Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

ΥΝΤΑΓΟΣ.....

Διευκρίνηση: το παρακάτω post δεν ενδιαφέρει κανέναν, εκτός από αυτούς που έχουν ζήσει στο νησί και το νιώθουν. Για τους υπολοίπους, μπορεί να είναι βαρετό ή κουραστικό.

Ένα τελευταίο κομμάτι ιστορίας του νησιού που, τουλάχιστον απ΄τα Κελλιά (Καλλονή) χάνεται, αφορά τους υνταγούς (παραφθορά της λέξης υδραγωγός) που θα διατρέχουν, έστω και για λίγες εβδομάδες ακόμα, το χωριό.

Εξηγώ για τους μη γνωρίζοντες: το νερό της υπερκείμενης πηγής απ΄όπου το χωριό κάλυπτε τις ανάγκες του, δεν ανήκε σε κανέναν, ήταν κοινόχρηστο ακριβώς όπως ο ήλιος και ο αέρας.
Μοιραζόταν, λοιπόν, για το πότισμα των περιβολιών και των κήπων με έναν απλούστατο και αποτελεσματικό τρόπο, που προϋπέθετε όμως, κοινωνική συνείδηση και κοινωνική συνοχή, οι οποίες στο ποσοστό που υπήρχαν, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων, ήταν επαρκείς για να συντηρούνται οι βασικές δομές του χωριού.

Ένας ανοικτός υδραγωγός (υνταγός) έφερνε το νερό από την πηγή έως μέσα στο χωριό και το διέτρεχε όλο, από το πρώτο σπίτι έως το τελευταίο. Παράλληλα, τα αρδευτικά αυλάκια του κάθε περιβολιού ή κήπου του χωριού κατέληγαν σε ένα κεντρικό αυλάκι, που είχε πρόσβαση προς τον υδραγωγό. Με μια απλή και εύκολη εκτροπή της ροής του νερού στο σημείο συνάντησής του με τον υδραγωγό, το νερό «γύριζε» μέσα και πότιζε το περιβόλι ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, γέμιζε την δεξαμενή για μετέπειτα χρήση. Για την εκτροπή του νερού τα συνηθέστερα μέσα ήταν πλατειές πέτρες, κουρέλια, σπάρτα δεμένα μεταξύ τους και ό,τι άλλο μπορούσε να λειτουργήσει σαν φράγμα.


Πότε όμως «είχε» ο καθένας το νερό ή πώς ήξερε πότε μπορούσε να το «γυρίσει» στο χωράφι του και να ποτίσει;

Απλούστατα, έβγαινε ένα πρόγραμμα που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα. Ο πρώτος είχε το νερό από τις τρείς έως τις τέσσερεις, ο επόμενος από τις τέσσερεις έως τις πέντε, ο τρίτος από τις πέντε έως τις έξι κ.ο.κ. Μιλητά, το πρόγραμμα μπορούσε να τροποποιηθεί μεταξύ δύο ή περισσοτέρων.

Για τους καλοκαιρινούς επήλυδες, όπως εγώ, η εντυπωσιακή επαφή με το γεγονός ήταν γύρω στις πρώτες πρωινές ώρες, όταν γυρνάγαμε από κάποιο ξενύχτι και πέφταμε πάνω σε κάποιον που τράβαγε να ποτίσει με την τσάπα στον ώμο ή τον ακούγαμε, σαν το φάντασμα, να ποτίζει μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα το περιβόλι του.

Σε ορισμένα σημεία μάλιστα, το νερό έφτιαχνε μικρούς καταρράκτες, με χαρακτηριστικότερο το σημείο λίγα μέτρα από το Ξυνάρι, ακριβώς εμπρός από το σπίτι της συχωρεμένης της Μαρούλας. 

Αλλού πάλι, στριφογύριζε με δύναμη και στραφτάλιζε στον ήλιο ζωντανό, ολόμορφο, λαχταριστό.

Βέβαια, οι κάτοικοι αραίωσαν σημαντικά, αυτοί που απέμειναν άλλαξαν δραστηριότητες που ίσως, δεν τους αφήνουν τον απαιτούμενο χρόνο για να ασχοληθούν με περιβόλια, το νερό της πηγής έπαψε να είναι το μοναδικό του χωριού, θεωρήθηκε δεδομένο (όπως και όλο το νερό του νησιού γενικώς, από τότε που εμφανίστηκε το εμφιαλωμένο) και όσο έμεινε να τρέχει μέσα στο χωριό, κατάντησε φορέας κάθε είδους σκουπιδιού που σιγά-σιγά ως είδος μετοίκησε από την πόλη και στο χωριό. 
 
