Μια μικρή, γρήγορη βόλτα, από Περάστρα για Λουτρά μαζί με το γιό μου.
Ναι, σε κείνο το τοπίο που γίνομαι γραφικός να λέω ότι με γοητεύει και δεν χορταίνω να περπατάω. Πόσα νάχει πιά να δεις από Περάστρα ως τα Λουτρά; θα πει κανείς.
Για μένα έχει και για πολλούς ακόμη έχει.
Το πρόβλημα είναι με κείνους που δεν πιστεύουν πως έχει πολλά για να δεις.
Έλεγα λοιπόν πως θα γράψω για το τοπίο, για την απίστευτη γεωμετρία που συναντάς σε σημεία που δεν το περιμένεις, για όγκους που φωτίζονται και εξέχουν ο ένας από τον άλλον με μοναδικό τρόπο,
...για αδίδακτη αρχιτεκτονική τοπίου, που την μίλησε στην ψυχή του χτίστη ο τόπος και η ανάγκη,
...έλεγα να πω και πάλι για τα μονοπάτια που συστρέφονται σε ένα άφωνο πλέγμα που μπορεί να σε πάρει και να σε πάει όσο πιο μέσα μπορείς να πας στον εαυτό σου, γιατί, ας μην κοροϊδευόμαστε,
...το κάθε μονοπάτι πηγαίνει όπου θέλει η ψυχή σου να πάει, κι΄εσύ επιλέγεις μονοπάτι ανάλογα με αυτήν την ψυχή.
Έλεγα λοιπόν πως θα γράψω ένα κείμενο για να βάλω ήχο στις φωτογραφίες αυτής της βόλτας.
Αλλά, η φωτογραφία ενός ερειπωμένου κτιρίου, που στα νιάτα του σίγουρα θα ήταν εντυπωσιακό, με οδήγησε να ρωτήσω τον φίλο μου τον Γιάννη, γνώστη όλων των λεπτομερειών των Κάτω Μερών, για το τι ήταν αυτό το κτίριο.
Η απάντηση έδωσε και τον τίτλο στην ανάρτηση: το κτίριο αυτό ήταν μία βιοτεχνία που έφτιαχνε τεχνητά μέλη.
Πού; Στην Τήνο, υπήρχε βιοτεχνία που έφτιαχνε τεχνητά μέλη!
Ξέρω πως οι περισσότεροι από μας νιώθουν λίγο αμήχανοι απέναντι σε ανθρώπους με κάποια ειδική ανάγκη, που συνεχίζουν να ζουν βασιζόμενοι σε κάποιο τεχνητό μέλος.
Ύστερα σκέφτομαι πως οι ίδιοι που δεν ξέρουμε πώς να σταθούμε απέναντι σ' έναν συνάνθρωπο με τεχνητά μέλη, ζούμε, κινούμαστε, εργαζόμαστε σε μια κοινωνία που η ίδια χρειάζεται τεχνητά μέλη για να συνεχίσει να επιβιώνει.
Σε μια κοινωνία που αντικατέστησε την γεωργία και την κτηνοτροφία, τα χέρια και τα πόδια της δηλαδή, με σούπερ μάρκετ, καφετέριες, μπαράκια και ορθάδικα, ταβέρνες και σουβλατζίδικα το ένα πάνω στ' άλλο, ξενοδοχειακά καταλύματα με πισίνες στον ξερότοπο των Κυκλάδων, παγωτατζίδικα, ομπρέλες, ξαπλώστρες και καλοκαιρινές αρπαχτές.
Τα τεχνητά μέλη, δηλαδή, μιας κοινωνίας ανάπηρης, που αδυνατεί να στηριχτεί μόνη της, και περιμένει από τους επισκέπτες της να την συντηρήσουν καταναλώνοντας εισαγόμενα τρόφιμα, ποτά, καφέδες, ακόμη και εισαγόμενες πρώτες ύλες για τα παρουσιαζόμενα σαν τοπικά προϊόντα.
Τεχνητά μέλη που μάθαμε με το ζόρι να χρησιμοποιούμε, ειδάλλως θα μέναμε πίσω στην κούρσα της "ανάπτυξης" και της "εξέλιξης" μέσα στην τουριστική αγορά, που στην ουσία είναι αυτή που μας βάζει τον ορό για να μας κρατάει ζωντανούς τόσο, όσο φτάνει για να μπορούμε μόνον να περιμένουμε κάτι από αυτήν.
Από μια αγορά που δεν πρόκειται ποτέ να προτείνει σαν "προϊόν", τίποτα από αυτά που έβαλα μέσα δω για να θυμάμαι την βόλτα αυτή.
