Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Αφήγηση Νικολάου Ζαρμπάνη (μέρος 1ο)


Το παρακάτω κείμενο, όπως και οι συνέχειές του, προέρχεται από απομαγνητοφώνηση συνομιλίας με τον κύριο Νίκο Ζαρμπάνη, κάτοικο Κελλίων (Καλλονής) Τήνου. Είναι μέρος μιας ελάχιστης προσπάθειας να διασωθεί ό,τι είναι δυνατόν, τόσο από την ιστορία του τόπου, όσο και από το γλωσσικό ιδίωμα τής περιοχής, που θεωρώ σημαντικότερο απ΄οποιοδήποτε λεξικό. Θεωρώ ότι, η γλώσσα των Κάτω Μερών είναι πολύμορφη, πλούσια και ποιητική στην εκφορά της. Δυστυχώς, ο γραπτός λόγος δεν είναι σε θέση να αποδώσει την ροή της ομιλίας.
Να σ'πω τα μέρ΄που λεγόντι διαφορετ΄κά, γιά να σ΄πω το Πάσχα, που περνούσαμε με κρ΄θαρένια αλεύρια, αλωνεύγαμε, γυρνούσαμι τους μύλους ν΄αλέσουμε το κριθάρ΄για νάρθει η Παρασκιβγή να ζ΄μώσ΄η μάνα μας...
Τριγυρίζαμε απ΄τον ένα μύλο στον άλλο.
Είχε μύλο εδώ σ' Μύλ΄, είχιν πολλοί μύλ΄.
Ήταν τ΄ σχωρεμέν τ΄ Καραμελά, ο άλλος τ΄ σχωρεμέν τ΄ Μπινιντέ κι΄ ο άλλος τ΄ σχωρεμέν΄ τ΄ Μπάρμπα Ζαχαριά τ΄ Μάρκα..
Τ΄καραμελά κι΄απάνω σ΄ν Ασσούντα πόνε.
Ο άλλος ήταν τ΄ Μπαλαρή, άλλος ήταν πιό κάτω στ΄Ατζέμ΄, ο Μάρκος τ΄ Ατζέμ΄.
Ο άλλος ήταν ΄πέναντι στ΄ Πόντε, άλλος ήταν στ΄ Χουρλάκ΄, έν΄ που πάμε στ΄ν Κολυμπήθρα απ το πάνω μέρος που έν΄ ένας μύλος.
΄Υστερα ηταν νερόμυλος στ΄ν Περάστρα , ναι αμέ, έλεθε, όταν τον χειμώνα τέτοια εποχή είχε νερά είχειν δύο στ΄ν Περάστρα.
Ήταν, ποιός ήταν.... ήταν... ο Μπελώνης ο σ΄χωρεμένος κι΄ήταν κι ο Μπαλαής.
Τα τώρα πεθάναν, πεθάναν κι χαλαστήκαν ούλα...

Αυτοί που ήταν στον νερόμ΄λο ερχόνταν στα χωριά με τα γαιδουράκια κι φέρναν τ΄αλεσμένα και πέρναν το κριθάρ΄ για να τ΄αλέσουν στ΄ν Περάστρα κι΄από κει το πέρναμε και κρατούσαν αμέλια, δε θ΄μάμαι πόσο κρατούσαν..,δε θ΄μάμαι πόσο κρατούσαν, δυό κιλά, τρία κιλά, ήταν με σ΄ οκάδες τότε, ήταν γιά δγυό, γιά τρεις οκάδες.