Αποτσίγαρα, πλαστικά ποτηράκια, χαρτάκια περιτυλίγματος, καλαμάκια, πακέτα τσιγάρων, καραμέλες, βίδες, καρφιά, και όποιο σκουπίδι μπορεί να χωρέσει μέσα στο πλάτος των 15-20 εκατοστών του υνταγού, διέσχιζε το χωριό μέχρι κάποιο δύσκολο σημείο όπου ο υνταγός στένευε ή έστριβε απότομα και εκεί σκάλωνε, σφήνωνε και μετά από λίγο βοήθαγε κι΄άλλα σκουπιδάκια να μαζευτούν κοντά του, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά, ο υνταγός να μπουκώσει και να υπερχειλίσει σε όποιο σημείο ήταν δυνατόν.

Φαίνεται, λοιπόν ότι, οι μεταξύ μας σχέσεις, που δεν μας αφήνει το τεράστιο μας ΕΓΩ να διαχειριστούμε όπως οφείλουμε, αντανακλώνται και στον κοινό μας χώρο και γυρίζουν πίσω σε μας με δυσάρεστο τρόπο. 
 
Το πώς αντιμετωπίζουμε τα μεγάλα μας σκουπίδια δεν διαφέρει ουσιαστικά καθόλου από το πώς αντιμετωπίζουμε και τα μικρά: τα στέλνουμε κάπου που δεν θα φαίνονται. Παρακάτω, παραπέρα, παραπάνω, παραδίπλα.

Αρκεί τα σπίτια μας να είναι καθαρά και να έχουν σαρανταδυάρα τηλεόραση, ιταλικά πλακάκια και αλουμινένια κουφώματα. Αρκεί όλα τα τριγύρω μας να κραυγάζουν, πως δεν ζούμε σε διαφορετικά σπίτια από ΄κείνα της πρωτεύουσας.

Ποιόν μπορεί να νοιάζει ότι, ο παμπάλαιος υνταγός των Κελλίων (Καλλονής) σκεπάζεται; Μάλλον κανέναν...

Ποιός μπορεί να συνειδητοποιεί την ντροπή που αντικατοπτρίζει αυτό το μπάλωμα; Σίγουρα κανένας...

Συμπτωματικά, τις τελευταίες μέρες πριν το τέλος των διακοπών, μια ομάδα ξένων τουριστών είχαν αράξει στην ημιτελή πλατεία του χωριού και κύτταζαν τους μάστορες που δούλευαν στην πλακόστρωση και δίπλα, στο σκέπασμα του υνταγού. Στην αρχή νόμιζαν πως οι μάστορες απλώς άλλαζαν τους σωλήνες του χωριού, αλλά, μετά από λίγη κουβέντα και μερικές εξηγήσεις, έφυγαν προς το πάνω χωριό για να δούν και να φωτογραφίσουν τα κομμάτια του υδραγωγού που απέμειναν ακάλυπτα, τουλάχιστον μέχρι εκείνη την στιγμή.

Το μόνο καλό της όλης υπόθεσης είναι ότι, ο Γιάννης και ο Νίκος, οι μάστορες που ασχολούνται με το έργο, κάνουν εκπληκτικής ποιότητας δουλειά. Οι ίδιοι ίσως δεν το ξέρουν, γιατί είναι στην φύση τους πλέον το να δουλεύουν με τέτοιον τρόπο...


Αυτά.

Στο επόμενο θα μιλήσουμε για την τελευταία ευκαιρία του χωριού και πώς αυτή, μπορεί να αφεθεί να χαθεί.

 ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 1/9/2015: Πολλές φορές στα σπίτια των οικισμών βρίσκουμε τον «γκτούντο» ή «υνταγό» ή «κουντούντους». Η λέξη «γκτούντος» προέρχεται από παράφραση της λατινικής λέξης «aquaeductus», που σημαίνει οδηγός νερού.
 ΠΗΓΗ:  http://kellianos.blogspot.gr/2015/08/blog-post_99.html





Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Τα εξωκκλήσια χωρίς δόγμα...

