Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

"άνδρες γαρ πόλις..."

"....και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί "(Θουκυδίδης Η-77)

Μεταφέρω από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ το παρακάτω κείμενο, καλό ή όχι, θ ατο διασπιστώσετε μόνοι σας.
Απλώς, σαν επαλήθευση του κειμένου και της πικρής πραγματικότητας, κάντε μια αναζήτηση στο google πληκτρολογώντας "πλατεία Καρύτση" για να δείτε ποιές εικόνες θα σας βγάλει...





Μικρή αγρυπνία στου Καρύτση
Tου Nικου Γ. Ξυδακη

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου Καρύτση είναι τρίκλιτος βασιλική μετά τρούλου, προφυλαγμένη από το βουητό της οδού Σταδίου σε μια εξαίσια αθηναϊκή πλατεία, την ομώνυμη. Το αρχιτεκτονικό της στυλ είναι αθηναϊκό, δηλαδή νεοκλασικό ανάμεικτο, με βυζαντινές και ρωμανικές επιρροές· φέρει την υπογραφή του σπουδαίου Λύσανδρου Καυταντζόγλου, αλλά δεν ακολουθεί το αμιγές νεωτεριστικό ύφος άλλων έργων του, λ.χ. της Αγίας Ειρήνης επί της Αιόλου, του Αγίου Κωνσταντίνου της Ομονοίας, του Αρσακείου κ.λπ.

Κατά τούτο, κατά το ανάμεικτο του ύφους και κατά την κλίμακα του μικρού μεγέθους του, τούτος ο ναός εκφράζει την Αθήνα του 19ου και του 20ού αιώνα, εκφράζει το μεικτό αλλά νόμιμο ύφος του κρατιδίου, τους αστούς κυρίως, αλλά και τους επήλυδες που έγιναν αστοί, τους νοικοκυραίους, τους υφασματέμπορους, τους βιοτέχνες, τους γραφιάδες και τους ραφτάδες, τους χρυσοχόους και τους ρολογάδες, τους καφεπώλες, τους δημοσιογράφους, τους βενιζελικούς, τους ευσεβιστές της «Ζωής», τους μουσόφιλους του «Παρνασσού», τους αναγνώστες της Εστίας και του Βήματος, όσους ακόμη και σήμερα ζουν, κινούνται, ανασαίνουν πέριξ του κομψού τρούλου και του φαιομάρμαρου πυλώνος.

Αλλά αυτοί οι άνθρωποι τελειώνουν, φεύγουν. Ο κόσμος αυτός των νεοελληνικών δύο αιώνων, πλούσιος μες στις αντινομίες και τα έργα του, κόσμος της εργασίας και του εμπορίου, των Γραμμάτων και της γνώσης, αυτός ο κόσμος εγκαταλείπει την πλατεία Καρύτση, συνταξιοδοτείται ή χρεοκοπεί, μετακομίζει, αποχωρεί. Σε κάθε μαγαζί, σε κάθε εργαστήριο που κλείνει, ιδρύεται καφενείο και μπαρ. Ο homo faber, o homme des lettres, ο cognoscente, εγκαταλείπουν τη σκηνή, τα κτίρια με την πατίνα της γνώσης και της τέχνης.

Τη θέση τους παίρνει ο κόσμος της διασκέδασης, της αμεριμνησίας, κόσμος ανέργων και αέργων ενδεχομένως, κόσμος του μεταιχμίου, μεταφερμένος από αλλού, κόσμος που ουδέποτε θα ριζώσει και θα γνωρίσει, δεν θα ενδιαφερθεί να μάθει ποια ήταν η αθηναϊκή οικογένεια Καρύκη ή Καρύτση, κτιτορική του ναΐσκου από τον 11ο αιώνα, οικογένεια που έβγαλε Μητροπολίτη Αθηνών και Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον 16ο αιώνα.


Κόσμοι άλλου γένους. Μπείτε σ’ ένα μαγαζί της Πραξιτέλους, της Λέκκα, της Κολοκοτρώνη, οποιοδήποτε· κάνετε μια ερώτηση για οτιδήποτε αναζητείτε εκεί γύρω, οσοδήποτε εκκεντρικό, μια μισομέταξη φόδρα, ένα εξωτικό κουμπί, ένα ασημένιο εξάρτημα. Ευθύς θα σας απαντήσουν, με ακρίβεια, με σαφήνεια: Στο 12 της Λεωχάρους, στη Μιλτιάδους καθώς μπαίνεις, στη Ρόμβης 2, στη Χαβρίου τρίτο μαγαζί όπως μπαίνεις από Κολοκοτρώνη. Ρωτήστε οτιδήποτε απλούστατο σε έναν θαμώνα των μπαρ της Καρύτση: Προς τα πού πέφτει η οδός Νικίου; Δεν ξέρω, δεν είμαι από δω – αυτή είναι η πιθανότερη απάντηση.