Ύστερα ήταν η φάμπρικα.
Εδώ δίπλα στ΄ Μωυσή, που ΄ταν τ΄ σχωρεμέν΄ τ΄ μπάρμπα Γιαννουλάκ τ΄ Μάρκαρου, ήταν η φάμπρικα.
Ήταν ένα μεγάλο δοχείο κ΄ ίτριχιν το νερό μέσα και πήγινην μεσ΄τα μ΄χανήματα.
Κι΄δω αλεύρια πάλι κάνανε. Κοψό, για την πανούκλα τι κοψό κάν΄ ο καρπός, κάν΄ κοψό.
΄Εν΄ ενα κόκκινο κι σι τρώει όλο το σώμα σ΄.
Έιναι ένα μικρόβιο κόκκινο-κόκκινο, ψιλό κι΄ίσα-ίσα το βλέπ΄ το μάτι σου, κοκκινίζει κι το κάν΄ το κριθάρ΄.
Κι απλώνει κι πάει στο σώμα σ΄ κι σι τρώει να πα να τρελλαθείς, αμέ...
Πού να τα θυμάμι κι ούλα... 

Όταν βάν΄ς κριθάρ΄ μεσ΄ τ΄ άχερα, βάζαμε κριθάρ΄,  τα κρούβγαμι στ΄ άχερα γιατί τα κλέβγαν τότε.
Ιγώ έβαζα πάντα μεσ΄ τον αχεριώνα μου κριθάρ΄.
Έτυχε να βάλω τρία, τέσσερα τσουβάλια, για να μην τα κουβαλάω ΄δω, ήφερνα ΄κείνα πούθελα για ΄δω κι τ΄άλλα τα ΄βανα μέσα στ΄ άχερα, τά΄ βανα μεσ΄ τ΄ μεσ΄ κι ύστερα ξετρούπωνα ένα-ένα τσουβάλ΄ κι τούπιρνα κι τόφερνα, το κοσκινίζαμε, γιμώζαμ΄ εδώ τα μπαούλα, τα κουρούπια, ν΄αμέ, μί κριθάρ΄ ζούσαμι τότε , ' κεινα τα χρόνια όλο κριθάρ΄. Μ΄γαδερό αλεύρι λέγιτι. 

Μετά μαζέβγαμι σύκα, τώρα ποιός σ΄ορνεί σ΄ συκιές, ποιός έχει σύκα, κανένας...
Τότε μαζέβγαμε σύκα, κουρούπια για να ΄χουμε να τρώμε το χ΄μώνα. Βάζαμε όσπρια, φασόλια, απ΄όλα βάζαμε. ΄Ολο το χρόνο να τρώμε. Δεν υπήρχαν λεφτά. Πού ΄ταν τα λεφτά τότε, τότε ήταν οι πολέμ΄....

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Το playstation που σκότωσε τον Βασιλιά...


Θυμάστε το παραμύθι «Τα Καινούργια Ρούχα του Αυτοκράτορα»; 
Όπου δύο επιτήδειοι εκμεταλλεύονται την μανία ενός άρχοντα για όμορφα ρούχα και τον αφήνουν ξεβράκωτο να παρελαύνει εμπρός στους υπηκόους του, χωρίς κανείς να παραδέχεται ή να τολμάει να αναφωνήσει την αλήθεια, ότι, δηλαδή, ο βασιλιάς είναι γυμνός, εκτός από ένα μικρό παιδί που βρίσκεται στην παρέλαση..; 
Οι υπόλοιποι είναι όλοι πεπεισμένοι πως, τα ανύπαρκτα στην πραγματικότητα, ρούχα δεν μπορεί να τα δεί όποιος δεν είναι έξυπνος... Και αφού όλοι θέλουν να λογίζονται με τους έξυπνους, δεν βγάζουν τσιμουδιά...

(Για όποιον θέλει να θυμηθεί το παραμύθι : http://www.paramithia.net/and3.html )

Σας θυμίζει κάτι..; Υπήρξε σ΄αυτήν την χώρα που έχουμε την τύχη να ζούμε, παρόμοια περίσταση ; Μάλλον, και κράτησε καμμιά εικοσιπενταριά χρόνια...

Θέλετε να πάμε τώρα και σε μια παραλλαγή του παραμυθιού;

Αυτήν την φορά, το παιδάκι είναι απασχολημένο να παίζει playstation κι΄έτσι δεν βρίσκεται κανείς να φωνάξει «Ο βασιλιάς είναι γυμνός !!!». 