Κάπου εδώ έξω, σ΄ένα εξωκκλήσι που στέκεται μόνο του στην μέση ενός χωραφιού, κάπου εδώ μπορεί να είναι κρυμμένος ο θεός του καθενός ξεχωριστά...


Μακριά απ΄ τον θόρυβο των θρησκειών και τους βάλτους των δογμάτων, με ανεπιτήδευτη απλότητα και αμίμητη αξιοπρέπεια προς τον χώρο, με καρδιά καμωμένη από τις ατέλειες της κατασκευής τους...



Από εδώ κοντά, το γαλανό τού απέραντου θεού, αποκτά γεωμετρική υπόσταση και σαφήνεια...


Και ο κόσμος σωπαίνει όταν κυττάς από την μέσα άφωτη ηρεμία προς τα έξω, όσο όμορφο κι΄αν είναι το έξω από μόνο του...
Κυττάς και το δέος είναι σαν του αγέννητου μωρού, που προλαβαίνει να ρίξει μια γρήγορη ματιά στον κόσμο πριν πηδήξει μέσα του...


Ψηλότερα, πάνω απ΄τα Κελλιά, τα πράγματα φαίνονται αλλιώς...


Η εκκλησία ακουμπάει απαλά στην πλαγιά της Καστέλλας και όταν ο ήλιος γονατίσει προς του Πολέμου τον Κάμπο, αρχινάει να γαληνεύει κι΄αυτή, ντυμένη σε χιλιάδες ίσκιους...

 Μέσα απ΄την καμάρα, ένα κομμάτι ουρανού πιασμένο στον ιστό αφουγκράζεται την απόλυτη άπνοια του φετινού καλοκαιριού...

Τριγύρω, ανασαίνουν μερικά κομμάτια των χρόνων που πέρασαν, ανερμήνευτα, άφωνα, αμήχανα εδώ έξω στο τόσο φως μετά από τόσα χρόνια...


Η εικόνα στο εσωτερικό του ναού είναι ανάγλυφα φτιαγμένη στον τοίχο, χρωματισμένη ξανά και ξανά, να μην πάψει ποτέ να περιγράφει την ουσία του χώρου: να μην πάψει ν΄ακούγεται ανθρώπινη περπατησιά στο κατώφλι του ναού για όσο περισσότερο γίνεται....


Κατάλοιπα των αγροτικών ιερών των αρχαίων Ελλήνων, που περιείχαν το ξόανο κάποιου θεού ή του τοπικού δαίμονα που εξασφάλιζε την σοδειά, τα ξωκκλήσια της Τήνου κάναν αυτό ακριβώς. Ήταν το αποκούμπι και η ανάπαυλα του ξωμάχου ή του περαστικού, μια απότιση τιμής και δέους προς την ίδια την θεοποιημένη φύση...

Για το ιστορία του πράγματος, τα εξωκκλήσια είναι του Αη Νικόλα και της Αγίας Υπακοής (Αγία Τριάδα και Άγιος Αντώνιος) στην περιοχή των Κελλιών Τήνου.

Τέλος,ο τοπικός δαίμων των Κάτω Μερών κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν ο Καλλισταγόρας





ΚΟΥΜΑΡΟΣ....

Δεκαπενταύγουστος...

Πλησιάζοντας στο καφενεδάκι του Κουμάρου ακούμε ομιλίες, πειρακτικά σχόλια προς κάποιον, ο οποίος απαντάει προσπαθώντας να θίξει την ηλικία των άλλων...

Μάταια...Τα σχόλια συνεχίζουν και γέλια έρχονται να προστεθούν...
Μια παρέα έξι-εφτά ατόμων κάθεται στα πεζούλια και πειράζει τον μεγαλύτερο σε ηλικία, που έχει βαλθεί με μια σκούπα και μπόλικο νερό από την βρύση να καθαρίσει τον χώρο κάτω απ΄την συκιά...

"¨Ζέστη..."
"Καλά είναι...δε πειράζει..."

"Χρόνια Πολλά και του χρόνου.."
"Επίσης.....Κατσείτε για καφέ. Εμείς εδώ έχουμε φτιάξει καφενείο που τα φτιάχνετε μονάχοι σας..... "

Συνεχίζει το καθάρισμα του δρόμου...Τώρα σκύβει με ευλυγισία παιδιού και μαζεύει ένα-ένα τα σ΄κιόφυλλα από κάτω, μέχρι που το μάτι του δεν μπορεί να πιάσει άλλο...., αυτός, ο εικοσάχρονος ογδοντάρης...

