Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα όνειρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα όνειρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗΝ ΝΗΣΟ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ


Το μεγάλο κήτος μας άφησε να μπούμε στην σκοτεινή κοιλιά του...

Ένα σκοτεινό πέπλο καλύπτει τις ώρες μέχρι το επόμενο πρωί οπότε, ο ύπουλος γάτος υπάκουσε στις νοερές μου οδηγίες και στις επτά και δέκα ακριβώς προσέγγισε την εξώπορτα. 

Ξύπνησε το ανυποψίαστο παιδί της πόλης νούμερο ένα και προσποιήθηκε τον πεινασμένο.
Παράλληλα, η καφετιέρα ολοκλήρωσε τον συνωμοτικό κύκλο: με αργές, υπό άλλες συνθήκες βασανιστικές, σταγόνες, εκχύλισε ποσότητα καφέ ικανή για να ξυπνήσει το παιδί της πόλης νούμερο δύο.
Ανεβήκαμε στο αυτοκίνητο, που είχαμε στα χέρια μας από το προηγούμενο βράδυ. Κρεμ. Το χρώμα του αυτοκινήτου ήταν Κρεμ. Το λέγανε Αλίκη.

Κυλίσαμε στον άδειο δρόμο.

Αριστερά μας το λιβάδι παρέμενε και περίμενε, αν και για μια στιγμή μου φάνηκε πως ανέμενε και απόμενε...μα προσπαθώντας να φτάσω στην άκρη του νήματος μ΄έπιασε φτάρνισμα από τα χνούδια και σταμάτησα δεξιά.

Στο μεταξύ ο ήλιος είχε βγει και μάλιστα, κατέβηκε λίγο πιό χαμηλά για να μπορέσουμε να τον φωτογραφήσουμε.
Μια περαστική μέλισσα άρπαξε την ευκαιρία και τού σκασε ένα φιλί στο μάγουλο.

Παρακάτω, παρακάτω και λίγο πιό παρακάτω και ενώ όλα πήγαιναν απρόσμενα καλά, ο καθρέφτης της Αλίκης κατέστησε σαφές πως, θα επενέβαινε σε όλη την βόλτα και ενώ προσπαθούσαμε να θαυμάσουμε τον μεγάλο Δράκο που φυλάει το νησί από Βορρά, ο καθρέφτης επέμενε να μας θυμίζει την έρημη Αγαπιανή άμμο. 
Πήραμε να ανηφορίζουμε πάνω από την κολυμπήθρα όπου έχουν βαφτιστεί σχεδόν όλοι οι Τηνιακοί.

Τα σύννεφα ενοχλημένα μαζεύτηκαν πάνω μας να δουν τους παράξενους, εκτός ορθού χρόνου επισκέπτες. 

Πείσμωσα.
Έσυρα με τα δυό μου χέρια λίγο, μα τόσο δα μόνον, πιό μπροστά το κοντινό βουνό και κράτησα τα άλλα στον ίσκιο του σύννεφου.
Η φωτογραφία βγήκε όπως την ήθελα. 
Τώρα, στο φωτεινό της κομμάτι χώραγαν οι υπότιτλοι, που θα περιέγραφαν την θέα στο χαζό μυαλό μου.

Ο δρομος ανηφόρισε. Ο καθρέφτης εξακολουθεί να χώνεται εκεί που δεν τον σπέρνουν: ενώ ένα θορυβώδες πράσινο μας είχε τραβήξει την προσοχή, εκείνος επέμενε να μας δέιχνει τον πίσω μας δρόμο.
"Είναι το ψόφιο αρνί που είδαμε και αφήσαμε ασχολίαστο”, ερμήνευσε το παιδί νούμερο ένα. Ο καθρέφτης ηρέμησε. "Είδατε που σας τόπα", είπε θριαμβευτικά.

Συνεχίσαμε στον δρόμο για το "Χωριό-ανάμεσα-στις-στρογγυλές πέτρες". 
Δίχως να καταλάβουμε πώς, βρεθήκαμε σ' ένα κάστρο όπου ο αγρότης/αυλικός μας κέρασε ρακί.
 
Ο βασιλιάς, ανήσυχος για την τόσο πρωινή επίσκεψη, ήρθε κοντά στην πόρτα με ορισμένες από τις παλλακίδες του, δεν ήξερε αν έπρεπε να μας καλωσορίσει ή να μας διώξει με τρόπο.

Περπατήσαμε στο βασίλειο. Από δω φάγαμε ψωμάκι, είπε ο αγρότης και μας έστειλε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων να ψάξουμε να βρούμε πότε ήταν η τελευταία φορά, που τα αμπελοφάσουλα έγιναν πρώτο θέμα. Του χρόνου θα βάλουμε πάλι την μπουλντόζα και θα ξαναφυτέψουμε. Πότε ακριβώς είναι αυτό, με τί συμπίπτει για να έχω μια καλή δικαιολογία, που δεν θα παραβρεθώ στο φύτεμα, σκέφτηκα...

Φτάσαμε.
Στην παιδική χαρά του χωριού έπαιζαν γελούδες και ζούδια, που μόλις μας είδαν μας καλωσόρισαν και μας κάλεσαν να παίξουμε μαζί τους, μα είναι γνωστό πως δεν μπορείς να παίζεις με τα ξωτικά γιατί θα σε κρατήσουνε για περισσότερο απ΄όσο λογαριάζεις και θα κρυώσει στο μεταξύ ο καφές σου στου Νατάλε.

Στην φωτογραφία τα ξωτικά δεν φαίνονται γιατί έχω προνοήσει να χρησιμοποιήσω φίλμ ειδικό να εξαιρεί τρομακτικές για μερικούς φυσιογνωμίες.