Οι χαχόλοι γυρίζουν σπίτια τους, ευχαριστημένοι που προσμετρώνται στους έξυπνους, ο βασιλιάς, αν και συναχωμένος,  γυρίζει τρισευτυχισμένος στο παλάτι, βέβαιος ότι τους κορόιδεψε όλους και δεν τον πήραν χαμπάρι, ή και αν τον πήραν χαμπάρι, κάποιον λόγον έχουν που δεν το λένε, και όλοι κρύβονται απ΄τον εαυτό τους πρώτα και από τους άλλους μετά. 

Οι δύο απατεώνες παραμένουν στην υπηρεσία τού αυτοκράτορα και, αφού βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, αποφασίζουν να το εκμεταλλευτούν. 
Προτείνουν, λοιπόν, στον αυτοκράτορα να τού υφάνουν εξ΄ίσου όμορφα παπλώματα και κουβέρτες για το βασιλικό κρεββάτι.

Και ο βασιλιάς πέφτει αναγκαστικά στην παγίδα... 
Χρυσοπληρώνει καλύμματα που όχι μόνον θα τον αφήσουν ξεσκέπαστο, αλλά και θα τον φέρουν στο χείλος του θανάτου με τα πρώτα κρύα...

Οι δυο απατεώνες σιγά-σιγά κλείνουν τον κλοιό γύρω από τον βασιλιά, που δεν μπορεί να αποφύγει πλέον το δυσάρεστο. 
Όσοι καταλαβαίνουν τους σκοπούς των δύο απατεώνων και πάνε να αποκαλύψουν το σκοτεινό σχέδιο, γίνονται με τρόπο συνεργάτες της πονηρής κλίκας και συμμετέχουν όπως μπορούν με αντάλλαγμα οφίκια και αξιώματα. 
Μετά από λίγο καιρό, όλοι επιθυμούν τον θάνατο του βασιλιά και κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να συντομευθεί.

Ο βασιλιάς πεθαίνει και ανεβαίνουν στην εξουσία οι δύο απατεώνες, διορίζοντας στις θέσεις που είχαν υποσχεθεί, όλους όσους τους είχαν βοηθήσει.

Όλα πάνε καλά και όλοι πλουτίζουν εις βάρος της έρημης χώρας.

Ως την μέρα, που οι δύο απατεώνες αποφασίζουν και διατάζουν ότι αυτοί θα διαλέγουν σε ποιόν θα ράβουν παπλώματα από ΄δω και στο εξής...

Αυτά, καλά μου παιδάκια ! 

Ξανακοιμηθείτε τώρα, γιατί όλο το παραπάνω, είναι η πραγματικότητα που ζούμε και όχι κάποιο παραμύθι ή όνειρο...

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Για όλους εκείνους που έφυγαν...

Για όλους εκείνους που έφυγαν και δεν φαντάστηκαν ποτέ πως οι επόμενοι θα παραδώσουν με τόσην άνεση στα δόντια των εκσκαφέων τον κόπο τους, τον ξενητεμό και τον πόνο τους, ανεβάζω τις παρακάτω φωτογραφίες.

Πρόκειται για το διαβατήριο ενός Κελλιανού (ακόμη και το όνομα του χωριού σαρώθηκε στην συνέχεια...) που ξενιτεύτηκε με την γυναίκα του για να μπορέσει να ζήσει και να στείλει πίσω στο χωριό κάτι, να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του τόσο η οικογένειά του, όσο και ο τόπος του.

Για λόγους διακριτικότητας έσβησα το επώνυμο, αλλά, άφησα τα πρόσωπα, γιατί φαίνονται μέσα τους ξεκάθαρα ο πόνος, η αγωνία, η κουρασμένη ελπίδα και όλα όσα τα δικά μας πρόσωπα, των καλοταϊσμένων και πολυχορτασμένων, δεν θα μπορέσουν να αντανακλάσουν ποτέ...

