Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλληγορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλληγορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

ΤΕΧΝΗΤΑ ΜΕΛΗ

Μια μικρή, γρήγορη βόλτα, από Περάστρα για Λουτρά μαζί με το γιό μου. 

Ναι, σε κείνο το τοπίο που γίνομαι γραφικός να λέω ότι με γοητεύει και δεν χορταίνω να περπατάω. Πόσα νάχει πιά να δεις από Περάστρα ως τα Λουτρά; θα πει κανείς.

Για μένα έχει και για πολλούς ακόμη έχει. 
Το πρόβλημα είναι με κείνους που δεν πιστεύουν πως έχει πολλά για να δεις.

Έλεγα λοιπόν πως θα γράψω για το τοπίο, για την απίστευτη γεωμετρία που συναντάς σε σημεία που δεν το περιμένεις, για όγκους που φωτίζονται και εξέχουν ο ένας από τον άλλον με μοναδικό τρόπο,

...για αδίδακτη αρχιτεκτονική τοπίου, που την μίλησε στην ψυχή του χτίστη ο τόπος και η ανάγκη,

...έλεγα να πω και πάλι για τα μονοπάτια που συστρέφονται σε ένα άφωνο πλέγμα που μπορεί να σε πάρει και να σε πάει όσο πιο μέσα μπορείς να πας στον εαυτό σου, γιατί, ας μην κοροϊδευόμαστε,

...το κάθε μονοπάτι πηγαίνει όπου θέλει η ψυχή σου να πάει, κι΄εσύ επιλέγεις μονοπάτι ανάλογα με αυτήν την ψυχή.

Έλεγα λοιπόν πως θα γράψω ένα κείμενο για να βάλω ήχο στις φωτογραφίες αυτής της βόλτας.

Αλλά, η φωτογραφία ενός ερειπωμένου κτιρίου, που στα νιάτα του σίγουρα θα ήταν εντυπωσιακό, με οδήγησε να ρωτήσω τον φίλο μου τον Γιάννη, γνώστη όλων των λεπτομερειών των Κάτω Μερών, για το τι ήταν αυτό το κτίριο.

Η απάντηση έδωσε και τον τίτλο στην ανάρτηση: το κτίριο αυτό ήταν μία βιοτεχνία που έφτιαχνε τεχνητά μέλη.
Πού; Στην Τήνο, υπήρχε βιοτεχνία που έφτιαχνε τεχνητά μέλη!

Ξέρω πως οι περισσότεροι από μας νιώθουν λίγο αμήχανοι απέναντι σε ανθρώπους με κάποια ειδική ανάγκη, που συνεχίζουν να ζουν βασιζόμενοι σε κάποιο τεχνητό μέλος.

Ύστερα σκέφτομαι πως οι ίδιοι που δεν ξέρουμε πώς να σταθούμε απέναντι σ' έναν συνάνθρωπο με τεχνητά μέλη, ζούμε, κινούμαστε, εργαζόμαστε σε μια κοινωνία που η ίδια χρειάζεται τεχνητά μέλη για να συνεχίσει να επιβιώνει.


Σε μια κοινωνία που αντικατέστησε την γεωργία και την κτηνοτροφία, τα χέρια και τα πόδια της δηλαδή, με σούπερ μάρκετ, καφετέριες, μπαράκια και ορθάδικα, ταβέρνες και σουβλατζίδικα το ένα πάνω στ' άλλο, ξενοδοχειακά καταλύματα με πισίνες στον ξερότοπο των Κυκλάδων, παγωτατζίδικα, ομπρέλες, ξαπλώστρες και καλοκαιρινές αρπαχτές.

Τα τεχνητά μέλη, δηλαδή, μιας κοινωνίας ανάπηρης, που αδυνατεί να στηριχτεί μόνη της, και περιμένει από τους επισκέπτες της να την συντηρήσουν καταναλώνοντας εισαγόμενα τρόφιμα, ποτά, καφέδες, ακόμη και εισαγόμενες πρώτες ύλες για τα παρουσιαζόμενα σαν τοπικά προϊόντα.

Τεχνητά μέλη που μάθαμε με το ζόρι να χρησιμοποιούμε, ειδάλλως θα μέναμε πίσω στην κούρσα της "ανάπτυξης" και της "εξέλιξης" μέσα στην τουριστική αγορά, που στην ουσία είναι αυτή που μας βάζει τον ορό για να μας κρατάει ζωντανούς τόσο, όσο φτάνει για να μπορούμε μόνον να περιμένουμε κάτι από αυτήν. 

Από μια αγορά που δεν πρόκειται ποτέ να προτείνει σαν "προϊόν", τίποτα από αυτά που έβαλα μέσα δω για να θυμάμαι την βόλτα αυτή.











Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ

"Μια φορά κι΄έναν καιρό ήταν μια γριά και γύρναγε μές τα χωράφια και στους δρόμους και όλο νόμιζες πως μιλάει, μα 'κείνη είχε μισανοικτό το στόμα σα να ανάσαινε και δεν έλεγε τίποτε.

Άμα ήσουνα πάνω στο βουνό θα τύχαινε να την δεις να διαβαίνει και να κουνάει τα χέρια της σαν να σπέρνει κι΄άμα ήσουν κάτω στο χωριό θα την έβλεπες να κουνάει τα χέρια της σα να σκουπίζει τους δρόμους και τα μονοπάτια.

Γρια την λέγαμε γιατί ήταν όλη γκρίζα, μα τα μαλλιά της ήταν τόσο γκρίζα όσο και 'κείνων των τουριστών πού 'ρχονται καλοκαίρι και χορταίνουν ήλιο και ρουφάει το κεφάλι τους φως και ξανθαίνουν τόσο που μοιάζουν σα γκρίζοι γέροι.   

Και γκρίζα θάλαγες και τα ρούχα της, μα δεν μπορούσες να πεις αν ήταν γκρίζα από μαύρο που ξέβαψε ή γκρίζα από λευκό που λερώθηκε. 

Δε την φοβόταν κανένας και ούτε τα παιδιά παραμέριζαν, μα ούτε την πειράζαν γιατί ανιώθαν τον αέρα που σάλευε στο πέρασμά της και περιμέναν να καταλαγιάσει για να συνεχίσουν το παιχνίδι. 

Μετά, είπαν πως έναν χειμώνα που έβαλε κρύο πολύ, σαν αυτό που πάει να βάλει τώρα πάλι, χάθηκε η γριά και πως είχε παγώσει και δεν θα ξαναρχόταν ποτέ πιά, και να μη φοβόταν κανείς, λέγαν.

Μα αποκριθήκαν οι ανθρώποι πως έτσι κι΄αλλιώς δεν την φοβόνταν και είπαν να πάνε να την βρουν πριν χαθεί στ΄αλήθεια. Δρόμο πήραν δρόμο αφήκαν και γυρνάγαν στα βουνά και στις παραγγεριές και στους κάλαμους μέσα και κυττάζαν στα καυκάλες και μέσα σε καταστέγια και κατ’κιά και πουθενά δεν ήταν. 

Κι΄άμα πήραν να κατηφορίζουν, μόνο τότε είδαν τη γριά να είναι όρθια μέσα σ΄ένα αλώνι και να κουνάει τα χέρια της σα να αλωνέβγει και γύρω τριγύρω χορεύαν τούφες από ένα άσπρο σιτάρι που δεν έλεγε να κατακαθίσει κι΄έπειτα με μιάς έδωσε μια με τα χέρια και όλο το λευκό σιτάρι σηκώθηκε ψηλά μές τον αέρα και το πήρε και το στρουφογύρισε και το καμε δυό φορές τόσο και τρεις φορές τόσο και μετά γέμισαν οι ουρανοί με λευκές τούφες. 

Τότε η γριά μάζεψε τη μακρυά φούστα της γύρω στα ποδάρια της, την έζωσε στις κάλτσες της κι΄άρχισε να πέφτει το χιόνι και κείνη να περπατάει σαν πάντα, και τράβηξε για τα χωριά κι΄όπου πήγαινε το χιόνι ακολούθαγε μέχρι που την σκέπασε και την σήκωσε ψηλά και τότε οι χωρικοί καταλάβαν πως αυτή ήταν η κυρά του χιονιού... 

...που όλο τον χρόνο γυρνάει αμίλητη κι΄άμα έρθει ο χειμώνας καβαλάει το κρύο και καμει τη δουλειά που ξέρει να κάμει: να γκρεμίζει και να χτίζει. 
Να γκρεμίζει μαθές όσα απομείναν αφρόντιστα και να χτίζει όσα η γης μπορεί να θρέψει."




σημείωση: οι φωτογραφίες είναι οι μισές από τον φίλο που δεν θέλει να φαίνεται και οι άλλες μισές απ΄τον φίλο που σκαρφαλώνει στα κατσάβραχα. Τους ευχαριστώ και τους δύο. 


Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΜΑΝΤΑΛΟ ΤΗΣ ΠΡΟΓΙΑΓΙΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΙΠΛΑ ΜΑΝΤΡΑ...

Πιό πολύ απ΄όλα φοβάμαι την απώλεια της μνήμης.
Δεν μιλάω για την δική μου, την προσωπική μου μνήμη, που κάποια στιγμή θα βαρύνει έτσι κι΄ αλλιώς.

Λέω για την Συλλογική Μνήμη, που είναι απαραίτητο συστατικό, έστω και κρυφό, του αύριο που έρχεται.