Σκέφτηκα: πρώτη φορά που ήρθα χειμώνα στην Βωλάξ ήταν το 1990. 
Μα πόσων χρονών ήμουν τότε; η απάντηση ζωγραφίστηκε αυτομάτως στον τοίχο...

Το χωριό ήταν έρημο, μόνο κάποιες ομιλίες εκφωνητών ραδιοφώνου (ευτυχώς όχι τηλεόρασης, την τρέμω την τηλεόραση) ακούγονταν από ανοιχτά παράθυρα. 
Ευτυχώς, που οι εκφωνητές δεν πεινάνε ποτέ όπου φιλοξενούνται, αλλιώς, πρώτον θα ήθελαν του κόσμου το φαί και δεύτερον θα πάχαιναν απίστευτα γρήγορα.

Για μια στιγμή με πάγωσε το άδειο χωριό. 
Ούτε άνθρωπος τριγύρω...
Το παιδί της πόλης νούμερο δύο με σκούντηξε στον ώμο δείχνοντάς μου τον τοίχο.


Ησύχασα, ο Αλέκος ήταν επάνω για την περίπτωση που χρειαζόμασταν κάτι...

Κατεβήκαμε στην βρύση του χωριού.
Δυστυχώς, για μένα που δεν είχα πιεί καφέ και έπρεπε να γκρινιάξω, εδώ όλα ταίριαζαν . 
Τα εφήμερα πλαστικά δίπλα στις πέτρες και το νερό. Τα σκουπόξυλα και ο ανινιγματικός λευκός σκουπιδοτενεκές, που αναιρούσε τον εαυτό του χωρίς να το ξέρει, μιας και πλαστικός και τενεκές δεν γίνεται.

Η ώρα πέρναγε ανελέητη. 

Χρειαζόμασταν επειγόντως ένα ξόρκι χρόνου. Πλησιάσαμε με δέος στην μπλε πόρτα του μεγάλου μπλέ νάνου, χτυπήσαμε απαλά, μα η πόρτα παρέμεινε κλειστή, ο μεγάλος νάνος δεν βγήκε ποτέ. 
Ο χρόνος μας θα τελείωνε στην προαγορασμένη ποσότητα: ένα Σαββατοκύριακο και μόνον αυτό...

Η στενοχώρια δεν κράτησε για πολύ.
Ένα παράξενο πλάσμα στεκόταν εμπρός μας.
"Τί είσαι εσύ;" ρώτησα και μεμιάς δυό φωνές μαζί ακούστηκαν: "Κιούπι", "Κιούπι". 
"Και γιατί στέκεστε κώλο με κώλο;
"Για να στεκόμαστε", μου απάντησαν. 
"Και γιατί βάλατε το χερούλι κάτω;"
"Για να μπορούν να πιάνονται τα ξωτικά του κάτω κόσμου και να βγαίνουν", μου απάντησαν.

Αμέσως σκεφτήκαμε πως ήταν ώρα να πηγαίνουμε.
Επόμενη στάση, στο κάστρο του Λεοντόκαρδου, εκείνου που μιλάει με το σίδερο κι΄ έχει στημένο το εργαστήρι του ψηλά στο βουνό.
Φτάσαμε.

Στάθηκα έκπληκτος δίπλα στο παράθυρο, η θέα με κοκκάλωσε κυριολεκτικά, όπως μπορείτε να δείτε καθαρά και στην φωτογραφία.


Το κυκλαδίτικο φως με τύφλωσε, ενώ το τελευταίο πράγμα που πρόλαβα να δω πριν σωριαστώ στο χώμα, ήταν το μέτρο στο πεζούλι...

Το μήνυμα ήταν σαφές: μετρείστε κάτι...

Μετά από πέντε ή έξι ρακιά καταφέραμε να μετρήσουμε τελικώς τον ουρανό. Είναι απλό: ξεκινάς από ένα μικρό κομμάτι, το οποίο μετράς με ακρίβεια και μετά, πολλαπλασιάζεις με τον ημερήσιο αριθμό ηλιαχτίδων που είναι απαραίτητες για να παραμείνεις άνθρωπος.

Μόλις τελειώσαμε με αυτό, ο Λεοντόκαρδος μας είπε πως περίμενε κι' άλλον έναν φίλο: τον Κάπτεν Νέμο, που αυτήν την εποχή αφήνει τις ανοιχτές θάλασσες και περνάει που και που για καμμιά κουβεντούλα. Το υποβρύχιο αναδύθηκε αργά-αργά προσέχοντας μην χτυπήσει στο νεοφυτεμένο δέντρο.

Δεν προλάβαμε να αλλάξουμε δυό κουβέντες κι' ένα σύννεφο ήρθε και κάθησε εμπρός στον ήλιο και, παρά τις παρακλήσεις μας, δεν έλεγε να κουνηθεί. Αποφασίσαμε να δράσουμε.

Φορτώσαμε στο καροτσάκι το νησί και ξεκινήσαμε. Μόλις φύγαμε από το σύννεφο που μας είχε θέσει υπό τον έλεγχό του και μας κρατούσε στον ίσκιο, εκείνο δικαιολογήθηκε πως, το έκανε για να μην ζαρώνουμε τα μάτια μας και κάνουμε πρόωρες ρυτίδες. 
Δεν πείστηκε κανείς. 

Ξεφορτώσαμε στον ήλιο το νησί και συνεχίσαμε την κουβέντα μας για τον σύγχρονο κινηματογράφο.