Η πρώτη στάση είναι στην Σμύρνη και ακολουθούν τα υπόλοιπα ταξίδια.


Όλοι οι άνθρωποι της γενιάς αυτής που γύρισαν, έφεραν μαζί τους όχι μόνον χρηματική και υλική περιουσία, μα και πολιτισμό, για τον οποίο εμείς οι υπόλοιποι δικαιούμαστε να είμαστε περήφανοι, αν και απολύτως αμήχανοι απέναντί τους.
Βλέπεις, τα SUV  δεν μπορούν να κρύψουν την έλλειψη αξιοπρέπειας, ούτε και να καλύψουν τα κενά προσωπικότητας που χάσκουν μέσα μας...
 "Εθεωρήθη δια την μετάβασίν του εις Ελλάδα. Εν Σμύρνη τη 12 Μαΐου 1928. Ο πρέσβης...."


Αυτωνών τα χωράφια, τις παραγκεριές, τα κατοικιά, τις γαίες, τις αγορασμένες με κόπο και πόνο μακρυά απ΄τον τόπο τους, ξεπουλάμε εμείς σήμερα για να χτιστούν νοικιάρικα της συμφοράς με θέα στην θάλασσα και με αδιαφορία για την ενδοχώρα, για να πληθαίνουν σαν αμάζευτες κουράδες τα REAL ESTATE και τα μεσιτικά γραφεία, που εκδικούνται τον τόπο για την φτώχεια και την ερήμωση που τού επεφύλαξαν οι πολιτικές των εξήντα τελευταίων χρόνων...
Την καλημέρα μου σε όλους όσους αγόρασαν σπίτι-φάντασμα με θέα στην θάλασσα για τριάντα μέρες τον χρόνο, ξεχνώντας τις υπόλοιπες τριακόσιες τριάντα πέντε σε ποιό ακριβώς νησί βρίσκεται το απόκτημά τους...






Πανοραμικές φωτογραφίες, Απρίλιος 2011

Μια πανοραμική από Της Κόρης Τον Πύργο...

 Άλλη μια από τα Κελλιά, με την αντάρα να έχει σκεπάσει την Αγία Υπακοή...
Και τέλος, μία από το λαγκάδι του Μαραγκού, στης Κόρης τον Πύργο....

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Το άδειο σκαμνί...


Βρέθηκα στο υγρό κελί. 
Ήταν καθισμένος σ΄ένα σκαμνί, τυλιγμένος μ΄ένα βρώμικο, σκισμένο χιτώνα, σκυφτός, με τα χέρια δεμένα με σκοινί, ακουμπισμένα ανάμεσα στα πόδια.

Κρυώνεις, ρώτησα. 

Κάνει κρύο, είπε σιγά. 

Θα πεινάς και θα διψάς, είπα σιγανά.

Κούνησε το κεφάλι...

Δεν μπορώ να κάνω τίποτε για σένα, ούτε νερό να σου δώσω ούτε ψωμί, του είπα.

Δεν πειράζει, να με σκέφτεσαι κι΄είναι το ίδιο, είπε μαλακά, να με σκέφτεσαι εδώ μέσα που είμαι και θα είναι σαν νερό και σαν ψωμί για μένα. 

Έσκυψα κάτω.

Αύριο θα σε πάνε στον άλλο δικαστή, είπα και τον κύτταξα.

Ναι, έχει κι΄αυτός σειρά, απάντησε.

Άρχισε να τρέμει. 
Υγρασία και κρύο μπαίναν απ΄την καγκελόπορτα. 
Έξω ακούγονταν οι φωνές των στρατιωτών.

Ούτε γι αύριο μπορώ να κάνω τίποτε, είμαι πολύ μακρυά από ΄δω, δυό χιλιάδες χρόνια μακρυά, είπα.