Δεν ξέρω, δεν είμαι από δω. Αυτός είναι ο αναδυόμενος κόσμος του μετασχηματισμένου ιστορικού κέντρου: διαρκώς επήλυδες, περαστικοί, σταθμεύοντες προσωρινά για ένα ποτό στο διασκεδασογκέτο. Σε ένα διαμορφούμενο γκέτο χωρίς κατοικίες, χωρίς εμπορικά, χωρίς βιοτεχνίες και γραφεία, χωρίς ανθρώπους ημέρας εντέλει, μόνο με ανθρώπους νυκτός, σε μια πόλη που αφαιμάσσεται από εργασία και dare e avere ημερήσιο, σε μια πόλη που βυθίζεται στην κρίση και παραδίδεται νωχελικά, ηδονικά, αυτοκαταστροφικά σε ατμούς αλκοόλ και τσιγάρου, στα μπιτ και την αυτοθέαση.

Μοίρα της Πλάκας, μοίρα του Ψυρρή, μοίρα του Κεραμεικού... Μοίρα των παρόχθιων της μυθικής πλατείας Καρύτση, του πιο παλιού και στέρεου οργάνου του αστικού μας βίου. Εκεί όπου φύτρωσε και βλάστησε η Αθήνα των αισθητών και των επιτηδευματιών, του Μιχαήλ Μητσάκη, του Νιρβάνα, του Παπαδιαμάντη και του Βάρναλη, του Μικρασιάτη λεπτουργού και του ρωμανιωτοεβραίου υφασματέμπορου, σε μάρμαρα κλασικά και βυζαντινά και μεταοθωμανικά, σε κονιάματα νεοκλασικά, σε ρείθρα πεζοδρομίων από μάρμαρο πεντελικό, σε μικρομέγαρα art deco με εσωτερικά αίθρια και καφενεδάκια στη στοά εισόδου, εκεί, σε αυτό το παλίμψηστο, αργοσβήνει τώρα η σωρευμένη μνήμη, αργοσβήνουν φωνές, παραγγελίες, συναλλαγές, μικρές βιτρίνες και πατιναρισμένα ερμάρια από δρυ και καρυδιά, και ανάβουν ορμητικές άλλες φωνές, άλλα φώτα, άλλα μουσικές, σκεύη από χάλυβα inox και γυαλί, βέσπες νυκτός, νεαρούδια με μπίρες ορθίων, άλλα λόγια. Ισως καλύτερα, ίσως.

Στην πλατεία Καρύτση εισήλθα, το πρώτον, περί το 1968. (Τα εικονίσματα του ναού είναι δυτικότροπα, ναζαρηνά, παρατήρησα πρόσφατα). Η εντύπωση ήταν εντύπωση μεγαλείου. Στα μεσήλικα μάτια μου το μεγαλείο της πλατείας λιγόστεψε, ο ναός μίκρυνε· ο έρωτας παραμένει αμείωτος.

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΚΟΥΜΠΑΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ...

Λίγο μετά, που έχει φύγει όλος ο κόσμος, μόλις αυτοί που μέχρι πριν λίγες μέρες λέγονταν τουρίστες γυρίσουν τα μάτια τους στις οθόνες των υπολογιστών τους.... 


 ...μόλις το τσιμέντο μάς καταπιεί όλους, τότε ακριβώς, ο ουρανός τραβάει την γαλάζια του κουρτίνα κι΄αρχίζει να παίζει με τα σύννεφα...


Τώρα, που κανένα βέβηλο μάτι δεν κυττάει, μπορεί να αποκαλυφτεί σε όλο του το μεγαλείο και το απέραντό του βάθος...

Αφήνεται να στηριχτεί πάνω στα σύννεφα, να ξεκουραστεί από την καλοκαιρινή ανία και να κάνει κάτιτίς για τον εαυτό του...

Και παίζει, σαν μικρό παιδί με τα χρώματά του...


...που είναι τελικά, μόνον ένα......


Λευκό......


....αλλά, με μπόλικο Ήλιο και Αέρα...

 
 ...και φτιάχνει μ΄αυτό τού κόσμου του την ομορφιά...





Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

ΘΥΜΑΣΑΙ...;


Δεν μπορεί να τον μισείς αυτόν τον τόπο.

Δεν μπορεί να σε αφήνει αδιάφορο το χώμα που τόσκαψε η οικογενειά σου απ΄τα βάθη των χρόνων και που σε γέννησε και σένα...

Δεν μπορεί να μην βλέπεις το Αιγαίο δίπλα σου, τα Βουνά με τα παλιά ονόματα από πάνω σου, τα διάσπαρτα παμπάλαια Ξωκκλήσια, τα πανέμορφα Χωριά στα πιό απίθανα σημεία του νησιού, το λιγοστό θαρραλέο Πράσινο, τα πανταχού παρόντα Κατοικιά που διαλαλούν την φιλόξενη φύση του τόπου τούτου...

Δεν μπορεί να μην σε αγγίζει έστω και ένας ίσκιος Ξερολιθιάς.... 
Είναι παντού και είναι ένα θαύμα που μόνον εδώ υπάρχει και πουθενά αλλού...