Ο Πήτερ Γκρίναγουεη έμενε δύο σκαλιά παρακάτω, πράγμα που αρχικώς δυσκολεύτηκα να το πιστέψω, αλλά, η κοιλιά του αρχιτέκτονα ήταν εμφανέστατη, ξεπρόβαλε εμβληματικά μέσα από την εκκλησία. 

Στην πρόσοψη της εκκλησίας υπήρχε και σαφής εξήγηση για το τί απέγιναν οι δράκοι του νησιού. Ο Αγηος Δεμιτριος είχε σκοτώσει τον τελευταίο, άτυχο δράκο.


Η ώρα πέρναγε...
Όσο και αν φλυαρούσαμε επιτηδευμένα άσκοπα για να μείνουμε για λίγο ακόμη μαζί, ο ενοχλητικός καθρέφτης εξακολουθούσε να μας πιέζει. 
Τώρα προσπαθούσε, και αποτύγχανε, να αντιληφθεί το άπειρο μετά από εσφαλμένη κατανόηση των οδηγιών τού Λεοντόκαρδου, αντί μέσα από καθρέφτες, μέσα από υαλοπίνακες αυτοκινήτων. 

Το μόνο που κατάφερε να εντοπίσει, ήταν ο Λεοντόκαρδος που επέστρεφε στο κάστρο του...




Γυρίσαμε σπίτι.
Νύσταξα, έγειρα στον καναπέ κι' έβαλα όλη μου την προσοχή στα λόγια του επίμονου αέρα.

Ώρα πέρασε. 
Τόση, ώστε να χωρέσει στο διάστημα ανάμεσα σε δύο βλεφαρίσματα γριππιασμένου πενηντάχρονου.

Ένα κούνημα με ξύπνησε. 

Κύτταξα έξω απ΄το παράθυρο: 

το βουνό είχε αντικατασταθεί από θάλασσα και ένα καράβι με περιέβαλε σε κάθε μου βήμα.

Ευχήθηκα να μας έκλεινε ο καιρός καταμεσίς στην θάλασσα και να έπρεπε να χτιστεί επι τόπου ένα λιμάνι για να μας προστατεύσει και τριγύρω του ένα νησί, αλλά αυτό θα έπαιρνε απίστευτα πολύ χρόνο και την Δευτέρα είχαμε δουλειά.

Σκέφτηκα την Αλίκη. 

Παρέμενε στο λιμάνι παρκαρισμένη με τα κλειδιά επάνω περιμένοντας τον επόμενο μισθωτή, που δεν θα ήξερε πως την λένε Αλίκη.


Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ...

(αναδημοσίευση από το tinoscult.wordpress.com)

Και μαζεύτηκαν όλoι στο Σύνταγμα, να διαμαρτυρηθούν για το έγκλημα που η αντιδημοκρατική κυβέρνηση ετοιμαζόταν να ψηφίσει, έχοντας προηγουμένως τρομάξει τον κόσμο με διαρκείς εκπομπές και βομβαρδισμό ειδήσεων από πουλημένους δημοσιογράφους.

Αυτή τη φορά, η αστυνομία δεν στήθηκε να προστατέψει τα γραββατοφορεμένα παχύδερμα, αλλά, μόλις οι διαδηλωτές πλησίασαν, έβγαλε τα κράνη, απίθωσε τις ασπίδες και τα ρόπαλα και ενώθηκε με τους διαδηλωτές, γυρίζοντας προς τη Βουλή.

ΟΙ βουλευτές ξαφνικά, κατάλαβαν το κακό που πήγαιναν να κάνουν, ο πρωθυπουργός αναλύθηκε σε δάκρυα, πέφτοντας στα γόνατα και ζητώντας συγγνώμη προς όλους και κανέναν συγκεκριμένα, φωνάζοντας γοερά “Μαμά, δεν μπορώ, πες τους πως προσπάθησα, σε παρακαλώ!”.

Ο αρχηγός ης αντιπολίτευσης με τους αρχηγούς των άλλων κομμάτων πήγαν, τον σήκωσαν, του παραστάθηκαν, τον έστησαν στα πόδια του, “Δεν πειράζει, έλα, σήκω, όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε, έλα, ας τους πούμε την αλήθεια και να δεις που θα καταλάβουν !”

Απ΄έξω ο λαός είχε μάθει τί είχε γίνει και ζητωκραύγαζε.

Στην Γερμανία η Μέρκελ έπαιρνε τηλέφωνο τον Σαρκοζί: “Αυτό δεν θα το ανεχτώ!” ωρυόταν. “Θα το δεχτούμε και θα κοιτάξουμε να μπαλώσουμε το ψέμα, αλλιώς, αυτοί είναι ικανοί να γρεμίσουν όλη την Ευρώπη!”

Τα κανάλια στην μικρομέγαλη χώρα ήταν σε αμηχανία. Ο ΣΠΑΪ και το ΜΕΜΑ είχαν μείνει άναυδα και οι μεγαλοδημοσιογράφοι τους δεν έυρισκαν λόγια να περιγράψουν την απογοήτευσή τους για την αποφυγή της υποταγής. από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο το μόνο που κατάφερναν να ακούσουν ήταν “Τέρμα τα ψέματα, τελείωσε, δεν πάει άλλο, δεν έχω άλλα ψέματα, στέρεψα !”

Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κύριος Πάγκακος, φανερά καταβεβλημένος, χλωμός και αδυνατισμένος, βγήκε από την βουλή χωρίς συνοδεία και περπάτησε ανάμεσα στον κόσμο: “Συχωρέστε με, δεν ξέρω να κρατάω το στόμα μου, τί είπα, Θεέ μου, τί είπα…” και γεμάτος συντριβή, μέσα στην αδιαφορία τού κόσμου, χάθηκε στο βάθος του δρόμου.

