“Ραμπιλίτσα, ε, Ραμπιλίτσα! Ου Φρατζέσκους ίπισιν, μουρή, μεσ΄του χουράφ΄κι δεν μπουρεί να σ΄κουθεί, φουνάζ΄πως πουνεί η μέση τ΄ !”
Η φωνή της τσατσα-Μαριόνκας πέρασε από το ανοικτό πάνω φύλλο της πόρτας, διέσχισε το σαλό και βγήκε απ΄το παράθυρο της κάμαρας στο πίσω αυλιδάκι όπου η τσατσα-Ραμπέλα άπλωνε δυό παληόπανα πούχε για την λάτρα του σπιτιού. Δεν καλοκατάλαβε τί έλεγε η φωνή, μα σαν κάτι να της φάνηκε για τον Φρατζέσκο και τη μέση του. Ανέβηκε γρήγορα-γρήγορα το σκαλοπατάκι και σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της, πέρασε απ΄το σαλό να βγεί στα περπατιά και λίγο έλειψε να πέσει φαρδειά-πλατειά κάτω εξαιτίας του Γιακουμή , του γάταρου που είχε μαζευτεί στο σπίτι εδώ και τρείς μήνες και δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί.
“Αααααα! Μουρδάρ΄ ! Δε νταγιαντώ πλιό, μεσ΄τα πόδια μ΄ ουλ΄ ντ΄ ν΄ώρα..!”
και σκύβοντας κάτω φώναξε “Ε! Μαριόνκα, ήντα...”
“Ου Φρατζέσκους μουρή, ίπισιν ικ΄πέρα μεσ΄ του χουράφ κι΄δεν μπουρεί. Να παρ΄ς του Ν΄κόλα ζ΄ Λίζας κι να πάς να τουν φερς, μουρή!”
“Ίπισιν; Μα ηνταμό, μουρή, ίπισιν του παλλκάρ΄ ουμ..”
Ε, όχι και τόσο παλλικάρι ήταν αλήθεια, μα η τσατσα Ραμπέλα μέτραγε τον εαυτό της με τις νέες του χωριού και δεν ήθελε να σκέφτεται τον άντρα της για γέρο.
Μιά και δυό, λοιπόν, βρήκε τον Νικόλα και τράβηξε για το χωράφι που είχαν πακτωμένο στα Ρέντια, να δεί “Ηνταμό ίπισιν ου Φρατζέσκους...”
Τον αγάπαγε τον άντρα της η Ραμπέλα, τον αγάπαγε με τον τρόπο που αγαπάνε οι μεγάλοι ανθρώποι, που δεν θυμούνται πιά αν παντρευτήκαν από προξενειό ή από τα μάτια και τριγυρίζει ο ένας τον άλλον με στοργή, σαν κομμάτι του εαυτού του.
Έτσι, μόλις γυρίσανε στο σπίτι, πήρε η Ραμπέλα το πράσινο σαπούνι και την στάμνα με το δροσερό νερό απ΄το ξυνάρι, τούπλυνε χέρια και μούρη, τούβγαλε τα χοντροπάπουτσα και έρριξε λίγο νερό στα δάχτυλα των ποδιών και τον έβαλε στο σαλό. Τούστρωσε στην μεγάλη ντιβανοκασέλα και τον βοήθησε να ξαπλώσει πριν στείλει τον Αντώνιο να φωνάξει τον γιατρό.
Ο Γιακουμής ο γάταρος, παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την σκηνή, ειδικά στα σημεία που ο Φρατζέσκος έκαμε “Αααχχ...” ή “Ώωωωχ...” και στήριζε το ζερβό του χέρι στη μέση του.
“Ανάπαυση και ακινησία σε σκληρό κρεβάτι για πέντε ημέρες.....Ά! Και να έρθει και η Λουκία η νοσοκόμα να του τραβήξει δυό βεντούζες και τα ξαναλέμε...”
Καλά είχε κάμει το λοιπό η Ραμπελίτσα και είχε στρώσει στην σκληρή ντιβανοκασέλα του αντρού της, καλά...
Ο Φρατζέσκος δεν είχε μείνει άπραγος ποτέ ως τότε στην καματιάρα την ζωή του και του φαινότουνε λίγο παράξενο να τού τα πηγαίνουν όλα στα χέρια, μα νερό θες, μα φαγί, μα ρακί, ούλα στο χέρι, σαν κάτι αρχόντοι, πού λέν΄εκείνοι που γυρίζουν απ΄την Πόλη, πως όλα τα κάμουν άλλοι για αυτούς. Μόνο για την ανάγκη του έσερνε μέχρι το γκαμπινέττο, μα και ΄κει ακόμα η Ραμπέλα ήταν πίσω του, να τού κρατάει το σακκάκι στους ώμους, να μη τής κρυώσει.
