Το παρακάτω κείμενο, όπως και οι συνέχειές του, προέρχεται από απομαγνητοφώνηση συνομιλίας με τον κύριο Νίκο Ζαρμπάνη, κάτοικο Κελλίων (Καλλονής) Τήνου. Είναι μέρος μιας ελάχιστης προσπάθειας να διασωθεί ό,τι είναι δυνατόν, τόσο από την ιστορία του τόπου, όσο και από το γλωσσικό ιδίωμα τής περιοχής, που θεωρώ σημαντικότερο απ΄οποιοδήποτε λεξικό. Θεωρώ ότι, η γλώσσα των Κάτω Μερών είναι πολύμορφη, πλούσια και ποιητική στην εκφορά της. Δυστυχώς, ο γραπτός λόγος δεν είναι σε θέση να αποδώσει την ροή της ομιλίας.
Να σ'πω τα μέρ΄που λεγόντι διαφορετ΄κά, γιά να σ΄πω το Πάσχα, που περνούσαμε με κρ΄θαρένια αλεύρια, αλωνεύγαμε, γυρνούσαμι τους μύλους ν΄αλέσουμε το κριθάρ΄για νάρθει η Παρασκιβγή να ζ΄μώσ΄η μάνα μας...
Τριγυρίζαμε απ΄τον ένα μύλο στον άλλο.
Είχε μύλο εδώ σ' Μύλ΄, είχιν πολλοί μύλ΄.
Ήταν τ΄ σχωρεμέν τ΄ Καραμελά, ο άλλος τ΄ σχωρεμέν τ΄ Μπινιντέ κι΄ ο άλλος τ΄ σχωρεμέν΄ τ΄ Μπάρμπα Ζαχαριά τ΄ Μάρκα..
Τ΄καραμελά κι΄απάνω σ΄ν Ασσούντα πόνε.
Ο άλλος ήταν τ΄ Μπαλαρή, άλλος ήταν πιό κάτω στ΄Ατζέμ΄, ο Μάρκος τ΄ Ατζέμ΄.
Ο άλλος ήταν ΄πέναντι στ΄ Πόντε, άλλος ήταν στ΄ Χουρλάκ΄, έν΄ που πάμε στ΄ν Κολυμπήθρα απ το πάνω μέρος που έν΄ ένας μύλος.
΄Υστερα ηταν νερόμυλος στ΄ν Περάστρα , ναι αμέ, έλεθε, όταν τον χειμώνα τέτοια εποχή είχε νερά είχειν δύο στ΄ν Περάστρα.
Ήταν, ποιός ήταν.... ήταν... ο Μπελώνης ο σ΄χωρεμένος κι΄ήταν κι ο Μπαλαής.
Τα τώρα πεθάναν, πεθάναν κι χαλαστήκαν ούλα...
Αυτοί που ήταν στον νερόμ΄λο ερχόνταν στα χωριά με τα γαιδουράκια κι φέρναν τ΄αλεσμένα και πέρναν το κριθάρ΄ για να τ΄αλέσουν στ΄ν Περάστρα κι΄από κει το πέρναμε και κρατούσαν αμέλια, δε θ΄μάμαι πόσο κρατούσαν..,δε θ΄μάμαι πόσο κρατούσαν, δυό κιλά, τρία κιλά, ήταν με σ΄ οκάδες τότε, ήταν γιά δγυό, γιά τρεις οκάδες.
Ύστερα ήταν η φάμπρικα.
Εδώ δίπλα στ΄ Μωυσή, που ΄ταν τ΄ σχωρεμέν΄ τ΄ μπάρμπα Γιαννουλάκ τ΄ Μάρκαρου, ήταν η φάμπρικα.
Ήταν ένα μεγάλο δοχείο κ΄ ίτριχιν το νερό μέσα και πήγινην μεσ΄τα μ΄χανήματα.
Κι΄δω αλεύρια πάλι κάνανε. Κοψό, για την πανούκλα τι κοψό κάν΄ ο καρπός, κάν΄ κοψό.
΄Εν΄ ενα κόκκινο κι σι τρώει όλο το σώμα σ΄.
Έιναι ένα μικρόβιο κόκκινο-κόκκινο, ψιλό κι΄ίσα-ίσα το βλέπ΄ το μάτι σου, κοκκινίζει κι το κάν΄ το κριθάρ΄.
Κι απλώνει κι πάει στο σώμα σ΄ κι σι τρώει να πα να τρελλαθείς, αμέ...
Πού να τα θυμάμι κι ούλα...
Όταν βάν΄ς κριθάρ΄ μεσ΄ τ΄ άχερα, βάζαμε κριθάρ΄, τα κρούβγαμι στ΄ άχερα γιατί τα κλέβγαν τότε.
Ιγώ έβαζα πάντα μεσ΄ τον αχεριώνα μου κριθάρ΄.
Έτυχε να βάλω τρία, τέσσερα τσουβάλια, για να μην τα κουβαλάω ΄δω, ήφερνα ΄κείνα πούθελα για ΄δω κι τ΄άλλα τα ΄βανα μέσα στ΄ άχερα, τά΄ βανα μεσ΄ τ΄ μεσ΄ κι ύστερα ξετρούπωνα ένα-ένα τσουβάλ΄ κι τούπιρνα κι τόφερνα, το κοσκινίζαμε, γιμώζαμ΄ εδώ τα μπαούλα, τα κουρούπια, ν΄αμέ, μί κριθάρ΄ ζούσαμι τότε , ' κεινα τα χρόνια όλο κριθάρ΄. Μ΄γαδερό αλεύρι λέγιτι.
Μετά μαζέβγαμι σύκα, τώρα ποιός σ΄ορνεί σ΄ συκιές, ποιός έχει σύκα, κανένας...
Τότε μαζέβγαμε σύκα, κουρούπια για να ΄χουμε να τρώμε το χ΄μώνα. Βάζαμε όσπρια, φασόλια, απ΄όλα βάζαμε. ΄Ολο το χρόνο να τρώμε. Δεν υπήρχαν λεφτά. Πού ΄ταν τα λεφτά τότε, τότε ήταν οι πολέμ΄....