Είσαι δίπλα μου, μα δεν πρέπει να κάνεις τίποτε, απάντησε κυττάζοντας κάτω. 
Αν θες να με σκέφτεσαι, και αυτή θάναι η συντροφιά μου. 

Δεν μπορώ να κρατήσω την σκέψη μου κοντά σου εύκολα, ακόμη κι΄όταν ξέρω το μαρτύριό σου, είπα.

Το ξέρω..., είπε.

Είναι σαν να κοιμάμαι στο ξύπνιο μου και μετά έρχεται η σκέψη σου και με πιάνει ντροπή, είπα.

Δες πέρα απ΄τη ντροπή, δες τον εαυτό σου, αυτό να προσπαθείς, είπε.

Περιμένεις το Σάββατο, ρώτησα.

Όχι, είπε.

Μα τότε τελειώνουν όλα... Ίσως θα βοηθούσε το να σκεφτόσουν την έγερση, είπα.

Πρέπει να είμαι εδώ...Να ζω κάθε στιγμή, αλλιώς, δεν έχει νόημα η έγερση, είπε.

Πώς είναι όταν σηκώνεσαι απ΄τους νεκρούς, ρώτησα.

Δεν είμαι εκεί...Είστε όλοι εσείς, αλλά εγώ δεν είμαι εκεί, είπε.

Δεν είσαι, ρώτησα.

Όχι.... Είμαι ήδη σε κάθε ανθάκι που σκάει, σε κάθε πρώτο βήμα παιδιού, σε κάθε χαμόγελο που μόλις αρχίζει να φωτίζει ένα πρόσωπο, στο χέρι που αγγίζει ένα μέτωπο με ανησυχία, είπε.

Και ΄μεις, ρώτησα.

Εσείς απλώς περιμένετε να περάσει η ώρα και να γυρίσετε στις συνήθειές σας, είπε.

Τί πρέπει να κάνω, ρώτησα.

Δεν ξέρω, αληθινά δεν ξέρω. Δεν ήμουν ποτέ ο δάσκαλος που φαντάστηκες, είπε.

Και τότε, ρώτησα.

Τότε, να με σκέφτεσαι εδώ που είμαι τώρα, αν θες, και τ΄άλλα έρχονται μόνα τους.

Το κελί σκοτείνιασε κι΄άλλο, οι φωνές έπαψαν, Αυτός δεν ήταν πιά δίπλα μου και το φώς του πρωινού μπήκε απ΄την τραβηγμένη κουρτίνα.

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Παίξτε ΤΗΝΟΠΟΛΗ !!!

Σύντομα κοντά σας και με τις κάρτες τού παιχνιδιού,
για να μπορέσετε και ΄σεις να διαλύσετε την δική σας Τήνο !!!

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Φασόλια και ταχίνι...

"Ανέβαινε το λοιπό, ο γέρο-γέρο-Μπινιντές, ο Τζώρτζης ο Μπινιντές, πάνω στο δώμα κι΄αρχίνιζεν:
Ακούσατε, ακούστε! Στην Κολυμπήθρα έν΄ καΐκ΄ αραγμένο και κάν΄ πατάτις!
Ή ξέρω ΄γω τί άλλο, ό.τι ήταν της εποχής."

"Και ακουγόταν απ΄το δώμα ως κάτω στο χωριό;"

"Ε, ακουγόταν...Μα ήταν ψηλά το σπίτ΄, στ΄απάνω χωριό, πάνω απ΄τον Άγιο Ζαχαρία, ήκαμιν κι΄αντίλαλο...Και μετά, ένας με τον άλλον το μαθαίναν."

"Κι΄άμα φύσαγε, πώς ακουγόταν..;"

"Ε, άμα φύσαγε, δεν ερχόταν καΐκ΄..!"