Δεν μπορεί να θες να μοιάσεις στην Μυκονο και να μιμηθείς αυτά που βλέπεις στην τιβί, δεν μπορεί να πιστεύεις πως αυτή είν΄η αλήθεια...

Δεν μπορεί να μην καταλαβαίνεις πως η πρόοδος του νησιού, δεν έχει να κάνει τίποτε με την διάλυση του χαρακτήρα που έφτιαξε μέσα από πολλά χρόνια...

Δεν μπορεί να μην νιώθεις πως δεν είναι ανάγκη να ισοπεδώσεις το αιώνιο Χωράφι και να ξαπλώσεις κάτω τα αρχαία Ντουβάρια για να πας μπροστά...

Δεν είναι δυνατόν να μην ξέρεις πως όταν από κάπου βγάζεις κάτι, πρέπει να  έχεις κάτι να βάλεις στην θέση του όμοιο σε δύναμη  με το προηγούμενο, ειδάλλως, θα σου σωριαστεί όλο μαζί κάτω με πάταγο...

Δεν μπορεί να είσαι τόσο ένα με το χρήμα, που να μην συνηδειτοποιείς το κακό που κάνει στο νησί σου κάθε ΕΥΡΩ κλεμμένο απ΄την Ιστορία και το Παρελθόν του τόπου.

Δεν γίνεται να συνεχίσεις να στηρίζεις με χαμόγελα, χειραψίες και στο τέλος με την ψήφο σου όλους αυτούς που σε κορόϊδεψαν για τόσα χρόνια γενόμενοι προδότες του τόπου τους.
Δεν μπορεί να ξεχνάς πως τον προδότη δεν τον θέλει ούτε ο ωφελούμενος απ΄αυτόν και πως μόλις τού κάνει την δουλειά, τον ξεπαστρεύει για να μην του κάνει τα ίδια.

Δεν μπορεί να μην βλέπεις στο νησί σου άλλη προοπτική απ΄την οικοδομή και τα νοικιάρικα σπίτια κι΄αυτοκίνητα.

Δεν είναι ανθρώπινο να ξεπουλάς σε κτηματομεσίτες το κάθε κομμάτι γης που σού έλαχε για να χτιστούν τα ανόητα, αιωνίως απούλητα σπίτια. 

Δεν μπορεί να σ΄αρέσουν όλα αυτά τα κουφάρια των οικοδομών που μοιάζει να μην έχουν πάψει ποτέ να γεννάνε άλλα, όμοιά τους...

Δεν μπορεί να μην έχεις ακούσει, να μην έχεις δει τί έχει γίνει αλλού που ακολουθήθηκε αυτή η τακτική...

Αλήθεια, δεν είσαι εσύ που όταν ήσουν μικρός έτρεχες, έπαιζες και μεγάλωνες εδώ..;
Τί είδους όνειρα έκανες αλήθεια τότε...; 

Θυμάσαι...;

Να κάνεις λεφτά;  

Να σε θαυμάζουν όλοι; 

Να έχεις το πιό μεγάλο «αμάξι»; 

Να κάνεις τον συμφερότερο γάμο; 

Να εκλεγείς ένα κάποιο είδος άρχοντα του τόπου;.

Να έχεις γνωστούς βουλευτές ,και υπουργάδες; 

Να σε έχουν ανάγκη;

Να σε υπηρετούν κάθε λογής παρατρεχάμενοι και σφογγοκωλάριοι;

Μήπως φτάνει η μνήμη σου τόσο πίσω, που να μπορεί να πει πότε μπήκε μέσα σου αυτό το τύφλωμα; 
Μήπως δεν είναι δικό σου όλο αυτό που θες;

Ξέρεις, έφυγε τον Αυγουστο ένας απ΄του παληούς του χωριού μου, ο γερο-Ζαχαρίας. Μεγάλος, αλλά, όχι γέρος. 
Ο γέρος, είναι γέρος στο μυαλό, όχι στο σώμα. 
Έφυγε και όλοι μαζί τον πήγαν στο τελευταίο του κατοικιό, να ησυχάσει. 

Ξέρεις γιατί στο λέω; 
Γιατί δεν ακούστηκε ούτε μια κακή κουβέντα πίσω του, ούτε μια πικρή ανάμνηση δεν λέρωσε την τελευταία διαδρομή του.

Είσαι σίγουρος πως αυτό είναι κάτι που θα μπορέσεις να τόχεις, όσα άλλα κι΄αν αποκτήσεις...;

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

ΦΩΝΗ ΑΙΓΑΙΟΥ: η ταινία

Δεν έχω να γράψω τίποτε σήμερα...

Αυτά που μας χαλάνε γίνονται πολλά.

Το χειρότερο είναι πως μιλάμε γι αυτά που πρόκειται να λερθουν, για την καταστροφή του τόπου μας, σαν να είναι ήδη τετελεσμένη.

Δείτε στο παρακάτω φίλμ αυτά που χάνονται όχι μόνον στην Τήνο, αλλά και παντού τριγύρω.