Λαός και πολιτικοί, αγκαλιασμένοι από τους αγκώνες, προχώραγαν προς τις κάμερες των ξένων τηλεοπτικών συνεργείων χαμογελαστοί, οι γραβάτες ανέμιζαν δεμένες στα κοντάρια των πλακάτ, όλοι μαζί έδειχναν απίστευτη δύναμη, ανίκητοι, καμμιά φτώχεια δεν θα μπορούσε να τους νικήσει, θα ξαναφτιάχνανε την Ελλάδα ο κόσμος να χαλάσει..!

Χτύπησα το κεφάλι μου στο κομοδίνο και ξύπνησα…

Κωλοξυπνητήρι…

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Το playstation που σκότωσε τον Βασιλιά...


Θυμάστε το παραμύθι «Τα Καινούργια Ρούχα του Αυτοκράτορα»; 
Όπου δύο επιτήδειοι εκμεταλλεύονται την μανία ενός άρχοντα για όμορφα ρούχα και τον αφήνουν ξεβράκωτο να παρελαύνει εμπρός στους υπηκόους του, χωρίς κανείς να παραδέχεται ή να τολμάει να αναφωνήσει την αλήθεια, ότι, δηλαδή, ο βασιλιάς είναι γυμνός, εκτός από ένα μικρό παιδί που βρίσκεται στην παρέλαση..; 
Οι υπόλοιποι είναι όλοι πεπεισμένοι πως, τα ανύπαρκτα στην πραγματικότητα, ρούχα δεν μπορεί να τα δεί όποιος δεν είναι έξυπνος... Και αφού όλοι θέλουν να λογίζονται με τους έξυπνους, δεν βγάζουν τσιμουδιά...

(Για όποιον θέλει να θυμηθεί το παραμύθι : http://www.paramithia.net/and3.html )

Σας θυμίζει κάτι..; Υπήρξε σ΄αυτήν την χώρα που έχουμε την τύχη να ζούμε, παρόμοια περίσταση ; Μάλλον, και κράτησε καμμιά εικοσιπενταριά χρόνια...

Θέλετε να πάμε τώρα και σε μια παραλλαγή του παραμυθιού;

Αυτήν την φορά, το παιδάκι είναι απασχολημένο να παίζει playstation κι΄έτσι δεν βρίσκεται κανείς να φωνάξει «Ο βασιλιάς είναι γυμνός !!!». 

Οι χαχόλοι γυρίζουν σπίτια τους, ευχαριστημένοι που προσμετρώνται στους έξυπνους, ο βασιλιάς, αν και συναχωμένος,  γυρίζει τρισευτυχισμένος στο παλάτι, βέβαιος ότι τους κορόιδεψε όλους και δεν τον πήραν χαμπάρι, ή και αν τον πήραν χαμπάρι, κάποιον λόγον έχουν που δεν το λένε, και όλοι κρύβονται απ΄τον εαυτό τους πρώτα και από τους άλλους μετά. 

Οι δύο απατεώνες παραμένουν στην υπηρεσία τού αυτοκράτορα και, αφού βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, αποφασίζουν να το εκμεταλλευτούν. 
Προτείνουν, λοιπόν, στον αυτοκράτορα να τού υφάνουν εξ΄ίσου όμορφα παπλώματα και κουβέρτες για το βασιλικό κρεββάτι.

Και ο βασιλιάς πέφτει αναγκαστικά στην παγίδα... 
Χρυσοπληρώνει καλύμματα που όχι μόνον θα τον αφήσουν ξεσκέπαστο, αλλά και θα τον φέρουν στο χείλος του θανάτου με τα πρώτα κρύα...

Οι δυο απατεώνες σιγά-σιγά κλείνουν τον κλοιό γύρω από τον βασιλιά, που δεν μπορεί να αποφύγει πλέον το δυσάρεστο. 
Όσοι καταλαβαίνουν τους σκοπούς των δύο απατεώνων και πάνε να αποκαλύψουν το σκοτεινό σχέδιο, γίνονται με τρόπο συνεργάτες της πονηρής κλίκας και συμμετέχουν όπως μπορούν με αντάλλαγμα οφίκια και αξιώματα. 
Μετά από λίγο καιρό, όλοι επιθυμούν τον θάνατο του βασιλιά και κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να συντομευθεί.

Ο βασιλιάς πεθαίνει και ανεβαίνουν στην εξουσία οι δύο απατεώνες, διορίζοντας στις θέσεις που είχαν υποσχεθεί, όλους όσους τους είχαν βοηθήσει.

Όλα πάνε καλά και όλοι πλουτίζουν εις βάρος της έρημης χώρας.

Ως την μέρα, που οι δύο απατεώνες αποφασίζουν και διατάζουν ότι αυτοί θα διαλέγουν σε ποιόν θα ράβουν παπλώματα από ΄δω και στο εξής...

Αυτά, καλά μου παιδάκια ! 

Ξανακοιμηθείτε τώρα, γιατί όλο το παραπάνω, είναι η πραγματικότητα που ζούμε και όχι κάποιο παραμύθι ή όνειρο...

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Το άδειο σκαμνί...


Βρέθηκα στο υγρό κελί. 
Ήταν καθισμένος σ΄ένα σκαμνί, τυλιγμένος μ΄ένα βρώμικο, σκισμένο χιτώνα, σκυφτός, με τα χέρια δεμένα με σκοινί, ακουμπισμένα ανάμεσα στα πόδια.

Κρυώνεις, ρώτησα. 

Κάνει κρύο, είπε σιγά. 

Θα πεινάς και θα διψάς, είπα σιγανά.

Κούνησε το κεφάλι...

