει να ανοιχτεί χρόνια.
Δέος.
Για την διάρκεια, για την ιστορία που ποτέ δεν θα μάθουμε, παρά μόνον μπερδεμένη μέσα σε πολλές εικασίες, για το μεγαλείο της απλότητας, για το μικρό, πραγματικό μας μέγεθος σε σχέση με τον χώρο και τον χρόνο, την ασημαντότητα της παρουσίας μας πάνω στη περιστρεφόμενη, αδιάφορη μάζα.
Τα ερείπια ενός παληού κτίσματος, πιθανότατα πύργου, απλώς, υπογραμμίζουν έντονα την αίσθηση αυτή.


Εδώ η ανάσα γίνεται τεράστια.
Ανασαίνεις κάθε μόριο ξεχωριστά, ο αέρας έρχεται κατά πάνω σου με ορμή, δεν περιμένει να τον χρειαστείς, έρχεται και μπαίνει μέσα σου από κάθε πόρο, σε διαπερνάει, σε καθαρίζει ή σε απορρίπτει απ’ την δοκιμασία, σε σπρώχνει πίσω, δεν προλαβαίνεις να τον ανασάνεις, σε πνίγει με την αφθονία του, προσπαθεί να σε αποτρέψει από το να δείς, να φτάσεις, να ολοκληρώσεις την προσπάθεια. Ανέβηκες, μα το βουνό παραμένει παντού τριγύρω σου.


Στο μεταξύ, ο Ήλιος αρχίζει και γονατίζει σιγά-σιγά, τον έχεις μπροστά σου, τα χρώματα αλλάζουν κι’ ένα πορτοκαλί ανακατώνεται σ’ όλες τις αποχρώσεις, οι ίσκιοι στενεύουν, μια μικρή ταραχή «θα προλάβω;», το βήμα μακραίνει.



Στρέφω αναγκαστικά αριστερά ακολουθώντας την συμβουλή του Ζαχαρία που συνάντησα παραπίσω και που γνωρίζει το βουνό όσο λίγοι, προσπαθώ να βρω πέρασμα προς τον δρόμο που γυρίζει καμμιά διακοσαριά μέτρα παρακάτω από ‘κει που είμαι.





 Φρύγανα παντού φράζουν το δρόμο μου, μπερδεύομαι και σταματάω. Κυττάζω πίσω μου την μάντρα απ’ όπου μόλις πήδηξα για να διαπιστώσω πως είναι ο δρόμος που ψάχνω.

Το παληό μονοπάτι έχει δυσδιάκριτα όρια, το χτίσιμο διαφέρει αρκετά, στο τελείωμα του χτισίματος υπάρχουν κάθετες πέτρες  και όλη η μάντρα, που με περνάει δυό κεφάλια σε ύψος, γέρνει προς τα μέσα. Σκέφτομαι πως σε δύο, το πολύ τρία χρόνια, θα έχει σωριαστεί μέσα στο ίδιο το μονοπάτι που μέχρι τώρα προστατεύει, μια σκέψη περί της αύξησης της εντροπίας στα συστήματα με αιφνιδιάζει, η μάντρα σε πολλά σημεία είναι μαυρισμένη απ΄την πολυκαιρία, το μονοπάτι δεν είναι απλώς παληό.
Τα σκαλιά πάνω από την Καρδιανή έχουν εκπλήξεις κρυμμένες.
Ο παρελθών πλούτος είναι εμφανής, η φαντασία και οι δεξιότητες των μαστόρων είναι απλωμένες παντού, θες να φωνάξεις από την απελπισία για την σημερινή γύμνια, απλώνεις τα χέρια ν’ αγκαλιάσεις το βουνό, να σταματήσεις τον κόσμο να δει αυτό που χάνεται, να δει τον κόπο αποκρυσταλλωμένο σε τόπο, να δει πώς ο ιδρώτας γίνεται κάλλος, πώς τα χρόνια σωρεύονται σαν εμπειρία στα ακροδάχτυλα του λαϊκού τεχνίτη κι’ ύστερα χάνονται στην παχειά αδιαφορία και στο νυσταλέο βλέμμα των απογόνων.
 