Ο Γιακουμής ο γάταρος έβρισκε όλο τούτο το καινούργιο πήγαιν΄έλα από κοντά. Τα μεσημέρια μάλιστα, πήγαινε και στρωνόταν στα πόδια του Φρατζέσκου και γουργούριζε φχαριστημένος. τ΄άρεσεν του Φρατζέσκου η παρέα...
Ώσπου μια μέρα, ψαράς ακούστηκε να περνάει από κα΄τω από το σπίτι:
“Ψάααρια! Ψάαααρια! Φρέεεσκα ψάρια!”
Λαχτάρησε η Ραμπελίτσα κανένα ψαράκι:
“ ΄τάσου μισού λιφτό, ΄τάσου να πιάσου τουν πορτομανέ μ΄...'τάσου να χαρείς...” και με το αριστερό χέρι να ακουμπάει στον τοίχο της σκάλας κατέβηκε ένα-ένα τα σκαλοπάτια, όλα με τ΄αριστερό ποδάρι πρώτα και το δεξί ν΄ακολουθάει και βγήκε στον δρόμο.
Γκρίνιαξε στον ψαρά για την τιμή, πήρε την τυλιγμένη εφημερίδα με τις λαχταριστές γόπες κι΄ανέβηκε στο σαλό.
Έρριξε μια ματιά στον Φρατζέσκο που τον είχε πάρει για λιγάκι, έπιασε μια πιατέλα απ΄τον μπουφέ κι΄άδειασε μέσα τα ψάρια.
“Φρατζέσκου, έ, Φρατζέσκου! ξύπνα μαρέ, ξύπνα του παλ΄κάρου μ΄.... Να, έχ΄έννοια ιδώ τα ψάρια να πάγ΄να γυρίσου του νιρό κι΄ίρχουμι.”
Μα μόλις η Ραμπέλα γύισε την πλάτη της και βγήκε απ΄την κάμαρα, νάσου καμαρωτός καμαρωτός ο Γιακουμής ο γάταρος.
Σήκωσε την ουρά όρθια, τρίφτηκε στο ποδάρι της καρέκλας, νιαούρισε μια φορά προς τον νυσταλέο μπαρμπα-Φρατζέσκο και μεμιάς, έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε δίπλα στην πιατέλα με τα ψάρια.
Ο μπαρμπα-Φρατζέσκος γυρισμένος στο δεξί πλευρό κι΄ακουμπώντας το μάγουλο στην δεξιά παλάμη, σήκωσε φωνή:
“Εεεε! Γιακ΄μή! φυγ΄απού ΄φτού! Φύγ΄είπα, κακοχρονάχ΄ς!”
Μα ο Γιακουμής είχε ήδη ξεχωρίσει την πιό μεγάλη γόπα και την πελέκαγε κανονικά, αδιάφορος για τις φωνές του ανήμπορου αφεντικού του.
“Ραμπέλα! Έ, Ραμπέλα!”
........................
“Εεεε...”
...................
“Ου γάτους τρώγ΄τα ψάρια, μουρή!”
............................
“Ήντα λες μαρέ...;”
............................
“Ου γάτους τρώγ΄τα ψάρια!”
...............................
“Ε, διώχτον!”
..................................
“Ίπιν ου γιατρός να μην δλέβγου...!”
2 σχόλια:
Απίθανο!!!
Καταπληκτικό, μοιάζει με ανέκδοτο.
Καλό κείμενο! Βάζε κάθε τόσο να μην ξεχνάμε τα ντηνιακά. Το απόλαυσα και γύρισα πίσω στα παιδικά μου χρόνια με τα κοντά παντελονάκια, τα γόνατα ολοκόκκινα, τα αστραγαλάκια του μπάρμπα Φρατζέσκου, τις καραμέλες της Καρμέλας, τις λάμπες πετρελαίου, τα καντήλια τη νύχτα, τα τσουκάλια της νύχτας, τις στάμνες, τις γελούδες και τα παπούτσια του μπάρμπα Μπαλέκου. Άλλοι καιροί, καθαροί και γνήσιοι!
Δημοσίευση σχολίου