Δεν μπορώ να κάνω τίποτε για σένα, ούτε νερό να σου δώσω ούτε ψωμί, του είπα.

Δεν πειράζει, να με σκέφτεσαι κι΄είναι το ίδιο, είπε μαλακά, να με σκέφτεσαι εδώ μέσα που είμαι και θα είναι σαν νερό και σαν ψωμί για μένα. 

Έσκυψα κάτω.

Αύριο θα σε πάνε στον άλλο δικαστή, είπα και τον κύτταξα.

Ναι, έχει κι΄αυτός σειρά, απάντησε.

Άρχισε να τρέμει. 
Υγρασία και κρύο μπαίναν απ΄την καγκελόπορτα. 
Έξω ακούγονταν οι φωνές των στρατιωτών.

Ούτε γι αύριο μπορώ να κάνω τίποτε, είμαι πολύ μακρυά από ΄δω, δυό χιλιάδες χρόνια μακρυά, είπα.

Είσαι δίπλα μου, μα δεν πρέπει να κάνεις τίποτε, απάντησε κυττάζοντας κάτω. 
Αν θες να με σκέφτεσαι, και αυτή θάναι η συντροφιά μου. 

Δεν μπορώ να κρατήσω την σκέψη μου κοντά σου εύκολα, ακόμη κι΄όταν ξέρω το μαρτύριό σου, είπα.

Το ξέρω..., είπε.

Είναι σαν να κοιμάμαι στο ξύπνιο μου και μετά έρχεται η σκέψη σου και με πιάνει ντροπή, είπα.

Δες πέρα απ΄τη ντροπή, δες τον εαυτό σου, αυτό να προσπαθείς, είπε.

Περιμένεις το Σάββατο, ρώτησα.

Όχι, είπε.

Μα τότε τελειώνουν όλα... Ίσως θα βοηθούσε το να σκεφτόσουν την έγερση, είπα.

Πρέπει να είμαι εδώ...Να ζω κάθε στιγμή, αλλιώς, δεν έχει νόημα η έγερση, είπε.

Πώς είναι όταν σηκώνεσαι απ΄τους νεκρούς, ρώτησα.

Δεν είμαι εκεί...Είστε όλοι εσείς, αλλά εγώ δεν είμαι εκεί, είπε.

Δεν είσαι, ρώτησα.

Όχι.... Είμαι ήδη σε κάθε ανθάκι που σκάει, σε κάθε πρώτο βήμα παιδιού, σε κάθε χαμόγελο που μόλις αρχίζει να φωτίζει ένα πρόσωπο, στο χέρι που αγγίζει ένα μέτωπο με ανησυχία, είπε.

Και ΄μεις, ρώτησα.

Εσείς απλώς περιμένετε να περάσει η ώρα και να γυρίσετε στις συνήθειές σας, είπε.

Τί πρέπει να κάνω, ρώτησα.

Δεν ξέρω, αληθινά δεν ξέρω. Δεν ήμουν ποτέ ο δάσκαλος που φαντάστηκες, είπε.

Και τότε, ρώτησα.

Τότε, να με σκέφτεσαι εδώ που είμαι τώρα, αν θες, και τ΄άλλα έρχονται μόνα τους.

Το κελί σκοτείνιασε κι΄άλλο, οι φωνές έπαψαν, Αυτός δεν ήταν πιά δίπλα μου και το φώς του πρωινού μπήκε απ΄την τραβηγμένη κουρτίνα.

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΛΕΡΟ...


«Το πρωί μόλις ανοίξαμε τις τηλεοράσεις ακούσαμε ότι, οι Τούρκοι πήραν την Λέρο. Παγώσαμε, τρομάξαμε, μαζευτήκαμε...Θυμήθηκα άλλες εποχές που μας έπιανε ιερή μανία όταν κάποιος άγγιζε κάτι απ΄την πατρίδα και τώρα ούτε που τόλμαγες να πεις την λέξη. Δεν υπήρχαν πιά πατρίδες και σημαίες...

Και τώρα; Σκέφτηκα...Τώρα ποιό νησί έχει σειρά, πού θα πάνε ν΄ακουμπήσουν τα βρωμόχερά τους οι καλοί γειτόνοι και κουμπάροι..;

Είχαν βγεί στις τηλεοράσεις κι΄όλοι οι σφογγοκωλάριοι και πετάγαν τις ευθύνες στους άλλους, μα ποιός τους άκουγε...Μερικά κανάλια έβαλαν και τραγούδια του περασμένου πολέμου και στο ίντερνετ φωνάζαν όλοι πως τα έλεγαν καιρό και κανείς δεν τους άκουγε, τους είχαν στήσει στον τοίχο και τους έβριζαν πολεμοκάπηλους και ξενοφοβικούς.

Την αλήθεια δεν την μάθαμε παρά μετά από πέντε μέρες.
Οι Τούρκοι είχαν ησυχάσει για καμπόσο καιρό, μας είχαν κοιμίσει τού καλού καιρού, νομίσαμε πως δεν τους ένοιαζε πιά και μετά κάναν ένα μπραφ και πήραν το νησί. Στρατός γερός δεν υπήρχε να κάμει κάτι, ούτε αεροπορίες και ναυτικά πρόλαβαν. Οι Τούρκοι τόζωσαν από παντού και φτιάξαν έναν διάδρομο επικοινωνίας με την Τουρκία που τον προστάτευαν με κάθε μέσο. Δεν τους ένοιαζε ούτε ο Έβρος, ούτε άλλο νησί, μα αυτό που είχαν πάρει το κρατάγαν καλά σαν μωρό νεογέννητο, σαν πολύτιμο βάζο σε μετακόμιση.