Το τελευταίο πέρασμα μέσα απ΄το πανέμορφο λαγκάδι, το εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου, τα θράσια που δεν συγκινούνται από την παρουσία μου, το μονοπάτι που ανηφορίζει μια τελευταία φορά κι’ ύστερα γυρίζει προς την άσφαλτο.

 Πλένομαι στην βρύση και αλλάζω με στεγνά ρούχα που μούχει φέρει η Κατερίνα. Ρουφάω τρεις-τέσσερεις γουλιές ρακί που της έχω πει να φέρει, θυμάμαι τον Γιάννη που μούλεγε πως ο θείος του αντί για νερό έπαιρνε μαζί του ρακί στο φλασκί σαν τράβαγε για το βουνό, μπαίνω στο αυτοκίνητο, δυόμιση ώρες μέχρις εδώ.

 
Στην πλατεία του Πύργου πίνω ένα ρακόμελο, δεν μπορώ να προσγειωθώ, περνάμε από την έκθεση του Francois Schmidt, μιλάμε με τον απλό, ευγενικό, γελαστό άνθρωπο, φεύγουμε με μια αφίσα απ΄τον απίστευτο κόσμο που έχει δημιουργήσει.



Γυρνάμε στο χωριό από τον πάνω δρόμο χωρίς να συναντήσουμε ούτε ένα αυτοκίνητο.
Του Πολέμου ο Κάμπος έχει αφήσει τα σημάδια του μέσα μου...





Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

ΒΡΥΣΙ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011

ΚΕΙΜΕΝΟ & ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ (εκτός από την τελευταία): Γιάννης Παπαδόπουλος (7μιση ετών)

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, γιορτάστηκε στο Βρυσί η γιορτή τής Παναγίας. 

Ήτανε πολύ καλός ο καιρός και μ' άρεσε πολύ αυτή η γιορταστική μέρα.
Στη λειτουργία ήταν ο παλιός παπάς της Καλλονής, ο πατήρ-Αντώνης, που ξαναγύρισε στο χωριό μας.

Τα δύο παπαδάκια που βοήθησαν στην λειτουργία, έμοιαζαν σαν αδελφάκια και φόραγαν λευκά ράσα.

Μετά ξεκίνησε η περιφορά και ακολούθησε ο κόσμος που ήταν πολύς.

Μου άρεσαν τα ρούχα που φόραγε ο Επίσκοπος και πρόλαβα και τον έβγαλα φωτογραφία.

Μετά το τέλος αυτής της λειτουργίας πέρναγε ο επίσκοπος και με είδε να βγάζω φωτογραφίες. 
Μου είπε να τον βγάλω κι' αυτόν μαζί με την οικογένειά μου, με τον θείο μου και την θεία μου, που και ο θείος μου βοηθάει στην εκκλησία του χωριού.

 Μέσα στην εκκλησία είδα τα κεράκια στην σειρά και είπα να τα βγάλω φωτογραφία.
 

 Όπως προχώραγα στον διάδρομο είδα το άγαλμα της Παναγίας με τον Χριστούλη.

Πήγαμε για κεράσματα έξω απ' την εκκλησία κι' έφαγα μια μαρέγκα.
Κατά τύχη πέρναγε από εκεί το  Σούπερ Φέρυ.

Την ώρα που φεύγαμε είδαμε τις σημαίες που μ' αρέσανε πολύ.


 Φεύγοντας, έκανα μια ευχή, να πάνε όλα καλά και του χρόνου να ξαναπάμε στο Βρυσί.





ΥΓ : και μια φωτογραφία (ακόμη) απ΄τον μπαμπά...





ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...