Πηγαίνοντας από τα Κελλιά προς τον Πύργο από την γνωστή, πανέμορφη διαδρομή από Αγία Μαρίνα, μου γεννιόταν πάντα μια περιέργεια για το πώς να είναι όλο αυτό το βουνό από πάνω.
Πώς να είναι η διαδρομή από την ενδοχώρα, το ομορφότερο και το πιό αυθεντικό κομμάτι του νησιού.
Ένα ωραίο απόγευμα λοιπόν, με μόνον επτά μποφόρ, είπα να ξεκινήσω κατά τις πέντε, πράγμα που αποδείχτηκε λάθος γιατί θάπρεπε να έφευγα στις τέσσερεις τουλάχιστον, για νάχω αρκετό ήλιο μπροστά μου.

Σκέφτηκα την προσφιλή μου διαδρομή προς Αγία Υπακοή κι΄από ‘κει προς Μεσοβούνι και μετά, βλέποντας και κάνοντας.
Πάλι λάθος, γιατί έπρεπε να έχω διαλέξει την Καστέλλα απ' όπου πήγαινε και το παλιό μονοπάτι, αλλά μου φάνηκε απότομο το ανέβασμα...
Πάλι λάθος, γιατί έπρεπε να έχω διαλέξει την Καστέλλα απ' όπου πήγαινε και το παλιό μονοπάτι, αλλά μου φάνηκε απότομο το ανέβασμα...
Είπα λοιπόν να ακολουθήσω όλους τους κανόνες μιας οργανωμένης, σόλο πεζοπορίας και έτσι, ντύθηκα με το πιό λεπτό μπλουζάκι που είχα, πήρα το πιό φαρδύ και μακρύ μέχρι τα γόνατα μπουφάν με κουμπιά, έβαλα άλλο ένα μπλουζάκι στο σακκίδιο, το δεύτερο λεπτότερο που είχα, έρριξα μέσα και το ξεφόρτιστο κινητό μου, έβαλα κι’ ένα ΜΙΚΡΟ μπουκαλάκι με νερό και ήμουν έτοιμος για το εγχείρημα.
Λίγα έλειπαν.
Λίγα έλειπαν.
Φόρεσα ΚΟΝΤΕΣ κάλτσες, έβαλα ΧΑΜΗΛΑ αθλητικά παπούτσια με κορδόνια μακριά σαν τους κάβους του Σούπερ Φέρυ, έβαλα και το ΚΟΝΤΟ μου παντελονάκι και κίνησα.
Δεν πήρα μαχαίρι (δεν είμαι καθόλου επιθετικός τύπος...), ούτε γάζες και χανζαπλάστ (τί διάολο, στον πόλεμο πάμε...), ούτε καν το ειδικό στικ για τα τσιμπήματα των μελισσών (φύσαγε και θα είχαν κάτσει σπίτι τους...). Καλάμι επίσης δεν πήρα, γιατί δεν βρήκα...
Πήρα όμως την φωτογραφική μου μηχανή με δύο αλλαξιές μπαταρίες. Οργανωμένος και προνοητικός, όχι παίζουμε...
Οι κυνηγοί ας σημειώσουν πως, δυό σκαλιά κάτω απ’ την εκκλησία, μου πετάχτηκε λαγός στα τρία μέτρα που μούκοψε τα ήπατα γιατί τον πέρασα για πολύ μεγάλο, πολύ στρουμπουλό και πολύ γρήγορο φίδι.
Σας δείχνω μερικές φωτογραφίες από τον περιβάλλοντα χώρο της Αγίας Υπακοής όπου φαίνονται καθαρά υπολλείματα παλαιών κτισμάτων.

Κι' από 'δω και πέρα η διάθεση αρχίζει και αλλάζει σιγά-σιγά, το βουνό διεκδικεί την θέση του στις σκέψεις μου και την προσοχή μου.
Κι' από 'δω και πέρα η διάθεση αρχίζει και αλλάζει σιγά-σιγά, το βουνό διεκδικεί την θέση του στις σκέψεις μου και την προσοχή μου.
Το μονοπάτι ανηφορίζει απότομα, αλλά, δεν έχει καμμία σχέση με την μέχρι τώρα διαδρομή και είναι πανέμορφο.