Τα τζιμάνια μας φοβόνταν για την Κάλυμνο και τη Σάμο που ήταν κοντά και το βρήκαν στη Λέρο. Τα ξένα κανάλια το είχαν ρίξει τέταρτη είδηση, σαν νάρθαν δυό φίλοι επίσκεψη στο σπίτι μας...
Σαν να μην έφταναν αυτά, ξάφνου γέμισε τούρκικους ραδιοφωνικούς σταθμούς το Αιγαίο, που μιλάγαν ελληνικά και λέγαν ότι να μην  φοβόμαστε τίποτα, γιατί ο σκοπός ήταν να βρούμε μια λύση για την συνδιαχείριση του Αιγαίου κι΄όχι η κατοχή του νησιού.

Οι δικοί μας περίμεναν τους Αμερικάνους να μας πουν τί να κάμουμε. 
Λέγαν οι τηλεοράσεις, λέγαν, λέγαν, λέγαν, ένας μάλιστα έβγαλε και Τούρκο να μας μιλήσει, να μας ενημερώσει. Το μεγαλοκάναλο έγινε κέντρο ενημέρωσης του λαού, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μίλαγε μόνον εκεί. Απαγορεύτηκαν στην τηλεόραση και οι συζητήσεις με τα παράθυρα με τους ειδικούς, που παληά λέγαν όποια μπαρούφα τους κατέβαινε για κάθε θέμα. Όσο καιρό τούς εξυπηρετούσε το σύστημα το κράταγαν, τώρα, τόχαν δαιμονοποιήσει...

Τα τουρκικά αεροπλάνα έφτασαν ως πάνου απ΄την Χαλκίδα, ενώ όταν σηκώνονταν τα δικά μας, βρίσκαν το Αιγαίο μπλοκαρισμένο από συχνότητες και αντίμετρα, που δεν τους αφήναν να πετάξουν.
Το ίντερνετ έπηξε από μηνύματα φιλίας από τους γειτόνους, ενώ οι σελίδες των υπουργείων είχαν καταληφθεί από τούρκους χάκερς που πέρναγαν όποια γραμμή ήθελαν.

Στην Αθήνα τώρα, έγινε το μεγάλο ταβατούρι. 
Όπου υπήρχαν μουσουλμάνοι βγήκαν στους δρόμους και διεκδίκησαν τις περιοχές. Τί σημαίες, τι αφίσες, τί ντουντούκες διαλαλούσαν τον λόγο και το θέλημα του Αλλάχ και όλο και περισσότεροι μαζεύονταν στους δρόμους όλο και πιό αγριεμένοι. Λένε πως έγιναν πολλά εκείνες τις μέρες που δεν θα τα μάθει ποτέ κανείς. Και όλοι αυτοί έιχαν πλάτες εκείνο το κομματάκι της λεγόμενης αριστεράς, που πάντα διοικούσε τα εσωτερικά της χώρας...

Ετούτοι λέγαν πως δεν πρέπει να λειτουργήσουμε με αναχρονιστικά αντανακλαστικά και πως πρέπει να δέιξουμε ψυχραιμία μέχρι να δούμε τις αληθινές προθέσεις των γειτόνων, δεν τους λέγαν Τούρκους, τους λέγαν γειτόνους. Μαζί με τούτα, άρχισαν να σκάνε όλο και πιό πολλές τρομοκρατικές ενέργειες στην πόλη και έβλεπες νεαρούς με ρόπαλα και σιδερικά να κυνηγάνε στρατιωτικούς και αστυνομικούς μεσ ΄το κέντρο της Αθήνας.

Στις φυλακές οι εξεγέρσεις έφταναν μέχρι θάνατο και υπήρχαν ομάδες που προμήθευαν όπλα τους κρατουμένους...Έγινε χαμός..Πόσοι λιανίστηκαν από κάθε πλευρά εκείνες τις μέρες, κανείς δεν ξέρει...

Κλείσαν και τα σχολεία, γιατί τις πρώτες μέρες έγιναν πολλά επεισόδια σε βάρος παιδιών μουσουλμάνων και σε όσα έμειναν ανοιχτά, οι προοδευτικοί είχαν βάλει σκοπιές με φυλλάδια με απειλητικά συνθήματα να προειδοποιούν τους γονείς για το πώς θα φερθεί το παιδί κι΄ο δάσκαλος στην τάξη, να μην ειπωθεί τίποτε πατριωτικό, να μην θιγούν οι μετανάστες, να μην μάθουν τα παιδιά τί έγινε.

Στα σύνορα στον Έβρο δεν κουνήθηκε μύγα. Οι στρατιώτες πυροβόλαγαν χωρίς δεύτερη κουβέντα όποιον πλησίαζε στο ποτάμι ή το σύρμα. Βρήκαν μετά παιδάκια και μάνες γαζωμένα απ΄τις σφαίρες, σωρό. Κανείς δεν θεωρούνταν εγκληματίας, όλοι προστάτευαν τη χώρα. Τώρα το θυμήθηκαν...

Και πάλι είχαμε παίξει το παιχνίδι των Τούρκων, που στείλανε εκείνες τις μέρες ορδές λαθρομετανάστες, σίγουροι πως δεν θα κρατιόμασταν και θα κάναμε αυτό που περίμεναν. 
Μετά γέμισαν τα δελτία ειδήσεων σ΄ολο τον κόσμο από εικόνες και βίντεο της σφαγής, που είπαν μάλιστα πως προηγήθηκε της επίθεσης στην Λέρο κι΄έτσι, βρεθήκαμε κατηγορούμενοι να απολογούμαστε όπως οι Σέρβοι πριν από χρόνια.