Ο τρόπος που αναφερόμαστε σε αυτά που ΘΑ χαθούν δείχνει πως έχουμε πλέον πάρει απόφαση το πώς παίζεται το έργο:

Το κράτος (το υποκάμισο του έθνους, όπως το ήθελε ο Δραγούμης) έχει ανάγκη από ανάπτυξη, πάση θυσία.

Στρέφεται στις σάρκες του με σκοπό να τις μεταλλάξει για να αρέσουν, να μπορούν να πουληθούν σύμφωνα με τα γούστα των πελατών (το κράτος-ιερόδουλος και ταυτόχρονα νταβατζής του εαυτού του).

Σε αυτό βοηθιέται από τα κυκλώματα-παιδιά του.

Οι υπόλοιποι, περιττεύουμε.
Θα μπορούμε να φωνάζουμε όσο, μα όσο θέλουμε, πριν, όπως αυτή η ταινία, και κυρίως μετά την καταστροφή.
Επίσης, θα αποδώσουμε ευθύνες και θα απαιτήσουμε από τους μελλοντικούς διαφεντευτές μας να αποταχθούν τις προηγούμενες πρακτικές.

Τότε, το κράτος που θα τόχουν ενδυθεί κάποιοι άλλοι, θα σπεύσει να συμφωνήσει μαζί μας, θα αναθεματίσει το προηγούμενο κράτος, αλλά, θα συνεχίσει μέχρι η σάρκα της πόρνης να μην σηκώνει άλλο φτιασίδωμα.

Τότε, θάχει έρθει η ώρα να παραδοθεί σε φτωχότερους πελάτες έναντι ευτελούς τιμήματος.

Δυστυχώς θάχουμε μείνει μόνον εμείς...

Λεφτά δεν θα βγάλει άλλα, θα μπορέσει όμως, να σταματήσει να ξεπουλιέται...

Δείτε την ταινία εδώ:

http://blogs.sch.gr/tgiakoum/archives/3325

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Άγιος Πέτρος και Χαλακιά


Θυμάμαι τα δύο γαϊδούρια φορτωμένα ν΄ανεβαίνουν την παΐδα πίσω απ΄την Αητοφωλιά, εγώ με τον Λοΐζο καβάλα, η μάνα μου με την συχωρεμένη την Αλεξάνδρα να έρχονται με τα πόδια κρατώντας τη ουρά του γαϊδάρου. 
Οι κυνηγοί –πατεράδες είχαν ήδη προηγηθεί κατά μία μέρα. 
Στο μουλάρι του κυρ-Γιάννη δεν ανέβαινε κανείς, μόνο το φορτώναμε με τα πιό βαριά πράγματα και πήγαινε μοναχό του. Απρόβλεπτα ζώα τα μουλάρια, δεν εμπιστευόταν εύκολα κανείς το παιδί του μέχρι την Χαλακιά να καβαλικέψει στο μουλάρι. 

Διαδικασία που ξεκίναγε νωρίς για να φύγουμε πριν πιάσει ζέστη. 
Μόλις έσφιγγαν και τα τελευταία σχοινιά και ασφαλίζονταν οι στρατούρες στις ράχες των γαϊδάρων, μας σήκωναν ψηλά από τις μασχάλες, μας κάθιζαν στο σαμάρι, ανάμεσα στα δυό κοφίνια και κινάγαμε. 
Κυμάτιζε ο γάιδαρος δεξιά-αριστερά, χτύπαγαν τα πεδιλάκια μας στους ώμους του, κάναμε χάζι εμείς το πώς έστρεφε τις αυτάρες του προς όλες τις κατευθύνσεις.

Μούκανε εντύπωση εκεί, μετά το πίσω λαγκάδι, το σημείο που όλα τα ζωντανά ουρούσαν όταν πέρναγαν από ΄κει. Ήταν κάτι σαν την υπαίθρια τουαλέτα τους. 
Θα πεις, τι γράφεις, τώρα, για το πού έκαναν την ανάγκη τους τα ζώα...
Είναι όμως, ένα από τα σημάδια της διαδρομής όπου τα ζώα με είχαν εντυπωσιάσει με την συνέπειά τους στην συγκεκριμένη διαδικασία.

Τέλος πάντων, κάναμε γύρω στις τρείς με τρεισήμισι ώρες να φτάσουμε στο κατοικιό της Πασάδαινας. Το βλέπαμε στο τέλος της ανηφόρας μετά τα Κακόβουλα, δυό ματάκια και μιά πόρτα, σφαλιστά, να περιμένουν ν΄ανασάνουν.

Μέσα στο μονοπάτι πάνω απ΄το κατοικιό έτρεχε το νερό άφθονο με τις ακονιζιές να σαλεύουν στο πέρασμά του και να το μοσχοβολίζουν. 
Εκεί βγαίναμε και πλενόμασταν το πρωί, από ΄κει πέρναμε το νερό για όλες τις δουλειές και αυτό το νερό πίνουμε σήμερα στα Κελλιά. 
Το στερήθηκαν τα μέρη αυτά, στέγνωσαν οι πηγές και τα πηγάδια, μα τα χωράφια, από καιρό παρατημένα, δεν ανοιώσαν την έλλειψή του.