Οι πέτρες, οι πλάκες και τα μάρμαρα που είναι στρωμένο, σε μεταφέρουν σε άλλες εποχές, θολές, ασαφείς. Το βουνό ανεβαίνει μαζί μου, μουρμουράει ακατάληπτες φράσεις, στρατιώτες με δόρατα και τις ασπίδες περασμένες στις πλάτες, πολίτες με χοντρά, σκούρα ρούχα, ζαλωμένοι βαρειά σακκίδια κι' εργαλεία ανηφορίζουν μπροστά μου μιλώντας παράξενες γλώσσες, γελώντας με ακατανόητες λέξεις, τα ζώα, βαρυφορτωμένα, δυσκολεύονται στα απότομα, σχεδόν κάθετα γυρίσματα του μονοπατιού, κάποιος πάει μπροστά και κάποιος με ακολουθάει, δεν είμαι μόνος μου, ο πίσω χρόνος είναι εδώ και εγώ είμαι στην προηγούμενή μου ύπαρξη.
Ο ανήφορος μαλακώνει μα ο αέρας μοιάζει δυνατότερος από πριν.
Ξαποσταίνω σε μια καυκάλα και αλλάζω μπλουζάκι, χρησιμοποιώ το πρώτο σαν φουλάρι για να προφυλάξω τον λαιμό μου απ΄τον αέρα.
Για τους λάτρεις του Άρχοντα των Δακτυλιδιών, εδώ πάνω υπάρχουν όλες, μα όλες οι αντιστοιχίες, όλες οι αποτυπώσεις της φαντασίας, όλα τα σημεία αναφοράς.
κτίσματα επάνω σε προεξοχές του εδάφους, να προσπαθείς να μπεις στο μυαλό του τεχνίτη και να μην μπορείς, η σκέψη του να σε ξεπερνάει τόσα χρόνια μετά, να μην καταλαβαίνεις τον λόγο ή την σκοπιμότητα της επιλογής.
Για μια στιγμή όλη η μυθολογία ερμηνεύεται μέσα στο μυαλό σου, χίμαιρες, σφίγγες, κύκλωπες, εκατόγχειρες, νύμφες και δρυάδες εδώ αποκρυσταλλώνονται, γίνονται ξεκάθαροι, σαφείς.
Και ξαφνικά, συνειδητοποιείς πως εδώ και λίγο το τοπίο έχει αλλάξει.
Ο αέρας έχει δυναμώσει αισθητά. Δεν υπάρχει σημείο που να μην σε πιάνει, στιγμή που να μην σε τραντάζει, να μην σου στριγγλίζει μέσ’ τα μούτρα, να μην σου κόβει την διάθεση και την ορμή.
Ξεχνάς οποιοδήποτε άλμα, μικρό ή μεγάλο και κινείσαι προσεκτικά ζυγιάζοντας τα βήματά σου πριν πατήσεις.
Η χαμηλή βλάστηση είναι πυκνή και απρόσμενα ψηλή, ψάχνεις να βρεις πάτημα και το πόδι σου βουλιάζει μέχρι το γόνατο.
Σηκώνεις το βλέμμα.
Του Πολέμου ο Κάμπος είναι παντού τριγύρω σου...
Ο χρόνος είναι εντελώς σταματημένος. Δεν υπάρχει ούτε ένα ίχνος σύγχρονης ανθρώπινης παρουσίας, είναι όλα ακουμπισμένα όπως πολύ καιρό πριν. Ο ορίζοντας κρύβεται και κανένα σύγχρονο ή έστω νεώτερο κτίσμα δεν είναι ορατό από εδώ πάνω. Αν δεν φύσαγε, θα ένιωθε κανείς πως είναι μεσ’ τη μέση του μεγάλου σαλονιού τής πεθαμένης γιαγιάς που έχει να ανοιχτεί χρόνια.
Ξεχνάς οποιοδήποτε άλμα, μικρό ή μεγάλο και κινείσαι προσεκτικά ζυγιάζοντας τα βήματά σου πριν πατήσεις.
Η χαμηλή βλάστηση είναι πυκνή και απρόσμενα ψηλή, ψάχνεις να βρεις πάτημα και το πόδι σου βουλιάζει μέχρι το γόνατο.
Σηκώνεις το βλέμμα.
Του Πολέμου ο Κάμπος είναι παντού τριγύρω σου...