"Η Αθήνα...; Τριανταοχτώ χρόνια έφαγα στην Αθήνα....Μα εδώ έν΄ πιό καλά, περνάει η ώρα καλύτερα..."

Ο εαυτός μου, ξέρεις, εκείνος που όλα τα βλέπει και όλα τα σχολιάζει, έστω και υπόκωφα, ντρέπεται για όλες τις φορές που έχει αφήσει ένα σκουπιδάκι κάτω  ή τόχει παραμερίσει με το πόδι για να μην φαίνεται και του θυμίζει την υποχρέωση και την αδιαφορία...Ντρέπεται για όλες τις φορές που είπε "βαριέμαι" και αστραπιαία με σηκώνει να πάω στο κουζινάκι να φτιάξω έναν ελληνικό, να φύγω γρήγορα απ΄ εδώ που παίζεται το έργο...

Ο γιός μου γοητευμένος από την ελευθερία κινήσεων στον χώρο (χρυσή χορηγία της εμπιστοσύνης στον συνάνθρωπο) περιφέρεται, διαλέγει παγωτό, ρίχνει το αντίτιμο στο ξύλινο συρτάρι που γράφει "Ταμείο", ζητάει κι΄άλλο και σε λίγο κι΄άλλο παγωτό για να επαναλάβει την διαδικασία.

Ένα γκρουπ Γάλλων περιπατητών εμφανίζεται από την μία άκρη και χάνεται στην άλλη, τα σύννεφα τρέχουν μόλις πάνω απ΄το τελευταίο σπίτι με φόντο το βουνό, ένας ηλικιωμένος με δύο μπαστούνια να ψηλαφούν τον δρόμο μπροστά του καλημερίζει και περνάει....Πρίν βγει απ΄την καμάρα προλαβαίνω να τραβήξω μια φωτογραφία, τυχαία η κάμερα πιάνει ένα πιτσιρίκι να κάθεται στα περπατιά ενός σφαλιστού σπιτιού...

Μέσα από το άψυχο ίντερνετ, ακόμη κι΄αν δεν φτάσει ποτέ ως αυτούς, μια πλατειά καλημέρα σε όλους όσους συναντήσαμε εκείνη την ημέρα και ειδικά, στον κυριούλη, που μας έβαλε το γυαλί εμπρός στα μούτρα μας να καθρεφτιστούμε την κακομοιριά μας...

Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Ρε ασταδιάλα.....

Ρε, για κύττα, ρε...

Πώς εμεγάλωσε η πόλη, πώς έμοιασε στας Αθήνας, πώς επλάτυνε και εψήλωσε, πώς εβάρυνε απ΄το τσιμέντο και το σίδερο, πόσο κατάφερε να ασχημύνει κι΄άλλο...!!!

Ούτε τα νυχτερινά φώτα μπορούν να κρύψουν το μέλλον που έχει διαλέξει εδώ και καιρό το νησί....

Όσα χτίστηκαν είναι χειρότερα από τα προηγούμενα και όσοι χτίζουν, ζηλεύουν τόσο πολύ τα Cayenne των άλλων, που πρέπει να αποκτήσουν κι΄αυτοί πάση θυσία δικό τους και μάλιστα, το συντομώτερο...

Όσο για τους ντόπιους, έχουν χάσει τον μπούσουλα, δεν ξέρουν τί τους γίνεται και δεν ενδιαφέρονται κιόλας, φτάνει που το νησί ζει απ΄την οικοδομή και μόνον απ΄αυτήν...

Η άσχημη χώρα της Τήνου, λοιπόν, σαν καρκίνος απλώνεται με πολλαπλές μεταστάσεις και στο υπόλοιπο νησί, σε όλα τα όργανά του, σε όλες τις συνειδήσεις...

Καλό χειμώνα.

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Ο ΙΟΣ ΤΟΥ ΤΣΙΜΕΝΤΟΥ...

".....Τα συνεργεία του ΥΠΕΧΩΔΕ δεν είναι σε θέση να εντοπίσουν τον φθοροποιό παράγοντα, δεδομένης μάλιστα και της παντελούς έλλειψης σχετικής βιβλιογραφίας ή άλλων παρόμοιων περιστατικών, που έχει 'καταφάει' κυριολεκτικά τις πολυκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας, δίνοντας τροφή για επιστημονικοφανή σχόλια που μιλάνε για τον 'Ιό του τσιμέντου'.