Στην πίσω μεριά του κατοικιού ήταν ο φούρνος, χτιστός ακουμπιστά στο σπίτι. 
Δάκρυσε η Πασάδαινα φέτος όταν της είπα πόσο όμορφο γίνεται το κατοικιό και πόσο πολύν κόσμο είχε στον Άγιο Πέτρο: «ναι, του πιδάκι ΄μ, μα μ΄γκριμίσαν του φούρνου΄μ...».

Ο Άγιος Πέτρος...

Άνοιγε το κυνήγι και μαζεύονταν όλοι οι κυνηγοί στην λειτουργία, που γινόταν συνήθως σε άβολη ημερομηνία για τους «ξένους», τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτέμβρη.
Θυμάμαι πως βρισκόμουν στο σχολείο, το αθηναΐικο, λίγες μόλις μέρες μετά...
Φέτος, πάρθηκε μια απόφαση να γίνει η λειτουργία νωρίτερα, να μπορέσει να πάει ο κόσμος να δει το ζωντανεμένο ξωκκλήσι, ν΄ακουστούν φωνές, να κεραστεί ρακί, να κάνουν γύρα κεράσματα και λουκουμάδες...
Ο δρόμος βατός, με ηρεμία και χαμηλή ταχύτητα πέρναγε μιά χαρά. Και ο κόσμος πήγε... Φαίνεται, σε κάθε ευκαιρία, πως οι άνθρωποι ζητάνε την επαφή, πως δεν χρειάζονται τραπέζια και πάγκοι, πως φτάνει μια κοινή μνήμη για να μας μαζέψει όλους γύρω της.
Ο Πέτρος με τον Λοΐζο είχαν κανονίσει τα ψησίματα, άλλοι είχαν φέρει ρακί και κρασί, αλμυρά και γλυκά κεράσματα, με αποκορύφωμα τους απίστευτους λουκουμάδες της Κατερίνας.
Τα παιδιά έτρεχαν πάνω και κάτω στα χωράφια, σκαρφάλωναν και πήδαγαν τα σκαλιά, δρασκέλιζαν τ΄αγκάθια, γυρνάγανε γύρω-γύρω στο αλώνι.
Δεν τραγουδήσαμε και δεν χορέψαμε. Ήταν όμως, το ωραιότερο πανηγυράκι των τελευταίων χρόνων και καμμία φωτογραφία δεν μπορεί να το δείξει αυτό...
Αλλάζουμε εκεί έξω.
Μπορεί να είμαστε όλες τις μέρες μαζί, να μην έχει μείνει τίποτε που να μην έχει μιληθεί, αλλά, εκεί έξω κάτι φεύγει από μέσα μας και την ίδια στιγμή κάτι άλλο τρέχει να μπει στην θέση του, κάτι που έρχεται από τις μέρες των νεότερών μας χρόνων και κατέχει τον τρόπο να μας μαλακώνει...
Η συνέχεια, για λίγους τυχερούς, ήταν στης Κόρης τον Πύργο, στο κατοικιό του Λωράν και της Έλλης. Φύγαμε περασμένα βαθειά μεσάνυχτα μέσα στο σκοτάδι και την ησυχία της ομορφότερης διαδρομής του νησιού.
Τέτοιες βραδιές ούτε ξαναγίνονται, ούτε προγραμματίζονται...
Παρεμπιπτόντως, η Χαλακιά, έχει πέσει και αυτή εδώ και καιρό στον λάκκο της ρύθμισης για την βιομηχανική ζώνη της Τήνου. Άμα τύχει και δείτε κατά΄δω κανέναν από τους βουλευτάδες που το νομοθέτησαν και τους ντόπιους αρχόντους που σιγοντάρισαν, κάντε σας την χάρη και μην προσβάλλετε τον εαυτό σας...

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

Η Κοιλιά και το Κάλλος


Πόσα είναι τα χωριά μέσα στην Τήνο που άλλαξαν το ονομά τους...;
Μια είναι η Μουσουλού, που έγινε Μυρσίνη και δεύτερα είναι τα Κελλιά, που έγιναν Καλλονή.

Η δικαιολογία για την αλλαγή του ονόματος των Κελλίων που προβάλλεται σήμερα, (γιατί οι μνήμες έχουν αλλοιωθεί ηθελημένα και μη) είναι, η εκφορά του ονόματος του χωριού με την χαρακτηριστική ντοπιολαλιά των Κάτω Μερών, που το έκανε να ακούγεται «Κιλλιά» αντί για Κελλιά.

Κακόηχο, λοιπόν, το όνομα, ενώ παράλληλα παραπέμπει σε ανατομική περιοχή, που μάλλον δεν κολάκευε την άποψη των τότε διοικούντων περί του χωριού...

Πιθανότατα, οι κοινοτάρχες του Μουντάδου και πολύ περισσότερο του Κάτω Κλείσματος, δεν ενδιαφέρονταν αρκετά για την πρόοδο και προβολή των κακόηχων χωριών τους και δεν προέβησαν σε ρηξικέλευθες αλλαγές ανάλογου ύφους και ήθους... 

