Στάλα την στάλα, σταγόνα την σταγόνα και μόλις η ζέστη ανοίξει την μυστική πόρτα, το νερό της Γης αρχίζει ν' ανεβαίνει σιγά-σιγά μέσα από αόρατα μονοπάτια για να πάει ψηλά, στο γαλάζιο, εκεί που τις κρύες μέρες πλάθονται τα σύννεφα.
Και μόλις το κρύο αρχίσει και μαζεύεται, μόλις τα σύννεφα πυκνώσουν και βαρύνουν, τότε το νερό αδημονεί, ζητάει να γυρίσει στη μάνα, να χωθεί στην αγκαλιά της, να τρέξει στα γνωστά του μέρη, σε νεροφαγώματα και ρυάκια, σε λαγκάδια και ρεματιές, σε ποτάμια και λίμνες, σε γούβες και λακκάκια, να χαϊδευτεί σε κάθε γύρισμα και μύχια γωνιά του βράχου.
Και σπρώχνοντας, ανοίγει τα χέρια που το αγκαλιάζουν και το κρατάνε εκεί ψηλά στολίδι τ' ουρανού και βουτάει κάτω, χιλιάδες σταγόνες να σημαδεύουν το σταμάτημα και το ξεκίνημα των εποχών με τον ήχο τους, να σκάβουν με υπομονή χρόνο με τον χρόνο τα βράχια, να στέλνουν τις πέτρες που σήκωσαν οι άνθρωποι πίσω στη μητρα που τίς έβγαλε.
Τότε, τα έρημα κι' αδούλευτα χωράφια γλυστρούν, οι μάντρες ξεγυμνώνονται και βλέπουν το φως πέτρες που ήταν για χρόνια χωμένες κι' άλλες πάλι, σκύβουν και γονατούν μέσ' τη μέση των χωραφιών.
Αλλού πάλι μένει ένας τοίχος ορθός στο μάτι του Βοριά να κινάει χίλιες απορίες: πώς έμεινε μόνος αυτός, πώς έρχονται και φεύγουν τα πράγματα, πού χάθηκε η φροντίδα, πού πήγε ο χώρος που ο τοίχος όριζε σαν κατοικία, με τί να μοιάζει περισσότερο, με μνημείο ή με ταφόπλακα, πόσο θα αντέξει ακόμη, άραγες πόσων τα μάτια πετιώνται ως εδώ πάνω όταν περνούν απ' τον δρόμο...
...καλλωπίζει με μικρές πινελιές σκουριάς άνευρα κουφάρια και πασαλείβει γκρίζους βράχους με κίτρινα κροκάδια, δίχως να νοιάζεται για τη φθορά που το χαρούμενο παιχνίδι του προκαλεί...
Πονετικό, αφήνει το αλώνι να θαρρεί πως τώρα δα, που θα ΄ρθει ο αλωνάρης, θα 'ρθουν μαθές και οι νοικοκυραίοι ν' αλωνέψουν, ν' ανεμίσουν τα δικράνια, να βγει ο καρπός απ' τα χερόβολα, να γίνουν τα χερόβολα άχερο, να πούν τραγούδια και ν' ακούσουν το βράδυ τα παιδιά την ιστορία για τη γουρούνα με τα δώδεκα γουρουνάκια πριν κοιμηθούν μέσα στ' αλώνι με τ' άστρα για ταβάνι...
Και μόλις το κρύο αρχίσει και μαζεύεται, μόλις τα σύννεφα πυκνώσουν και βαρύνουν, τότε το νερό αδημονεί, ζητάει να γυρίσει στη μάνα, να χωθεί στην αγκαλιά της, να τρέξει στα γνωστά του μέρη, σε νεροφαγώματα και ρυάκια, σε λαγκάδια και ρεματιές, σε ποτάμια και λίμνες, σε γούβες και λακκάκια, να χαϊδευτεί σε κάθε γύρισμα και μύχια γωνιά του βράχου.
Και σπρώχνοντας, ανοίγει τα χέρια που το αγκαλιάζουν και το κρατάνε εκεί ψηλά στολίδι τ' ουρανού και βουτάει κάτω, χιλιάδες σταγόνες να σημαδεύουν το σταμάτημα και το ξεκίνημα των εποχών με τον ήχο τους, να σκάβουν με υπομονή χρόνο με τον χρόνο τα βράχια, να στέλνουν τις πέτρες που σήκωσαν οι άνθρωποι πίσω στη μητρα που τίς έβγαλε.
Τότε, τα έρημα κι' αδούλευτα χωράφια γλυστρούν, οι μάντρες ξεγυμνώνονται και βλέπουν το φως πέτρες που ήταν για χρόνια χωμένες κι' άλλες πάλι, σκύβουν και γονατούν μέσ' τη μέση των χωραφιών.
Το νερό καρπώνει το χώμα και βγάζει το μέσα του κρυμμένο χρώμα, καλεί μια κοιμισμένη πράσινη παρεούλα να βγει στο φως μετά από μια άνυδρη περίοδο, να φωτίσει τα φρύγανα, κάνει να 'ρθει η ανάγκη να σταλίζουν τα ζωντανά κάπου σκεπά...
...καλλωπίζει με μικρές πινελιές σκουριάς άνευρα κουφάρια και πασαλείβει γκρίζους βράχους με κίτρινα κροκάδια, δίχως να νοιάζεται για τη φθορά που το χαρούμενο παιχνίδι του προκαλεί...
Πονετικό, αφήνει το αλώνι να θαρρεί πως τώρα δα, που θα ΄ρθει ο αλωνάρης, θα 'ρθουν μαθές και οι νοικοκυραίοι ν' αλωνέψουν, ν' ανεμίσουν τα δικράνια, να βγει ο καρπός απ' τα χερόβολα, να γίνουν τα χερόβολα άχερο, να πούν τραγούδια και ν' ακούσουν το βράδυ τα παιδιά την ιστορία για τη γουρούνα με τα δώδεκα γουρουνάκια πριν κοιμηθούν μέσα στ' αλώνι με τ' άστρα για ταβάνι...
2 σχόλια:
Αξεπέραστο!
Έχεις λογοτεχνική δεξιοσύνη. Πώς τα καταφέρνεις, βρε Όφιε! Φτου σου να μην αμπασχαθείς!
Δημοσίευση σχολίου