Πιό συγκεκριμένα, εκτεταμένες φθορές έχουν παρατηρηθεί στους σκελετούς εκατόν τριάντα πολυκατοικιών στο κέντρο της Αθήνας, οι οποίες έχουν αρχίσει να εκκενώνονται προληπτικά.
Κύκλοι του ΥΠΕΧΩΔΕ έχουν αφήσει να διαρρεύσει ότι, επίκεινται κατεδαφίσεις των εν λόγω κτιρίων, εφ' όσον οι βλάβες είναι μη αντιστρεπτές και μη επιδιορθώσιμες.
Ανησυχία εξ'άλλου προκαλεί το γεγονός ότι, δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί το αίτιο, ενώ παράλληλα ίχνη 'προσβολής' παρουσιάζονται και σε κτίρια σε άλλες περιοχές της Αθήνας. ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΝΩΜΙΑ 12/8/2011".

Ο μηχανολόγος Δημήτρης Τσοπάνογλου, χαμογέλασε ελαφρά. Έκοψε προσεκτικά το φύλλο και το έβαλε στην τσάντα του με σκοπό να το δώσει αύριο να του το κορνιζάρουν.
"Η αρχή του τέλους..." σκέφτηκε, "Τόσα χρόνια, τόσοι συνεργάτες, τόσοι κόποι..."

Πλησίασε στο παράθυρο του λιτού γραφείου του και κύτταξε τον οχετό του τσιμέντου, που απλωνόταν μπροστά στα μάτια του.
Μ' έναν πρόχειρο υπολογισμό κατέληξε σέ ένα νούμερο που τον έκανε να χαμογελάσει: "Επτάμιση χρόνια το πολύ...! Σε επτάμιση χρόνια το αίσχος που πλαστοπροσωπούσε την Αθήνα, θα ήταν παρελθόν."

Θυμήθηκε τον φίλο του τον Παρασίδη, έναν από τους κορυφαίους βιολόγους στην Ευρώπη, όταν του είχε ζητήσει, πίσω στο 1998, να τροποποιήσει γενετικά κάποιο βακτήριο, έτσι ώστε να μπορεί να προσβάλλει το τσιμέντο.
Ενώ περίμενε ότι θα γελούσε εις βάρος του, ότι θα τον χλεύαζε σαν επιστήμονα, εκείνος είχε απλώς τραβήξει την καρέκλα του πίσω, είχε κατεβάσει τα γυαλιά στο στήθος του και σμίγοντας τα φρύδια του του είχε ζητήσει να το επαναλάβει.

Έκτοτε, δεκάδες φοιτητές του τμήματος της Εφαρμοσμένης Γενετικής του Παρασίδη είχαν κάνει ατελείωτα πειράματα, που κατά την γνώμη τους, δεν είχαν κανένα απολύτως νόημα.
Ο καθηγητής είχε μοιράσει έξυπνα τομείς του πειράματος σε τριάντα διαφορετικούς μεταπτυχιακούς φοιτητές, των οποίων την δουλειά θα μπορούσε έπειτα να συνδυάσει και να φτάσει στο ζητούμενο αποτέλεσμα, όπως και έγινε.
Χρεώθηκε, βέβαια, με τα μηδενικά αποτελέσματα των ερευνών του, τουλάχιστον όπως αυτές έβγαιναν προς τα έξω, και μάλιστα, με την ενεργοποίηση του νόμου περί αξιολόγησης των πανεπιστημίων τον Οκτώβριο του 2008, είχε κινδυνέψει να βρεθεί εκτός της επιστημονικής κοινότητας, αλλά, άξιζε τον κόπο.

Παιδιά και οι δυό τους ο Τσοπάνογλου με τον Παρασίδη, είχαν λατρέψει τις αλάνες, τις πλατείες, τα πάρκα και τους λόφους, τους ελεύθερους χώρους, την ανθρώπινη συναναστροφή και όλην αυτή την αγάπη τους, την είχαν μεταδώσει και στα παιδιά τους, που όμως πλέον είχαν αρχίσει να ασφυκτιούν στον κλοιό της πόλης και είχαν πάρει την απόφαση να μην γυρίσουν ποτέ πίσω μετά το Πανεπιστήμιο, παρά να μείνουν για πάντα στην δεύτερη πατρίδα τους, εκείνη των σπουδών τους.