Και τί να πει κανείς για την Βωλάξ, όπου οι λιγοστοί κάτοικοι καταδέχονται, ακόμη και σήμερα, να μένουν σε ένα χωριό με παρεφθαρμένο όνομα: Βώλακας ή Βώλακες =Βώλακ΄ς = Βωλάξ...

Ο Κτικάδος από την άλλη μεριά, παραμένει αξιοπρεπώς κοντά στο Κτίσιμο και μακριά από το Χτικιό.

Δεν θα μπορούσα όμως και να φανταστώ την Στενή να γειτονεύει με τα Πλατειά...

Οϋτε και χωριό,προφανώς σχιζοφρενές, να παρουσιάζει τον εαυτό του σαν Δύο Χωριά...

Και τί σου λέει ο Κάμπος στην κορφή του βουνού...;

Το Ισμαήλ πάλι, ίσως είναι το μόνο που δικαιούται την ντροπή τού μη ελληνικού ονόματος λόγω έλλειψης κατοίκων...

Ρίχνω, τέλος, μια επιδοκιμαστική ματιά προς τις τοποθεσίες με ονόματα αγιών. Έλυσαν το πρόβλημα της ονοματοδοσίας ακολουθώντας την τακτική του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου: Άγιος Ελευθέριος, Άγιος Δημήτριος, Άγιος Αντώνιος, Αγία Παρασκευή, Άγιος Νικόλαος κ.ο.κ.

Παρεμπιπτόντως, κανένα, μα κανένα, από τα παλαιά χωριά του νησιού δεν ονοματίστηκε προς τιμήν κάποιου αγίου ή αγίας. Προφανώς, η έλλειψη φαντασίας στον σύγχρονο Τήνιο δεν κληρονομήθηκε, αλλά, είναι προϊόν επιχιασμού μεταξύ Τηνιακής και Αθηναϊκής κουλτούρας ή μάλλον του ελλείματός της.

Τα Κελλιά, λοιπόν, δεν επεθύμησαν να διατηρήσουν το ιστορικό βάθος του χωριού με το παρελθόν του και τράβηξαν μια γραμμή, που χωρίζει τους παλιούς από τους νέους. Οι παππουδογιαγιάδες μας παραμένουν Κελλιανοί ενώ εμείς είμαστε Καλλονιώτες. Εκείνοι πατημένο χώμα στην κουζίνα, εμείς ιταλικό πλακάκι.
Πιθανολογώ ότι, εδώ ακριβώς, σ΄αυτό το κράμα απόσχισης από το παρελθόν και αναζήτησης ταυτότητας, εντοπίζεται και η ιδιαιτερότητα του χωριού μέσα σε όλην την Τήνο: πλην ελαχιστοτάτων περιπτώσεων, το χωριό δεν οργανώνει ΚΑΜΜΙΑ πολιτιστική εκδήλωση. Δεν έχει ΚΑΜΜΙΑ ταυτότητα ή κάποιον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Δεν κάνει ΤΙΠΟΤΕ για να έρθει κόσμος («ξένοι») στο χωριό. Παραμένει με μανία προσηλωμένο στους ετήσιους χορούς, έναν χειμερινό κι΄έναν καλοκαιρινό και στην ημερήσια εκδρομή (το πανηγύρι των Αγίων Αναργύρων αποτελεί  ήδη ένδοξο κομμάτι του παρελθόντος), θεωρώντας πως όλος ο πολιτισμός που αντέχουν οι Καλλονιώτες, εξαντλείται σε αυτές τις δραστηριότητες.

Μάλιστα...

Και ανακύπτει το ερώτημα: με τους Κελλιανούς τί γίνεται...;

Λες αυτοί, να θέλουν να δουν θέατρο, εκθέσεις ζωγραφικής, γλυπτικής, πηλοπλαστικής και φωτογραφίας, μουσικές εκδηλώσεις, παραστάσεις για παιδιά, παραδοσιακούς χορούς, πιθανόν βραδιές ποίησης και ό,τι άλλο θα άλλαζε την οπτική των κατοίκων προς τον χώρο, προς τους άλλους και προς τον εαυτό τους...;

Λες να υπάρχουν κάποιοι, που να μην τους αρέσει το να είναι το χωριό τους το απόλυτο τίποτα του πολιτιστικού χάρτη της Τήνου...;

Λες...;

Για να τελειώνουμε: η Καλλονή έχει μια ευκαιρία, που είναι και η μοναδική και η τελευταία της. 