Μαζεύω παληά χαρτιά, εφημερίδες του ’50, ξύλινες κουτάλες σπασμένες, τεράστια καρφιά και κομμάτια ξύλου από παληά σπίτια, 

...ξεχαρβαλωμένες κλειδαριές,

...ένα διαλυμένο σκαμνί από κάποιο γκρεμισμένο κατοικιό, 

 ...ένα μπουκαλάκι από άρωμα από ένα φαρμακείο που δεν υπάρχει πιά, μπουκάλια από ποτά που δεν υπάρχουν πιά.

Και απλώς, προσπαθώ να βρω επάνω τους τα ίχνη των ανθρώπων, την φθορά από την καθημερινή χρήση, να εντοπίσω το πώς και το γιατί ενός ασυνήθιστου σχήματος, 


μα πιό πολύ, προσπαθώ να αναπαραστήσω μέσα μου την εποχή, να την ανασυνθέσω ταιριάζοντας μικρές ιστορίες, αφηγήσεις, ακούσματα, αυτά τα ίδια τα αντικείμενα, σκόρπια διαβάσματα.

"Ποιός ο λόγος", θα πει κανείς.
Δεν εξηγιέται ο λόγος.
Θάλεγα πως είναι, σε μικρότερη ασφαλώς κλίμακα, σαν να ανεβαίνεις στην Ακρόπολη. 
 
Δεν εξηγείται το τί σε μαγεύει σ’ αυτήν την επαφή και είναι πολύ πέρα από το νόημα αυτής της ανάρτησης το να αναλύσουμε τα δέκα μάρμαρα και το νόημά τους.








Καιρό τώρα, λοιπόν, η μάνα μου, κάθε φορά που πέρναγε έξω απ΄το σπίτι της γιαγιάς της τής Αντέλας, έδινε μιά στο μάνταλο της πόρτας του ερειπωμένου σπιτιού.  


«Ακούω τον ήχο και σκέφτομαι», μου είπε, «πόσα χρόνια ανεβοκατεβαίναμε και πατάγαμε αυτό το μάνταλο. Μετά σκέφτομαι πόσοι τόχουν πιάσει αυτό το χερούλι... Η γιαγιά μου, ο παππούς μου ο Λορέντζος, ο θείος μου ο Αντώνιος και ποιός ξέρει και ποιοί άλλοι ακόμη...»

Είπα τότε πως το ζεμπερέκι (το μάνταλο δηλαδή μαζί με το πόμολο) της προγιαγιάς μου της Αντέλας έχει στα μάτια τής μάνας μου μιάν άλλη αξία. 

Είναι ένα ταξίδι στην παιδική ηλικία, είναι μια νοερή καλημέρα σ’ όσους φύγαν, είναι ένας ήχος που θα κάναμε τα πάντα για να έφτανε μέχρι πίσω, μέχρις εκείνα τα χρόνια, να μπορούσε ακόμη-ακόμη να τον άκουγε και ΄κείνη η ίδια μικρή. 

Κι΄έπειτα ταιριάζω αυτή την σκέψη με τη ματιά μου όταν κυττάζω με δέος τις Τηνιακές μάντρες και τις ξερολιθιές. Πάντα το μάτι μου πάει στην κάτω-κάτω σειρά.

Η πρώτη μου σκέψη πάει σε ‘κείνον που έβαλε την πρώτη πέτρα κι΄έπειτα ακολούθησαν οι άλλες. 

 Η δική μου «Ακρόπολη» της Τήνου είναι αυτές οι μάντρες, αυτά τα κατοικιά και τα καταστέγια, αυτές οι ξερολιθιές και οι τεράστιοι μονόλιθοι στα ορεινά του νησιού.

Ο μόχθος των ανθρώπων, η τέχνη τους, που σαν υπέροχη πατίνα είχε αποτεθεί στα γονίδιά τους, η φροντίδα για ν' αντέξουν όλα αυτά για όσο γίνεται περισσότερο και τέλος, η αδυναμία μας σήμερα να επαναλάβουμε κάτι παρόμοιο σε μεγέθος και σημασία.

Γι΄αυτό, το μάνταλο της προγιαγιάς μου της Αντέλας και η παραδίπλα μάντρα έχουν την ίδια τεράστια αξία: κουβαλάνε πάνω τους το νησί, μας φέρνουν σε επαφή (έστω και ασυνείδητη), με την ιστορία του τόπου μας.

Κατά κάποιον τρόπο, μας δείχνουν τον δρόμο για το πώς οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε το νησί: με τα μάτια στο μέλλον, με την καρδιά στο παρελθόν, με την ψυχή στο τώρα.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Να σου δείξω τ' όνειρό μου..;


Είμαι, λέει, στην Τήνο...

Κι' αυτό είναι παράξενο από μόνο του. 
Δεν βλέπω σχεδόν ποτέ την Τήνο στον ύπνο μου... 