Δεν θα ήταν υπερβολικό να έλεγε κανείς πως τα δάκρυα του Τσοπάνογλου όταν αντίκρυσε στην αποθήκη του υπογείου το παρατημένο ποδήλατο του γιού του, ήταν εκείνα που πυροδότησαν την ιδέα για τον ιό του τσιμέντου.

Το αστείο ήταν, πως οι δημοσιογράφοι, στην προσπάθειά τους να ονοματίσουν το φαινόμενο, είχαν πέσει διάνα στην περιγραφή του ώς ΙΟ ΤΟΥ ΤΣΙΜΕΝΤΟΥ, την ίδια στιγμή, που οι επιστημονικοί κύκλοι απέρριπταν με ανασηκωμένο υπεροπτικά το φρύδι αυτήν την θεωρία.

Ο Παρασίδης, αρεσκόταν να το λέει "Ο ΛΥΤΡΩΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ", σε συνδυασμό μάλιστα και με κάποιες πρώτες κινήσεις-προτάσεις που είχε κάνει σε φίλους του στο Υπουργείο Πολιτισμού, για διεξαγωγή ανασκαφών στα σημεία όπου απαλλοτριώνονταν τα κτίρια.

Και εν πάσει περιπτώσει, ήταν έτοιμες από καιρό και οι προτάσεις, που περιλάμβαναν όχι μόνον αποζημιώσεις των ενοίκων που είχαν χάσει τα σπίτια τους, αλλά και την παροχή πρώην εγκαταλελειμμένων, αλλά πρόσφατα ανακαινισμένων κατοικιών ανά την Ελλάδα σε περιοχές με μεγάλο δείκτη εγκατάλειψης.

Επτάμιση χρόνια ακόμη...

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

χύθηκε ο καφές, ρεεεεέ.....


Και από πού να ξεκινήσεις...
Από την παιδεία...;
Και από πού ακριβώς...;  Απ΄τα πανεπιστήμια με τους προαλειφόμενους δικτατορίσκους συνδικαλιστάδες ή από τα πολυφυλετικά δημοτικά όπου δεν υπάρχει τρόπος μείωσης των απωλειών χρόνου εξ΄αιτίας της γλώσσας ούτε για τα ελληνάκια ούτε για τα ξενάκια...
Πιάσε καλύτερα την άμυνα, ειδικά τώρα που τα γειτονάκια αγριεύουν ξανά...Τώρα μόλις παραλάβαμε μέρος των πυρομαχικών για άρματα που υπηρετούν στον Ελληνικό στρατό εδώ και πέντε χρόνια. Ά, βάλε και τα διαβήματα, είναι σοβαρή άσκηση εξωτερικής πολιτικής...
Στον πολιτισμό πώς τα βλέπεις...;
Είναι κάτι μάρμαρα που μας ταϊζουν ακόμη και κάτι παλαβοί που στέκονται και κυττάνε μπογιατισμένους μουσαμάδες και στραβωμένες λαμαρίνες, αυτό δεν είναι...;
Και πώς αντέχουν εκείνες τις φωνάρες για τόσην ώρα και κείνο το τσίρι-τσίρι με τα βιολιά και περνάνε και καλά....
Για τον τουρισμό δεν έχεις να μου πεις τίποτα, όμως...
Έρχονται οι ξυνόγαλοι απ΄τους βορράδες και λιάζονται και μπανιαρίζονται στις θάλασσές μας, τους ψιλοκοροϊδεύουμε και με κάτι μουσακάδες με σάπιες μελιτζάνες, κάτι μπουζουκοκομπανίες του μπάρμπα μου του πικραμένου και με κάτι χαμόγελα και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη και όξω απ΄την πόρτα...
Λετσοτουρίστες και αλητοτουρίστες είναι οι δύο όροι που ευδοκιμούν μόνον στην Ελλαδασκάρη...Άσε που μετά οι ίδιοι, θα έφερναν και τις φαμίλιες που θα έκαναν, εμείς θέλουμε τα φράγκα και τα θέλουμε τώρα...!
Για τα τρενάκια δεν σ΄ακούω να μου λες τίποτε...Ούτε και για τα αστικά τα λεωφορειάκια που είναι κάργα στον επιβάτη με πληρότητες που ξεπερνάνε το 130% και παρ΄όλ΄αυτά πάνε για πάτο με το κεφάλι, δεδομένου ότι σε χίλιους τριακόσιους οδηγούς αντιστοιχούν οκτακόσιοι διοικητικοί...
Στα παποράκια..; έ;; εκεί κι΄αν γίνεται το μαλεβράσε....Για πετάξου μια Ικαρία να σε δώ...
Έχεις σόϊ και σπίτι στο Αιγαίο..; Μεγάλε, προνομιούχος !!! Και πάς δεκαπέντε μέρες τον χρόνο..; Μόνο..;;;  Πόσο έχει τετραμελής οικογένεια με αμάξι για το νησί..;; Και πόσο σου χρέωσε τον καφέ και την χωριάτικη στο νησί, που παλεύει να βγάλει δέκα μήνες απ΄τους δύο του καλοκαιριού, χωρίς αγροτική παραγωγή και με αγγουράκια Τουρκίας και λεμονάκια Αργεντινής στο ράφι του πολυεθνικού σουπερμερκάτου...;;;
Άκου τώρα να σου πω...
Σούχει χυθεί ποτέ καφές στο γραφείο...;;;
Δεν ξέρεις από πού ναξεκινήσεις... Να σταματήσεις τον καφένα μη χυθεί στην μοκέτα ή να σηκώσεις τα χαρτιά να μην βραχούν τελείως...Να κλείσεις τον υπολογιστή μή και βραχυκυκλώσει το πληκτρολόγιο ή να σπρώξεις την καρέκλα να μην τρέξει ο καφές επάνω...Να στεγνώσεις γρήγορα το παντελόνι μην κάνει λεκέ ή να δείς αν έτρεξε ο καφές και μέσα στα συρτάρια...
Έτσι περίπου πορεύεται και η Ελλαδιέρα Λεόνε.
Δεν ξέρεις από πού να ξεκινήσεις....
Κι΄έχουνε χυθεί καφέδες και καφέδες κι΄όσην ώρα μιλάμε χύθηκαν κι΄άλλοι...