Ο χρόνος είναι εντελώς σταματημένος. Δεν υπάρχει ούτε ένα ίχνος σύγχρονης ανθρώπινης παρουσίας, είναι όλα ακουμπισμένα όπως πολύ καιρό πριν. Ο ορίζοντας κρύβεται και κανένα σύγχρονο ή έστω νεώτερο κτίσμα δεν είναι ορατό από εδώ πάνω. Αν δεν φύσαγε, θα ένιωθε κανείς πως είναι μεσ’ τη μέση του μεγάλου σαλονιού τής πεθαμένης γιαγιάς που έχει να ανοιχτεί χρόνια.
Δέος.
Για την διάρκεια, για την ιστορία που ποτέ δεν θα μάθουμε, παρά μόνον μπερδεμένη μέσα σε πολλές εικασίες, για το μεγαλείο της απλότητας, για το μικρό, πραγματικό μας μέγεθος σε σχέση με τον χώρο και τον χρόνο, την ασημαντότητα της παρουσίας μας πάνω στη περιστρεφόμενη, αδιάφορη μάζα.
Τα ερείπια ενός παληού κτίσματος, πιθανότατα πύργου, απλώς, υπογραμμίζουν έντονα την αίσθηση αυτή.
Εδώ η ανάσα γίνεται τεράστια.
Ανασαίνεις κάθε μόριο ξεχωριστά, ο αέρας έρχεται κατά πάνω σου με ορμή, δεν περιμένει να τον χρειαστείς, έρχεται και μπαίνει μέσα σου από κάθε πόρο, σε διαπερνάει, σε καθαρίζει ή σε απορρίπτει απ’ την δοκιμασία, σε σπρώχνει πίσω, δεν προλαβαίνεις να τον ανασάνεις, σε πνίγει με την αφθονία του, προσπαθεί να σε αποτρέψει από το να δείς, να φτάσεις, να ολοκληρώσεις την προσπάθεια. Ανέβηκες, μα το βουνό παραμένει παντού τριγύρω σου.
Τα ερείπια ενός παληού κτίσματος, πιθανότατα πύργου, απλώς, υπογραμμίζουν έντονα την αίσθηση αυτή.
Εδώ η ανάσα γίνεται τεράστια.
Ανασαίνεις κάθε μόριο ξεχωριστά, ο αέρας έρχεται κατά πάνω σου με ορμή, δεν περιμένει να τον χρειαστείς, έρχεται και μπαίνει μέσα σου από κάθε πόρο, σε διαπερνάει, σε καθαρίζει ή σε απορρίπτει απ’ την δοκιμασία, σε σπρώχνει πίσω, δεν προλαβαίνεις να τον ανασάνεις, σε πνίγει με την αφθονία του, προσπαθεί να σε αποτρέψει από το να δείς, να φτάσεις, να ολοκληρώσεις την προσπάθεια. Ανέβηκες, μα το βουνό παραμένει παντού τριγύρω σου.
Στο μεταξύ, ο Ήλιος αρχίζει και γονατίζει σιγά-σιγά, τον έχεις μπροστά σου, τα χρώματα αλλάζουν κι’ ένα πορτοκαλί ανακατώνεται σ’ όλες τις αποχρώσεις, οι ίσκιοι στενεύουν, μια μικρή ταραχή «θα προλάβω;», το βήμα μακραίνει.
Φρύγανα παντού φράζουν το δρόμο μου, μπερδεύομαι και σταματάω. Κυττάζω πίσω μου την μάντρα απ’ όπου μόλις πήδηξα για να διαπιστώσω πως είναι ο δρόμος που ψάχνω.
Το παληό μονοπάτι έχει δυσδιάκριτα όρια, το χτίσιμο διαφέρει αρκετά, στο τελείωμα του χτισίματος υπάρχουν κάθετες πέτρες και όλη η μάντρα, που με περνάει δυό κεφάλια σε ύψος, γέρνει προς τα μέσα. Σκέφτομαι πως σε δύο, το πολύ τρία χρόνια, θα έχει σωριαστεί μέσα στο ίδιο το μονοπάτι που μέχρι τώρα προστατεύει, μια σκέψη περί της αύξησης της εντροπίας στα συστήματα με αιφνιδιάζει, η μάντρα σε πολλά σημεία είναι μαυρισμένη απ΄την πολυκαιρία, το μονοπάτι δεν είναι απλώς παληό.