Μα τώρα είμαι εκεί και είναι σαν το Ξώμποργο, λέει, νά είναι ένα Ηφαίστειο και δεν βγάζει λάβα απόμέσα του, αλλά σύννεφα...

 ...τα σύννεφα που στέκουν από πάνω του, τα βγάζει το ίδιο το βουνό!
Και εγώ να στέκω κι' όλο να προσπαθώ να θυμηθώ πώς βρέθηκα εδώ...

Είμαι παιδί, λέει, σα να 'δωσα μιά και να πήδηξα όλα αυτά τα χρόνια από τώρα μέχρι τα έντεκά μου και βαδίζω σ΄ένα χώμα, που δεν κατασταλάζει στιγμή η σκόνη του και μπατσίζω τον αέρα μ΄ένα λιανοκάλαμο...

Και λέω, "Δεν γίνεται να χαθήκαν όλοι οι ανθρώποι από δω πέρα....
Δε μπορεί να βρέθηκα από μονάχος μου εδώ..."

Κι΄ ύστερα θυμάμαι πως ήρθα για καλοκαίρι και πως το καλοκαίρι ήταν ψεύτικο σαν εκείνα της διαφήμισης, στεγνό κι΄άοσμο και θέλησα, λέει, να φύγω απ΄αυτό.

Και βρέθηκα, λέει, μετά απ΄έξω από μια εκκλησιά και κόσμος αναδευόταν στις καμάρες της...

...και λέγαν όλοι "Πού είν' ο Άγιος να μας σώσει; Να δει τί μπορεί να κάνει πριν η φθορά τον αφανίσει κι΄αυτόν..."

Φωνή δεν άκουγες πέρα, μόνο ένα βουνό σε μια κίτρινη φωτογραφία σάλευε στον αέρα μα ο ήχος της είχε σβηστεί.

Κι' από κάτι σπίτια, λέει, έρχονταν τραγούδια μα ανθρώποι πουθενά... 

Κι΄ άμα πήγα κοντά να δω από πού ερχόνταν οι φωνές, δεν είχα, λέει, μάτια, μα μιά κάμερα μού διάβαζε το δρόμο μέσα στα στενά...  


...κι΄όλο έτρεχα να προφτάσω.
Μα σαν μπήκα στο σπίτι οι φωνές κοπήκαν και τα τραγούδια έπαψαν για μιάς...

 ...η πυροστιά είχε σβήσει από χρόνια, το τραπέζι ξέστρωτο και οι θυρίδες άδειες χλευάζαν την προσμονή μου...

Θυμήθηκα τον Ήλιο να βγαίνει πάνω απ΄τα Κελλιά κι΄ήταν η Κολυμπήθρα μια ανεξήγητη πινελιά στο βάθος κι΄είπα  
"Μα πού βουτάμε σε τόσο λίγη θάλασσα..;"

 "Πώς βρέθηκα εδώ..;" αναρωτιέμουνα συνέχεια και είπα "Λές να΄ναι δικό μου έργο τ' άδεια κοφίνια ΄κει πέρα; 
 

...λες να γύρισα μόλις απ΄την πούληση και να πρέπει να ξεκουραστώ, να ξαποστάσω για να σβήσει ο εφιάλτης..;

Μα ύστερα ήρθε, λέει, μια φωτιά κι' έκαιγε, έκαιγε, έκαιγε...
 
...και στο τέλος έβλεπα μια εικόνα σαν εκείνες όλης της Ελλάδας...
 
...και δεν έβγαζα νόημα κι΄είπα μέσα μου "Μα είμαι μικρός, τί περιμένω να καταλάβω απ΄τον κόσμο των μεγάλων..! Αυτοί ξέρουν καλύτερα απ΄όλους και της φωτιάς το λόγο και της ερήμωσης! Πάψε, λοιπόν!"

Μα εγώ, λέει, δεν ήθελα να πιστέψω πως κάποτε κι' αυτό...

 ...μπορεί να γίνει στάχτη κι΄ας είναι γι΄άλλους ένας ξερότοπος σαν τον κυττάς απ΄το καράβι...
Κι΄άκουσα, λέει, ένα γέλιο κι΄ένα λιπόσαρκο χέρι μου΄δειξε ένα έρημο κατ΄κιό...

...και μια φωνή πού' μοιαζε με τη δική μου είπε... 

"Είναι παληό και το πήρε ο Χρόνος να το γλυτώσει απ΄ την λύπηση..."

Και θυμήθηκα να γυρίσω να κυττάξω πίσω, να θυμούμαι από πού ήρθα ως εδώ κι΄ήταν ένα ξωκκλήσι πού΄βγαινε απ΄τα σύννεφα...

...μα άνθρωπος πουθενά...  





 

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...