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Βωλάξ

Η Διονυσία κύτταξε τον καφέ της.
Οι φουσκάλες έλαμπαν στον ήλιο με χρώματα που στριφογύριζαν επάνω τους, έσκαγαν χωρίς κρότο, το καϊμάκι αραίωνε.

Σιγή...ανάσα κρατημένη....Θα είναι καλός ο καφές...;

Έβαλε μια γουλιά στο στόμα της..."Έχει ζάχαρη" ψιθύρισε, γυρίζοντας στην καφετζού είπε φωναχτά "Το μπρίκι είχε ζάχαρη απ΄τον προηγούμενο καφέ, μου φτιάχνετε έναν άλλον, σας παρακαλώ..."

Στο διπλανό χωράφι ένας κάτσικας μασουλάει ξερά χόρτα, κυττάει χωρίς να μας βλέπει, η ζέστη σπρώχνεται παραπέρα από το αεράκι, μιλάμε λέγοντας ανοησίες για την ντόπια παραγωγή, κλέβοντας ματιές προς τους τουρίστες δίπλα μας που εντρυφούν σε μια χωριάτικη σαλάτα, οι μέρες δεν φτάνουν, οι ώρες ξεγλιστράνε από τις χαραμάδες της προσοχής μας.

Η Βωλάξ δεν μπορεί να είναι πιό όμορφη μέσ΄την απλότητά της, τυλίγεται τον εαυτό της σαν καλαθάκι απ΄αυτά που μπερδεύουν με τέχνη εδώ γύρω από το ανύπαρκτο κέντρο τους, καταλήγει ή ξεκινάει από μια πηγή στην ρίζα του χωριού, μένει γεμάτη χρώματα που αντανακλούν στους ανθρώπους που την επισκέφτονται.

Κανέλλα...Το ψητό κατσαρόλας έχει απειροελάχιστη κανέλλα κρυμμένη πίσω απ΄την κόκκινη σάλτσα, μάς σπάει την μύτη, θέλουμε να παραγγείλουμε μπύρες.

Μιά τελευταία ματιά προς τα πίσω απ΄το σκονισμένο παράθυρο, καβαλάμε στον δρόμο προς Κτικάδο, χάνεται...

Χρόνια μετά η Βωλάξ στέκει παρά τις προσπάθειες των αποίκων να την προσαρμόσουν στα χούγια τους, όμως, οι ντόπιοι που δεν έχουν χούγια αλλά μέτρο, αντιστέκονται.

Μέτρο και κλιτότητα...

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...