Οι Ρώσοι, που τους περιμέναμε να μας σταθούν, περίμεναν στην γωνία να δουν τί θα συμβεί, γιατί στο μεταξύ στα ανατολικά σύνορά τους, είχαν ξεσπάσει ταραχές και μεγάλο μέρος του στρατού απασχολούταν εκεί. 
Οι Αρμένιοι, απ΄τους οποίους περιμέναμε έστω έναν εσωτερικό αντιπερισπασμό, είχαν να σβήσουν τις φωτιές στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ που πάλι είχαν ανάψει. 
Όσο για τους εβραίους, είχαν ήδη ξεκινήσει συζητήσεις με τους τούρκους για το κοίτασμα στα δυτικά της Λέρου.

Δεν σούπα τίποτε για τους κατοίκους και τους στρατιώτες του νησιού. Αυτούς δεν τους είχαν αγγίξει ούτε τρίχα. Τους κατοίκους τούς καλοτάϊζαν, τούς πήγαν γιατρούς και νοσηλευτές, έβαλαν δωρεάν συγκοινωνία για όποιον θάθελε να περνάει στην Τουρκία και μετά να ξαναγυρίζει και τους έκοψαν κάθε επαφή με τον έξω κόσμο, έτσι που δεν ήξεραν τί και πώς είχε γίνει. 
Νόμιζαν εκείνοι πως ήταν μέρος μιας συμφωνίας και πως αυτός ήταν και ο λόγος που περνάγανε καλά και δεν τους πείραζε κανείς.

Τούς στρατιώτες, τους έβαλαν σε φουσκωτά με νερό και λίγες γαλέτες και τους έδιωξαν απ΄το νησί, χωρίς να πειράξουν κανένα τους.
  
Μετά ζητήσαμε διευθέτηση, για να μην την πούμε συνθηκολόγηση και άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Οι Τούρκοι προσφέρθηκαν να καλύψουν τα νησιά που είχαν κακή συγκοινωνία, με γιατρούς και αυτά που τους έλειπαν τόσον καιρό. Ζήτησαν, μάλιστα, να γίνουν και δημοψηφίσματα σε κάθε νησί. 
Να μην στα πολυλογώ, βρεθήκαμε αγκαλιά με τους γειτόνους χωρίς να καταλάβουμε το πώς και μας μπαστακωθήκανε στο Αιγαίο και μπαίνανε και βγαίνανε όποτε ήθελαν. 

Στην Αθήνα, με την μεσολάβηση εξωκοινοβουλευτικών του κόμματος που φαντάζεσαι, αποφασίστηκε να εκκενωθεί από ντόπιους η περιοχή που φαντάζεσαι και πήγαν και μείναν εκεί όλοι οι μουσουλμάνοι της Αθήνας, γιατί και αυτός που έμενε στην Καλλιθέα ας πούμε, έβλεπε πως δεν μπορούσε πιά να κατοικήσει εκεί, φοβόταν για την φαμελιά του.
Αυτά..

Και σήμερα, άμα θέλω να πάω στο νησί, θα πρέπει να πάω με τούρκικο καράβι γιατί κι΄αυτό, το δώσαμε να το χειριστούν αυτοί.

Οι εκλογές δεν έχουν πιά νόημα, διαλέγουμε μόνον διαχειριστές των εντολών, όπως γινόταν και πάντα, μόνο που τώρα, το λένε και ανοιχτά.

Αυτά γινήκανε όσο έλειπες...»

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Και τώρα, οι δυό μας..!

«Και τώρα οι δυό μας..!», 
φάνηκαν τα δόντια μέσα απ΄το χαιρέκακο χαμόγελο και γυάλισαν τα μάτια του ΑΡΧΟΝΤΑ-ΓΑΜΠΡΟΥ της ΤΗΝΟΥ-ΝΥΦΗΣ, όταν έκλεισε πίσω τους η πόρτα των εκλογών και τα κουμπαράκια πήγαν στα σπίτια τους καλοφαγωμένα και τραταρισμένα με τις γλυκύτατες ψήφους τών άπαξ καλεσμένων στο αλισβερίσι.

Η νύφη-Τήνος ενστικτωδώς μαζεύτηκε. 
Είχε κακές εμπειρίες από παρελθόντες μνηστήρες και γαμπρούς, το σώμα της ήταν γεμάτο μελανιές, ράμματα, εκδορές, σημάδια μικρών αλλά, έκδηλων ακρωτηριασμών, ο πόνος είχε φύγει απ΄το σώμα, μα η ψυχή έτρεμε ακόμη από την γνώση τού με πόσους τρόπους είναι δυνατόν να ασελγήσει κανείς επάνω της...

Ο άρχων του βίου της για τα όσα επόμενα χρόνια ήξερε πως το θύμα δεν μπορεί πλέον να ξεφύγει. Στρογγυλοκάθησε στην φαρδειά πολυθρόνα του και την κύτταξε με βλέμμα καλοφαγωμένου λύκου μέσα σε αμπαρωμένο μαντρί. 
Δεν βιαζόταν, το πανηγύρι είχε μόλις αρχίσει και ήταν χορταστικότερο απ΄όλα τ΄άλλα, στα οποία κατά καιρούς είχε αναγκαστεί να παραβρεθεί μέχρι να αποσπάσει την συγκατάθεση των κατ΄επίφασιν συγγενών για τον γάμο.

Ήδη, σχεδίαζε με ποιούς τρόπους θα μοιραζόταν τα κάλλη και την μοναδικότητα της ομορφιάς της νύφης με τους πρόθυμους σάτυρους τών διαφόρων εξουσιών. 
Ήδη, είχε αρχίσει να διαμορφώνει την τιμή της νύν νύφης και μελλοντικής του πόρνης, για κάθε είδους απαίτηση των πελατών του.