Καλώς ή κακώς, το χωριό δεν είχε πλατεία. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να φτιαχτεί μια πλατεία για να καλύψει το κενό αυτό. Οι περισσότεροι δυσαρεστήθηκαν για την όψη της νέας πλατείας-θεατράκι. Ναι, η νέα πλατεία είναι ένα θεατράκι με χωρητικότητα περίπου εκατόν πενήντα ατόμων, με εύκολη πρόσβαση από παντού και πολλές δυνατότητες.
Δεν θα κρίνω εδώ το σε ποιούς αρέσει και σε ποιούς όχι, θα πώ όμως πως εάν κάποιος ενδιαφέρεται επί της ουσίας και όχι μόνο για αντιπολιτευτικούς σκοπούς, φροντίζει να ελέγξει το έργο που ξεκινάει στον χώρο/χωριό του ΠΡΙΝ ολοκληρωθεί και διαπιστώσει πως δεν συμφωνεί. 
Οι εκ των υστέρων αρνητικές κριτικές απλώς, αποκαλύπτουν το μέγεθος της αδιαφορίας των κατοίκων για το μέλλον του χωριού και επιπλέον, το τεράστιο έλλειμα επικοινωνίας μεταξύ τους.

Καλείται, λοιπόν, το χωριό να αλλάξει εαυτό. 
Να γίνει εξωστρεφές, δεκτικό, ανοιχτόμυαλο, καλείται να επικοινωνήσει με τους μέσα και τους έξω, να ξυπνήσει από τον λήθαργο της απραξίας και να βρεί τρόπους να δώσει και να πάρει, να ανταλλάξει αυτό που έχει ή μπορεί να οικοδομήσει, με αυτό που μπορούν να τού προσφέρουν.

Το θεατράκι είναι, είτε μια εν δυνάμει δίοδος προς τα πάνω, είτε μια παρακαταθήκη για το μοναδικό πάρκινγκ με κερκίδες στο νησί...

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

ΥΝΤΑΓΟΣ.....

Διευκρίνηση: το παρακάτω post δεν ενδιαφέρει κανέναν, εκτός από αυτούς που έχουν ζήσει στο νησί και το νιώθουν. Για τους υπολοίπους, μπορεί να είναι βαρετό ή κουραστικό.

Ένα τελευταίο κομμάτι ιστορίας του νησιού που, τουλάχιστον απ΄τα Κελλιά (Καλλονή) χάνεται, αφορά τους υνταγούς (παραφθορά της λέξης υδραγωγός) που θα διατρέχουν, έστω και για λίγες εβδομάδες ακόμα, το χωριό.

Εξηγώ για τους μη γνωρίζοντες: το νερό της υπερκείμενης πηγής απ΄όπου το χωριό κάλυπτε τις ανάγκες του, δεν ανήκε σε κανέναν, ήταν κοινόχρηστο ακριβώς όπως ο ήλιος και ο αέρας.
Μοιραζόταν, λοιπόν, για το πότισμα των περιβολιών και των κήπων με έναν απλούστατο και αποτελεσματικό τρόπο, που προϋπέθετε όμως, κοινωνική συνείδηση και κοινωνική συνοχή, οι οποίες στο ποσοστό που υπήρχαν, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων, ήταν επαρκείς για να συντηρούνται οι βασικές δομές του χωριού.

Ένας ανοικτός υδραγωγός (υνταγός) έφερνε το νερό από την πηγή έως μέσα στο χωριό και το διέτρεχε όλο, από το πρώτο σπίτι έως το τελευταίο. Παράλληλα, τα αρδευτικά αυλάκια του κάθε περιβολιού ή κήπου του χωριού κατέληγαν σε ένα κεντρικό αυλάκι, που είχε πρόσβαση προς τον υδραγωγό. Με μια απλή και εύκολη εκτροπή της ροής του νερού στο σημείο συνάντησής του με τον υδραγωγό, το νερό «γύριζε» μέσα και πότιζε το περιβόλι ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, γέμιζε την δεξαμενή για μετέπειτα χρήση. Για την εκτροπή του νερού τα συνηθέστερα μέσα ήταν πλατειές πέτρες, κουρέλια, σπάρτα δεμένα μεταξύ τους και ό,τι άλλο μπορούσε να λειτουργήσει σαν φράγμα.


Πότε όμως «είχε» ο καθένας το νερό ή πώς ήξερε πότε μπορούσε να το «γυρίσει» στο χωράφι του και να ποτίσει;

Απλούστατα, έβγαινε ένα πρόγραμμα που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα. Ο πρώτος είχε το νερό από τις τρείς έως τις τέσσερεις, ο επόμενος από τις τέσσερεις έως τις πέντε, ο τρίτος από τις πέντε έως τις έξι κ.ο.κ. Μιλητά, το πρόγραμμα μπορούσε να τροποποιηθεί μεταξύ δύο ή περισσοτέρων.

Για τους καλοκαιρινούς επήλυδες, όπως εγώ, η εντυπωσιακή επαφή με το γεγονός ήταν γύρω στις πρώτες πρωινές ώρες, όταν γυρνάγαμε από κάποιο ξενύχτι και πέφταμε πάνω σε κάποιον που τράβαγε να ποτίσει με την τσάπα στον ώμο ή τον ακούγαμε, σαν το φάντασμα, να ποτίζει μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα το περιβόλι του.