Τα σκαλιά πάνω από την Καρδιανή έχουν εκπλήξεις κρυμμένες.

Ο παρελθών πλούτος είναι εμφανής, η φαντασία και οι δεξιότητες των μαστόρων είναι απλωμένες παντού, θες να φωνάξεις από την απελπισία για την σημερινή γύμνια, απλώνεις τα χέρια ν’ αγκαλιάσεις το βουνό, να σταματήσεις τον κόσμο να δει αυτό που χάνεται, να δει τον κόπο αποκρυσταλλωμένο σε τόπο, να δει πώς ο ιδρώτας γίνεται κάλλος, πώς τα χρόνια σωρεύονται σαν εμπειρία στα ακροδάχτυλα του λαϊκού τεχνίτη κι’ ύστερα χάνονται στην παχειά αδιαφορία και στο νυσταλέο βλέμμα των απογόνων.
Το τελευταίο πέρασμα μέσα απ΄το πανέμορφο λαγκάδι, το εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου, τα θράσια που δεν συγκινούνται από την παρουσία μου, το μονοπάτι που ανηφορίζει μια τελευταία φορά κι’ ύστερα γυρίζει προς την άσφαλτο.
Πλένομαι στην βρύση και αλλάζω με στεγνά ρούχα που μούχει φέρει η Κατερίνα. Ρουφάω τρεις-τέσσερεις γουλιές ρακί που της έχω πει να φέρει, θυμάμαι τον Γιάννη που μούλεγε πως ο θείος του αντί για νερό έπαιρνε μαζί του ρακί στο φλασκί σαν τράβαγε για το βουνό, μπαίνω στο αυτοκίνητο, δυόμιση ώρες μέχρις εδώ.
Γυρνάμε στο χωριό από τον πάνω δρόμο χωρίς να συναντήσουμε ούτε ένα αυτοκίνητο.
7 σχόλια:
Τι ωραία διαδρομή! το κείμενο κ οι φωτογραφίες είναι ένα μικρό οδοιπορικό κ αυτές.. αν κ η πραγματικότητα είναι πολύ πιο δυνατή, είναι μια πολύ καλή προσπάθεια καταγραφής των αισθημάτων που σου γεννά μια τέτοια πορεία..
Νίκο, καλημέρα
πανέμορφη περιγραφή, ενθουσιάστηκα και την απόλαυσα εντελώς.
Φαντάζομαι η περιπέτεια τέλειωσε στη ταβέρνα,ε;
Να ζήσεις
κωστάνζα
Και 'γω που νόμιζα πως υπερέβαλλα για όσα ένιωσα...
Πρέπει να πέρασες κι από τα δικά μου στα Χειμάδικα στου Πάγερ. Καλό το οδοιπορικό σου και οι φωτογραφίες. Μου έδωσες το κίνητρο να το ξανακάνω κι εγώ στα τέλη Οκτώβρη που θάρθω για το πανηγύρι στα Κελλιά.
Μετά από αυτή την καταπληκτική βόλτα και ανάρτηση, έχω τύψεις που έχω φράξει τα χωράφια μου εκει πάνω αλλά τι να κάνω με τα κατσικάκια...
Οι περίπατοι στην περιοχή αυτή είναι εντυπωσιακοί και έχουν εκπλήξεις...
Φίλε με ταξίδεψες με τισ περιγραφές εδώ στο Βελιγράδι που βρίσκομε. Ανυπομονώ να γυρίσω πίσω και να επίσκευτώ το νησί μας.
Ευχαριστώ
Σε ευχαριστούμε για τις πολύ ωραίες φωτογραφίες σου.
Ιδιαίτερα όμως για αυτήν με το αλώνι που είναι πάνω από τα σταμνάδικα, για αυτήν στον Αγιο Κωνσταντίνο,και για αυτήν στην Απάνω Στράτα με τα μαντρώματα με τις ορθές πέτρες(από την Γούρνα μέχρι την Θεοτόκο σε πόλλα σημεία έχει μαντρώματα με ορθές πέτρες,υπάρχει και τοπωνύμιο)
Να είσαι καλά να το ξανακάνεις και με περισότερες φωτογραφίες.
Δημοσίευση σχολίου