Το μέλλον διαγραφόταν λαμπρό για το βάθος της τσέπης του, δυσοίωνο και σκοτεινό όμως, για το ράκος που θα άφηνε πίσω της η κυριαρχία του επάνω στο σώμα της άμοιρης νύφης.

Καλή χρονιά.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο προέρχεται από φίλο-επισκέπτη τής νήσου, εμπαθή, κακοπροαίρετο και  μισαλλόδοξο, που δυστυχώς λάτρεψε μόνον την μοναδικότητα του τοπίου και την ιδιαιτερότητα τής Τήνου, χωρίς να εκτιμήσει ποτέ του στο ελάχιστο τα καλαίσθητα τσιμεντόσπιτα και ενοικιαζόμενα, με τα οποία προίκισε την Νήσο η αδιαφορία (και μόνον αυτή...)των κατά καιρούς αρχόντων της.

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

οι λέξεις...


Η Βουλή, βράδυ Σαββάτου, έρημη, σκοτεινή / παραέξω οι εκλογείς, το σώμα, αναμένει / η Πανεπιστημίου κενή, τα πεζοδρόμια άδεια από τα σεντόνια με τις πραμάτειες / μετά τις εκλογές πάλι / η Ομόνοια φωτεινή μέσα στα τσιμέντα της, ο φόβος και το κιτς φυλάνε τα έρημα / Αιόλου έρημη, Παρίσι-Τέξας του Βέντερς, αφίσσες στις βιτρίνες των ερημωμένων καταστημάτων «Κλειστό λόγω μνημονίου», τελευταία άπελπις προσπάθεια άγρας ψήφων / άστεγοι σε κάθε εσοχή, χαρτόνια και κούτες βαλμένα με τάξη, μερικού αλλάζουν ρούχα για να κοιμηθούν, η πλατεία Κοτζιά άδεια και φωτισμένη / Ψυρρή / αδιαχώρητο / μεζεδομετανάστες σε ρυπαρά πεζοδρόμια, καρέκλες στο οδόστρωμα, φοιτητές και μη, γύρω από λεπτές φέτες χταποδιού στη σχάρα με τσίπουρα κακής ποιότητας να οδηγούν τις συζητήσεις / τρεις τουρίστες προσπαθούν να διασχίσουν τα συνωστισμένα σώματα, κυττούν κάτω, δεν συμμετέχουν / αφίσσες που δεν καταλαβαίνεις τί διαφημίζουν, ιντερνετική αισθητική χωρίς υπότιτλους για τους μυημένους / Κυριακή πρωί, γύρα στα Αναφιώτικα / τουρίστες απορημένοι / όλοι οι Αρχαιολογικοί χώροι κλειστοί λόγω εκλογών / ο πεζόδρομος της Ακρόπολης καταπατημένος από μηχανοκίνητα / επιστροφή στο σπίτι / ευτυχώς σε δύο κανάλια έχει παιδικό, βλέπω KONG και ΛΑΓΟΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ / στα άλλα κανάλια βράζουν οι επιτυχίες, δεν αντέχω τη μυρωδιά του βραστού, συνεχίζω με ΜΠΟΜΠ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΚΗ / οι πετυχημένοι πολεμιστές κέρδιζαν τις μάχες αγγίζοντας απλώς την λαβή του σπαθιού / άλλοι χρειάζονται ΜΜΕ, πληρωμένους δημοσιογραφίσκους και απειλές / ακολουθούν τα Χριστούγεννα σε όλη τους την τραγικότητα / περνάει εμπρός από τα μάτια μου ο Θείος Τάκης του Ξανθούλη και ο Ξεπεσμένος Δερβίσης του Παπαδιαμάντη / αγγίζω τις ράχες των βιβλίων στα ράφια, δύο μετά τα μεσάνυχτα / παρηγοριά να ξέρεις πως έστω πέρασαν από τα μάτια σου / "Έβραζεν, έβραζε, η νύκτα βαθιά. Ζεστόν το σαλέπι, πολύ ζεστότερον το στρώμα." / οι λέξεις, μόνον οι άριστες από αυτές μένουν, βαλμένες πλάϊ-πλάϊ στο γονιδίωμα του βιβλίου, διαιωνίζονται δίκην εγωιστικού γονιδίου, ιχνηλατούν και προσδιορίζουν την πορεία μας.

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΚΟΥΜΠΑΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ...

Λίγο μετά, που έχει φύγει όλος ο κόσμος, μόλις αυτοί που μέχρι πριν λίγες μέρες λέγονταν τουρίστες γυρίσουν τα μάτια τους στις οθόνες των υπολογιστών τους.... 


 ...μόλις το τσιμέντο μάς καταπιεί όλους, τότε ακριβώς, ο ουρανός τραβάει την γαλάζια του κουρτίνα κι΄αρχίζει να παίζει με τα σύννεφα...


Τώρα, που κανένα βέβηλο μάτι δεν κυττάει, μπορεί να αποκαλυφτεί σε όλο του το μεγαλείο και το απέραντό του βάθος...

Αφήνεται να στηριχτεί πάνω στα σύννεφα, να ξεκουραστεί από την καλοκαιρινή ανία και να κάνει κάτιτίς για τον εαυτό του...

Και παίζει, σαν μικρό παιδί με τα χρώματά του...


...που είναι τελικά, μόνον ένα......


Λευκό......


....αλλά, με μπόλικο Ήλιο και Αέρα...

 
 ...και φτιάχνει μ΄αυτό τού κόσμου του την ομορφιά...





ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...