Ρούφηξε μιά γουλιά ρακί, δάγκωσε και ένα σύκο ξερό.
"Το καΐκ΄τότε έμενε μιά-δυό μέρες και προλαβαίναμε να κάνουμε ο καθένας ό,τι είχιν. Άλλος πατάτες,
άλλος λεμόνια. Τότες, τα λεμόνια ήταν με το καμμάτ΄. Μέτραγες, τρία, τέσσερα, πέντε, σαράντα, πενήντα κομμάτια και μετά έγινε με την οκά και μετά πάλι, έγινε με το κιλό. Παράξενο δεν έν΄αυτό..;"

"Και πώς γινόταν, πηγαίνατε στην Κολυμπήθρα και τί κάνατε..;"

"Εκεί που έν΄σήμερα τ΄ Βάγ΄ το κατοικιό, στην Κωμ΄τιανή τ΄ν άμμο, που έν΄και πιό σκεπά, ήταν η αποθήκη του μπάρμπα-Γιαννουλάκη. Εκεί πήγαιν΄ ο καθένας αυτά που είχε κι΄έπαιρνε πάλι απ΄αυτά που είχε φέρει το καΐκ΄."

"Τί έφερνε συνήθως..;"

"Ε, όσπρια, τις πιό πολλές φορές. Μα έφερναν και λάδ΄ και σπόρ΄ καμμιά φορά."

"Και τότε που έλεγες, τί ακριβώς έγινε;"

Βήχει, πίνει μια γουλιά ρακί.
"Μα πρι΄ στο πω, να ξέρ΄ς πως τότε είχε και πείνα και φτώχεια και τίποτις δεν είχαμι και όλο κάτι θάλειπε και άμα βρισκόταν καμμιά ευκαιρία, τρέχαμι...." χαμογελάει απολογητικά.

"Γιά λέγε..."

"Ήρθε το λοιπό, το καΐκ΄ κι΄ίφιριν φασόλια και ταχίνι. Τότε το ταχίνι το βάζαμε στο ψωμί και το τρώγαμε κι΄ ήταν χρειαζούμενο σα να λέμε, νάχεις να δίνεις κάτι στο παιδί να μην τρώει σκέτο παξιμάδ΄...
Ανεβαίν΄ που λες ο Μπινιντές, ο γέρο-γέρο-Μπινιντές, στο δώμα κι΄αρχίζει:

Έ, χωριανοί, ακούστε! Ήρθιν καΐκ΄στην Κολυμπήθρα κι΄ίφιριν φασόλια και ταχίν΄ !

Και νομίζαν όλοι, πως το καΐκ΄ είχε φέρει φασόλια και τα χύν΄ , πως τα πετάει στη θάλασσα, πως τα χύνει...!
΄ τα πολ΄ ώρα, νάσου να κατεβαίνουν όλοι με τα γαϊδούρια, περνάν΄απ΄τον Καρκάδο, πού πάτι μαρέ, ίρθιν καΐκ΄ στην Κολυμπήθρα, ίφιριν φασόλια και τα χύν΄...Ίντα λες μαρέ, τάσου νάρθω κι΄γω, τα ίδια και στο Κάτω Κλείσμα, να κατεβαίνουν οι ανθρώπ΄  να προλάβουν τα φασόλια που το καΐκ΄ τάχυνε....

Γελάς τώρα, μα τότες είχε πείνα, το καταλαβαίν΄ς..;
Όλα τούτα που΄ν΄σκαμμένα πα΄στα γκρεμνά και τώρα εν΄γεμάτα βλήστρες, τότε ήταν σπαρμένα. Κι΄ άμα είχε κανείς ένα κομματάκι γή, όσο μικρό και νάτανε, τόβαζε κάτι για νάχει να συμπληρώνει, μα ξερικό θες, μα ό,τι είχε...
Άλλη φορά θα σ΄ πώ για τις γελούδες, να δγείς τί έκαν΄ο κόσμος για να φυλάξει τον καρπό...
Μα άλλ΄ φορά, όχι τώρα..."

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...