Ναι, σε κείνο το τοπίο που γίνομαι γραφικός να λέω ότι με γοητεύει και δεν χορταίνω να περπατάω. Πόσα νάχει πιά να δεις από Περάστρα ως τα Λουτρά; θα πει κανείς.
Για μένα έχει και για πολλούς ακόμη έχει.
Το πρόβλημα είναι με κείνους που δεν πιστεύουν πως έχει πολλά για να δεις.
Έλεγα λοιπόν πως θα γράψω για το τοπίο, για την απίστευτη γεωμετρία που συναντάς σε σημεία που δεν το περιμένεις, για όγκους που φωτίζονται και εξέχουν ο ένας από τον άλλον με μοναδικό τρόπο,
...για αδίδακτη αρχιτεκτονική τοπίου, που την μίλησε στην ψυχή του χτίστη ο τόπος και η ανάγκη,
...έλεγα να πω και πάλι για τα μονοπάτια που συστρέφονται σε ένα άφωνο πλέγμα που μπορεί να σε πάρει και να σε πάει όσο πιο μέσα μπορείς να πας στον εαυτό σου, γιατί, ας μην κοροϊδευόμαστε,
...το κάθε μονοπάτι πηγαίνει όπου θέλει η ψυχή σου να πάει, κι΄εσύ επιλέγεις μονοπάτι ανάλογα με αυτήν την ψυχή.
Έλεγα λοιπόν πως θα γράψω ένα κείμενο για να βάλω ήχο στις φωτογραφίες αυτής της βόλτας.
Αλλά, η φωτογραφία ενός ερειπωμένου κτιρίου, που στα νιάτα του σίγουρα θα ήταν εντυπωσιακό, με οδήγησε να ρωτήσω τον φίλο μου τον Γιάννη, γνώστη όλων των λεπτομερειών των Κάτω Μερών, για το τι ήταν αυτό το κτίριο.
Η απάντηση έδωσε και τον τίτλο στην ανάρτηση: το κτίριο αυτό ήταν μία βιοτεχνία που έφτιαχνε τεχνητά μέλη.
Πού; Στην Τήνο, υπήρχε βιοτεχνία που έφτιαχνε τεχνητά μέλη!
Ξέρω πως οι περισσότεροι από μας νιώθουν λίγο αμήχανοι απέναντι σε ανθρώπους με κάποια ειδική ανάγκη, που συνεχίζουν να ζουν βασιζόμενοι σε κάποιο τεχνητό μέλος.
Ύστερα σκέφτομαι πως οι ίδιοι που δεν ξέρουμε πώς να σταθούμε απέναντι σ' έναν συνάνθρωπο με τεχνητά μέλη, ζούμε, κινούμαστε, εργαζόμαστε σε μια κοινωνία που η ίδια χρειάζεται τεχνητά μέλη για να συνεχίσει να επιβιώνει.
Σε μια κοινωνία που αντικατέστησε την γεωργία και την κτηνοτροφία, τα χέρια και τα πόδια της δηλαδή, με σούπερ μάρκετ, καφετέριες, μπαράκια και ορθάδικα, ταβέρνες και σουβλατζίδικα το ένα πάνω στ' άλλο, ξενοδοχειακά καταλύματα με πισίνες στον ξερότοπο των Κυκλάδων, παγωτατζίδικα, ομπρέλες, ξαπλώστρες και καλοκαιρινές αρπαχτές.
Τα τεχνητά μέλη, δηλαδή, μιας κοινωνίας ανάπηρης, που αδυνατεί να στηριχτεί μόνη της, και περιμένει από τους επισκέπτες της να την συντηρήσουν καταναλώνοντας εισαγόμενα τρόφιμα, ποτά, καφέδες, ακόμη και εισαγόμενες πρώτες ύλες για τα παρουσιαζόμενα σαν τοπικά προϊόντα.
Τεχνητά μέλη που μάθαμε με το ζόρι να χρησιμοποιούμε, ειδάλλως θα μέναμε πίσω στην κούρσα της "ανάπτυξης" και της "εξέλιξης" μέσα στην τουριστική αγορά, που στην ουσία είναι αυτή που μας βάζει τον ορό για να μας κρατάει ζωντανούς τόσο, όσο φτάνει για να μπορούμε μόνον να περιμένουμε κάτι από αυτήν.
Από μια αγορά που δεν πρόκειται ποτέ να προτείνει σαν "προϊόν", τίποτα από αυτά που έβαλα μέσα δω για να θυμάμαι την βόλτα αυτή.