Σε ορισμένα σημεία μάλιστα, το νερό έφτιαχνε μικρούς καταρράκτες, με χαρακτηριστικότερο το σημείο λίγα μέτρα από το Ξυνάρι, ακριβώς εμπρός από το σπίτι της συχωρεμένης της Μαρούλας. 

Αλλού πάλι, στριφογύριζε με δύναμη και στραφτάλιζε στον ήλιο ζωντανό, ολόμορφο, λαχταριστό.

Βέβαια, οι κάτοικοι αραίωσαν σημαντικά, αυτοί που απέμειναν άλλαξαν δραστηριότητες που ίσως, δεν τους αφήνουν τον απαιτούμενο χρόνο για να ασχοληθούν με περιβόλια, το νερό της πηγής έπαψε να είναι το μοναδικό του χωριού, θεωρήθηκε δεδομένο (όπως και όλο το νερό του νησιού γενικώς, από τότε που εμφανίστηκε το εμφιαλωμένο) και όσο έμεινε να τρέχει μέσα στο χωριό, κατάντησε φορέας κάθε είδους σκουπιδιού που σιγά-σιγά ως είδος μετοίκησε από την πόλη και στο χωριό. 
 
Αποτσίγαρα, πλαστικά ποτηράκια, χαρτάκια περιτυλίγματος, καλαμάκια, πακέτα τσιγάρων, καραμέλες, βίδες, καρφιά, και όποιο σκουπίδι μπορεί να χωρέσει μέσα στο πλάτος των 15-20 εκατοστών του υνταγού, διέσχιζε το χωριό μέχρι κάποιο δύσκολο σημείο όπου ο υνταγός στένευε ή έστριβε απότομα και εκεί σκάλωνε, σφήνωνε και μετά από λίγο βοήθαγε κι΄άλλα σκουπιδάκια να μαζευτούν κοντά του, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά, ο υνταγός να μπουκώσει και να υπερχειλίσει σε όποιο σημείο ήταν δυνατόν.

Φαίνεται, λοιπόν ότι, οι μεταξύ μας σχέσεις, που δεν μας αφήνει το τεράστιο μας ΕΓΩ να διαχειριστούμε όπως οφείλουμε, αντανακλώνται και στον κοινό μας χώρο και γυρίζουν πίσω σε μας με δυσάρεστο τρόπο. 
 
Το πώς αντιμετωπίζουμε τα μεγάλα μας σκουπίδια δεν διαφέρει ουσιαστικά καθόλου από το πώς αντιμετωπίζουμε και τα μικρά: τα στέλνουμε κάπου που δεν θα φαίνονται. Παρακάτω, παραπέρα, παραπάνω, παραδίπλα.

Αρκεί τα σπίτια μας να είναι καθαρά και να έχουν σαρανταδυάρα τηλεόραση, ιταλικά πλακάκια και αλουμινένια κουφώματα. Αρκεί όλα τα τριγύρω μας να κραυγάζουν, πως δεν ζούμε σε διαφορετικά σπίτια από ΄κείνα της πρωτεύουσας.

Ποιόν μπορεί να νοιάζει ότι, ο παμπάλαιος υνταγός των Κελλίων (Καλλονής) σκεπάζεται; Μάλλον κανέναν...

Ποιός μπορεί να συνειδητοποιεί την ντροπή που αντικατοπτρίζει αυτό το μπάλωμα; Σίγουρα κανένας...

Συμπτωματικά, τις τελευταίες μέρες πριν το τέλος των διακοπών, μια ομάδα ξένων τουριστών είχαν αράξει στην ημιτελή πλατεία του χωριού και κύτταζαν τους μάστορες που δούλευαν στην πλακόστρωση και δίπλα, στο σκέπασμα του υνταγού. Στην αρχή νόμιζαν πως οι μάστορες απλώς άλλαζαν τους σωλήνες του χωριού, αλλά, μετά από λίγη κουβέντα και μερικές εξηγήσεις, έφυγαν προς το πάνω χωριό για να δούν και να φωτογραφίσουν τα κομμάτια του υδραγωγού που απέμειναν ακάλυπτα, τουλάχιστον μέχρι εκείνη την στιγμή.

Το μόνο καλό της όλης υπόθεσης είναι ότι, ο Γιάννης και ο Νίκος, οι μάστορες που ασχολούνται με το έργο, κάνουν εκπληκτικής ποιότητας δουλειά. Οι ίδιοι ίσως δεν το ξέρουν, γιατί είναι στην φύση τους πλέον το να δουλεύουν με τέτοιον τρόπο...


Αυτά.

Στο επόμενο θα μιλήσουμε για την τελευταία ευκαιρία του χωριού και πώς αυτή, μπορεί να αφεθεί να χαθεί.

 ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 1/9/2015: Πολλές φορές στα σπίτια των οικισμών βρίσκουμε τον «γκτούντο» ή «υνταγό» ή «κουντούντους». Η λέξη «γκτούντος» προέρχεται από παράφραση της λατινικής λέξης «aquaeductus», που σημαίνει οδηγός νερού.
 ΠΗΓΗ:  http://kellianos.blogspot.gr/2015/08/blog-post_99.html





ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...